Μεσάνυχτα παρά κάτι,
βράδυ υγρό, σουβλερό. Δυο μέρες έβρεχε, συνέχεια, πριν από μια ώρα που
σταμάτησε, βγήκε να περπατήσει μαζί με τα σαλιγκάρια, έτσι πάντα εκτονώνει τη
μούρλια του. Απέναντι το περίπτερο έχει ακόμη φως, κλείνει όπου να ‘ναι κλείνει,
γύρω γύρω οι πολυκατοικίες νεκρές, τα διαμερίσματα σκοτεινά, τα μπαλκόνια
άδεια, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, μα και στο δρόμο ούτε ψυχή, μόνο δυο γάτες κυνηγιούνται
γύρω απ’ τον κάδο των σκουπιδιών, αύριο όλοι ξυπνάνε νωρίς, η θάλασσα είναι ήρεμη,
το λιμάνι άδειο, το φεγγάρι κάπου έχει κρυφτεί, ο ουρανός γεμάτος ακόμα με μαύρα
σύννεφα, ίσως ξαναβρέξει, το μικρό πάρκο έρημο κι αυτό, άδειο. Ένα αγόρι έχει
βγάλει το σκυλί του βόλτα, το λύνει απ’ το λουρί και αυτό κουνάει την ουρά του και τρέχει πέρα δώθε, κάποια
στιγμή τον πλησιάζει, κοντοστέκεται, τον μυρίζει καλά καλά, αυτός του
χαμογελάει, το χαϊδεύει, το αφεντικό του από μακριά το διατάζει να γυρίσει
κοντά του, του ρίχνει ένα τελευταίο πονηρό βλέμμα και τρέχει κοντά του,
φεύγουνε παρέα. Καθισμένος στο παγκάκι τους χαζεύει που απομακρύνονται
πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Απ’ την τσέπη του μπουφάν βγάζει το μαγικό μπουκαλάκι
και πίνει, προσπαθεί να ανάψει και τσιγάρο μα ο αναπτήρας είναι άδειος, μπορεί
και να χάλασε. Ένα αεροπλάνο ξεπροβάλει με βουή μέσα απ’ τα σύννεφα κι έρχεται
προς το μέρος του, σαν να θέλει να
προσγειωθεί εκεί κοντά, πετάγεται πάνω και του κάνει νοήματα με τα χέρια, προσπαθεί
να το κατευθύνει στο δρόμο, ας μην έχει πολύ φως, έκλεισε και το περίπτερο, ας
είναι και κάπως στενός και γλιστερός, αυτός όμως είναι ο σωστός διάδρομος.
Φεύγοντας ο περιπτεράς τον κοιτάζει με απορία.
Πριν από δυο μέρες ο
θεός έβαλε πάλι το χέρι του. Το αεροπλάνο ξαφνικά έχασε ύψος, χτύπησε πάνω στα
θεόρατα βουνά και τυλίχτηκε στις φλόγες. Μάλλον δεν γλύτωσε κανείς. «Υπήρχαν
και δικοί μας επιβάτες που γύριζαν στην πατρίδα», είπε ο ρεπόρτερ, έκανε δηλώσεις
και ο εκπρόσωπος του υπουργείου, όμως δεν δώσανε ονόματα. Ήταν αεροπειρατεία, από
τον ίδιο τον κυβερνήτη του, κλειδώθηκε μόνος στην καμπίνα και με χέρι ατσάλινο,
παγωμένο και σταθερό το έριξε πάνω στα ψηλά χιονισμένα βράχια. Είχε ψυχολογικά
προβλήματα, είπαν, κατόπιν εορτής, έχει και η εταιρία ευθύνη, δεν έκανε τους
προβλεπόμενους ελέγχους, κάποιοι προσπάθησαν να τον συνδέσουν με θρησκευτικές
οργανώσεις, φονταμενταλιστές και τρομοκράτες, όλα ήταν πιθανά, ερευνούσαν κάθε
ενδεχόμενο. Έβγαιναν στα κανάλια όλοι οι χλιμίτζουρες, πουλούσαν μούρη οι
ξερόλες, τους σιχάθηκε, το κοντό τους και το μακρύ τους έλεγαν, τι να
πρωτοπιστέψεις. Δείξανε και κάποιες φωτογραφίες του παρανοϊκού πιλότου, λίγο
πάνω απ’ τα τριάντα, ξυρισμένο κεφάλι, γεροδεμένος, στο πλάι η γυναίκα του,
χαμογελούσε, δεν έδειχνε να έχει κάποιο πρόβλημα.
Ήταν και ο φίλος του
μέσα, στην μοιραία πτήση, επέστρεφε μαζί με την κοπέλα του, την ώρα που
ξεκινούσαν του έστειλε μήνυμα, «σε τρεις ώρες θα τα πούμε από κοντά», έγραφε, του είχε γράψει και το προηγούμενο
βράδυ, μα δεν είχε απαντήσει, τελειωμένες φιλίες, ξεθυμασμένα πάθη, μπαγιάτικα
κουλούρια. Του έγραφε και για την κοπέλα, εκεί την είχε γνωρίσει στα βόρεια
λίγο καιρό αφότου ξενιτεύτηκε, η μοναξιά δεν παλεύεται, έκανε και κάποιους
καινούργιους φίλους, κάποιες παρέες απ’ τη δουλειά, ήταν ανέκαθεν κοινωνικό
άτομο, εύκολο στις σχέσεις του με τους ανθρώπους . Όταν είδε τυχαία στη
τηλεόραση το έκτακτο δελτίο τον πήρε αμέσως τηλέφωνο μα το κινητό του έδειχνε
απενεργοποιημένο. Είχαν τρία χρόνια να μιλήσουν, από τότε που έφυγε για έξω.
Τώρα, δυο μέρες και δυο νύχτες κλεισμένος στο σπίτι μπροστά στην κουτί περίμενε
να ακούσει κάποιο νέο, ίσως και να σώθηκε, ακόμα γίνονται θαύματα, τουλάχιστον
να έλεγαν ονόματα ή πάλι μπορεί κάτι να έτυχε τελευταία στιγμή και να έχασαν
την πτήση, όλα ήταν πιθανά. Μα το κινητό του πλέον δεν χτυπούσε ούτε λάμβανε
μηνύματα. Ήταν νεκρό. Και έξω είχε αρχίσει να βρέχει με το τουλούμι, χωρίς
σταματημό, κι αυτός να ‘χει ξεχάσει ότι πεινάει και κάθε τόσο να ξαναγεμίζει το
μαγικό μπουκαλάκι που του είχε χαρίσει κάποτε στη γιορτή του, «συντροφιά στις
μοναχικές σου στιγμές». Και να πίνει.
Από κει που καθόταν
έβλεπε στη μέση του σκοτεινού πάρκου μια κόκκινη καύτρα να αναβοσβήνει, άκουγε και
κάποιους ψίθυρους. Πέταξε τον άδειο αναπτήρα προς τον κάδο, δεν βρήκε στόχο,
μετά σηκώθηκε και τράβηξε προς το μέρος τους, θα τους ζητούσε φωτιά, ίσως και
να έπεφτε πάνω σε γνωστούς, και δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Όταν τον είδαν να
πλησιάζει έσβησαν το τσιγάρο και σηκώθηκαν όρθιοι, από κοντά δεν του θύμιζαν
κάτι, δεν τους είχε ξαναδεί, πάντως δεν φαίνονταν για ξένοι. Νεαροί ήταν και οι
δύο, όχι πάνω από εικοσιπέντε, ο ένας ψηλός, ξυρισμένο το κεφάλι, γεροδεμένος,
έφερνε κάπως στον πιλότο, είχαν και το ίδιο μυστηριώδες χαμόγελο, ο άλλος λίγο
πιο κοντός, πιο αδύνατος, στεκόταν παραπέρα, αυτός έμοιαζε με τον φίλο του στα
βόρεια, τα ίδια μάτια, ίδια μαλλιά. Χαμογέλασε κι αυτός και του έδωσε το χέρι
να συστηθούν.
Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν,
είδε τρεμάμενα άστρα θαμπά, τα πόδια του λύγισαν. Πέσανε πάνω του και άρχισαν
να τον χτυπάνε κλοτσιές και μπουνιές. Είχε ζαλιστεί, δεν καταλάβαινε που
βρισκόταν, σωριάστηκε χάμω στο υγρό τσιμέντο, κουλουριάστηκε κι έμεινε κει
ασάλευτος, μισολιπόθυμος. Απ’ το σκισμένο του μάγουλο έτρεχε το ζεστό αίμα προς τα χείλη του, αυτοί συνέχιζαν να τον χτυπούν
και άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες του. Δεν είχε λεφτά πάνω του, μόνο το
μπουκαλάκι με το νερό της φωτιάς βρήκαν. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Τον έβλεπε
θολά καθισμένο πλάι του, σε απόσταση αναπνοής με την μποτίλια στο χέρι, έπινε
και χαμογελούσε. Είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν γεροδεμένος, ο ψυχοπαθής
πιλότος με το παγωμένο μέταλλο που πήρε μαζί του διακόσιες ψυχές, ξαφνικά ζωντάνεψε,
τον έπιασε απ’ το λαιμό, τώρα άρχισε αυτός
να τον χτυπάει στο πρόσωπο, εκείνος ξαφνιάστηκε, έφυγε απ’ τα χέρια του το
μπουκαλάκι κι έγινε θρύψαλα, ο φίλος του ,όταν είδε γεμάτο αίματα, να τα έχει
χαμένα και να ζητάει βοήθεια, το έβαλε στα πόδια. Έβρεχε πάλι δυνατά και
ασταμάτητα και αυτός τον έσφιγγε, όλο και τον έσφιγγε και οι ματωμένες μουτσούνες τους είχαν γίνει
μία, οι πληγές δεν πονούσαν ακόμα μα τα αίματα τους έκαιγαν, και άρχισε να του γλύφει το σκισμένο
μάγουλο, να το δαγκώνει, να ξεσκίζει την φρέσκια σάρκα, ξαφνικά θυμήθηκε πως
πεινούσε, είχε δυο μερόνυχτα να βάλει μπουκιά, κι αφού του έφαγε τα μάγουλα, τη
μύτη και τα αυτιά, δάγκωσε και τον αφράτο λαιμό και ρούφηξε μεμιάς το ζεστό
αίμα. Στο τέλος σωριάστηκε πάνω του
ξέπνοος και χορτασμένος. Χάιδεψε τη σιδερένια γροθιά κι έσφιξε γερά το παγωμένο
μέταλλο. Άκουγε πάλι τη μακρινή βουή του αεροπλάνου που πλησίαζε. Δεν έβρεχε
πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου