Ήταν πάλι εκεί, στην ώρα της, το μαύρο σκοτάδι
γινόταν γαλάζιο, η σελήνη υπήρχε ακόμα, πίσω απ’ το βουνό έβγαινε η πρώτη αχτίδα
της μέρας. Το μέσο της γέφυρας απέχει απ’ τη στεριά εξακόσια εικοσιπέντε βήματα,
δικά της, δέκα φορές μετρημένα και τσεκαρισμένα. Καπνίζει αργά ξεφυσώντας
λευκούς δακτύλιους ηρεμίας απ’ τη θάλασσα μέσα της. Εδώ πάνω πάντα φυσάει. Σήμερα
το αεράκι δεν την παγώνει.
Ευτυχώς ο ταξιτζής σ’ όλη τη διαδρομή έμεινε
μούγκα, νυσταγμένος ακόμα, κάπου κάπου ρουφούσε τον καφέ του και ψαχούλευε το
ραδιόφωνο, στο τέλος βαρέθηκε και το ‘κλεισε. Χωρίς τις χειρονομίες του
χτεσινού πατσοκοιλιά ή την πολυλογία του προχτεσινού ξερόλα, μόνο το μάτι του άγγιξε για μια στιγμή τις
γαλακτερές της μπουτάρες μέσα απ’ το στενό μίνι, όμως το δεξί του χέρι συνέχισε
να χαϊδεύει τον λεβιέ των ταχυτήτων, καμιά κίνηση προς το μέρος της. Σίγουρα,
υπό άλλες συνθήκες δεν θα ‘λεγε όχι, γύρω στα τριάντα, ωραίο καυλάκι, θα
πάτσιζε και την κούρσα. Γενικά είχε τον τρόπο της, σήμερα όμως δεν είχε όρεξη,
όπως και χτες και προχτές και όλες αυτές
τις μέρες. Στη διαδρομή κοίταζε ζαλισμένη το κενό μπροστά της χωρίς να
βλέπει τίποτα, κάποια στιγμή έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και έκλεισε τα
μάτια. «Κυρία, φτάσαμε» άκουσε ξαφνικά. Το ταξί είχε σταματήσει στην άκρη της
γέφυρα. Όπως κατέβαινε, με την άκρη του ματιού είδε στο βάθος στα σκοτεινά, ακουμπισμένες
στο τεράστιο τσιμεντένιο πόδι, δύο κολλημένες σκιές. Χαμουρευόντουσαν. Δεν
μπορούσε να διακρίνει αν ήταν το χτεσινό ή το προχτεσινό ζευγαράκι. Ήταν απλά
δυο φιγούρες που σε λίγο θα γαμιόντουσαν
με πάθος στα όρθια, φόρα παρτίδα, τουλάχιστον για το δικό της εξασκημένο μάτι. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία.
Μέτρησε για άλλη μια φορά τρεκλίζοντας εξακόσια τόσα βήματα και έφτασε στη θέση
της, στη μέση της γέφυρας.
Την ώρα αυτή η γέφυρα είναι τελείως άδεια,
μόνο αυτή και η καύτρα του τσιγάρου, άχρηστος φάρος στη μέση του πελάγους
αναβοσβήνει κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Δεν
περνά ούτε αυτοκίνητο, ούτε διαβάτης άνδρας. Κανείς. Ακόμη και αυτοί που
σκέφτονται να βάλουν τέλος στην μάταιη ζωούλα τους τέτοια ώρα αγριεύονται, συνήθως
φουντάρουν τα μεσημέρια. Τα λίγα λεπτά που έσβησε το μυαλό της μέσα στο ταξί κάπως
την αναζωογόνησαν, όπως και ο αέρας που φυσά. Οι επιστήμονες λένε πως ο
άνθρωπος δεν αντέχει μια βδομάδα χωρίς κανονικό ύπνο, αυτή όμως μπορεί. Και
αυτοί που λένε ότι το αλκοόλ βοηθάει δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ακουμπά στην
κουπαστή και αγναντεύει τον απέραντο κόλπο. Ο ήλιος θέλει δε θέλει σε λίγο θα
φανεί, το νοσοκομείο και το πανεπιστήμιο φαίνονται άδεια και έρημα, χωρίς ζωή,
απ’ την άλλη όχθη πάνω στα βουνά η πυκνή ομίχλη είναι μόνιμη σαν άσπρος
σκούφος, δεν μπορεί να τα δει μα ξέρει ότι εκεί ψηλά, μέσα στην πάχνη υπάρχουν
κάτι μικρά χωριουδάκια περίκλειστα και απομονωμένα απ’ τον έξω κόσμο. Εκεί
είναι και το χωριό της, μα αυτή πλέον εδώ και χρόνια ανήκει στον έξω κόσμο. Τα
γοβάκια είναι στενά και ψηλοτάκουνα, την χτυπούν, μα βαριέται να σκύψει, ο
πόνος γίνεται ανυπόφορος, δεν μπορεί άλλο να τον αγνοήσει, τα βγάζει και
μαλάζει τις πρησμένες πατούσες. Νιώθει ανακούφιση. Σκαρφαλώνει πάνω στην
σιδερένια δοκό, ανοίγει διάπλατα τα χέρια και εισπνέει με δύναμη τον αρμυρό
αέρα. Μια ξαφνική ριπή ανακατώνει τα
μαλλιά της και κυματίζουν σαν ματωμένη σημαία. Θέλει να φωνάξει δυνατά, να
ξεθυμάνει με ουρλιαχτά που δεν θα ακούσει κανείς, μα δεν της έρχεται κάτι να
πει, το μυαλό της είναι άδειο. Μένει
έτσι αρκετή ώρα, με τα μάτια κλειστά και το στόμα ανοιχτό στην άκρη της αβύσσου.
Παρόλα τα κιλά της νιώθει ανάλαφρη. Να την έβλεπε πόσο άνετα περπατά πάνω στην
κουπαστή στις μύτες των ποδιών της, χωρίς να βλέπει, σαν υπνοβάτης που
ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, μια λαστιχένια αθλήτρια έτοιμη για το επικίνδυνο ακροβατικό. Το κοινό χειροκροτεί
δυνατά, απ’ την πρώτη σειρά χειροκροτεί και αυτός. Όλοι την αποθεώνουν, «πέσε,
πέσε, πέσε…» φωνάζουν ρυθμικά και περιμένουν.
«Μην
το κάνεις κοπέλα μου, θα σκοτωθείς» ακούει
μια άγνωστη μπάσα φωνή. Γυρίζει αργά το κεφάλι της πίσω να δει. Ένα σταματημένο
αυτοκίνητο και ένας υπάλληλος με πορτοκαλί φωσφοριζέ γιλέκο. Την κοιτάζει
έντρομος, αυτή του χαμογελά με συγκατάβαση. Φαίνεται μεγαλούτσικος, κοντά στη
σύνταξη. Άραγε έχει δει πολλούς σ’ αυτή τη στάση; Γυναίκα όμως δεν έχει ξαναδεί.
Τέτοιες βάναυσοι μέθοδοι αποχώρησης δεν ταιριάζουν στο ασθενές φύλο, υπάρχουν
και πιο ευγενικοί τρόποι να ανοίξεις την πόρτα. «Μην ανησυχείτε, κύριε,
κατεβαίνω αμέσως» του φώναξε και πήδηξε κάτω.
Το νεαρό ζευγάρι γαμιότανε στα όρθια. Είχε
σταματήσει πιο πέρα και τους κοίταζε, ούτε τσιγάρο δεν άναψε για να μην τους
ενοχλήσει, όμως πρέπει να την είδαν, δεν
φάνηκε να ενοχλούνται, συνέχισαν απτόητοι τη δουλειά τους. Η πολύ ζαλάδα είχε φύγει,
η αδρεναλίνη ανέβαινε σιγά σιγά και
άρχιζε να ερεθίζεται, μα είχε τα χάλια της, ντρεπόταν να πλησιάσει πιο
κοντά, κρατούσε ακόμα τις ταλαιπωρημένες γόβες στα χέρια, το σκισμένο από το
πέσιμο διχτυωτό καλσόν είχε γίνει ιπτάμενο πουκάμισο φιδιού και ταξίδευε στους
πέντε ανέμους, τα χείλη της χρειάζονταν επειγόντως ένα κερασένιο φρεσκάρισμα.
Έψαξε στην τσάντα της για το καθρεφτάκι και το κραγιόν. Έπρεπε επειγόντως να
ανακτήσει την χαμένη της αυτοπεποίθηση. Ήταν δυνατή αυτή, δεν το έβαζε εύκολα
κάτω.
Εκεί ακριβώς είχανε σμίξει για πρώτη φορά, τέτοια
εποχή, τελειώματα του Μάη, είχαν αρχίσει οι ζέστες, εκείνα τα παιδιά ήταν στην κούνια
τους ακόμα, δεκαπέντε χρόνια πριν, σαν χτες. Ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε, δεν
είχε ξανάρθει μέχρι τότε στη γέφυρα, οι
ερημιές την τρομάζανε, τόσα γίνονταν κάθε μέρα, μα αυτόν τον εμπιστεύτηκε, απ’
την πρώτη κιόλας στιγμή. Ίσως απ’ το ακριβό του αμάξι, ίσως το όμορφο κουστούμι,
το παρουσιαστικό του, όλα αυτά. Όταν την σταμάτησε στο δρόμο μπήκε χωρίς
ενδοιασμό. Την έφερε εδώ, στο σκοτεινό ποδάρι. Ήταν διευθυντής σε κάποια
τράπεζα, δεν ήθελε να της αποκαλύψει σε ποια, παντρεμένος με δυο παιδιά, καλοστεκούμενος πενηντάρης, εμφανίσιμος, είχε
κρατήσει τα μαλλιά του, δεν είχε ξεχειλώσει ακόμα. Εκείνο το βράδυ δεν κάνανε
τίποτα, μόνο την χάιδευε και την φιλούσε. «Αγκάλιασέ με» της έλεγε και ήθελε
πιο σφιχτά. Στο τέλος την πλήρωσε καλά και την πήγε σπίτι της. Της ζήτησε και το
τηλέφωνο, αυτός δεν της έδωσε το δικό του, θα την έπαιρνε, σίγουρα, ήθελε πολύ
να ξαναβρεθούν.
Ο ταξιτζής της επιστροφής ήταν άγνωστος, δεν την είχε ξαναπάρει κούρσα, άλλος ένας
χοντρός και καραφλός βρικόλακας της ασφάλτου. Προσποιήθηκε την μεθυσμένη και έγειρε
στο κάθισμα ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια. Αυτός δεν έχασε την ευκαιρία, τρύπωσε
το χέρι του μέσα στην κυλότα της, αυτή βογκούσε και αναστέναζε, μα συνέχιζε να
κάνει την κοιμισμένη, σαν να έβλεπε όνειρο, ο ταρίφας άναβε ακόμα πιο πολύ, σταμάτησε
στην άκρη της εθνικής, την ξεκούμπωσε και άρχισε να γλύφει τις ρόγες της, να χαϊδεύει χαμηλά, να
φιλά τα κερασένια της χείλη, μέχρι που τράβηξε απαλά το κεφάλι της προς το
μέρος του και έβαλε στο στόμα της το μαραμένο του σύκο, αυτό ως εκ θαύματος,
άρχισε να μεγαλώνει, άρχισε και αυτή να χαϊδεύεται. Όταν φτάσανε την ξύπνησε
απαλά και την καλημέρισε. Δεν της πήρε λεφτά για την κούρσα.
Το ταξί την άφησε έξω από την πόρτα της. Πεινούσε.
Το περίπτερο είχε μόλις ανοίξει, αγόρασε δυο σακουλάκια τσιπς και άρχισε να
μασουλά. Τις τελευταίες μέρες τρέφεται μόνο με αλκοόλ και πατατάκια, από μικρή
της αρέσανε. Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας κοιμάται ο ζητιάνος
σκεπασμένος με δυο κουβέρτες, προσπαθεί να περάσει από πάνω του, να μην τον
ξυπνήσει, όμως αυτός ανοίγει απότομα τα μάτια, αλλάζουν χαμόγελα, βγάζει απ’
την τσάντα της ένα χαρτονόμισμα και του το δίνει. Βγαίνοντας από το ασανσέρ
στον τρίτο πέφτει μούτρα με μούτρα με τις δυο ηλικιωμένες γριούλες, αδερφές
γεροντοκόρες του διπλανού διαμερίσματος. Της παραπονιούνται ότι βγαίνει
δυσοσμία απ’ το διαμέρισμά της, κάτι πρέπει να κάνει γι’ αυτό. Δεν τους δίνει
σημασία, συνεχίζει αδιάφορα να μασουλάει τα πατατάκια της. Βάζει το κλειδί στην
πόρτα και ανοίγει. Αυτής δεν της μυρίζει τίποτα. Είναι μουρλές αυτές οι
κωλόγριες.
Είναι δεκαπέντε χρόνια μαζί, από κείνο το
ρομαντικό βράδυ στο σκοτεινό ποδάρι. Δεν υπήρχε βέβαια λόγος να παρατήσει τη
γυναικούλα του και τα παιδάκια του ο κύριος διευθυντής, κι αυτή ποτέ δεν του το
ζήτησε, δεν είχε τέτοιες υπερβολικές απαιτήσεις, της νοίκιασε αυτό το δυαράκι
και το είχε δίπορτο, πρόσεχε βέβαια, δεν ήθελε να μαθευτεί κάτι, να ρισκάρει
την καριέρα του και την οικογενειακή του γαλήνη. Ούτε αυτή το ήθελε, τον
αγαπούσε, τουλάχιστον στην αρχή έτσι νόμιζε, τίποτα δεν της έλειπε, χρήματα,
δώρα και όλα τα σχετικά, είχε τον τρόπο του ο κύριος διευθυντής, και ήταν πολύ
τρυφερός, πραγματικός έρωτας, όχι σκέτο γαμήσι, μόνο που όλα γίνονταν παράνομα,
στα κρυφτά, της είχε λείψει τόσα χρόνια να βγουν μια βόλτα μαζί, όπως κάθε
φυσιολογικό ζευγάρι, δεν ήθελε να εκτεθεί ο κύριος διευθυντής, και στο
διαμέρισμα που ερχόταν δυο τρεις φορές την εβδομάδα πάντα στα γρήγορα και
προσεχτικά, να έχει πέσει ο ήλιος, να έχουν κλείσει τα μαγαζιά, πάντα στα
γρήγορα, δεν προλάβαινε, είχε πολλές υποχρεώσεις ο κύριος διευθυντής. Δεν την
ένοιαζε, βασίλισσα την είχε, τίποτα δεν της έλειπε, είχε σταματήσει και να
δουλεύει. Όμως σιγά σιγά τα πράγματα στράβωσαν. Άρχισε να της ζητάει περίεργα
πράγματα στο κρεβάτι, γινόταν όλο και πιο βίαιος, με σύνεργα και παιχνίδια, όλο
και πιο σαδιστικός, σπαζόταν αυτή μα έκανε υπομονή, δεν ήθελε να του χαλάει το χατίρι,
τους δένανε πολλά πλέον, τον είχε συνηθίσει κόλας, τον είχε και ανάγκη, όλα
αυτά, όσο μπορούσε έκανε υπομονή.
Το διαμέρισμα μέσα είναι χάλια από την
ακαταστασία, πεταμένα πράγματα στο πάτωμα, βρώμικα ρούχα, άδεια σακουλάκια από
τσιπς, άδειες μπουκάλες εδώ και κει, τσίγκινα κουτάκια από μπύρα, σωστό
μπουρδέλο, πρέπει να καθαρίσει, να βάλει μια τάξη. Η τηλεόραση παίζει ακόμα,
χωρίς φωνή. Πρέπει αυτός να την ξέχασε ανοιχτή, τον ακούει στο βάθος απ’ το
υπνοδωμάτιο που ροχαλίζει, επιτέλους πλέον κοιμάται μαζί της, τα δέκα τελευταία
βράδια είναι αποκλειστικά δικός της, μόνο γι’ αυτήν, μα έχει γίνει πολύ βίαιος,
σαδιστικός, θέλει να την μαστιγώνει, να την τσουρουφλίζει με λιωμένα κεριά, να χώνει
με μίσος το χέρι του στο μουνί και τον κώλο της, την βρίζει, την χαστουκίζει,
την κλοτσάει, πλέον την αγαπάει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, μα είναι δικός
της, μόνο δικός της, κανείς δεν μπορεί να της τον πάρει. Ανοίγει προσεχτικά την
πόρτα για να μην τον ξυπνήσει. Σαν μωράκι κοιμάται ο γλυκός της. Κάποια στιγμή
πρέπει να αλλάξει το σεντόνι, έχει γίνει κατάμαυρο απ’ τα ξεραμένα αίματα. Τα
χέρια του είναι ακόμα ανοιχτά, καρφωμένα πάνω στο κρεβάτι, ο εσταυρωμένος την
κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα, το στόμα του ακόμα μπουκωμένο απ’ το μαραμένο του σύκο,
προεξέχουν λίγο τα μεγάλα πρησμένα του αρχίδια. Ο καλός της ήταν περήφανος για
τα μεγάλα του παπάρια, τώρα μπορεί να τα γλύφει όσο θέλει. Με την ησυχία του, κανείς δεν πρόκειται να
τον ενοχλήσει.