Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Κάθε τόσο παραπατά, προχωράει ζιγκ-ζαγκ, τα γόνατα λυγίζουν επικίνδυνα, στο τέλος πάντα καταφέρνει να μένει όρθιος. Περνάει απ’ τις καφετέριες, σταματάει περαστικούς, κοντοστέκεται στα παγκάκια της πλατείας, ζητάει λίγα  ψηλά, λίγα κέρματα, ότι έχει ο καθένας, να συμπληρώσει για το εισιτήριο, μένει μακριά, λέει, πρέπει να πάρει λεωφορείο για το σπίτι. Έχει διάφορα ονόματα, αδυνατισμένος με βρώμικα ρούχα, μυρίζει δρόμο,  ιδρώτα και σκόνη, μια υποψία ομορφιάς στο χλωμό του πρόσωπο, ξανθός με ξεθωριασμένα χείλη, δεν πρέπει να ‘ναι πάνω από εικοσιπέντε, ευγενικός και λυπημένος, ρωτάει αν υπάρχουν λίγα κέρματα, αν δεν του δώσουν γκρινιάζει σαν μικρό παιδί. Το βράδυ κάθεται στην πλατεία και κάνει τσιγάρο, δεν τρώει ποτέ, μόνο καπνίζει και πίνει κόκα-κόλα, οι κουβέντες του με άλλους λιγοστές, βγάζει τα κέρματα από την τσέπη και τα μετράει. Του φτάνουν για το εισιτήριο,  το πρωί θα πάρει το πρώτο λεωφορείο της γραμμής, μόνος, αυτός και ο οδηγός. Παράδεισος και κόλαση στην ίδια στάση. Αύριο χωρίς επιστροφή.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου