Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μπήκε μέσα με βήμα αργό, σοβαρό, σχεδόν πένθιμο. Σταμάτησε στην είσοδο πλάι στον πάγκο με τα κεριά. Μυρωδιές από καρβουνάκια και λιβάνια του έκοψαν απότομα την ανάσα –από παιδί οι οσμές τις εκκλησίας του έφερναν αναγούλα- παραλίγο να σωριαστεί χάμω. Ήταν και η αφόρητη ζέστη του μεσημεριού, η ένταση  της προηγούμενης νύχτας, κλιματισμός δεν υπήρχε, όλα αυτά. Αέρας πνιγηρός και δύσοσμος,  κατάσταση ανυπόφορη. Ο επίτροπος του έριξε μια λοξή ματιά  και συνέχισε να ταχτοποιεί τα κεριά του, κατά χρώμα και κατά μέγεθος πάντα. Αυτός αφού συνήλθε κάπως, κοίταξε προς το βάθος. Δεν είχε πολύ κόσμο, λίγες γριές, κάποιοι συγγενείς, η αδερφή του νεκρού πρώτη και καλύτερη πλάι στο φέρετρο, με το φρύδι πάντα υψωμένο, αξιοπρεπής και αγέρωχη κάρφωνε τον απέναντι τοίχο για να μη τον βλέπει και τώρα ακόμα να χαμογελά με κλειστά τα μάτια σαν κάτι ευχάριστο να ονειρεύεται. Δίπλα στέκονταν ο άντρας της, τα παιδιά τους, οι λοιποί συγγενείς, όλη η αγία οικογένεια σε πλήρη παράταξη, δεν έδειχναν και πολύ λυπημένοι από το ξαφνικό χαμό.
Το προηγούμενο βράδυ, όταν  πέρασε απ’ το σπίτι της να μάθει πως έγινε το κακό και να συλλυπηθεί, τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές. «Και μην τολμήσει να έρθει κανείς από το σκυλολόι στην κηδεία», του είπε σε τόνο απειλητικό, θα τους  έπαιρνε και θα τους σήκωνε. «Τον φάγατε τον αδερφό μου τομάρια, στον λαιμό σας τον πήρατε!» φώναζε εκτός εαυτού. Αυτός δεν είπε τίποτα, άκουγε μόνο με σκυμμένο το κεφάλι, ώσπου του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Αργότερα, απ’ την κοπέλα του φίλου τους μάθανε τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν είχε ακόμα συνέλθει από το σοκ η κακομοίρα, είχε περάσει και απ’ την αστυνομία να δώσει κατάθεση, φοβόταν ότι θα την μπλέξουν άσχημα, είχε παλιά προηγούμενα με τους μπάτσους, ακόμα και για φόνο την υποψιάζονταν, δηλαδή ότι τους κατέβαινε. «Μέχρι να βγει το πόρισμα του ιατροδικαστή», της είπαν στο τέλος και την άφησαν να φύγει. Καρφί δεν της καιγόταν τι θα πει ο γιατροτέτοιος, δεν έφταιγε αυτή για ότι έγινε, έρωτα κάνανε και τη στιγμή που τον έγλυφε και τον ρουφούσε, εκεί, πάνω στη μεγαλύτερη κάβλα, ο φίλος τους ξαφνικά κοκάλωσε, τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα, πετάχτηκαν έξω, μαζί μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Αυτό ήταν όλο. Έπαθε αμόκ, άρχισε να ουρλιάζει, βγήκε έξω ολόγυμνη, σαν μουρλή έτρεχε πέρα δώθε, τράβαγε τα μαλλιά της και φώναζε βοήθεια. Τριγύρω ο κόσμος κοίταζε σαν χαμένος, έγινε άγριο σκηνικό, τους είπε και τους κοίταξε έναν ένα με μάτια τρομαγμένα.   
Ο νεαρός παπάς με την ψιλή φωνούλα ξεστόμιζε στη σειρά τα φάλτσα του «κυρ ελέησον», ο άλλος, ο πρεσβύτερος, ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας, αναμασούσε κάτι για την από θεού παρηγορία και πράσινα άλογα, για τόπους χλοερούς και αναψύξεως, αλλά ούτε ο νεκρός ούτε οι ζωντανοί δίνανε σημασία, κάποιοι μάλιστα κάθε τόσο κοιτούσαν τα ρολόγια τους. Η κατάσταση δεν σωζόταν με τίποτα. Τόση παγωμάρα, τόση αδιαφορία, τόση βιασύνη, πρώτη φορά αντίκριζε σε κηδεία. Ούτε ένα δάκρυ  ούτε ένας μορφασμός ούτε μια υποψία  λύπης, τίποτα. Ακόμα και οι ακατάληπτες θρηνωδίες των ψαλτάδων και των ρασοφόρων, κι αυτές χωρίς συμπόνια ήταν, χωρίς συγχώρεση. Πώς να το κάνουμε, ο μακαρίτης δεν ανήκε στο ποίμνιο, δεν πάταγε σε εκκλησίες, δεν τηρούσε τις δέκα εντολές, δεν τους προσκυνούσε, δεν φύλαγε με σεβασμό τα βρωμόχερά τους, δεν έδινε σε εράνους και αγαθοεργίες, δεν, δεν, δεν, τίποτα. Ακόμα και νεκρός ήταν παρείσακτος εκεί μέσα, δεν κόλλαγε, το ήξερε κι ο ίδιος αυτό, γι’ αυτό και στις παράωρες ουζονυχτίες τους, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλιώς σχεδίαζαν την αποχώρησή τους απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο, όχι αυτό το αίσχος, αυτή η ξεφτίλα, δεν τους ταίριαζε. Μα η αδερφή του είχε άλλη άποψη, δεν τον σεβάστηκε, πήρε άλλες αποφάσεις, και δω αυτή ήθελε να κάνει το κουμάντο, και τι θα έλεγε ο κόσμος αν μάθαινε ότι αυτός ο άσωτος παραδόθηκε στην πυρά μακριά από εκκλησία και θεό, σ’ αυτήν θα ρίχνανε την αμαρτία και το φταίξιμο. Δεν τον σεβάστηκε, έτσι έκανε πάντα, ότι ήθελε αυτή, να ορίζει τη ζωή και τον θάνατο των άλλων, γι’ αυτό και τον έντυσε έτσι, για να μη λέει ο κόσμος, γύρευε από που ξέθαψε αυτό το παλιομοδίτικο  κουστούμι, τα μαύρα λουστρίνια, τη γραβάτα με τον διπλόσφιχτο κόμπο. Δεν θυμόταν  ποτέ ο φίλος του να φόρεσε κουστούμι και γραβάτα. Όχι, δεν του άξιζε τέτοια έξοδος.
«Όλα έτοιμα!» έγραφε το μήνυμα στο κινητό και έστειλε αμέσως την αναπάντητη. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και τους έβλεπε να ορμάνε στην είσοδο του ναού με ιαχές και τρομερές κραυγές  πολέμου. «Πίσω και σας έφαγα!» φώναξε ο χασάπης με την βροντερή του φωνή και ο επίτροπος, κίτρινος σαν φλουρί,  κρύφτηκε πίσω από τον πάγκο του. Φορούσε ακόμα την λευκή ποδιά της δουλειάς γεμάτη αίματα και στην αριστερή την τριχωτή χερούκλα του κρατούσε τον κοφτερό μπαλτά. Τα έχασαν όλοι και άρχισαν να ουρλιάζουν και να προσεύχονται, οι πιο ψύχραιμοι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ’ τις καρέκλες και τις κολώνες, απ’ όπου έβρισκαν, ο νεαρός παπάς με τη λεπτή φωνούλα μαζί με δυο άλλους πιο προνοητικούς ταμπουρώθηκαν μέσα στο ιερό και σφράγισαν τις πόρτες, τέλος κάποιοι λιποθύμησαν, μαζί με αυτούς και η αδερφή του πεθαμένου με το ηττημένο και στραπατσαρισμένο πλέον φρύδι. Και μέσα σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο κάποιος είδε τον χαμογελαστό μακαρίτη να ανοίγει για λίγο πονηρά τα μάτια του, μα ήταν σίγουρα παραίσθηση, όπως εξήγησε αργότερα, είχε σαλέψει ο νους του απ’ την τρομάρα. Μόνο ο πρωτοπρεσβύτερος, ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας, δεν έχασε στιγμή την ψυχραιμία του, παρέμεινε αποφασιστικός και θαρραλέος στη μέση της εκκλησίας βαστώντας  στο ένα του χέρι ψηλά τον  σταυρό και στο άλλο το θυμιατήρι, έτοιμος να υπερασπιστεί την πίστη του την αγία, τα ιερά του και τα όσια απ’ τον αντίχριστο και τους δαίμονες που τον ακολουθούσαν. «Έξω από δω σατανά, αφορεσμένε…» φώναξε με οργή, μα πριν προλάβει να τελειώσει την τρομερή του κατάρα ο χασάπης τον είχε πιάσει από την μακριά του γενειάδα και με μπαλταδιά ακριβείας την έκοβε σύριζα και την ανέμιζε ψηλά ως το πολυτιμότερο έπαθλο μιας μάχης που τέλειωσε τόσο γρήγορα και τόσο άδοξα. Την ίδια στιγμή οι άλλοι με γρήγορες κινήσεις άρπαζαν το φέρετρο στα χέρια και έβγαιναν τρέχοντας έξω στο προαύλιο. Όταν τους είδαν οι υπάλληλοι του γραφείου κηδειών να περνάνε από μπροστά τους μαζί με το καφετί γυαλιστερό φέρετρο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η κάσα φορτώθηκε γρήγορα στο φορτηγάκι που είχε ο χασάπης για τα κρέατα, ανέβηκαν πάνω, έβαλαν μπρος και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις και με την άκρη του ματιού του έβλεπε τον κολοβό τράγο  μπουσουλώντας στα τέσσερα να βγαίνει από τον ναό και να μοιράζει ολούθε κατάρες, αναθέματα και γαμοσταυρίδια, λέξεις χυδαίες, ανάρμοστες και ειδεχθείς. Κρατούσε ακόμα τον σταυρό σφιχτά στο χέρι και σαν τον είδαν τα κοράκια και οι πεθαμενατζήδες έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Ο παπάς συνέχιζε να καταριέται και να γαμοσταυρίζει, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα, η επιχείρηση δεν είχε κρατήσει ούτε πέντε λεπτά, το σχέδιο είχε εκτελεστεί άψογα.
Ο χασάπης οδηγούσε με κέφι τρελό, είχε ανοίξει στη διαπασών το ραδιόφωνο, κάπνιζε  κι έπινε ούζο απ’ το μπουκάλι που είχε δίπλα του. Του έδωσε κι αυτού να πιει μα δεν ήθελε, αργότερα του είπε, δεν είχε συνέλθει απ’ τα κεριά και τα λιβάνια και όλη αυτή την αηδία, το στομάχι του ακόμα αναγούλιαζε. Στην κλούβα πίσω οι άλλοι είχαν αρχίσει το ξεφάντωμα. Χόρευαν, πίνανε και τραγουδούσαν, πέταξαν απ’ τον φίλο τους τα πένθιμα παλιόρουχα και τον άφησαν ολόγυμνο, καθαρό και αμόλυντο, όπως ήταν σ’ όλη του τη ζωή. Του έδωσαν κι αυτού να πιει και να καπνίσει, σε τίποτα δεν είπε όχι –όλα του άρεσαν του μακαρίτη- και στο τέλος τον στόλισαν με λουλούδια, πολλά λουλούδια, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες και βιολέτες και όλος ο κόσμος ευωδίασε. Σε λίγο έφταναν στον προορισμό τους.
Όταν την προηγούμενη νύχτα μαθεύτηκαν τα άσχημα μαντάτα όλοι, φίλοι και γνωστοί, παλιές γκόμενες και εραστές, μπαρόβιες μαζί με μαστροπούς  και νταβαντζήδες, πουτάνες, φρικιά και αδερφές, τραβέλια και φανταχτερές φτερούδες, αδέσποτοι κοπρίτες, αλάνια της πλατείας και τσόλια του μεσημεριού, μουσικοί του δρόμου και τσάμπα γελωτοποιοί, ζητιάνοι,  άστεγοι, φτωχοί και πένητες, επιτήδειοι ταχυδακτυλουργοί, ζογκλέρ  και κλόουν με πονηρούς σκοπούς, πρεζάκηδες και χασικλήδες,  ξεδοντιασμένοι κοκαλιάρηδες και φαλακροί με μυτερά αυτιά, μπεκρήδες και αλαφροΐσκιωτοι, ύποπτες  σκιές των πάρκων και πεινασμένοι αλήτες των λιμανιών, ματάκηδες και σεξομανείς επιδειξίες, πολύχρωμα φρικιά και αμετανόητοι ροκάδες, όλα τα σάπια φύλλα του κακού, τα σπασμένα χαμόκλαδα και οι δικοί του άγιοι της αμαρτίας, σεσημασμένοι διαρρήκτες και αγαθοεργοί κακοποιοί, αδίστακτοι κουρελήδες, αποφασισμένοι ταραχοποιοί, καθωσπρέπει τζογαδόροι και επιδέξιοι πορτοφολάδες, αλκοολικοί της ζωής, ποιητές και ονειροπαρμένοι, κουφοί, τυφλοί και ανάπηροι, μισότρελοι και πεθαμένοι -όλο το λούμπεν σκυλολόι και ο κοινωνικός βυθός που θα ‘λεγε κι η αδερφή του- μαζεύτηκαν στο μαγαζί του έντιμου κρεοπώλη. Ήταν όλοι εκεί, απαρηγόρητοι σ’ αυτό το προσκλητήριο του θανάτου, με μαύρο δάκρυ κλαίγανε  τον φίλο τους που χάσανε, πίνανε όλη νύχτα, μαστουρώναν και γαμιόντουσαν στα όρθια για να ξεχάσουνε τη λύπη τους, για τον λεβέντη που ξαφνικά δραπέτευσε και τους άφησε μονάχους, τον όμορφο μάγκα και τον άντρακλα, το πιο καλό παιδί και ο χασάπης κάθε τόσο χτυπούσε το καραφλό κεφάλι του πάνω στο ψυγείο, «όχι αυτόν, ρε πούστη μου, όχι αυτόν!» μονολογούσε σφίγγοντας τις γροθιές του και το πρόσωπο. Τουλάχιστον κάπως  τους παρηγορούσε το ένδοξο τέλος του, δαφνοστεφανωμένο και χαμογελαστό, έτσι όπως θα άξιζε να φύγει ένα τέτοιο παλικάρι, πάνω στο γαμήσι, την ώρα του χυσίματος, στην μεγαλύτερή του κάβλα. Μα την αδερφή του είχανε στη μπούκα, «καργιόλα περιωπής, παλιοχαμούρα!» που έλεγε και ο χασάπης, «να την κάψουμε ζωντανή τη σκρόφα!» κάποιοι φώναξαν, συμφώνησαν κι αυτοί που δεν την ξέρανε ακόμα, μα στο τέλος επικράτησαν πιο ψύχραιμες και συνετές απόψεις. Τότε, μέσα σ’ όλον αυτό τον αναβρασμό, ρίχτηκε η ιδέα, καταστρώθηκε το σχέδιο, τα πνεύματα ηρέμησαν, εκτονώθηκαν τα μίση και τα πάθη και αμέσως  άρχισαν τα γλέντια κι οι χαρές. Εδώ θα φέρνανε τον φίλο τους να τον τιμήσουνε, στο χασάπικο αυτό που πέρασε τις ομορφότερες στιγμές του, βράδια αξημέρωτα που δεν ξεχνιούνται, πόσα θα είχαν να θυμηθούν και να γελάσουν με τον συγχωρεμένο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες θα ξεφάντωναν μαζί του, έτσι το ήθελε και κείνος, χωρίς κλάματα, χωρίς πένθη, αυτός που έζησε χίλιες ζωές γεμάτες και  έφυγε νέος και ωραίος, υγιής, ο άντρακλας αυτός, ο μάγκας, το πιο καλό παιδί. Κι ύστερα θα του βάζανε μια φωτιά κάτω απ’ τα σκέλια που οι φλόγες της θα φτάνανε ψηλά ως την πανσέληνο, μέσα στα «Μπράβο!» και στα «Εύγε!» και στα «Άξιος!» και σε ένα παρατεταμένο και ατέλειωτο  χειροκρότημα. Τέτοια λέγανε και τα πρόσωπά τους είχαν και πάλι φωτιστεί. Αυτός δεν συμμετείχε στην κουβέντα, καθόταν παράμερα σιωπηλός, έπινε, κάπνιζε και άκουγε. Όταν ο χασάπης ρώτησε τη γνώμη του συμφώνησε αμέσως, αυτός μάλιστα θα ήταν ο προπομπός τους, ο προσεχτικός ανιχνευτής, παρόλες τις φοβέρες που άκουσε από την αδερφή του πεθαμένου, παρόλο που είχε σαράντα χρόνια να πατήσει σ’ εκκλησία, όχι πως οι άλλοι είχανε λιγότερα, όλοι κολασμένοι εξαρχής και ξεγραμμένοι δια παντός απ’ τα κατάστιχα, μα ο φίλος του, ο καλύτερός του φίλος -δεν του χρωστούσε δα και λίγα- άξιζε μια τέτοια θυσία. Και με το παραπάνω.   
Όταν το κίτρινο βαν σταμάτησε μπροστά απ’ το χασάπικο τα ρουθούνια του γέμισαν με τσίκνες από σουβλάκια, παϊδάκια και άλλα κρεατικά. Τα κάρβουνα στην ψησταριά είχαν από ώρα πάρει φωτιά, το γλέντι απ’ το προηγούμενο βράδυ δεν είχε σταματήσει, και το στομάχι του που τώρα κάπως είχε ηρεμήσει θυμήθηκε ότι είχε δύο μερόνυχτα να φάει.  Κατέβασαν το φέρετρο και το κουβάλησαν μέσα στο δροσερό μαγαζί. Αμέσως ξέσπασαν χειροκροτήματα, ξεφωνητά και αλαλαγμοί, ενθουσιασμοί και υστερίες, μετά ακολούθησε το λαϊκό προσκύνημα με απόλυτη τάξη και ευπρέπεια. Ο καθένας κάποια ιστορία είχε να του πει, οι γκόμενες και τα τραβέλια ακόμα πιο πικάντικες, ξεσπάγανε σε γέλια και χαρές, γέμιζαν το όμορφο γυμνό κορμί  με χάδια και φιλιά, αγάπη, συγνώμη και συγχώρεση κι από τους λιγοστούς εχθρούς ακόμη- κι αυτός ποτέ δεν κράτησε κακία σε κανέναν- του έδωσαν να πιει και να μεθύσει και ο χασάπης ο αιμοδιψής κάτι του είπε μυστικά στο αυτί, έπειτα τον φίλησε στο στόμα.
Τελευταία πλησίασε το φέρετρο η κοπέλα του. Σαν κάπως να είχε συνέλθει απ’ το σοκ, του χαμογέλασε γλυκά, χάιδεψε το μάγουλο και τα όμορφα φουντωτά του μαλλιά –ίσα που είχανε αρχίσει να γκριζάρουν- φίλησε τα μάτια, το λαιμό, τα χείλη και το στήθος και απρόσμενα σε μια στιγμή παροξυσμού και μέθης άρχισε να γλύφει τις ρώγες του με πάθος, να ψαχουλεύει χαμηλά τις γάμπες και τους  δυνατούς μηρούς, αργά να ανεβαίνει το χέρι της, με πόθο, να ολοκληρώσει αυτό που χτες αφήσανε στη μέση, να πιάνει τρυφερά τ’ αρχίδια του και να χαϊδεύει τον μαραμένο του παπάρι, να βγάζει βογγητά ηδονής, όλο της το κορμί να τρέμει πια, αν μπορούσε θα έμπαινε κι αυτή μέσα στη γυαλιστερή σκάφη με τα λουλούδια και  τον άντρα της, θα κόλλαγε πάνω του και θα γινόντουσαν ένα για τελευταία φορά παντοτινή, και μέσα σ’ όλη αυτή την παραφορά –όλο το μαγαζί παρακολουθούσε εκστασιασμένο- δεν κατάλαβε πως ο πούτσος του μακαρίτη άρχιζε πάλι να μεγαλώνει, να φουσκώνει, να σκληραίνει, χιλιάδες λίτρα αίματος μαζεμένα, να τουμπανιάζει κι αυτή ασυναίσθητα να τον παίρνει και πάλι στο στόμα, να τον γλύφει, να τον ρουφάει με κάβλα ανείπωτη και σιντριβάνι να χύνεται ολόγυρα το πηχτό υγρό, να καταβρέχει και να λερώνει τους εντιμότατους φίλους και τους λιγοστούς άσπονδους εχθρούς, να πιτσιλάει ακόμα και την  καράφλα του αιμοβόρου χασάπη που στεκόταν παραπέρα στη γωνία. Τέτοια  ορμή και δύναμη.
Άνοιξε απότομα τα γαλανά του μάτια και την κοίταξε σαστισμένος. Αυτή δεν είπε τίποτα, ούτε έβαλε της φωνές πάλι, μόνο σωριάστηκε πάνω του λιπόθυμη. Μετά την πρώτη παγωμάρα όλο το μαγαζί ξέσπασε πάλι σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, όλοι τρέξανε προς το μέρος του, ο χασάπης τον αγκάλιασε κλαίγοντας, αυτός ρωτούσε τι είχε συμβεί, δεν θυμόταν τίποτα, πως είχε βρεθεί μες στο χασάπικο, για ποιον είναι αυτό το φέρετρο, άστα αυτά για αργότερα του είπε ο χασάπης και του πέρασε την ολόλευκη γενειάδα γύρω απ’ το λαιμό, σε λίγο συνήλθε και η κοπέλα του κι έτρεξε στην αγκαλιά του, του έδωσαν πάλι να πιει και να καπνίσει, του άρεσε έτσι, δεν ήθελε ακόμα να ντυθεί, άρχισαν τον λουλουδοπόλεμο σαν τα μικρά παιδιά και τα μπουγελώματα με ούζα, τσίπουρα και μπύρες, άρχισαν και οι άλλοι να γδύνονται, το κρεοπωλείο γέμισε τριαντάφυλλα , μαργαρίτες και βιολέτες και παντού  σκόρπια ρούχα πεταμένα, «θαύμα, έγινε θαύμα!» ξεφώνησε ο ταχυδακτυλουργός κι ο σοβαρός κλόουν συμφώνησε μαζί του, «στα ψέματα το έκανε, από την πρώτη στιγμή το είχα καταλάβει!» συμπλήρωσε πιο πέρα ο πονηρός πορτοφολάς, «ξεκόλλα, νεκροφάνεια ήταν!» έδωσε την επιστημονική εξήξηγη ένας παλιός και έμπειρος πρεζάκιας, ακούστηκαν πολλά, τι να πιστέψεις, ο καθένας έλεγε το κοντό και το μακρύ του, «το τσιμπούκι, το τσιμπούκι έκανε το θαύμα!» συμπλήρωσε στο τέλος η ευαίσθητη τραβεστί και μετά ξέσπασε σε λυγμούς χαράς για τον αναστημένο.
Κάπνιζε ήρεμος και απ’ το παράθυρο έβλεπε τον κόκκινο ήλιο να δραπετεύει πίσω από το λόφο. Δεν βιαζόταν να μιλήσει με τον καλό του φίλο, να του ευχηθεί το καλωσόρισες ξανά στη μαλακία, να τον ρωτήσει κι αυτός τι είδε εκεί που πήγε –σκοτάδι και μαυρίλα θα απαντούσε και σ’ αυτόν μάλλον, το τούνελ στην άκρη δεν έχει φως- πλημμύρα ο κόσμος γύρω του, πανζουρλισμός, είχανε πλέον καιρό μπροστά τους να τα πούνε. Ξαφνικά απ’ έξω άκουσε αυτοκίνητα, σειρήνες και κακό, τρία περιπολικά σταμάτησαν μπροστά απ’ το μαγαζί, σοβαροί άντρες με πηλίκια και  γυαλιστερές στολές κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο, τελευταίοι βγήκαν ο κολοβός τραγόπαπας μαζί με την αδερφή του αναστημένου και τον επίτροπο που ακόμα ήταν κατακίτρινος σαν το φλουρί. Ο αρχηγός της αστυνομίας με την ντουντούκα στο χέρι –όπως στις αστυνομικές ταινίες- καλούσε τους απαγωγείς να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά και να παραδώσουν το φέρετρο με τον νεκρό στους αρμόδιους.  «Μ’ αυτούς τώρα τι κάνουμε» του είπε ο χασάπης ρίχνοντας ένα πονηρό γελάκι και χαϊδεύοντας με νόημα τον μπαλτά του. «Θα δούμε», του απάντησε εκείνος ψύχραιμα. Όμως το τι επακολούθησε είναι  αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

(Περιληπτικά μόνο -για να μην αφήσουμε τον αναγνώστη την αγωνία- το σκυλολόι υπάκουσε στις εντολές του αστυνόμου, ξεπρόβαλε ολόκληρο μέσα  από το χασάπικο, πρώτος και καλύτερος ο γυμνός αναστημένος, δαφνοστεφανωμένος και χαμογελαστός –το όργανό του στυτό και ακμαίο ακόμα βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα- μόλις τον είδαν, η αδερφή του, ο κολοβός γερο-τράγος και ο επίτροπος με το χλωμό πρόσωπο σωριάστηκαν  αμέσως  καταγής, ανακοπή καρδιάς και αποπληξία, είπε την άλλη μέρα ο ιατροδικαστής, έγινε και η κηδεία τους,  ο νεαρό ιερέας έψαλε με τα φάλτσα «κυρ ελέησον» και την ψιλή φωνούλα, αυτός τώρα θα καθοδηγούσε το ποίμνιο προς τον ουράνιο παράδεισο. Στο χασάπικο το γλέντι συνεχίστηκε αμείωτο για μια ολόκληρη βδομάδα χωρίς απώλειες. Κανείς δεν πήγε στη λειτουργία, από παιδιά δεν άντεχαν την μυρωδιά του λιβανιού, πιο πολύ απ’ όλους ο αναστημένος. Μονάχα, ως ένδειξη σεβασμού, αντί στεφάνου, ο χασάπης επέστρεψε στον κάτοχό του το ολόλευκο τριχωτό λάφυρο της μάχης.)    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου