Βρισκόντουσαν κάθε Τετάρτη
πρωί που ο σύζυγος έλειπε μακριά για δουλειές. Πρώτα πηγαίνανε για καφέ,
κάπνιζαν και πίνανε αμίλητοι και κοιτούσαν απ’ την τζαμαρία τους περαστικούς
–κάπου κάπου κοίταγε και ο ένας τον άλλο στα μάτια και χαμογελούσαν- μετά στο
ξενοδοχείο, πρώτος όροφος, το γωνιακό
δωμάτιο πάντα, με θέα το λιμάνι
και τον σταθμό των τρένων. Δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, λίγο πάνω απ’ τα σαράντα,
της άρεσε η πλάτη του, την αγκάλιαζε σφιχτά, την φυλούσε με λαχτάρα, σχεδόν
έκλαιγε, μετά τον έγδυνε ολόκληρο και του δινόταν κι αυτή ολόκληρη. Αυτός πιο
πολύ ήθελε να γλύφει τις μεγάλες της ρώγες και ακόμα παρακάτω μέχρι τα σκέλια.
Τότε βογκούσε απ’ τον πόθο, ριγούσε ολόκληρη, της ξέφευγαν και κάποια πυρόκαυλα
επιφωνήματα και έπεφτε πάνω της με ορμή, την έπαιρνε απ’ όλες τις μεριές, δυο
και τρεις φορές, για ώρες, ασταμάτητα. Στο τέλος κουλουριαζότανε πλάι του,
χάιδευε τα πυκνά του μαλλιά και τον κοίταζε που ξεφυσούσε τον καπνό απ’ τα
ρουθούνια του. Η ώρα πέρναγε, σηκωνόταν όρθια, ντυνόταν βιαστικά, του άφηνε τα
χρήματα στο κομοδίνο, του έδινε ένα φιλί στο μάγουλο και γύριζε σπίτι. Πριν ένα
χρόνο γνωριστήκανε, Τετάρτη, μήνας καυτός, ερωτικός, καταμεσήμερο, έβραζε ο
τόπος, γυρνούσε μόνη στην πόλη κι ήθελε να γαμηθεί με ένταση, χωρίς λόγια, χωρίς
αγάπες και λουλούδια, χωρίς προστυχιές. Κοιταχτήκανε με νόημα στα μάτια,
προχώρησε μπροστά κι αυτός την ακολούθησε. Ο σύζυγος έλειπε μακριά για δουλειές.
Μια βδομάδα πριν, είχε σκοτωθεί ο γιος της με μηχανάκι σε τροχαίο. Στα
δεκαεπτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου