Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΧΟΝΤΡΟΥΛΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΑ

 

Αν δεν ήμουν πάντα μαζί του, στο πλάι του, να του κρατάω το χεράκι σαν φιλόστοργος πατέρας ή μεγάλος αδερφός και να τον καθοδηγώ σε κάθε του βήμα, για να παίρνει κουράγιο, να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά, να κερδίζει είκοσι πόντους ύψος κάθε φορά, αν δεν γινόντουσαν όλα αυτά, δεν θα πήγαινε, όσο και να του τρέχανε τα σάλια και τα ζουμιά, όσο κι αν είχε γλυκαθεί απ’ την υπόθεση. Γιατί, όπως και να το κάνεις, για κάθε ώριμο άνδρα το γαμήσι είναι η μέγιστη απόλαυση, κι ας τους ευνουχισμένους διανοούμενους και τους διάφορους ηθικολόγους του κώλου να λένε τις παπαρδέλες τους, ποιος τους ακούει. Έτσι κι αλλιώς, το ‘βλεπε σαν μια νυκτερινή περιπέτεια, ότι έβγαινε απ’ την καθημερινή του ρουτίνα και μιζέρια, ότι έκανε κι αυτός μία πράξη επαναστατική, μια υπέρβαση, μια αντίσταση, ότι για κάποια λεπτά της ώρας έγραφε τα χρηστά ήθη της κοινωνίας στα παλιά του τα παπούτσια. Με αυτά που γαλουχήθηκε και πορεύτηκε σε ολόκληρο τον βίο του. Βέβαια, ήταν υπερβολικά ντροπαλός και συνεσταλμένος, ένας κλασικός καταπιεσμένος μαμάκιας, μαμμόθρεφτο περιωπής ετών πενήντα πέντε, με όλες τις σφραγίδες και τα δικαιολογητικά. Σκυφτούλης και υποτακτικός. Βλέπεις, υπήρχαν τρανταχτές και αδιάσειστες αποδείξεις. Πρώτα απ’ όλα, το φανέρωνε και το σουλούπι του. Κοντός, παχουλός, καραφλός, γυαλάκιας, με μικρά στρογγυλά ματάκια, μαζεμένος και φοβισμένος. Ένα καθαρόαιμο ανθρωπάκι. Ζούσε ακόμα με την υπερήλικη μητέρα του, έχοντας σώα τα φρένα της εκείνη και το μυαλό της δεκατέσσερα, μέσα στο κεφάλι, ενώ συστηματικά διαφέντευε  και γαμούσε τη ζωή του μονάκριβου κανακάρη της, του πολύτιμου γιόκα της, θέλοντας και μη, ποιος ξέρει. Εκείνος δεν είχε ακόμα καταφέρει να απογαλακτιστεί και να ενηλικιωθεί. Μα τουλάχιστον η πράξη του αυτή, η συνουσία του μήνα, ήταν ανατρεπτική, ενάντια στη σεβάσμια θέληση της μαμάς και την ηθική των συγγενών, παρ’ όλο που ευτυχώς για κείνον δεν το γνώριζαν, και που γινόταν με καλλίγραμμες πουτάνες των λαϊκών μπουρδέλων της κατωτέρας υποστάθμης, απέναντι από την ιχθυόσκαλα, πλάι στο παλιό λιμάνι της πόλης. Όμως, όλα αυτά αποτελούσαν ασήμαντες λεπτομέρειες. Σημασία είχε το δεκάλεπτο γαμήσι του μήνα, τίποτε άλλο.

Ήταν άνθρωπος μετρίων ικανοτήτων και μειωμένων δυνατοτήτων, μα καλός, άκακος και ευαίσθητος,  που βιοποριζόταν σταθερά και αποκλειστικά τα τελευταία τριάντα χρόνια ως μόνιμος κλητήρας σε κάποια ξεχασμένη δημόσια υπηρεσία, δηλαδή το παιδί για όλες τις δουλειές, καφέδες, τυρόπιττες, φωτοτυπίες και τα ρέστα, θέση που καβάτζωσε έγκαιρα μέσω κομματικών φίλων του πατέρα του, θεός σχωρέστον, το έκανε κι αυτός το χρέος του, βόλεψε το ανήμπορο παιδί του προτού τα κακαρώσει, να έχει τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό. Τον ήξερα από παλιά, μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, δέκα χρόνια μικρότερος από μένα και πάντα στην απέξω, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, του κλότσου και του μπάτσου από τα άλλα παιδιά, τον λυπόμουν και όποτε μπορούσα έμπαινα στη μέση για να τον υπερασπιστώ. Γι’ αυτό με θαύμαζε και με θεωρούσε προστάτη, φύλακα άγγελο και μεγαλύτερο αδερφό του. Μεγαλώνοντας χαθήκαμε. Εγώ έφυγα για την πρωτεύουσα, εκείνος βάλτωσε στην πόλη που γεννήθηκε, τσουλώντας και οι δυο μας, όπως μπορούσαμε, ο καθένας με τον τρόπο του, τις άμοιρες ζωούλες μας. Βέβαια, κι εγώ κάποια στιγμή γύρισα πίσω, επέστρεψα στη βάση μου, μα τον είχα ξεχάσει εντελώς, δεν υπήρξε κάτι σημαντικό στη ζωή μου για να τον θυμάμαι, όταν πριν από ένα χρόνο συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο. Μετά από σαράντα χρόνια είχαμε αλλάξει και οι δύο πολύ, μα εκείνος με θυμήθηκε, απίστευτο, παρ’ όλα τα χάλια μου και τον ξεπεσμό μου, αφού τον τελευταίο καιρό είχα φάει όλα τα έτοιμα και είχα απομείνει ταπί και ψύχραιμος. Ήμουν σε άθλια κατάσταση, μα όταν με αντίκρισε, έκανε σαν τρελός απ’ τη χαρά του, έπεσε με φόρα κατά πάνω μου, με αγκάλιασε, άρχισε να με φυλάει και να κλαίει από χαρά και ευτυχία. Εκτυλίχθησαν στιγμές άκρως συγκινητικές και απείρου κάλλους μεταξύ δύο παλιών φίλων. Εγώ πάλι έκανα ώρα να καταλάβω ποιος είναι, να συνειδητοποιήσω ποιον έχω απέναντί μου. Στην αρχή τον πέρασα για κάποιον ψυχοπαθή που μόλις βγήκε απ’ το άσυλο, το ‘σκασε ή τον αμολήσανε, δεν έχει μεγάλη σημασία, αν και ήταν ευπαρουσίαστος και καλοντυμένος, μα ολομόναχος. Φαγώθηκε να πάμε να με κεράσει, πρώτα για καφέ, μετά για φαγητό. Δεν είχα καμία όρεξη να θυμηθώ τα παλιά, μα πεινούσα, ήμουν άφραγκος, ρέστος και ατσίγαρος, οπότε αποδέχτηκα με μεγάλη ικανοποίηση την πρόσκλησή του. Ήταν θείο δώρο το ξανασμίξιμο μαζί του, ο από μηχανής θεός που θα ‘δινε κάποια λύση στα φλέγοντα ζητήματα που με απασχολούσαν εκείνο τον καιρό, τουλάχιστον έτσι νόμισα και δεν έπεσα έξω, ο χρόνος με δικαίωσε. Πάντως, εκείνο το βράδυ θα την έβγαζα καθαρή, θα περνούσα μπέικα, σωστός μαχαραγιάς, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Είχα σταθεί πολύ τυχερός, μόλις μου είχε κληρωθεί το πρώτο λαχείο.

Από κείνη τη μέρα έγινε ο τελευταίος και καλύτερος φίλος της ζωής μου, πλέον δεν είχα άλλους, με τους υπόλοιπους ανθρώπους διατηρούσα μόνο τις απαραίτητες τυπικές συναλλαγές και ευγένειες, τίποτα περισσότερο. Με λίγα λόγια, μου ήταν αδιάφοροι, δεν τους άφηνα να μπουν στον περίκλειστο βίο μου και να αναταράξουν την άγια μοναξιά μου. Μα εκείνος ήταν η εξαίρεση. Κρατήσαμε σταθερή επαφή, κάθε τόσο βρισκόμασταν και τα λέγαμε, συνήθως στην αρχή του μήνα, που έπαιρνε το μισθό του, θυμόμασταν τα παλιά, γελούσαμε και μελαγχολούσαμε για τα χρόνια που πέρασαν βιαστικά, τη σύντομη νιότη μας που έφυγε χωρίς να μας ρωτήσει, που σπαταλήθηκε άσκοπα και ασυλλόγιστα, για τον αδυσώπητο χρόνο που δεν σέβεται καθόλου τις επιθυμίες μας και μας γράφει στα παλιά του τα υποδήματα, για τα όνειρα που είχαμε κάποτε, όταν ήμασταν παιδιά, για όλα αυτά που μας βασάνιζαν. Παραδόξως, ήταν καλός και μυαλωμένος συζητητής. Πιο πολύ μιλούσε εκείνος, εγώ άκουγα. Δεν είχε φίλους, μου έλεγε, όλοι κοιτούσαν να τον εκμεταλλευτούν, λες και ήταν ηλίθιος και δεν καταλάβαινε, μα έδινε πάντα τόπο στην οργή, δεν τους κρατούσε κακία, απλά τους απέφευγε, και αναγκαζόταν να γυρίζει μόνος του στους δρόμους και τα μαγαζιά σαν την άδικη κατάρα. Η μοναξιά είναι δύσκολη, ολοκλήρωνε θυμόσοφα το λογύδριο του, χαμογελώντας και μένοντας ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό του. Μα το βασικό ήταν ότι πλήρωνε πάντα εκείνος και τον καφέ και την ταβέρνα και όταν χωρίζαμε με χαρτζιλίκωνε κι από πάνω. Δίχως να του έχω πει λεπτομέρειες, από ντροπή και αξιοπρέπεια, καταλάβαινε πως βρισκόμουν σε δύσκολη κατάσταση, τσοντάριζε και μου ‘κανε πάσες διάφορα χρηματικά ποσά, με τρόπο πάντα και συστολή, προσπαθώντας να μην με προσβάλει, παρ’ όλο που ήξερα ότι κι αυτός μισθωτός ήταν, δεν έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά είχε και τη σύνταξη της καλής του μητερούλας. Είχε γίνει ο μεγάλος ευεργέτης μου, έπρεπε να του στήσω άγαλμα στην κεντρική πλατεία της πόλης, του άξιζε ένας μπρούτζινος μεγαλοπρεπής ανδριάντας για όλα τα καλά που μου έκανε, δεν είχα παράπονο. Τον ευχαριστούσα και τα ‘βαζα στην τσέπη με μισή καρδιά, μα είχα ανάγκη και κόψιμο, εκείνη την εποχή λιμοκτονούσα, ήταν ζήτημα επιβίωσης και δεν χωρούσαν στη μέση ψεύτικοι εγωισμοί και υπερηφάνειες. Μα εκεί που πραγματικά με συγκίνησε, δάκρυσα και θέλησα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου ήταν όταν την πρωτοχρονιά πήγαμε και μου αγόρασε ρούχα και παπούτσια, ολοκαίνουργιο με έκανε, από την κορυφή ως τα νύχια, ξοδεύοντας αρκετά χρήματα, ούτε βαφτιστήρι του να ήμουνα. Χρειαζόμουνα σουλούπωμα, είχα παραμελήσει τελείως τον εαυτό μου, είπε και δεν είχε άδικο. Είχα κάψει φλάντζες και βαρέσει μπιέλες, χρειαζόμουν ανακαίνιση και γενικό ρεκτιφιέ. Και μου το έκανε. Πλύθηκα, κουρεύτηκα, ξυρίστηκα κι έγινα σένιος, άλλος άνθρωπος, ντυμένος στην πένα, σωστός γαμπρός, πλέον μόνο μια νύφη μου έλειπε, μακριά από μας. Τώρα μπορούμε να κυκλοφορούμε πιο άνετα, μου δικαιολογήθηκε συνεσταλμένα και μου ‘ρθε να τον φιλήσω. Κανείς άλλος δεν μου είχε ξηγηθεί με τέτοιο τρόπο, δεν μου είχε φερθεί τόσο καλά. Είχα αρχίσει να τον αγαπώ τον χοντρούλη.

Πρέπει να το ομολογήσω, απέναντί του ένιωθα μεγάλη υποχρέωση, αυτή ήταν η πικρή αλήθεια, κι έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι για το φίλο μου, που μου είχε σταθεί σαν αδερφός, να ανταποδώσω το ενδιαφέρον και την γενναιοδωρία του, να ξεπληρώσω ένα μέρος της φιλοτιμίας και της καλοσύνης του. Δεν θυμάμαι εκείνη τη βραδιά πώς το έφερε η κουβέντα. Ήμασταν στην ταβέρνα, τσιμπολογούσαμε ήσυχα τα μεζεδάκια μας και κουτσοπίναμε το κρασάκι μας σεμνά και ταπεινά. Είχαμε μιλήσει και καλαμπουρίσει αρκετά, οι γλώσσες και τα σαγόνια μας είχαν κουραστεί να ανεβοκατεβαίνουν και να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε και τώρα σιωπούσαμε βαριεστημένα και μελαγχολικά, δεν είχαμε και κάτι άλλο να πούμε, απλά χαζεύαμε και ρεμβάζαμε έξω απ’ την τζαμαρία την ηρεμία της νύχτας. Κάποια στιγμή τον ρώτησα, μάλλον αδιάφορα, έτσι, για να πω κάτι, χωρίς περίεργους σκοπούς και δεύτερες σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλό μου. Πώς τα πας  με τα ερωτικά; Κάνεις τίποτα; Ξαφνιάστηκε, έγινε κατακόκκινος απ’ την ντροπή του και για κάμποση ώρα έχασε τη μιλιά του. Δεν μου απάντησε ξεκάθαρα, μόνο κάτι δικαιολογίες και μισόλογα ψέλλισε μέσα από τα δόντια του, μα κατάλαβα ότι μάλλον δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα, δεν είχε δει το πράμα της ούτε ζωγραφιστό. Όσο για το ανδρικό φύλο, ούτε λόγος να γίνεται, δεν πρέπει να του είχε περάσει ούτε καν σαν ιδέα απ’ το μυαλό του, έτσι τουλάχιστον φαινόταν, μα και να ‘ταν του γούστου του, θα το είχε σίγουρα καταχωνιάσει στα τρίσβαθα της ψυχής και του πουλιού του. Ο φίλος μου σίγουρα δεν ήταν για τόσο μεγάλα άλματα, ούτε καν από περιέργεια, έτσι, απλά για να δοκιμάσει. Ούτε και μπορούσα να γνωρίζω τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις και επιθυμίες. Τόσα χρόνια μαραμένος, άπραγος, αγάμητος και ανέραστος, ίσως να είχαν παρεκκλίνει προς κακοτράχαλα και αδιέξοδα μονοπάτια, ποιος ξέρει, ίσως ούτε κι ο ίδιος. Πάντως, εγώ όχι, μόνο υποθέσεις μπορούσα να κάνω με τον διεστραμμένο μου εγκέφαλο και το έμπειρο πουλί μου. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ήταν ανεπίτρεπτο, κρίμα πήγαινε ο άνθρωπος χαραμίζοντας τα χρόνια του, έπρεπε να ξεμπλοκάρει το γρηγορότερο, τώρα που είναι ακόμα καιρός, σκεφτόμουν από μέσα μου και έβαζα το πολυμήχανο μυαλό μου να δουλεύει πυρετωδώς. Φάγαμε, ήπιαμε, πλήρωσε το λογαριασμό και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Πάμε κάπου, του λέω, σου έχω μια έκπληξη, τραβώντας τον απ’ το μανίκι. Στην αρχή απόρησε, με κοίταξε περίεργα, με το στόμα ανοιχτό, μα με ακολούθησε δίχως αντιρρήσεις, σαν πειθήνιο και υπάκουο σκυλάκι. Μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, μα κι εγώ  δεν τον είχα απογοητεύσει ποτέ.

Φτάσαμε στα μπουρδέλα απέναντι από την ιχθυόσκαλα, διάλεξα ένα στην τύχη και μπήκαμε μέσα ανεβαίνοντας βιαστικά τις απότομες σκάλες. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πού πάμε και πού βρισκόμαστε, πρέπει να αγνοούσε τελείως την ύπαρξή τους και το θεάρεστο κοινωνικό έργο που επιτελούσαν εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κάποια στιγμή τον έζωσαν τα φίδια και με ρώτησε. Πάμε να γαμήσουμε, του απάντησα, γελώντας. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, μα ευτυχώς έδειξε θάρρος και δεν το έβαλε στα πόδια. Είχε χρήματα πάνω του. Στην τσατσά εξήγησα με τρόπο πως ήτανε πρωτάρης κι έπρεπε να του γίνει ιδιαίτερη μεταχείριση, αργά και με το μαλακό. Ξαφνιάστηκε λόγω της ηλικίας του, γούρλωσε τα μάτια, μα συμφώνησε, δεν είχε πρόβλημα. Ευτυχώς, εκείνο το βράδυ δεν είχαν πολύ δουλειά. Ενημέρωσε την κοπέλα για τα καθέκαστα και την ειδική περιποίηση, μια αλλοδαπή ξανθιά κουκλάρα γύρω στα τριάντα, κι ο φίλος μου μουδιασμένος και υπνωτισμένος προχώρησε στα ενδότερα. Εγώ κάθισα στο σαλονάκι και τον περίμενα με αγωνία και ανυπομονησία, είχα άγχος να δω αν θα τα καταφέρει. Κάνα μισάωρο κράτησε το βάπτισμα του πυρός και όλα πήγανε δεξιά. Πλήρωσε κάτι παραπάνω, μα άξιζε τον κόπο. Επέστρεψε μεταμορφωμένος, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, ανάλαφρος και ξανανιωμένος. Έλαμπε ολόκληρος. Δεν ξέρω τι έκανε με την πουτάνα, ούτε τον ρώτησα λεπτομέρειες, ούτε κι ο ίδιος μου είπε από μόνος του, μα σίγουρα πέρασε καλά και το ευχαριστήθηκε. Έτσι, από κείνο το βράδυ το βάλαμε στο πρόγραμμα, καθιερώθηκε και επίσημα ως το κλου των συναντήσεών μας. Όποτε βρισκόμασταν, μετά το καφενείο και την ταβέρνα, ντουγρού για τους οίκους ανοχής και βουρ στο ψητό ο φίλος μου, εγώ απείχα διακριτικά. Σύντομα, είχε γίνει άλλος άνθρωπος, φαινόταν ότι βελτιωνόταν στο άθλημα και αποκτούσε αυτοπεποίθηση, είχε ξυπνήσει απότομα το αρσενικό μέσα του, μα από συστολή και σεμνότητα ποτέ δεν παρασύρθηκε σε πικάντικες διηγήσεις και περιγραφές των κατορθωμάτων του στα σκοτεινά και αρωματισμένα δωμάτια των λαϊκών πορνείων, ούτε κι εγώ τον παρότρυνα για κάτι τέτοιο. Μόνο με ήθελε δίπλα του για να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Να τον περιμένω στο σαλόνι να επιστρέψει θριαμβευτής από άλλη μια δύσκολη μάχη. Κι ας μην έκανα τίποτα εγώ, δεν με πείραζε, χαιρόμουν απλά και μόνο με την ευτυχία του. Πάντως, εκείνος μου το είχε προτείνει, θα πλήρωνε και για μένα, δεν είχε πρόβλημα, και παραξενεύτηκε όταν αρνήθηκα. Με ρώτησε το λόγο με την απορία και την αφέλεια ενός μικρού παιδιού. Τι να του ‘λεγα; Πάει, στέρεψε το πηγάδι, άδειασε το βαρέλι, χάλασε η κάνουλα, απάντησα σιβυλλικά. Τώρα, καλέ μου φίλε, έχω άλλα, πιο δύσκολα γούστα που εδώ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Πρέπει να κατάλαβε τι εννοούσα, μα η κουβέντα μας κόπηκε απότομα σε εκείνο το σημείο, από λεπτότητα δεν ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις. Στα εξήντα πέντε είτε παρατάς τελείως το άθλημα είτε μπαίνεις σε άλλα, πιο δύσβατα μονοπάτια. Πάντως, ο φίλος μου, έστω και αργά, είχε αρχίσει να μπαίνει στα βαθιά νοήματα της ζωής, να σακουλεύεται τις πιο ζόρικες καταστάσεις της. Είχε κάνει άλματα και ήμουν πολύ περήφανος για αυτόν. Ούτε γιος μου να ‘τανε, είχε γίνει ένας γνήσιος πουτανιάρης. Κάλιο αργά παρά ποτέ.

***

Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε δεν κρατιόταν με τίποτα, ήταν σε παροξυσμό και βιαζόταν να πάμε στην κοκκινομάλλα. Ήταν το νέο του αμόρε, το πιο πρόσφατο. Είχε φάει άγριο κόλλημα μαζί της, τρελή καψούρα, ένα όμορφο πιπίνι γύρω στα είκοσι, μα ξεπεταγμένο και μάλιστα ντόπιας προέλευσης, είχε βγει πρόσφατα στο κλαρί και έκανε θραύση στην πιάτσα. Είχε ξετρελαθεί μαζί της. Τον φώναζε χαϊδευτικά χοντρούλη κι εκείνος δεν παρεξηγιόταν, του άρεσε αυτή η οικειότητα. Από κει του έμεινε, έτσι τον έλεγα κι εγώ, πιο σοβαρά και αυστηρά, και ρούτζωνε τα μούτρα του, αν και στο τέλος το κατάπινε. Δεν φταίω εγώ, άλλη σου κόλλησε το παρατσούκλι, του έλεγα και δεν έβγαζε άχνα. Είχε πολύ πλάκα. Παρ’ όλο που η τσατσά χρέωνε κάτι παραπάνω, σχεδόν διπλή ταρίφα. Βλέπεις, στους καλούς και σοβαρούς πελάτες προσέφερε και ιδιαίτερες υπηρεσίες, μα σίγουρα άξιζε τα λεφτά της, μου έλεγε ο φίλος μου, αν ήθελα, μια δοκιμή θα με έπειθε, και γελούσε σαν μικρό άτακτο παιδί με τα μούτρα που έκανα. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι, καταλάβαινα τον ενθουσιασμό του, αν και πλέον δεν τον θεωρούσα νεοφώτιστο. Άντε, πάμε να τελειώνουμε, του λέω, με έπρηξες με τις ερωμένες σου και τις γκομενοδουλειές σου, τελευταία το ξέρεις, έχεις εξελιχθεί σε μεγάλο αγαπητικό, κοίταξε να μείνεις κι εσύ στον άσσο, να σου τα φάνε όλα οι πουτάνες, οι τραγουδιάρες και οι λελούδες. Τον δούλευα ψιλό γαζί, μα δεν παρεξηγιόταν, ήταν μέσα στην τρελή χαρά, ίσως και πάνω στη φούρια του να μην έπιανε την ειρωνεία και τα υπονοούμενα που του σερβίριζα, πάντα μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Φτάσαμε κατάκοποι και ασθμαίνοντας, μεγάλοι άνθρωποι, έξω απ’ τον οίκο ανοχής των σωμάτων και απωλείας των ψυχών. Το κόκκινο φανάρι ήταν αναμμένο. Ανεβήκαμε τις σκάλες, μα φτάνοντας στο σαλόνι του μπουρδέλου έγινε μια αναπάντεχη συνάντηση. Ήταν ένας νεαρός, γύρω στα δεκάξι, τόσο φαινόταν, παιδί ακόμα, μα ξεπεταγμένο μαγκάκι. Απέναντί του ο λεκανάς τον αποκαλούσε υποτιμητικά νιάνιαρο, του ζητούσε ταυτότητα και τον έδιωχνε σαν ανήλικο κακήν κακώς να πάει να βυζάξει τη μαμά του. Τον έκανε ρόμπα, σκουπίδι, τον  ξεφτίλισε και τον ταπείνωσε, αν και ενδόμυχα πρέπει να τον γούσταρε κι εκείνος, να ήθελε να το φάει το τεκνό, μα φοβόταν και τις συνέπειες του νόμου. Δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες μέσα να ακούσουν, μόνο εγώ και ο φίλος μου. Γινόταν μεγάλη φασαρία, καβγάς τρικούβερτος, ευτυχώς μόνο φραστικά και από μακριά, δεν πιαστήκανε στα χέρια, και κείνη την ώρα βγήκε και η τσατσά ως το αφεντικό του μαγαζιού να καθαρίσει την κατάσταση. Στο τέλος ο νεαρός έβρισε χυδαία τη λεκανατζού πουστόγρια, μου ‘ριξε και μένα ένα βιαστικό βλέμμα αγανάκτησης και αδικίας και έκανε να φύγει. Στεκόμουν στο κεφαλόσκαλο φράζοντας την έξοδο, όταν περνώντας από δίπλα μου του έπιασα με τρόπο τον κώλο και του έκανα ένα νεύμα να με περιμένει από κάτω. Δεν είπε τίποτα. Στην αρχή μόνο ξαφνιάστηκε λίγο, μα μπήκε αμέσως στο νόημα. Μετά την αποχώρηση του καυλωμένου ανήλικου ξεπρόβαλλε χαμογελαστή η κοκκινομάλλα ως ημίγυμνη θεά. Πάμε χοντρούλη μου, του είπε, τον πήρε απ’ το χεράκι  και αποτραβήχτηκαν στο βάθος, στα πίσω δωμάτια, σαν δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια. Τέτοια του έκανε, κι όχι μόνο τα γλυκά μάτια, και εκείνος είχε χάσει τον ύπνο και ξύπνιο του με την πάρτη της, δεν μπορούσες να του ρίξεις άδικο. Συγχρόνως, αποσύρθηκε και η τσατσά στο γραφείο της. Έμεινα μόνος στο σαλόνι, με τον λεκανά απέναντί μου να μου χαμογελάει και να ξερογλείφεται. Δεν ξέρω τι περίεργες ιδέες έμπαιναν στο έκφυλο μυαλό του, μα εγώ δεν είχα καμιά όρεξη να τον σιγοντάρω.

Δεν έχασα ούτε λεπτό. Άφησα τον λεκανά σύξυλο με το στόμα ανοιχτό και κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας, βγήκα έξω και έψαξα για τον μικρό. Με περίμενε λίγο παραπέρα, σε μια σκοτεινή γωνία γεμάτη από πυκνές φυλλωσιές. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Μπήκαμε στην καβάτζα, τον στρίμωξα, κόλλησα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω. Είχα πολλά χρόνια να νιώσω τέτοια απόλαυση, δεν μου το επέτρεπε η ηλικία μου, πλέον όλοι με φτύνανε κατάμουτρα. Μα σήμερα είχε γίνει το μέγα θαύμα. Ο καλός θεός των σαφρακιασμένων και ταλαίπωρων πουστόγερων με είχε λυπηθεί και μου ‘χε στείλει για δώρο αυτόν τον ξανθό άγγελο. Και από πάνω, δεν είχα κάνει λάθος. Δεκάξι χρονών, μα έμπειρος και περπατημένος, πότε πρόλαβε, αναρωτιόμουν. Την έβγαλε έξω και μου την έβαλε στο στόμα, ήθελε να τον τσιμπουκώσω. Δεν αρνήθηκα, δεν είχα πρόβλημα, μου άρεσε. Μα το ήδη ερεθισμένο του εργαλείο ήταν μεγάλο και χοντρό και με μπούκωσε, έφτασε μέχρι το λάρυγγα και τον οισοφάγο και παραλίγο να με πνίξει. Ήταν κι εκείνος βιαστικός, μάλλον δεν είχε χρόνο για πέταμα. Μου κατέβασε το παντελόνι, με ξεβράκωσε, με γύρισε απ’ την άλλη, με πίεσε με το χέρι του να σκύψω και μου τον έχωσε στο κώλο. Έτσι, στεγνά, χωρίς καπότα, ούτε καν λίγο σάλιο δεν έβαλε για να διευκολύνει τη διείσδυση. Πόνεσα, μου κόπηκε η ανάσα και τα ήπατα, μα μου άρεσε. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με γρήγορες και δυνατές κινήσεις, σκαμπιλίζοντας εναλλάξ τα ασπρουλιάρικα κωλομέρια μου. Ξέσκιζε τον πλαδαρό και ξεχειλωμένο μου κώλο,  τη γέρικη σούφρα και την αραχνιασμένη κωλοτρυπίδα μου κι εγώ πονούσα και βογκούσα από κάβλα και ηδονή και να του φώναζα ευτυχισμένος έτσι αγόρι μου, γάμα με, δυνατά, μη σταματάς, κι άλλο, ακόμα πιο πολύ, πιο βαθιά, μέχρι τον πάτο μου, ξέσκισέ με, καργιόλη. Ευτυχώς, ήμασταν ολομόναχοι μέσα στη νύχτα και κανείς δεν μπορούσε να μας ακούσει, γιατί κι αυτός με έβριζε χυδαία και πρόστυχα, με λέξεις ακατανόμαστες, ανάξιες να καταγραφούν σε ένα σοβαρό λογοτεχνικό κείμενο υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών. Δεν ξέρω το αγόρι μου πόση ώρα με πηδούσε τουρλοκωλιασμένο, μα μου φάνηκε μια αιωνιότητα μέσα στον παράδεισο. Στο τέλος, χωρίς να τραβηχτεί, φώναξε χύνω και τέλειωσε μέσα μου. Μη βγαίνεις ακόμα, μείνε μέσα, τον διέταξα με απόγνωση και άρχισα να την παίζω. Εκείνη μεγάλωνε,  φούσκωνε, κοκκίνιζε και μετά από λίγο τρέμοντας έσταξα τα λιγοστά μου χύσια κάτω στο χώμα, ανάμεσα στα σκέλια μου. Ακόμα το πηγάδι δεν είχε τελείως στερέψει, κάτι έβγαζε.

Σκουπιστήκαμε βιαστικά, ντυθήκαμε και βγήκαμε στο ξέφωτο. Όταν ανάψαμε τσιγάρο, οι ανάσες μας ήταν ακόμα βαριές και λαχανιασμένες. Δεν είπαμε πολλές κουβέντες, ούτε καν συστηθήκαμε. Δεν είχα καν την περιέργεια να μάθω πού μένει, αν δουλεύει, αν πηγαίνει σχολείο, αν έχει κοπέλα ή πώς περνά με την οικογένειά του. Εκείνη την ώρα της χαλάρωσης και της ανείπωτης πληρότητας το μυαλό μου είχε σταματήσει τελείως. Θα μπορούσε και να ήταν εγγονός μου, μόνο αυτό σκέφτηκα. Τον κοίταζα στα μάτια τρισευτυχισμένος, ήταν πολύ όμορφος και ήθελα πολύ να τον ξανασφίξω στην αγκαλιά μου και να τον γεμίσω με χάδια και φιλιά. Εκείνος δεν ήξερα τι μπορεί να σκεφτόταν, ίσως και να ένιωθε κάπως αμήχανα και άβολα μετά το χώσιμο και το χύσιμο, τώρα που δεν υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος να βρίσκεται μαζί μου. Πάντως, δεν του έφτανε που είχε γλυτώσει τη διπλή ταρίφα της κοκκινομάλλας, αλλά από πάνω μού ζήτησε και χρήματα. Δεν με ενόχλησε, ούτε και φοβήθηκα τίποτα, τα άξιζε και σίγουρα θα τα είχε ανάγκη. Επιπλέον, δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω και να του χαλάσω τη διάθεση, τώρα που θα χωρίζαμε, ούτε και τη μεταξύ μας όμορφη ατμόσφαιρα. Έψαξα τις τσέπες μου και του ‘δωσα ότι βρήκα. Είπαμε να ξαναβρεθούμε αύριο, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, και καληνυχτιστήκαμε. Τον φίλο μου, τον χοντρούλη, εδώ και τόση ώρα, τον είχα ξεχάσει εντελώς.    

Τον βρήκα να με περιμένει σαν όρθιο ξυλάγγουρο έξω απ’ το μπουρδέλο μη ξέροντας τι να κάνει. Όταν τον πλησίασα και με αναγνώρισε μέσα στο ημίφως, το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν πανσέληνος, έλαμψε από χαρά και ένιωσε ανακούφιση. Που ήσουν; με ρώτησε με αγωνία. Είχα πάει παραπέρα για κατούρημα, του είπα, μα δεν νομίζω να το ‘χαψε. Συνέχιζε να με κοιτάζει περίεργα, μα δεν επέμεινε με κάποια άλλη απορία. Πώς τα πήγες με την κοκκινομάλλα; Ρώτησα με τη σειρά μου, όχι από αληθινό ενδιαφέρον, αλλά πιο πολύ  για να ξεχαστεί το θέμα της ξαφνικής μου εξαφάνισης. Για άλλη μια φορά ήταν περιχαρής και κατενθουσιασμένος, άλλο να στα λέω και άλλο να τα βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, μου είπε. Μπα, δεν είμαι μπανιστηριτζής, δεν μου αρέσει να σε παρακολουθώ, του είπα και γελάσαμε, παρότι βέβαια είχα μεγάλη περιέργεια για τις σεξουαλικές του επιδόσεις. Όμως, δεν θα μάθαινα ποτέ τις προόδους του. Είπαμε λίγες κουβέντες ακόμα και χωρίσαμε. Έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς και να πάει στην εκκλησία από τα άγρια χαράματα, ξημέρωνε μεγάλη γιορτή για τη χριστιανοσύνη, μου είπε. Προτού καληνυχτιστούμε, του ζήτησα να μου δώσει κάνα ψιλό, γιατί είχα μείνει άφραγκος πάλι, ταπί και ψύχραιμος. Δεν μου αρνήθηκε, έβγαλε απ’ την τσέπη του και μου πάσαρε λίγα χαρτονομίσματα για να βολευτώ. Τελευταία έχεις γίνει πολύ σπάταλος, σχολίασε μόνο χαμογελώντας. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω τον λόγο. Μπορεί εκείνος να πήγαινε για νανάκια και όνειρα γλυκά, με συντροφιά την όμορφη κοκκινομάλλα του, μα για μένα η σημερινή νύχτα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Λοιπόν, καλή αυριανή, του ευχήθηκα και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.    

***

Απόψε είχα ύπαρξη, με πλάκωνε βαριά πάνω στο στήθος και δεν ήξερα το λόγο. Έτσι ξαφνικά ήρθε. Ο φίλος μου με είχε εγκαταλείψει και περιπλανιόμουν άσκοπα μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμα και καμιά μεταφυσική παρηγοριά δεν μπορούσε να καθησυχάσει την αγωνία μου για τα μελλούμενα. Είχα βρεθεί πάλι ολομόναχος στη μέση κάποιου αλλόκοτου σαββατόβραδου, ένα από τα πολλά του άθλιου και κακορίζικου βίου μου. Ξαφνικά διψούσα και ζεσταινόμουν. Μπήκα στο πρώτο μπαράκι που βρέθηκε στο δρόμο μου και ήπια, μέθυσα, έγινα σκνίπα, στουπέτσι, δεν ήξερα πού πατώ και πού βρίσκομαι. Ήταν γεμάτο από χαρούμενο και κεφάτο κόσμο που γλεντούσε, χόρευε και τραγουδούσε, μα η ευτυχία τους δεν μπορούσε να με αγγίξει διόλου. Ένιωθα τελείως ξένος, μακριά απ’ όλους. Όλα γύριζαν δεξιόστροφα, όσο περνούσε η ώρα ζαλιζόμουν και θόλωνα ακόμα πιο πολύ. Πλήρωσα και βγήκα έξω να με φυσήξει ο καθαρός αέρας. Σαν βιαστική γάτα έπρεπε να διασχίσω κάθετα τον άδειο δρόμο και να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς σοβαρό λόγο και αιτία, γιατί έτσι μου την κάρφωσε, δεν είχα κάπου συγκεκριμένα να πάω και φυσικά κανείς δεν με περίμενε. Πάντως, δεν ήθελα από τώρα να γυρίσω στο σπίτι. Βρέθηκα στη μέση, πάνω στη διαχωριστική γραμμή και σταμάτησα. Είδα ένα σκοτωμένο περιστέρι με ανοιγμένα τα φτερά, έτοιμο να πετάξει μα δεν πρόλαβε, κολλημένο και πατικωμένο σαν χαλκομανία στην άσφαλτο. Ήταν σύντομη η ζωή σου, πουλάκι μου, τι πρόλαβες να χαρείς, σκέφτηκα. Σίγουρα το ταίρι σου θα σε ψάχνει και θα σε θρηνεί, θα του λείπεις. Εμένα κανείς.

Ξαφνικά εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο βάθος ένα αυτοκίνητο με μεγάλα στρογγυλά φωτά. Ερχόταν προς το μέρος μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με τύφλωνε. Σίγουρα με έβλεπε κι έπρεπε να σταματήσει. Εγώ είχα καρφωθεί στη θέση μου, ήμουν μουδιασμένος και δεν μπορούσα να κουνηθώ ρούπι, είχα ξεχάσει καν προς τα πού έπρεπε να πάω. Ο νεαρός οδηγός του ήταν και κείνος πιωμένος, δίπλα του η ξανθιά γκόμενα χασκογελούσε ηλίθια και προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι. Δεν με είδαν. Πέσανε πάνω μου και με χτύπησαν. Βρέθηκα πεταμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος, μα το λευκό περιστέρι είχε εξαφανιστεί. Δεν σταμάτησαν να με βοηθήσουν, ούτε καν έκοψαν ταχύτητα, μα τους συγχωρώ, σαν νέοι άνθρωποι ήταν λιγάκι βιαστικοί και απρόσεκτοι, ίσως πηγαίνανε να γαμηθούν, πάντως σίγουρα δεν κατάλαβαν τι έγινε, ότι μπορεί να χτύπησαν έναν άνθρωπο ή κάποιο ζώο, δεν το έκαναν επίτηδες, δεν είχαν τέτοια πρόθεση, ούτε άκουσαν τον γδούπο. Ίσως πάλι κατάλαβαν ότι δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Δεν στραπατσαρίστηκα, είμαι γερό σκαρί, έχω αντέξει πολλά, κι από αυτή τη σύγκρουση βγήκα αλώβητος,  Σηκώθηκα όρθιος και έψαξα το σώμα μου, δεν υπήρχε κανένα τραύμα, καμία πληγή, ούτε καν η ελάχιστη αμυχή, κάποια γρατζουνιά, φτηνά την είχα γλυτώσει. Μάλλον μόνος μου είχα πέσει από τη ζάλη και το μεθύσι μου, το αμάξι με είχε αποφύγει επιδέξια, άδικα τους κατηγόρησα, ίσως να ‘ταν ένα όραμα, προϊόν της νυσταγμένης φαντασίας μου. Ξεσκόνισα τα ρούχα μου, τακτοποίησα τα μαλλιά μου, τσίμπησα τα μάγουλά μου να δω αν ονειρεύομαι και συνέχισα τον δρόμο μου για τα κάστρα και την απάνω πόλη. Τότε θυμήθηκα πού ήθελα να πάω. Απ’ την τρομάρα μου είχα ξεμεθύσει για τα καλά, ήμουν πλέον νηφάλιος και ξάστερος, περπατούσα σταθερά και γρήγορα, βιαζόμουν να φτάσω στον προορισμό μου και να  προλάβω το μαγαζί ανοιχτό.

Ευτυχώς, αν και παράωρα, η ταβέρνα δούλευε ακόμα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μία μεγαλόσωμη κατάμαυρη σκύλα, μόλις με είδε, μου έκανε χαρές κουνώντας την ουρά της, σαν να με γνώριζε από παλιά. Της χάιδεψα το κεφαλάκι και κατόπιν πήγε και ξάπλωσε ευχαριστημένη στη γωνιά της. Οι πελάτες ήταν λιγοστοί, οι πιο πολλοί είχαν φύγει, τα τραπέζια βομβαρδισμένα, γεμάτα από άδεια πιάτα και μπουκάλια. Οι μουσικοί είχαν σταματήσει και κουβέντιαζαν ήσυχα μεταξύ τους, οι κιθάρες, οι μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια είχαν μπει στις θήκες τους. Το στερεοφωνικό έπαιζε μπλουζ στο σπινό. Πήγα και κάθισα στο βάθος, στο τραπεζάκι απέναντι από την τουαλέτα. Τότε ήρθε η γκαρσόνα να πάρει παραγγελία. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Ήταν η κοκκινομάλλα απ’ το μπουρδέλο της ιχθυόσκαλας, η νέα ερωτική κατάκτηση του φίλου μου του χοντρούλη, δεν ήξερα ότι δούλευε κι εδώ. Τι θα πάρετε; ρώτησε χαμογελώντας. Ντυμένη είσαι πιο όμορφη, πήγα να της πω, μα το βούλωσα. Ίσως να ‘ταν κάποια που της έμοιαζε, δεν ήθελα να εκτεθώ, σε τούτη την παλιοζωή όλοι έχουμε τους σωσίες μας. Ένα τσίπουρο, της είπα, και κάνα ξηροκάρπι. Ξέρετε, σε λίγο κλείνουμε, είμαστε στα μαζέματα, με ενημέρωσε ευγενικά. Θα είμαι γρήγορος, κούκλα μου, την καθησύχασα, κλείνοντάς της το μάτι με νόημα. Το αφεντικό σου που είναι; τη ρώτησα με αγωνία. Εδώ γύρω, κάπου έχει πεταχτεί, μα θα γυρίσει, με καθησύχασε. Θα τον περίμενα με κάθε κόστος. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτόν είχα έρθει. Και είχα μπει ακάθεκτος σε μια ξεχαρβαλωμένη χρονοκάψουλα θολών εικόνων και αβέβαιων αισθημάτων, με προορισμό το μακρινό και αθώο μου παρελθόν.    

Εδώ με είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, θυμάμαι, δέκα χρονών παιδάκι, πριν από μισό αιώνα και βάλε. Είχα πολλά χρόνια να έρθω, όμως λίγα είχαν αλλάξει από τότε. Ο μπαμπάς ήταν καλός φίλος με τον ταβερνιάρη, ερχόταν συχνά με παρέα ή μόνος του, όποτε βέβαια δεν ταξίδευε, ήταν ένα από τα στέκια του, τα πίνανε και τα λέγανε, καμιά φορά έπαιρνε κι εμένα μαζί του, όταν την άλλη μέρα δεν είχα σχολείο, για να μαθαίνω τα κατατόπια, έλεγε, αν και η μαμά είχε τις αντιρρήσεις της, δεν ήθελε από τόσο μικρός να ξενυχτώ μέσα στους καπνούς και τα ντουμάνια, ανάμεσα σε περίεργες φάτσες. Φώναζε, μα ποιος την άκουγε. Φοβόταν ότι από τότε θα έπαιρνα τον κακό δρόμο. Έπινα πορτοκαλάδα, με κερνούσαν σοκολατάκια και απ’ το ραδιόφωνο άκουγα ρεμπέτικα και λαϊκά, τότε το μαγαζί δεν έβαζε ζωντανή μουσική. Ήμουν ο μικρότερος εκεί μέσα, δεν σύχναζαν άλλα παιδιά της ηλικίας μου, μόνο κάτι παράξενοι τύποι, μυστήρια τρένα, ο καθένας με τη δική του πονεμένη ιστορία, ναυάγια της ζωής, μα κατά βάθος άκακοι, ψυχούλες, αν δεν τους ενοχλούσες δεν είχες να φοβάσαι για τίποτα, και γερά ποτήρια. Όταν μεθούσαν κι έρχονταν στο κέφι, με πείραζαν για να σπάσουνε πλάκα και οι γκόμενές τους έρχονταν και μου τσίμπαγαν τα μάγουλα και μου χάιδευαν τα μαλλιά, κι εγώ δεν έχανα την ευκαιρία, έχωνα κατά λάθος δήθεν το χέρι μου κάτω από τις φούστες τους και μέσα απ’ τις κυλόττες τους, μα δεν βγάζανε άχνα, ούτε με μαλώνανε, ούτε μου λέγανε να σταματήσω, μόνο γελούσαν και χαχάνιζαν συνέχεια και μου ψιθυρίζανε στο αυτί πως όταν μεγαλώσω εξαιτίας μου οι γυναίκες θα ζητούν κρύο νερό. Μετά από χρόνια κατάλαβα τι εννοούσαν, ας πέσαν έξω στις προβλέψεις τους κι εγώ τράβηξα τον δικό μου δρόμο. Μα τότε ο πατέρας καμάρωνε, όταν με έβλεπε να τις πασπατεύω και γελούσε με την ψυχή του μαζί με τον φίλο του τον ταβερνιάρη. Μπράβο λεβέντη μου, έλεγε, δωσ’ τους να καταλάβουν. Έκανα ότι μπορούσα για να νιώθει περήφανος για τον κανακάρη του. Από κείνες τις αξέχαστες βραδιές χρονολογούνται και οι πρώτες μου σηκωμάρες, αρκετά πρόωρες για την ηλικία μου. Τώρα όλα αυτά δεν έχουν σημασία, είναι όλοι τους από καιρό πεθαμένοι, χωμένοι κάτω από τη γη, φαγωμένοι από τα σκουλήκια. Ακόμα και τα κόκαλά τους έχουν λιώσει, δεν έχει μείνει τίποτα.

Όση ώρα έπινα το τσίπουρο και το μυαλό μου έτρεχε στα περασμένα, η ταβέρνα είχε αδειάσει εντελώς, όλοι είχανε φύγει, και οι τελευταίοι πελάτες και οι μουσικοί. Είχε μείνει μόνο η κοκκινομάλλα που μάζευε τα τραπέζια κι έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, μάλλον για να με ξαποστείλει και μένα το γρηγορότερο. Σκεφτόμουν να της προτείνω, μόλις θα σχόλαγε, να φύγουμε μαζί, να πάμε μια βόλτα, κι ότι προκύψει, αλλά δεν ήξερα αν ήτανε μόνη και ακόμα πιο πολύ αν με έκανε κέφι. Τότε άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και ξεπρόβαλλε ο ταβερνιάρης, ο παλιός φίλος του πατέρα μου, γελαστός, βαστώντας στα χέρια του το τσιγάρο και το ποτήρι με το ουίσκι. Συγνώμη που άργησα, μα είχα πάει για κατούρημα, δικαιολογήθηκε περιπαιχτικά στην γκαρσόνα, το νου σου, του είπε εκείνη γελώντας. Ύστερα ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε, μόνο τα μαλλιά και τα γένια του είχαν μακρύνει και ασπρίσει κι έμοιαζε κάπως με προφήτη της παλαιάς διαθήκης. Με κοίταξε καλά και χαμογέλασε πονηρά. Λοχαγέ, ζεις; Ακόμα δεν πέθανες; Σε αμολήσανε ή τους έφυγες; Άλλο κακό να μη μας βρει, άντε, γεια μας, είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Δεν κατάλαβα τι έλεγε, μάλλον ασυναρτησίες. Σίγουρα ήταν πιωμένος, δεν μπορεί, με μπέρδευε με κάποιον άλλο, ίσως με τον πατέρα μου. Όσο μεγάλωνα τόσο του έμοιαζα, μα και κείνος δεν ήταν ποτέ αξιωματικός του στρατού, παρά μόνο ένας ταπεινός οδηγός νταλίκας. Ούτε κι εγώ ονειρεύτηκα ποτέ να φορέσω στολή με αστέρια και παράσημα για να παραστήσω τον καμπόσο. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν, δεν μπορούσα να τα συνδέσω μέσα στο κεφάλι μου. Δεν είπαμε τίποτε άλλο, ούτε του εξήγησα ποιος είμαι και γιατί ήρθα απόψε να τον δω, από νοσταλγία, μετά από τόσα χρόνια, δεν θα είχε κανένα νόημα, ας πίστευε πως είμαι και στρατηγός. Μέσα στην εκκωφαντική μας σιωπή, αφήσαμε τα παλιά μπλουζ των μαύρων να μιλάνε ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα τους δόντια, κι ας μην καταλαβαίναμε τι ήθελαν να πουν, απλά τα νιώθαμε. Μόλις τέλειωσε τις δουλειές της, η κοκκινομάλλα ήρθε και κάθισε δίπλα μας, παρέα με το ποτό της. Έξω ξημέρωνε, ερχόταν η καινούργια μέρα κι ο ουρανός γινόταν ξανά γαλάζιος. Η καμπάνα χτυπούσε αργά καλώντας τους πιστούς να προσέλθουν. Με το πρώτο χτύπημα κάποιες θεοσεβούμενες γριούλες κατηφόρισαν για την εκκλησία, για τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Μα το ονειροπαρμένο μου μυαλό ταξίδευε αλλού.

Είχε φτάσει λοιπόν η ώρα του τελικού απολογισμού. Η αποψινή βραδιά, η τελευταία του ασήμαντου βίου μου, υπήρξε εκ μέρους μου μεγάλη ύβρις και αμετροέπεια, έπρεπε να τιμωρηθώ. Μα τώρα που ο χρόνος μου τέλειωσε, διαπιστώνω ότι λίγες στιγμές θα άξιζε να συμπεριλάβω στο μεγάλο φλας μπακ της ζωής μου, ίσως τις πιο χυδαίες και καυλωτικές, τις πιο αυθεντικές, αυτές που εκπροσωπούσαν το βαθύτερο σάπιο είναι μου, το πραγματικό μου εγώ κι όχι τις προσταγές των άλλων. Γεννήθηκα παράξενος, μοναχικός και ξένος, αυτή ήταν η μοίρα μου. Ένας γνήσιος απόγονος της μοναξιασμένης νύχτας, ο τελευταίος. Τον περισσότερο καιρό έζησα μέσα στη φαντασία μου, στη φυλακή του μυαλού μου, παρά έξω στην πραγματικότητα. Δεν έβαλα ποτέ αστυφύλακα στην πούτσα μου και θυρωρό στον κώλο μου. Παρόλο που με τους ανθρώπους γενικότερα δεν τα πήγα και πολύ καλά, δεν τους εμπιστευόμουν, τους φοβόμουν, ελάχιστους εκτιμούσα και σεβόμουν, κι αυτούς από μακριά, κρατούσα απ’ όλους ασφαλείς αποστάσεις και τουλάχιστον κατάφερα να μην τους βλάψω, ούτε κι αυτοί εμένα, να μην τους κάνω κακό, κι όσο μπόρεσα, βοήθησα, εκεί που άξιζε, τα αδύναμα πλάσματα, από οίκτο και λύπηση. Έζησα μόνος με τον εαυτό μου και σε πλήρη συμφιλίωση. Τον γνώρισα, τον κατάλαβα, τον βελτίωσα, τον συμπόνεσα και τον αγάπησα πολύ. Απέναντί του υπήρξα αυθεντικός, ειλικρινής και τίμιος. Τον χόρτασα ηδονή, απόλαυση και ικανοποίηση, ποτέ δεν τον πρόδωσα. Καθυπόταξα το κτήνος μέσα μου με χίλιους τρόπους, εξολόθρευσα τον ρατσιστή και τον φασίστα, μα πιο πολύ αγάπησα και θαύμασα τα αθώα και αξιοπρεπή ζώα, κυρίως τις γάτες, που μου δίδαξαν σοφά και διακριτικά πώς πρέπει να ζω και πώς να πεθαίνω, τους είμαι ευγνώμων. Δεν υπήρξα ποτέ ταπεινός και δούλος, έζησα ελεύθερος. Είμαι ευχαριστημένος, έκανα ότι μπορούσα, παράπονο ουδέν. Αν και πλέον τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν σημασία, κανέναν δεν νοιάζουν. Ίσως και να είμαι ήδη νεκρός.    

Οι τελευταίες μου σκέψεις με είχαν εξαντλήσει και αποκαρδιώσει, ένιωθα κατάκοπος, δεν άντεχα άλλο την ύπαρξή μου, με έπνιγε στο λαιμό. Νύσταζα, ήμουν πτώμα απ’ την κούραση, ίσα που κατάφερα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα μου. Εδώ και ώρα η μαύρα, η όμορφη σκύλα, κοιμόταν στα πόδια του αφεντικού της του καλού καιρού. Έπρεπε να ακολουθήσω το παράδειγμά της. Τα ζώα είναι σοφά, ξέρουν πάντα τι πρέπει να κάνουν και δεν ταλαιπωρούνται από ανόητες απορίες. Τους καληνύχτισα και υποσχέθηκα, τώρα που γνωριστήκαμε καλύτερα, να ξαναπεράσω. Έβγαλα να πληρώσω τα ποτά μου, μα ο ταβερνιάρης με μια απότομη κίνηση του χεριού του με σταμάτησε. Είναι κερασμένα, είπε και χαιρετισμούς στον πατέρα σου. Και μη χάνεσαι, να περνάς να σε βλέπουμε. Χαιρετισμούς και στο φίλο σου τον χοντρούλη, πετάχτηκε και η κοκκινομάλλα όλο τσαχπινιά και νάζι. Φερ’ τον και κείνον κανά βράδυ μαζί σου να ξεσκάσει. Θα του κάνει καλό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου