Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ

Είχα πολλά χρόνια να δω αυτό το όνειρο. Πάνω από τριάντα. Το ξαναείδα χτες. Μέσα στο παλιό μας σπίτι το πατρικό η μητέρα με κυνηγούσε  κι εγώ έτρεχα τρομαγμένος να ξεφύγω. Συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις  χωνόμουν κάτω απ’ το κρεβάτι και περίμενα με κρατημένη την  ανάσα να περάσει το κακό. Από  κει κάτω έβλεπα μόνο  την άκρη του νυχτικού και τα γυμνά της πόδια να πλησιάζουν και την άκουγα να φωνάζει αγριεμένη το όνομά μου. Μετά από κάποιες επαναλήψεις ήξερα πως ήταν όνειρο και ο φόβος κάπως μετριαζόταν. Τότε κάποια καρφίτσα θα βρισκόταν στο χέρι μου να με βοηθήσει να ξυπνήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα  ή  θα έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά και θα έλεγα από μέσα μου τώρα τα ανοίγω και ξυπνάω. Δυστυχώς μάταια όλα. Άδικος κόπος. Τα φτηνά μου κόλπα δεν έπιαναν και κάποια στιγμή  η μητέρα με  ανακάλυπτε. Τότε εγώ θα έτρεχα πάλι για να ξεφύγω από την μανία της.

Άλλες πάλι  φορές  κάτι με κρατούσε κολλημένο στη θέση μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Να κάνω ρούπι. Τότε με έπιανε πανικός. Πίστευα ότι είχε έρθει η ώρα μου. Όμως όλα ξαφνικά πάγωναν και ούτε η μητέρα μου μπορούσε να τρέξει και να με πιάσει  στα χέρια της.  Μόνο  στεκόταν  λίγο παραπέρα σαν άγαλμα και με κάρφωνε με το σκοτεινό της βλέμμα. Ή  όποτε  κατάφερνε να με πλησιάσει έκανα ένα τεράστιο άλμα μέχρι το ταβάνι και πάλι της ξέφευγα. Η υπόθεση είχε πολύ σασπένς και μεγάλες ανατροπές. Γιατί πάντα της ξέφευγα. Ακόμα  και όταν έφταναν οι ενισχύσεις και το σπίτι γέμιζε με άγνωστους άντρες  οπλισμένους σαν αστακούς που έψαχναν να με βρουν να με συλλάβουν και να με οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τότε  άνοιγα το μικρό παράθυρο του σαλονιού και πήδαγα πίσω στην αυλή και ανέβαινα  στο λιακωτό και τα κεραμίδια και  βουτούσα στο βάραθρο του διπλανού σπιτιού. Ήταν φορές που είχα παρακολουθήσει και την κηδεία μου εκεί.  Ή σε άλλες περιπτώσεις κατέβαινα στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και από κει πεταγόμουν έξω στον δρόμο και γλύτωνα. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβω το σκηνικό άλλαζε και βρισκόμουν κάπου μακριά στον κήπο κάποιου άγνωστου σπιτιού και λούφαζα πρηνής  ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα  μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Όλη τη νύχτα άκουγα γύρω μου κραυγές και ποδοβολητά κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Όμως ποτέ δεν με έπιασαν. Κι ύστερα ξύπναγα κατουρημένος.

Τώρα μετά από τριάντα χρόνια κοτζάμ μαντράχαλο με κυνηγούσε η μητέρα μόνη της.  Και για πρώτη φορά κατάφερε να με γραπώσει. Ήταν απρόσμενο. Δεν το περίμενα. Τότε  αναγκάστηκα να της τρυπήσω με τα δάχτυλα και να της βγάλω και τα δύο της μάτια. Ξέφυγα πάλι από τα χέρια της μα αυτή συνέχισε να με κυνηγά στα τυφλά. Ίσως με κάποιο τρόπο και να ‘βλεπε. Άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα  στο δρόμο. Δεν πρόσεξα αν με ακολουθούσε. Απ’ τον φόβο μου δεν γύρισα ούτε μια φορά να κοιτάξω πίσω. Μόνο προχωρούσα γρήγορα κι έτρεχα πολύ ώσπου έφτασα στην πλατεία. Εκεί αντίκρισα τον πατέρα και τον θείο μου καθισμένους  έξω από την ταβέρνα να πίνουν χαμογελαστοί το κρασί τους χωρίς να μιλούν. Τους πλησίασα έντρομος και τους είπα τι έγινε στο σπίτι μα αυτοί δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Συνέχισαν να πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι και να χαμογελούν. Κάποια στιγμή ο θείος με χάιδεψε στο κεφάλι και μετά από λίγο ο πατέρας μού μίλησε. Γιάννο μου δεν πρέπει να ανησυχείς. Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να το ήξερες καλά. Οι νεκροί δεν μπορούν να βλάψουν τους ζωντανούς. Ύστερα ξύπνησα κατουρημένος.

 

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ

Εκείνα τα χρόνια ήμουν παιδάκι δέκα χρονών κι έβλεπα κάθε βράδυ σχεδόν το ίδιο όνειρο. Άγνωστοι άντρες οπλισμένοι και φορώντας στολές έμπαιναν στο σπίτι και με κυνηγούσαν. Κινδύνευε η ζωή μου. Ήθελαν να με πιάσουν και να με σκοτώσουν. Μαζί τους ήταν και η μαμά. Ο μπαμπάς πάντα έλειπε απ’ το σπίτι και δεν μπορούσε να με βοηθήσει και να με προστατέψει. Αδέρφια δεν είχα. Ήμουν μοναχοπαίδι και μοναχογιός. Άκουγα τα ποδοβολητά από τις βαριές μπότες και κρυβόμουν κουλουριασμένος κάτω απ’ το κρεβάτι. Όταν ανακάλυπταν την κρυψώνα μου το έσκαγα πίσω από την αυλή και περιπλανιόμουν μονάχος στην πόλη όλη τη νύχτα.

Έβλεπα το όνειρο μα δεν φοβόμουν γιατί το είχα συνηθίσει. Πλέον ήξερα ότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος νυχτερινός τρόμος ήταν ψεύτικος. Και κάθε φορά άνοιγα απότομα τα μάτια μου και τη μια βρισκόμουν καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας και την άλλη σαν στήλη άλατος στη μέση του διαδρόμου μπροστά στον άδειο καθρέφτη του πορτ-μαντώ. Άλλες φορές  κοιμισμένο με τα μάτια ορθάνοιχτα με έπαιρνε η μητέρα προσεχτικά απ’ το χεράκι γιατί δεν έπρεπε να με ξυπνήσει και με πήγαινε στο κρεβάτι μου. Το άλλο πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Ένα βράδυ τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα. Άνοιξα την εξώπορτα κατέβηκα τα τρία σκαλοπάτια του σπιτιού και βγήκα στο δρόμο. Το πρωί η γειτόνισσα από δίπλα με βρήκε με τα εσώρουχα ακουμπισμένο σε μια κολώνα. Την κοίταζα μα δεν την έβλεπα.  Με έπιασε απ’ το χεράκι και με πήγε πίσω στο σπίτι. Από κείνη τη μέρα τα βράδια οι γονείς μου  κλείδωναν την πόρτα και έξω απ’ το δωμάτιό μου βάζανε ένα βρεγμένο ταπέτο. Ξυπνούσα πάνω σ’ αυτό και το όνειρο έμενε στη μέση.

Τα απογεύματα το στενό γέμιζε από παιδιά που τα πιο πολλά ήταν αγόρια. Κυρίως παίζαμε μπάλα κάνανε φασαρία και τσακωνόμασταν για να περάσει η ώρα. Μόλις νύχτωνε σταματούσαμε κουρασμένα το παιχνίδι και γυρίζαμε στα σπίτια τους. Μια κολώνα του δήμου στη μέση φώτιζε τη γειτονιά. Εγώ συνήθως καθόμουν στο πεζούλι μέχρι αργά και έμπαινα τελευταίος μέσα. Κάποιες φορές μου έκανε παρέα ένα  ξανθό κορίτσι. Δυο τρία χρόνια μεγαλύτερή μου ήταν καινούργια στη γειτονιά κι έμενε λίγο παραπάνω σ’ έναν κάθετο δρόμο. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του στρατού. Πέρσι είχαν έρθει με μετάθεση στην πόλη. Ήταν μοναχοπαίδι κι αυτή. Παράξενη κοπέλα και πολύ μοναχική. Ίσως και λίγο ντροπαλή.  Δεν είχε πολλές φιλίες και πάρε δώσε με τα άλλα παιδιά ούτε καν με τα κορίτσια. Δεν έπαιζε μαζί τους ούτε κουβέντιαζε.  Καθόταν σε μια άκρη μόνο και κοιτούσε. Αργούσε κι αυτή τα βράδια να γυρίσει στο σπίτι της. Κάποια στιγμή  έβγαινε στο μπαλκόνι η μητέρα της και της φώναζε. Μ’ αυτό το κορίτσι ένιωθα ότι ταίριαζα κάπως μα δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Απλά ήταν μία διαίσθηση.

Είχε πάει μεσάνυχτα και καθόμασταν ακόμα στα σκαλοπάτια. Μάλλον οι γονείς μας είχαν ξεχάσει. Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε έντονα στα μάτια και με ρώτησε αν ακόμα υπνοβατώ. Μαγκώθηκα. Ντράπηκα. Το πρόσωπό μου άλλαξε δέκα χρώματα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Μετά από λίγο κούνησα αρνητικά το κεφάλι του και ξανακοίταξα αλλού μα πρέπει να είχα γίνει κατακόκκινος σαν παντζάρι. Αυτή πώς το ήξερε και από πού το ‘μαθε. Θεωρητικά ήταν το οικογενειακό μας μυστικό και δεν το κουβεντιάζαμε με κανέναν. Και μου είχαν πει οι δικοί μου να μην το λέω παραπέρα. Αλλά και κανένας μέχρι σήμερα από τους φίλους μου δεν με είχε ρωτήσει. Ούτε απ’ τους μεγάλους της γειτονιάς. Εκείνη συνέχισε χαμογελώντας ειρωνικά για να με πειράξει. Δεν βγαίνεις πλέον τα βράδια από το σπίτι σου κοιμισμένος. Όχι δεν βγαίνω και να μην σε νοιάζει. Της έκοψα τη φόρα τσαντισμένος και σηκώθηκα όρθιος έτοιμος να φύγω από δίπλα της και να μπω στο σπίτι μου. Από μέσα μου την έστειλα και στο διάολο. Ήμουν μαζεμένο και συνεσταλμένο παιδί. Τουλάχιστον είχα αγωγή και τρόπους. Παρ’ όλα τα νεύρα μου δεν θέλησα να την βρίσω κατάμουτρα.    

Δεν με άφησε να φύγω. Με έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και με παρακάλεσε ευγενικά να μείνω λίγο ακόμη μαζί της. Ήθελε κάτι να μου πει. Έκατσα και την άκουσα. Ένα βράδυ ένιωθε περίεργα και δεν είχε ύπνο. Καθόταν μόνη της στο μπαλκόνι και περίμενε να ξημερώσει. Μέσα η μητέρα της κοιμόταν. Ο πατέρα της είχε υπηρεσία στο στρατόπεδο κι έλειπε απ’ το σπίτι. Τότε ξαφνικά με είδε. Προχωρούσα αργά στο πεζοδρόμιο και σταμάτησα στη γωνία. Ο δρόμος ήταν τελείως άδειος. Ούτε αμάξια ούτε άνθρωποι. Παντού ερημιά και σκοτάδι. Κοιτούσα προς το μέρος της. Ψιτ μου έκανε νόημα μα εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Τότε κατέβηκε κάτω όπως ήταν με τις πιτζάμες γεμάτες αίματα και ήρθε προς το μέρος μου. Την κοιτούσα στα μάτια μα δεν την έβλεπα. Εκείνη νόμιζε ότι έκανα για πλάκα τον υπνοβάτη και μου χαμογέλασε. Μόνο που δεν είχα τα χέρια τεντωμένα όπως είχε δει σε μια ταινία στην τηλεόραση.

Με έπιασε απ’ το χέρι περάσαμε τον δρόμο κι ανεβήκαμε στο σπίτι. Ήθελε να δω το ροζ δωμάτιό της με τους τοίχους γεμάτους πριγκίπισσες νεράιδες και βασιλόπουλα. Μου έδειξε και το κρεβάτι της που ήταν κι αυτό γεμάτο αίματα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει από τώρα τη μαμά της. Θα της το έλεγε το πρωί. Να κοίτα από εδώ βγήκε. Μου είπε και κατέβασε τα ρούχα της δείχνοντας την πληγή. Εγώ άπλωσα το χέρι μου και την ακούμπησα ελαφριά. Ζεστό αίμα κύλησε στα δάχτυλά μου. Αιμορραγούσε ακόμα. Με κυνηγούνε κι αν με πιάσουν θα με σκοτώσουν. Της το είπα τρέμοντας ολόκληρος. Κρύωνα και λιγάκι. Μου είπε ότι κι αυτή φοβάται πολύ και με αγκάλιασε σφιχτά. 

 

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Είχα κουραστεί να περπατώ απ’ το πρωί μέσα στους δρόμους και κάθε τόσο  σκόνταφτα και παραπατούσα στα παλιοπεζοδρόμια. Έτρεμα ότι θα πέσω και θα χτυπήσω πάλι στα γόνατα. Αυτό ήταν το αδύνατο σημείο μου. Ήταν γεμάτα γρατζουνιές και γδαρσίματα. Τώρα μπορεί και να μάτωναν. Πάντως σίγουρα Θα πονούσα και θα έβαζα τα κλάματα. Και μετά θα ένιωθα αφάνταστη ντροπή.  

Όμως φοβόμουν και να γκρινιάξω και να παραπονεθώ σαν παιδάκι κι εγώ. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή της θείας. Κάνε υπομονή και σε λίγο φτάνουμε μου είπε. Σε όλη τη διαδρομή με κρατούσε γερά απ’ το χέρι και προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο. Να μου ανυψώσει το ηθικό. Τουλάχιστον καταλάβαινε την κούρασή μου και τον αγώνα μου να σταθώ όρθιος. Να μην λιποψυχήσω. Μα μπροστά μου ο σκοτεινός διάδρομος έμοιαζε ατέλειωτος. Το είχα μετανιώσει μα δεν μπορούσα να μείνω και στο σπίτι με τόση σκόνη και θόρυβο. Οι εργάτες έκαναν πολλή φασαρία και μου έσπαγαν τα ευαίσθητα νεύρα μου. Έτσι δεν είχα άλλη επιλογή και δυστυχώς δεν έπαιρνα εγώ τις αποφάσεις. Σήμερα έπρεπε να δω και την μητέρα.

Επιτέλους φτάσαμε. Όταν μπήκα στο θάλαμο μια λάμψη με τύφλωσε απότομα. Ζαλίστηκα από το δυνατό φως. Μετά από λίγο τα μάτια μου συνήθισαν. Το δωμάτιο ήταν λευκοντυμένο και ζεστό. Οι τοίχοι τα κρεβάτια οι κουρτίνες τα πάντα όλα. Στο βάθος η μαμά μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι κρατούσε στην αγκαλιά της τη μπέμπα και της έλεγε γλυκόλογα. Η θεία πλησίασε κοντά τους  φίλησε τη μαμά και χάιδεψε το μικρό πιθηκάκι. Εγώ όσο και να μου φώναζαν είχα μαρμαρώσει στη μέση του θαλάμου και δεν κουνιόμουν ρούπι.

Ξαφνικά από μπροστά μου πέρασε μια πανέμορφη κοπέλα ντυμένη στα άσπρα κι αυτή που κρατούσε ένα μπωλ με σοκολατάκια τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Αμέσως μου τράβηξαν την προσοχή και την περιέργεια. Το στομάχι μου άρχισε να γουργουρίζει λιχούδικα. Η νοσοκόμα μου πρόσφερε ευγενικά ένα από τα γλυκάκια και άρχισα να το ξετυλίγω βιαστικά. Όμως δεν έπαψα να την καρφώνω με το βλέμμα μου το πονηρό. Ξαφνικά ένα λίγωμα πλημύρισε το στήθος μου και ένιωσα τα μάγουλά του να καίνε. Έγινα κατακόκκινος σν παντζάρι. Εκείνη κάτι πρέπει να κατάλαβε γιατί λίγο πριν φύγει από τον θάλαμο μου τσίμπησε απαλά το μάγουλο και χαμογελώντας μου έκλεισε το μάτι. Είχε βγει έξω στο διάδρομο μα εγώ συνέχισα να την βλέπω και να την κοιτάζω.     

Άκουγα πάλι τη μαμά να με φωνάζει. Έτρεξα και ρίχτηκα με παράπονο στην αγκαλιά της. Παραλίγο να με πάρουν τα κλάματα μα συγκρατήθηκα. Ίσως να βγήκε μέσα από τα σπλάχνα μου μόνο ένας μικρός ανεπαίσθητος λυγμός. Είχα μέρες να την δω και να ακούσω τη φωνή της και φοβήθηκα ότι δεν θα την ξανάβλεπα. Γι’ αυτό και τα βράδια έβλεπα άσχημα όνειρα και δεν κοιμόμουν καλά. Μείναμε αρκετοί ώρα  αγκαλιασμένοι. Μου μιλούσε γλυκά και μου χάιδευε τα μαλλάκια μου. Κάποια στιγμή η θεία είπε ότι έπρεπε να φύγουμε. Αύριο θα ερχόμασταν ξανά. Τώρα η μαμά έπρεπε να ξεκουραστεί. Όμως εγώ δεν ήθελα να φύγω. Αν ήταν στο χέρι μου θα έμενα για πάντα μέσα σ’ αυτό το λευκό δωμάτιο. Όμως  δεν έπαιρνα εγώ τις αποφάσεις. Την φίλησα και βγήκα πάλι στον σκοτεινό διάδρομο. Τότε θυμήθηκα την όμορφη νοσοκόμα. Κοίταξα τριγύρω μα δεν την είδα πουθενά.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι οι εργάτες δούλευαν ακόμα. Το κομπρεσέρ είχε σπάσει όλο το πεζοδρόμιο και έμπαινε στον μακρόστενο διάδρομο. Είχε γεμίσει ο τόπος από λακκούβες χώματα και πέτρες και η σκόνη έφτανε μέχρι το ταβάνι. Κοβόταν η αναπνοή μου και  μια άσχημη οσμή έβγαινε απ’ τον σπασμένο υπόνομο. Πιο μέσα στο σαλόνι όλα ήταν ήρεμα όπως κάθε μέρα. Η γιαγιά καθισμένη στην αναπαυτική της πολυθρόνα ήταν ντυμένη πάντα με μαύρα ρούχα και δεν έλεγε  παραμύθια. Η αδερφή μου η μπουμπού μπουσούλαγε στο πάτωμα φορώντας ένα κίτρινο ολόσωμο φορμάκι και έπαιζε με τις κούκλες της. Εγώ καθόμουν ζαρωμένος στη γωνιά μου και κοιτούσα. Δεν μου έδιναν καμία σημασία σαν να μην υπήρχα ή σαν να ήμουν αόρατος. Στην κουζίνα η κοπέλα με τα άσπρα σοβαρή και αγέλαστη ετοίμαζε το φαγητό και η μαμά κουβέντιαζε με τη θεία μα δεν μπορούσα να ακούσω τι λένε. Απ’ έξω ο θόρυβος δυνάμωνε και η σκόνη με έπνιγε.

Όμως από τη γωνιά μου τα έβλεπε όλα. Το μεγάλο τρυπάνι είχε κομματιάσει το πωρ μαντώ και τον καθρέφτη. Έσπασε και τις έντεκα γλάστρες της μαμάς με τα όμορφα σπαθιά. Πλησίαζε επικίνδυνα και τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει. Έβαλα τις φωνές κι έδειξα με το χέρι μου προς την είσοδο. Προσπάθησα να τις προειδοποιήσω μα κανείς δεν με άκουγε. Για να γλυτώσω κρύφτηκα κάτω από την πολυθρόνα της γιαγιάς ανάμεσα στα ασπριδερά της μπούτια και τις μπεζ καλτσοδέτες που φτάνανε μέχρι το γόνατο. Φύγε από δω γιατί θα το πω στον πατέρα σου. Μου φώναξε αγριεμένη που την τσιμπούσα και την χάιδευα μα εγώ συνέχισα το βιολί μου. Δεν σταματούσα με καμία δύναμη μέχρι που το κομπρεσέρ μπήκε  στο σαλόνι και τα έκανε όλα χίλια κομμάτια. Κι εκείνη μαζί.

Το βράδυ που γύρισε ο πατέρας από τη δουλειά η κοπέλα με τα άσπρα του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Με κάθε λεπτομέρεια. Τότε εκείνος νευρίασε. Έβγαλε απ’ το παντελόνι του τη δερμάτινη ζωστήρα και με χτύπησε δυνατά στα πόδια. Δεν έτρεξα να κρυφτώ ούτε προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Ούτε έκλαψα. Μόνο συνέχισα να τον κοιτάζω κατ’ ευθείαν στα μάτια. Ήταν η τρίτη φορά που τον έδερνε. Και η τελευταία. 

 

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Η ΚΡΑΥΓΗ

Έπινε το ούζο της στο καφενείο της πλατείας καπνίζοντας. Σκέτο με λίγο νερό για να θολώνει τις υποψίες των κακεντρεχών. Εγώ καθόμουν παραδίπλα σε ένα παγκάκι και χάζευα την ερημιά της λευκής νύχτας. Ήμουν το ραντάρ της ανησυχίας. Η πανσέληνος ήταν λαμπερή και ο ουρανός καθαρός και ασυννέφιαστος. Κάθε τόσο έριχνα κάποια ματιά προς το μέρος της μήπως άλλαξε κάτι. Όχι. Τίποτα το διαφορετικό. Παρέμενε παγωμένη και αμετακίνητη όλη την ώρα. Ήταν γύρω στα εξήντα. Δίπλα της είχε μια καφέ δερμάτινη βαλίτσα παλαιού τύπου. Σαν να πήγαινε σε κάποιο μακρινό ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σε άλλη ήπειρο. Μπορεί και στον νότιο πόλο. Στις παγωμένες θάλασσες. Ή να γύριζε απ’ τον αλαλαγμό κάποιας μακρινής κουραστικής μέρας. Το βλέμμα της ήταν νωθρό και χαζεμένο. Όχι απλά και μόνο από το πιόμα. Είναι λεπτό το ζήτημα και θέλει προσοχή. Σε τέτοια θέματα δεν πρέπει να ‘μαστε επιπόλαιοι μα ούτε και άσπλαχνοι. Κοιτούσε κι αυτή με τρόπο το ολόγιομο φεγγάρι σε πλήρη στύση.

Κάποια στιγμή ένας νεαρός ξετρύπωσε από το πουθενά. Την πλησίασε τρεκλίζοντας και κάτι της είπε ψιθυριστά. Ίσως κάποια ανομολόγητη επιθυμία του να συνευρεθούν ερωτικά. Ίσως για κάποια αδήριτη ανάγκη του που δεν σήκωνε αναβολή κι έπρεπε να ικανοποιηθεί αμέσως. Αυθωρεί και παραχρήμα. Οι νυχτερινοί πόθοι της σάρκας δεν είναι παίξε γέλασε. Το κορμί τρέμει ολόκληρο και ζητάει τα δικαιώματά του. Επαναστατεί ενάντια σε κάθε μορφή κανονιστικής ηθικής που προσπαθεί να ρυθμίσει τη συμπεριφορά μας. Η νύχτα έχει τους δικούς της νόμους. Για πρεζόνι τον έκοψα που είχε ξεμείνει μέσα στη βαριά του χαρμάνα. Όμως εκείνη δεν ταράχτηκε. Διατήρησε την ψυχραιμία της. Μέσα στην νηφάλια μέθη της έβλεπε τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση. Σίγουρα έπραξε κατά συνείδηση. Έβγαλε απ’ την τσέπη της  ένα χαρτονόμισμα και του το ’δωσε χαμογελώντας. Ο νεαρός δεν μίλησε. Δεν είπε καν ένα ευχαριστώ έστω για τους τύπους. Μόνο απομακρύνθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση και χάθηκε από τα μάτια μας. Το στενό μας οπτικό πεδίο. Εμένα δεν μου έδωσε καν σημασία. Ούτε μία τόσο δα. Σαν να μην υπήρχα. Έξυπνο παιδί. Κατάλαβε πως ήμασταν ομοιοπαθείς. Ένας αργόσχολος κι εγώ δίχως σκοπό και μέλλον στη ζωή. Ένας χαμένος και μισός που ψάχνει κάποια δόση. 

Η νύχτα κυλούσε αργά και ύπουλα. Η ώρα περνούσε αργά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για βιασύνη. Αγαπούσαμε την νωχέλεια και την βραδύτητα. Ξαφνικά η γυναίκα πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο και έφυγε. Κυρία ξεχάσατε τη βαλίτσα σας. Της φώναξα μα δεν μ’ άκουσε συνεχίζοντας με γοργό βήμα το δρόμο της. Πήγα στο τραπέζι της και τη σήκωσα στο χέρι. Ήταν πολύ ελαφριά. σαν να μην είχε τίποτα μέσα. Σαν να ήταν άδεια. Τη βαλίτσα σας κυρία. Ξαναφώναξα μα ήταν άδικος κόπος. Ούτε καν γύρισε να κοιτάξει. Την πήρα από πίσω. Όμως περπάταγε γρήγορα και δεν μπορούσα να την φτάσω. Προσπαθούσα τουλάχιστον να μην τη χάσω από τα μάτια μου. Τότε ακούστηκε μέσα στην ερημιά της νύχτας ένα βροντερό γυναικείο γέλιο που με συγκλόνισε και με τάραξε συθέμελα. Δεν ξέρω πού έβρισκε το αστείο μα ερχόταν από το σιντριβάνι. Κοίταξα τριγύρω μα δεν είδα κανέναν. Μου φάνηκε μόνο ότι ένα από τα φτερωτά λιοντάρια μού χαμογέλασε πονηρά μα δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Η γυναίκα έφευγε μπροστά μου και δεν ήθελα να τη χάσω από τα μάτια μου ούτε για μια στιγμή. Την ακολουθούσα σχεδόν τρέχοντας ώσπου φτάσαμε στο μόλο. Παντού ερημιά. Προπορευόταν γύρω στα διακόσια μέτρα όταν έφτασε στην άκρη της θάλασσας. Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι που καθρεπτιζόταν στη μαύρη επιφάνεια. Έβγαλε μία κραυγή που έσκισε στα δύο την ησυχία της νύχτας κι αμέσως μετά βούτηξε μέσα. Έτρεξα στο σημείο που έπεσε και κοίταξα κάτω στο νερό. Περίμενα το σώμα της να ξαναβγεί επάνω. Να δώσει μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Να ουρλιάξει ξανά. Να φωνάξει βοήθεια. Ίσως να ήξερε καλό κολύμπι. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ήταν απλά ένα ατύχημα. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ίσως να σκάλωσε σε τίποτα σίδερα ή αλυσίδες στο βυθό. Να βρήκε καταφύγιο και απάγκιο μέσα σε κάποιο παλιό και ξεχασμένο ναυάγιο. Ποιος ξέρει. Ίσως.

Άναψα τσιγάρο. Περίμενα κάνα τέταρτο αναποφάσιστος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εξαρχής βέβαια ούτε λόγος να βουτήξω και εγώ στα νερά προσπαθώντας να την σώσω ή τουλάχιστον να βρω το χαμένο πτώμα. Έχω χρόνια να μπω στη θάλασσα κι αν δεν πνιγόμουνα μαζί της σίγουρα θα άρπαζα κάποια βαριά πούντα ή ακόμα χειρότερα μια βαρβάτη πνευμονία. Επικίνδυνα πράγματα για την ηλικία μου. Δεν θα το διακινδύνευα. Δεν θα ‘παιρνα τόσο μεγάλο ρίσκο για να μου πούνε μπράβο. Έτσι κι αλλιώς ουδέποτε υπήρξα αλτρουιστής και ή θα με άρχιζε στα μπινελίκια. Φαινόταν ζόρικη. Είχε πάρει τη συνειδητή και ορθολογική  απόφασή της και οποιαδήποτε αναβολή θα της ήταν οδυνηρή. Με κανένα τρόπο δεν θα ήθελα να βλάψω έναν συνάνθρωπό μου. Να φωνάξω πάλι την αστυνομία μπορεί να έμπλεκα με ταλαιπωρίες και ανακρίσεις. Και αν δεν έβρισκαν το πτώμα να με περνούσαν για μουρλό και να με κατηγορούσαν για παραπλάνηση των οργάνων της τάξης και διάδοση ψευδών ειδήσεων. Ή να έβαζαν με το φτωχό τους το μυαλό ότι εγώ την έσπρωξα στη θάλασσα. Κι ύστερα άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Όχι. Ανέκαθεν τους μπάτσους δεν τους εμπιστευόμουνα. Καλά και όμορφα παιδιά αλλά από μακριά κι αγαπημένα. 

Είχα ακόμα μέσα στα αυτιά μου την απελπισμένη της κραυγή κι εκείνο το απόκοσμο γέλιο στην πλατεία. Μετά άρχισαν να βουίζουν χιλιάδες ζωηρά τζιτζίκια. Θέλησα κι εγώ να φωνάξω για να εκτονωθώ μα το μετάνιωσα. Ακόμα ήταν πολύ νωρίς και δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Ίσως κάποια στιγμή αργότερα. Ίσως μετά από χρόνια εδώ στον μόλο στο ίδιο σημείο κάτω από μια άλλη ολόφωτη πανσέληνο. Πέταξα τη γόπα στη θάλασσα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Βαστούσα σφιχτά τη βαλίτσα στο χέρι και με έτρωγε η περιέργεια να δω τι έχει μέσα. Θα την άνοιγα στο σπίτι. Και κατόπιν θα σκούπιζα απαλά το δάκρυ των πραγμάτων της.   


Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 11

Η μεγαλύτερη απάτη είναι το κυνήγι της ευτυχίας.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά μόνο

μικρές και μεγάλες δυστυχίες.

                                                     Λουί-Φερντινάν Σελίν

Μέσα σε μια μέρα μπορεί να χωρέσει ολόκληρη η ζωή. Ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την τελευταία σου. Αν και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα. Γιατί όλα πάντα ρέουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συνήθως κόντρα στον άνεμο. Ακόμα και το περπάτημα στο δρόμο γίνεται με δυσκολία. Η τύχη σε παρασέρνει εκεί που θέλει αυτή. Παραπατάς συνέχεια κι όμως δεν πέφτεις αλλά συνεχίζεις την πορεία σου. Έστω και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Μόνο για την χαρά του ταξιδιού.

Μέσα σε μια μέρα λοιπόν γίνανε όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά. Για την ακρίβεια μέσα σε δεκαεπτά ώρες δέχτηκα ισάριθμα αναπάντεχα και αδυσώπητα χτυπήματα από τη συφοριασμένη μου μοίρα. Κι όμως άντεξα και βγήκα από το ρινγκ νικητής. Ματωμένος και καταχτυπημένος μα με το κεφάλι ψηλά. Κοίταξα και πάλι περήφανα τον ήλιο γιατί θα ξεκινούσε άλλη μια καινούργια όμορφη μέρα. Μέσα στην αιώνια επανάληψή της η ζωή άρχιζε και πάλι από την αρχή. Γιατί όλοι μας έχουμε δικαίωμα σε μια ακόμα ευκαιρία.                                                            

*Το βιβλίο με τίτλο «Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ» είναι το τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας της μοναξιάς που αποτελείται από δεκαεπτά διηγήματα (σπονδυλωτό μυθιστόρημα) και αφιερώνεται για άλλη μια φορά στους μοναχικούς σημαδιακούς και αταίριαστους. Θα κυκλοφορήσει με τον συνήθη τρόπο τον Ιανουάριο 2026 πάντα μόνο για φίλους.




Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η ΕΞΩΣΗ

Η ώρα είναι έξι κι έχει ξημερώσει για τα καλά. Σε λίγο ο ήλιος θα βγάλει κέρατα. Το απορριμματοφόρο του δήμου περνάει φουριόζικο από μπροστά μου και παραλίγο να με πατήσει. Μπορεί και να με πέρασε για ένα πεταμένο σκουπιδάκι στην άκρη του δρόμου. Όμως εγώ είμαι ένα συγκαμένο πτώμα που δεν αντέχει ούτε να τους βρίσει. Προχωράω παραπατώντας και ασυναίσθητα βρίσκομαι ξανά πίσω στη γειτονιά μου. Ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος για να θαυμάσει το θεάρεστο έργο του. Περνάω έξω από την πολυκατοικία μου. Ο δρόμος έχει αποκλειστεί από την αστυνομία. Δεν γνωρίζω το λόγο ούτε και με νοιάζει. Πολλά συμβαίνουν τελευταία. Ίσως για καμιά αυτοκτονία. Βαδίζω και παραμιλώ. Περπατάω στα κουτουρού αντί να βρίσκομαι μέσα στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου και να κοιμάμαι του καλού καιρού ψόφιος απ’ την κούραση. Χρειάζομαι τουλάχιστον μια μέρα ύπνου για να συνέλθω απ’ την χτεσινή ταλαιπωρία.

Στην είσοδο υπάρχει κόσμος μαζεμένος που μιλάει σιγανά σχεδόν ψιθυριστά. Αρχίζω και ανησυχώ. Κάτι σοβαρό έχει γίνει. Δεν έχουν μαζευτεί από τα άγρια χαράματα για πλάκα ή για να χαζέψουν την έξωσή μου απ’ το διαμέρισμα. Ποιος νοιάζεται και ποιος λυπάται σήμερα για τον διπλανό του. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα ποτέ και πολλά πάρε δώσε με τους γειτόνους μου. Μισή καλημέρα κι αυτή με σφιγμένα δόντια. Καλοί και άγιοι άνθρωποι όμως μακριά κι αγαπημένοι. Δεν έχουν έρθει ακόμη ο δικηγόρος εκπρόσωπός της σπιτονοικοκυράς και ο δικαστικός επιμελητής. Θα τους περιμένω να γελάσω λίγο με την πάρτη τους και να μου φτιάξουν το κέφι. Να ξεχάσω την ταλαιπωρία μου. Εκείνη δεν νομίζω να σκάσει μύτη από δω γιατί θα την αρχίσω με τις ντομάτες. Αν και περάσαμε ωραία χτες το βράδυ. Όμως την έχω μεγάλο άχτι να με ξεσπιτώσει τώρα και στα τελευταία μετά από τόσα όμορφα κι ωραία που περάσαμε μαζί. Ξέρω ότι δεν φταίει αυτή μα έπρεπε να πατήσει πόδι στις εντολές του αντρούλη της του λουκουμά. Στην τελική ακόμη και να τον χωρίσει έπρεπε και να πάρει εμένα για σύζυγο και να με έχει πασά. Μη βρέξει και μη στάξει γιατί το αξίζω και με το παραπάνω. Όχι παίζουμε. Δεν είμαι και κάνας τυχαίος. Μου χρωστάει πολλά η κυρία και δεν ξέρω πότε θα μου τα ξεπληρώσει. Ίσως σε κάποια επόμενη και καλύτερη ζωή.

Μπαίνοντας μέσα συναντάω δίπλα στο ασανσέρ τον διαχειριστή μας. Μόλις έχει κατέβει. Είναι ακόμα με τη ρόμπα και τις παντόφλες. Με κοιτάζει τρομαγμένος και κουνάει με νόημα το κεφάλι. Του λέω καλημέρα και τον ρωτάω τι έγινε. Θέλω να μάθω τα γεγονότα και να ενημερωθώ. Μου εξηγεί τα καθέκαστα με το νι και με το σίγμα. Ο γορίλας της διπλανής πόρτας στον πρώτο όροφο τελικά την καθάρισε την κοπέλα. Κατά τις τρεισήμισι έγινε το φονικό. Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν σ’ όλη την πολυκατοικία και μας τάραξαν. Χάσαμε τον ύπνο μας εξαιτίας του. Τσακώθηκαν πάλι κι ακούγαμε τις φωνές τους. Κάποια στιγμή εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε ουρλιάζοντας στον διάδρομο. Ήταν ολόγυμνη όπως την γέννησε η μάνα της. Αυτός την ακολούθησε. Σήκωσε το πιστόλι και την πυροβόλησε. Αμέσως καλέσαμε την αστυνομία. Εκείνος εξαφανίστηκε και τον ψάχνουνε. Θα δείξουν και την φάτσα του στην τηλεόραση. Κάποιος μπορεί να τον αναγνωρίσει και να τον καταδώσει στις  αρχές. Είναι πολύ επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια. Το έγκλημά του ήταν ειδεχθές και αποτρόπαιο. Πρέπει να τον βρουν το συντομότερο δυνατόν πριν την πληρώσει και κάνας άλλος αθώος. Τέλος μου είπε ότι προς το παρόν δεν μπορώ να πάω στο διαμέρισμά μου. Ούτε άφησαν την καθαρίστρια να καθαρίσει τα αίματα. Έχουν αποκλείσει ολόκληρο τον πρώτο όροφο για να πάρουν οι αξιωματικοί της σήμανσης αποτυπώματα και γενετικό υλικό. Αργότερα θα μας καλέσουν στο τμήμα και για κατάθεση. Πριν από λίγο έφυγε το ασθενοφόρο με το πτώμα της άτυχης κοπέλας για το νεκροτομείο κλεισμένο μέσα σε μία μαύρη σακούλα.

Επομένως η έξωσή μου θα αναβαλλόταν για άλλη μέρα. Το μόνο καλό της υπόθεσης. Ευχαρίστησα τον διαχειριστή για τις πληροφορίες και βγήκα έξω. Ευτυχώς το καφενείο της παρακάτω γωνίας είχε ανοίξει. Μπήκα μέσα και το νεαρό γκαρσόνι με καλημέρισε. Του ‘πα να μου φτιάξει έναν σκέτο ελληνικό και κάθισα δίπλα στην τζαμαρία για να αγναντέψω την κίνηση της πόλης που μόλις είχε ξυπνήσει. Πάντως θα κοιτάξω να χαθούν τα ίχνη μου για λίγο καιρό. Σε λίγο θα πλακώσουν και τα κανάλια με τους δημοσιογράφους. Αυτά τα κοράκια και τα τρωκτικά σίγουρα θα το ‘χουν μάθει. Και πολύ έχουν αργήσει. Δεν θέλω να δω την μούρη μου στην τηλεόραση να δίνει συνέντευξη. Ούτε έχω καμία διάθεση να τρέχω στους κωλόμπατσους για ανακρίσεις και καταθέσεις. Δεν το ‘χουν σε τίποτα αυτοί να με βαπτίσουν ακόμα και συνένοχο του φονιά. Πολλά γίνονται στις μέρες μας. Μια πόρτα μας χώριζε με το θύμα και τον θύτη. Δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη και δεν πρόκειται να τους βοηθήσω. Ας βρουν μόνη τους την άκρη. Ούτε βέβαια θα τους πω ότι τον είδα στο παραλιακό πάρκο να ανεβαίνει πάνω σε μια βάρκα και να χάνεται προς άγνωστη κατεύθυνση. Ότι μου είπε ο ίδιος για το φονικό. Άσε μη μπλέξω και βρω τον μπελά μου τώρα και στα τελευταία. Ή ότι κάναμε κι ένα τσιγάρο μαζί κι είπαμε και δυο νυχτερινές κουβέντες. Αυτοί είναι τσακάλια και λαγωνικά. Θα βρουν μόνοι τους την άκρη. Εγώ δεν είμαι με κανέναν και δεν μου πέφτει λόγος στις ξένες υποθέσεις. Ένας εντιμότατος πολίτης με πρότερο έντιμο βίο και λευκότατο ποινικό μητρώο. Αυτό είμαι. Όχι παίζουμε με τους καργιόληδες και τους ξεκωλιάρηδες γαμώ το μουνί της μάνας τους.

Σε λίγο ήρθε και ο καφές μου. Το παιδί μου χαμογέλασε και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. Ήταν ωραίο με αθώο βλέμμα και μου έφτιαξε κάπως την διάθεση. Φεύγοντας σίγουρα θα του αφήσω πουρμπουάρ. Τον ρώτησα τι έγινε κι έχουν αποκλείσει οι μπάτσοι τον δρόμο έτσι για να του πιάσω λίγο την κουβέντα και να ακούσω την όμορφη φωνούλα του. Μου ‘πε ότι δεν ξέρει. Εκείνος πριν από λίγο ήρθε και άνοιξε το μαγαζί. Δεν έχει ένα τέταρτο. Σε λίγο θα έρθει και ο πατέρας του. Είμαι ο πρώτος τους πελάτης. Εγώ τους έκανα σήμερα ποδαρικό και σεφτέ. Μα άκουσε από κάτι περαστικούς ότι σκότωσαν μια κοπέλα. Έγινε άλλη μία γυναικοκτονία. Όμως δεν γνώριζε λεπτομέρειες. Τον ευχαρίστησα και ρούφηξα μία απ’ το φλιτζάνι. Εκείνη τη στιγμή είδα να περνά βιαστική απ’ έξω η σπιτονοικοκυρά μου με δυο παρατρεχάμενους. Σκέφτηκα να την καλέσω και να την κεράσω καφέ μα δίστασα. Ποιος ξέρει τι θα έλεγε ο κόσμος. Πού θα πήγαινε ο νους τους. Έτσι κι αλλιώς σήμερα θα ήταν μια όμορφη ολοκαίνουργια μέρα και τα πιο πολλά ήταν πιθανά να συμβούν. Δηλαδή όλα κομπλέ.

 

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Ο ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ


Η ώρα είναι πέντε στα άγρια χαράματα λίγο προτού να φέξει. Πότε πήγε κιόλας ούτε που το κατάλαβα. Πότε πέρασε η νύχτα η μοβόρα ούτε που το πήρα είδηση. Ο χρόνος τρέχει και δεν τον προλαβαίνεις. Ειδικά για τους μεσόκοπους σαν κι εμένα που βραδυπορούν χαζεύοντας τριγύρω βυθισμένοι συνήθως σε δυσάρεστες σκέψεις. Πάντως όχι από πρόθεση. Μα συμβαίνουν διάφορα. Δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Να τώρα περνάω δίπλα από ένα ψόφιο σκύλο. Βρίσκεται στην άκρη του δρόμου φουσκωμένος τουμπανιαμένος και άκαμπτος. Πρέπει να είναι αρκετές μέρες στο σημείο αυτό και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του. Όπως και όταν ζούσε και κοπρίτευε εδώ κι εκεί. Τουλάχιστον τότε είχε την ελευθερία του. Τώρα απόκτησε την ησυχία του. Μάλλον τον χτύπησε κάποιος απρόσεκτος καμικάζι της ασφάλτου. Όμως δεν έχει αίματα πάνω του. Μπορεί και να ήταν άρρωστος ή να πέθανε από γεράματα. Ποιος ξέρει. Τον βάζω μέσα σε ένα χάρτινο κουτί και τον αφήνω δίπλα στον κάδο απορριμμάτων για να τον πάνε στην τελευταία του κατοικία.

Από μακριά ακούγονται σειρήνες και αχνοφαίνονται να αναβοσβήνουν κόκκινα και μπλε φώτα. Φάροι και φανάρια της επείγουσας ανάγκης και της άμεσης βοήθειας. Μετά από λίγο περνούν από μπροστά μου φουριόζικα σαν δαιμονισμένα πυροσβεστικό ασθενοφόρο και περιπολικό. Συναγωνίζονται ποιο θα φτάσει πρώτο στον τόπο του εγκλήματος. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί. Μόνο υποθέσεις κάνω με βάση την εμπειρία μου και την αχαλίνωτη φαντασία μου. Αλλιώς τι συγγραφέας του κώλου θα ‘μουνα. Μάλλον κάνα τροχαίο έχει γίνει μα οι υποψίες μου λαθεύουν. Έπεσα πολύ έξω στις προβλέψεις μου κι είναι απαράδεκτο. Δεν το συγχωρώ στον εαυτό μου. Έτσι κι αλλιώς δεν είδα να πηγαίνουν προς τα κει οδικές βοήθειες να μαζέψουν τις σακαράκες. Πράγματι στο σημείο δεν υπάρχουν σμπαραλιασμένες λαμαρίνες και παλιοσίδερα. Απλά βρίσκομαι μπροστά από ένα καμένο παγκάκι. Από τον άνθρωπο δεν έχει μείνει τίποτα. Μόνο στάχτη και καψαλισμένα κόκκαλα. Έγινε ολόκληρος παρανάλωμα του πυρός. Ο περιπτεράς της πλατείας ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Εκείνη τη στιγμή μόλις σήκωνε τα ρολά και άνοιγε το μαγαζάκι του. Η κατάθεσή του θα είναι πολύτιμη στις αρχές για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Να βρεθεί η αλήθεια. Βέβαια τριγύρω υπάρχουν και κάμερες παρακολούθησης. Αυτοπυρπολήθηκε λένε. Έβαλε πυροφάνι στον εαυτό του. Λούστηκε πατόκορφα με βενζίνη και άναψε τον αναπτήρα. Μαζί κάηκαν και τα λιγοστά του υπάρχοντα. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά του κατάστρεψαν την ησυχία της νύχτας. Ακούστηκαν και κάτι σαν κλάματα και τσιρίδες μικρού παιδιού μα αυτό δεν είναι απολύτως βέβαιο. Ο περιπτεράς μπορεί και να γελάστηκε. Να παράκουσε. Να ήταν αποκύημα της φαντασίας του.

Τον ήξερα τον τύπο. Ήταν αλκοολικός και άστεγος γύρω στα εξήντα μα φαινόταν αρκετά μεγαλύτερος. Σπασμένος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Δεν ζητιάνευε από αξιοπρέπεια μα ούτε ήταν ακατάδεκτος και ψωροπερήφανος. Βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη. Όποτε πέρναγα από το παγκάκι του άφηνα τίποτα ψηλά ή κάνα τσιγάρο για να βολευτεί. Όπως και άλλοι από την γειτονιά. Φαινόταν ότι ντρεπόταν μα πάντα μου ‘λεγε ένα ευχαριστώ και το εννοούσε. Δεν ήξερα το όνομά του. Εμπρηστή τον φώναζαν κάποιοι ηλίθιοι και σκληρόκαρδοι και τον περιγελούσαν. Σπάγανε πλάκα μαζί του μα εκείνος παρέμενε ατάραχος και δεν  έδινε σημασία. Δεν ήταν πυρομανής παρά ένας φιλήσυχος άνθρωπος που δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Τελευταία είχε χάσει τα λογικά του και γύρναγε συνέχεια με ένα μπιτόνι στο χέρι. Πέταγε πολλά τρελά και περίεργα στο κουφό και το ξεκάρφωτο. Κατάντησα ξεφτίλας σαββατόμαγκας. Ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Βαράτε με κι ας κλαίω. Θέλω να πιω βενζίνη και πετρέλαιο. Και πολλά άλλα. Δεν έβγαζες νόημα από τα λεγόμενά του. Από κάπου θα τα είχε ακούσει. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν πήγαινε πουθενά για διασκέδαση. Δεν έβγαινε στα μαγαζιά και δεν έκανε κραιπάλες. Δεν είχε καν φίλους. Ζούσε ολομόναχος στο παγκάκι της πλατείας απέναντι από το περίπτερο. Εκεί έτρωγε και κοιμόταν και έπινε το κρασί του και για παρέα είχε μόνο τα περιστέρια. Ούτε καν έναν ψωριάρη σκύλο.

Πριν από πολλά χρόνια τον είχε στιγματίσει ένα τραγικό περιστατικό. Όταν ήταν τριών χρονών είχε βάλει φωτιά. Τα παιδάκια ήταν μόνα στο σπίτι. Ο πατέρας στη δουλειά. Η μάνα τους είχε πεταχτεί για λίγο σε μια γειτόνισσα κάτι να ζητήσει ή να ρωτήσει. Δεν άργησε να γίνει το κακό. Ο μικρός έπαιζε με τα σπίρτα. Άγνωστο από πού ξετρύπωσε το κουτάκι μα κατάφερε να ανάψει το τελευταίο. Τα άλλα του είχανε σπάσει. Ήταν αρκετό. Οι κουβέρτες και τα μαξιλάρια πήραν αμέσως φωτιά. Τα έπιπλα φούντωσαν. Το δωμάτιο λαμπάδιασε. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Αυτός έτρεξε και βγήκε έξω στο δρόμο. Κατάφερε να γλυτώσει. Ο αδερφός του εγκλωβίστηκε μέσα στην κούνια τους. Μπορεί εκείνη την ώρα και να κοιμόταν. Άρπαξαν φωτιά οι πάνες και τα ζιμπουνάκια του και κάηκε ζωντανός. Ήταν λίγο μικρότερος ή δίδυμός του. Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Πάντως μέχρι το τέλος της ζωής του ο εμπρηστής θυμόταν το συμβάν πολύ καθαρά. Και κάθε βράδυ πεταγόταν όρθιος από τις παιδικές τσιρίδες και τα κλάματα που άκουγε στον ύπνο του. Τόσα χρόνια κουβάλαγε μόνος του τον σταυρό του μαρτυρίου του. Δεν τον βοήθησε ούτε του συμπαραστάθηκε κανείς. Η μόνη του παρηγοριά ήταν το χύμα φτηνόκρασο που έπινε όλη τη μέρα μέσα από την πλαστική μπουκάλα για να ζαλίσει το μυαλό του και να ξεχάσει.

Όταν έφυγαν τα οχήματα της άμεσης επέμβασης με τους αρμόδιους και τους διάφορους κρατικούς λειτουργούς και λοιπούς παρατρεχάμενους πήγα κι έπιασα τον περιπτερά. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες. Ήταν ακόμη ταραγμένος. Δεν είχε συνέλθει από το σοκ του θεάματος που μόλις είχε αντικρίσει. Η παρουσία μου τον ξάφνιασε. Μαγκώθηκε και με κοίταξε καχύποπτα. Ρωτούσα πολλά και μάλλον με πέρασε για ασφαλίτη. Ίσως έφταιγε και το ύφος μου και το παρουσιαστικό μου. Είχε την απορία μα δεν την διέψευσα. Άφησα την υποψία του να αιωρείται φλου στην ατμόσφαιρα και να θολώνει τα λιμνάζοντα νερά. Ευτυχώς που δεν μου ζήτησε ταυτότητα. Τα είχε τελείως χαμένα ο τύπος. Κάποιες φορές βολεύει να σε θεωρούν εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης. Τότε όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί σου. Σε φοβούνται λιγάκι όσο νομιμόφρονες κι αν είναι. Όλοι λίγο πολύ έχουν κάνει τις λαδιές τους. Όλοι έχουν χεσμένη τη φωλιά τους. Έκατσα αρκετή ώρα μαζί του και τα είπαμε. Ο περιπτεράς γνώριζε πολλά για τον εμπρηστή και τα ξεφούρνισε όλα με το νι και με το σίγμα. Ο έρμος ήταν ένας καταταλαιπωρημένος άνθρωπος. Και πολύ άντεξε. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

ΟΣΤΙΑ (ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΩΝ ΝΤΕΛΙΚΑΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ)

Τέσσερις παρά λίγο μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Η ώρα των μεγάλων εγκλημάτων που η ψυχή φλέγεται και βράζει. Τότε που τίποτα δεν είναι προμελετημένο. Κάθε σχεδιασμός ναυαγεί μέσα στη θολούρα της στιγμής. Το ξέσπασμα δεν αργεί να γίνει. Σε πνίγει το τσουνάμι. Μέχρι τις έξι που λήγει το γερμανικό νούμερο του φαντάρου το καπάκι της χύτρας στραβώνει παραμορφώνεται τινάζεται με δύναμη διακόσια μέτρα μακριά σε παίρνει παραμάζωμα και σε κάνει χίλια κομμάτια και θρύψαλα. Μετά μπορείς ελεύθερα να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Έχεις όλο το δικαίωμα. Στο επιτρέπουν και οι θεοί και οι δαίμονες. Όμως δεν ανησυχώ. Όλα αυτά δεν είναι παρά μαύρες παράωρες σκέψεις και η κακή διάθεση ενός εξουθενωμένου ανθρώπου. Τις διατάζω να πάνε στο διάολο και να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου. Δεν θέλω να σκέφτομαι και να αισθάνομαι τίποτα. Επιθυμώ διακαώς να αδειάσει το κεφάλι μου από όλα τα σκατά της παλιοζωής.

Περπατώ ολομόναχος απ’ τον μώλο και το παλιό λιμάνι προς την ιχθυόσκαλα. Δύο τύποι ψαρεύουν ερασιτεχνικά για το κέφι και τη λόξα τους με καλάμια και πετονιές. Ωραία πράγματα και όμορφα γούστα. Αυτά είναι ψυχωφελή χόμπι. Όχι παίζουμε. Ο ένας είναι χαρούμενος. Έχει πιάσει ένα μικρό ψαράκι που σπαρταράει αβοήθητο και πνίγεται πάνω στο αγκίστρι του. Δεν μπορεί να ξεφύγει το έρμο όσο κι αν προσπαθεί. Είναι καταδικασμένο σε βίαιο θάνατο χωρίς να φταίει σε τίποτα. Τουλάχιστον το δόλωμα ήταν νόστιμο και θα πάει χορτάτο. Βασανίζεται μέχρι να αδειάσει το οξυγόνο από τα βράγχια του κι ώσπου να βγει η ψυχή του. Ο άλλος βρίζει την γκαντεμιά του και τον αποκαλεί κωλόφαρδο. Ωραίος φίλος να σου πετύχει. Είμαι σίγουρος ότι κατά βάθος ζηλεύονται. Περνάω σύρριζα από δίπλα τους μα δεν μου δίνουν σημασία. Είναι αφοσιωμένοι στο στόχο τους και με αγνοούν παντελώς.

Μου ‘ρχεται να τους σπρώξω με δύναμη και να τους ρίξω μέσα στη μαύρη θάλασσα. Εύχομαι να μη γνωρίζουν κολύμπι και να τους φάνε οι καρχαρίες και τα σκυλόψαρα του γλυκού νερού. Εκτοξεύω εναντίον τους κατάρες και αναθέματα να μην πιάσουν τίποτα άλλο και να γυρίσουν στα σπιτάκια τους και τις γυναικούλες τους με άδεια πανέρια. Να τους τα κλέψουν οι γάτες. Να φάνε οι ίδιοι τα δολώματα των σκουληκιών και να αφήσουν τα ψάρια στα θαλασσοπούλια. Κυνηγοί και ψαράδες θέλω να καούνε στην πυρά. Αυτό τους πρέπει και έτσι τους αξίζει. Μα δεν βαριέσαι. Τους προσπερνάω κάνοντας τον αδιάφορο και προσπαθώ να τους διώξω απ’ το μυαλό μου σαν ένα κακό όνειρο. Δεν θέλω να μου χαλάσουν ακόμη περισσότερο τη διάθεση βραδιάτικα. Ξέρω ότι σε λίγο θα τους έχω ξεχάσει εντελώς. Και πολύ σημασία τους έδωσα.

Παρά την κούραση το περπάτημα με χαλαρώνει και με αναζωογονεί. Φτάνω στο νότιο πάρκο χαλαρός και ανάλαφρος χωρίς πολλές σκέψεις και σκοτούρες. Είναι άδειο κι αυτό. Μόνο ένα τζιπ με οπλισμένους λιμενόμπατσους περνάει φουριόζικο από μπροστά μου. Μάλλον είναι σε περιπολία κυνηγώντας λαθρομετανάστες ή σε κάποια άλλη ειδική και απόρρητη αποστολή. Τα πρόσωπά τους είναι αγριεμένα και δεν χωρατεύουν. Εκτελούν με ζήλο και αυταπάρνηση το καθήκον τους. Για κάθε ενδεχόμενο κουβαλάω πάντα την ταυτότητα μαζί μου μα δεν με ενοχλούν. Δεν ασχολούνται μαζί μου και σε λίγο εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο. Ούτε σ’ αυτούς δίνω περισσότερη σημασία. Τους αγνοώ επιδεικτικά. Είναι άλλος ένας εφιάλτης που πάει πέρασε. Κάθομαι στο παγκάκι πλάι στο κύμα και αγναντεύω τα απέναντι βουνά. Η βεράσοβα και η παλιοβούνα ίσα που διακρίνονται αχνά τα περιγράμματά τους.

 Στα αριστερά μου φαίνεται ολοφώτιστο το νέο λιμάνι με τις  νταλίκες και τα κοντέινερ παραταγμένα στη σειρά ζυγημένα στοιχημένα. Περιμένουν φορτωμένα να έρθει το επόμενο βαπόρι για να μπουν μέσα και να φύγουν μακριά. Κρύβουν κι αυτές τα μυστικά τους. Θα άναβα τσιγάρο μα το ‘χω κόψει. Δεν έχω πάνω μου ούτε για δείγμα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Πέταξα ακόμα και τον αναπτήρα. Ψάχνομαι από συνήθεια χωρίς αποτέλεσμα. Για να παρηγορηθώ θα καπνίσω ότι βρω. Μαζεύω από κάτω ένα κλαράκι και το βάζω στο στόμα μου. Το κάνω μπάφο πολυτελείας και φουμάρω με στυλ νιώθοντας την νικοτίνη να σαπίζει τα πνευμόνια μου. Απολαμβάνω την καταστροφή μου και τον πρόωρο αφανισμό μου. Τουλάχιστον να βρισκόταν ένας άνθρωπος να πούμε δυο κουβέντες να περάσει η ώρα. Έστω και ρισκάροντας. Για αποσυμπίεση και ξαλάφρωμα. Μέχρι να βγει ο ήλιος και να πάω κάπου να ψοφήσω. Διαφορετικά θα πρέπει να βρω κάποια άλλη λύση.

Παντού ερημιά και βουβαμάρα. Παλιότερα εδώ γινόταν ο χαμός από νέους και γέρους. Από άντρες κάθε ηλικίας. Της πουτάνας το κάγκελο. Πήγαιναν οι αλλαξοκωλιές σύννεφο. Όμως ήταν κι επικίνδυνα. Είχαν γίνει και μερικές άσχημες φάσεις. Κλοπές και ξυλοδαρμοί. Μέχρι και μαχαιρώματα. Ευτυχώς να λες που δεν θρηνήσαμε θύματα μα με τα χρόνια ο κόσμος αραίωσε και το πάρκο τις βραδινές ώρες άδειασε. Τρόμαξαν. Η υπόθεση είχε καταντήσει πολύ ντεκαβλέ. Γίνονταν έλεγχοι και από αγριεμένους λιμενικούς. Και εξακριβώσεις στοιχείων τάχα μου από την αστυνομία. Σιγά μην μας φτιάχνανε και φάκελο. Δημοκρατία έχουμε και θα γαμιόμαστε όπως γουστάρουμε τους είχα πει μια φορά και τσαντίστηκαν σαν να τους έβρισα την μάνα. Παραλίγο να με μπαγλαρώσουν οι παλιόπουστες επειδή τάχα μου αυθαδίασα απέναντι στα όργανα της τάξης μη χέσω στις μάπες τους. Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι δήθεν νοιάζονται για τη ζωή και τη σωματική μας ακεραιότητα οι κωλοτρυπίδες και οι παλιοχαμούρες. Όμως καρφί δεν τους καίγεται. Απλά για να μας την σπάσουν το κάνανε. Να ξενερώσουμε και να χάσουμε τη νύχτα μας με την πάρτη τους. Χα χα. Επειδή αυτοί είναι αγάμητοι και ευνούχοι και μας ζηλεύουν.

Έρχονταν και μερικοί οικογενειάρχες με τις γυναικούλες και τα παιδάκια τους. Κάτι κακομοίρηδες που τους μυριζόσουν από μακριά. Αγέλαστοι και καχύποπτοι. Χεσμένοι πατόκορφα απ’ το φόβο τους. Ήθελαν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Είχαν διπλή ζωή. Δηλαδή μισή. Συστηματικοί απατεώνες και στην κάβλα τους ακόμη. Δυο καρπούζια κάτω απ’ την ίδια μασκάλη που κάποια στιγμή τούς έπεφταν και γινόντουσαν θρύψαλα και χίλια κομμάτια. Έτρεχαν τα ζουμιά και πότιζαν το χώμα. Ξεφτιλιζόντουσαν πλήρως. Με τύψεις και ενοχές ζητιάνευαν την αντρική ηδονή. Να μεταλάβουν την όστια στο πάρκο των ντελικάτων εραστών. Άζυμο αγιασμένο άρτο και σώμα κυρίου από το στόμα. Αίμα και σπέρμα. Κάποιες φορές ζητούσαν και να τους κατουρήσουν. Γλύφανε καλά μα σε όλα τα άλλα είχαν αναστολές και ταμπού. Ήταν παρθενοπιπίτσες ολκής και χαμηλοβλεπούσες του κερατά. Το παίζαν μάγκες και φοβερά αρσενικά που δεν τον έχουνε φάει ποτέ από πίσω. Ούτε καν για δοκιμή. Τους πιστέψαμε τώρα. Πες και μια φορά ότι γαμήθηκες ρε πούστη. Δεν είναι ντροπή. Πάντως δεν τους κάναμε το χατίρι. Δεν φοβόμασταν κιόλας μην τους χάσουμε κι από πελάτες. Σεβόμασταν ανεπιφύλακτα τις τρύπες των παντρεμένων και δεν τις παραβιάζαμε ποτέ. Ακόμα κι όταν έλειπε ο θυρωρός μέσα στην παραφορά των στιγμών. Γι’ αυτό και τους αγνοούσαμε παντελώς και επιδεικτικά. Σχεδόν. Τους χρησιμοποιούσαμε μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ως μια λύση απελπισίας λίγο πριν να φέξει. Τότε που αντί να παίξουμε μονάχοι την χούφτα μας τους σοφατίζαμε τη μάπα. Κάποιοι τα κατάπιναν κιόλας. Εκτός κι αν πλήρωναν κάνα τσόλι και κάνα τεκνό που ήταν διαθέσιμο. Τότε έβλεπαν και το φως το αληθινό.  

Τέτοια ώρα δεν ζητούσα πολλά ο κακομοίρης. Δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις από την θεία πρόνοια. Μία πίπα μόνο της παρηγοριάς  ο έρμος από οποιονδήποτε κερατά βρισκόταν μπροστά μου. Όμως υπάρχει ανώτερη δύναμη και η επιθυμία μου εισακούστηκε. Ξαφνικά μια βραχνή φωνή πίσω μου ζητούσε φωτιά τσιγάρο και την ώρα. Τα άκουσα όλα κάπως μπερδεμένα και δεν τα θυμάμαι ακριβώς. Πάντως κάτι από όλα αυτά με διαφορετική ίσως σειρά. Όμως σίγουρα κι αυτός ζητούσε κάποια παρέα και μια συντροφιά. Κι ας μην το ‘λεγε ανοιχτά ντόμπρα και σταράτα. Άλλα εννοούσε. Γύρισα το κεφάλι μου να δω κι έμεινα άναυδος μ’ ανοιχτό το στόμα. Στεκόταν από πάνω μου σαν τον χάρο. Τον ήξερα τον τύπο και μάλιστα πολύ καλά. Το ίδιο κι αυτός. Γνωριζόμασταν αλλά όχι από το πάρκο. Ήμασταν γείτονες. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία και στον ίδιο όροφο. Δηλαδή μέχρι αύριο που θα μου κάνουν έξωση και θα μαζέψω τα μπογαλάκια μου και θα φύγω. Ήταν ο γορίλας της διπλανής πόρτας. Τον κοίταξα τρομαγμένος. Ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να συναντήσω εδώ μέσα στην μαύρη ερημιά. Μέσα στην σύγχυση της στιγμής ξέχασα τι μου είχε ζητήσει μα του είπα να καθίσει πλάι μου στο παγκάκι. Φαινόταν κι αυτός αναστατωμένος και ταλαιπωρημένος. Μπατάριζε επικίνδυνα και το μάτι του ήτανε θολό. Έπρεπε να προσέχω. Να έχω τον νου μου. Προπαντός όχι απότομες κινήσεις. Ο τύπος δεν έπαιζε ούτε αστειευόταν. Ήταν παλιόμουτρο περιωπής που συνέχεια δημιουργούσε προβλήματα. Καμιά φορά έσπερνε γύρω του και την καταστροφή. Ανάλογα με τα φεγγάρια του πάντα.

Θυμάμαι ένα περιστατικό τις πρώτες μέρες που είχε έρθει στην πολυκατοικία και ακόμα δεν γνωριζόμασταν καλά. Τσακωνόταν συχνά με την κοπέλα του. Μάλλον ήταν ο νταβατζής σωματέμπορος και προαγωγός της και μαζί της έκανε χρυσές δουλειές. Κάπου όμως δεν τα βρίσκανε. Ουρλιαχτά βρισιές και σπασίματα ακούγονταν μέχρι το άλλο τετράγωνο. Όλοι οι ένοικοι είχαμε βρει το μπελά μας με το ζευγάρι. Συνήθως τις νύχτες τους έπιανε ο νταλκάς και μας άφηναν άυπνους. Δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Να ησυχάσουμε λιγάκι κι εμείς σαν άνθρωποι. Ο διαχειριστής μας σκεφτόταν να καλέσει την αστυνομία μα δεν τολμούσε ακόμα. Όλοι φοβόμασταν τον γορίλα. Ένα βράδυ δεν άντεξα άλλο και του χτύπησα την πόρτα. Ήταν τρεις παρά και με είχαν πάλι ξυπνήσει οι φωνές του και τα κλάματά της. Ήταν μεγάλη μαλακία μου και παραλίγο να την πληρώσω ακριβά. Στην αρχή δεν άνοιγε. Επέμεινα χτυπώντας με δύναμη το κουδούνι του. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μια κατακόκκινη αγριεμένη φάτσα με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα. Φαινόταν μόνο το ασπράδι τους. Μου φάνηκε πιωμένος και μαστουρωμένος σε άσχημη φάση. Προτού προλάβω να του μιλήσω και να παραπονεθώ με έπιασε απ’ τον λαιμό και με κόλλησε στον τοίχο. Μάλλον είχε καταλάβει τι ήθελα νυχτιάτικα.

Όταν ένιωσα το παγωμένο μέταλλο να μου πιέσει το μάγουλο τα ‘παιξα τελείως. Είχε βγάλει πιστόλι έτσι για πλάκα. Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές. Για ασήμαντη αφορμή που λένε και στις ειδήσεις. Με έπιασε σύγκρυο. Μέχρι εδώ ήταν η ζωούλα σου σκέφτηκα. Ούτε τον σταυρό μου δεν θα προλάβαινα να κάνω για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου. Ευτυχώς κράτησα την ψυχραιμία μου και τον κοίταξα κατάματα. Για λίγες στιγμές μετρηθήκαμε σαν άντρες. Όλα κρέμονταν από μία κλωστή. Τελικά μ’ άφησε και με έσπρωξε παραπέρα. Κυριάρχησε η λογική. Μπήκε στο διαμέρισμά του κι έκλεισε πίσω του με θόρυβο την πόρτα. Κατουρήθηκα πάνω μου μα την είχα γλυτώσει πολύ φτηνά. Από τότε οι σχέσεις μας ήταν τυπικές και από απόσταση. Μακριά κι αγαπημένοι. Όσο μπορούσα τον απόφευγα. Και φυσικά ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να τον καταγγείλω στην αστυνομία. Μα πλέον ήμουν σε διαρκή εγρήγορση. Στην τσίτα. Φύλαγα τα νώτα μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει από τη μια μέρα στην άλλη. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Κι αυτός ήταν ο γιος του σατανά. Κέρατο βερνικωμένο.  

Ανέλπιστα έβγαλε το πακέτο του και μου πρόσφερε τσιγάρο και φωτιά. Δεν το αρνήθηκα. Από ώρα με είχε πιάσει τρελή χαρμάνα. Καπνίζαμε αμίλητοι κοιτάζοντας ίσια απέναντι στο πουθενά. Μετά από λίγο έσπασε πρώτος τη σιωπή. Τη σκότωσα. Δεν άντεχα άλλο. Με έφτασε στο αμήν. Γυναίκες σου λέει μετά. Πεταμένα λεφτά. Τώρα με ψάχνουν οι μπασκίνες. Καταζητούμαι. Μιλούσε τρέμοντας και με διακοπές. Μετά έπεσε πάλι ανάμεσά μας μια ενοχλητική μουγγαμάρα. Από την πλευρά μου δεν είχα τίποτα να του πω. Το θεώρησα προδιαγεγραμμένο και αναμενόμενο. Δεν αργεί να γίνει το κακό. Αν και ήταν ο θύτης της υπόθεσης κάπως τον συμπονούσα τον άνθρωπο. Ώσπου είδαμε να πλησιάζει ένα μικρό ψαροκάικο με σβησμένη τη μηχανή και τα φώτα. Προσάραξε δίπλα μας με δυο τύπους επάνω. Ίσα που φαινόταν μέσα στην ομίχλη και την καταχνιά της νύχτας. Είχαμε τελειώσει το τσιγάρο μας. Σηκώθηκε όρθιος. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια. Αντίο μου είπε κι ανέβηκε στο σκάφος. Σύντομα είχαν χαθεί από τα μάτια μου μέσα στην μαύρη θάλασσα. 


Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ

Η ώρα είχε πάει τρεις και πλέον ένιωθα τα πόδια μου κομμένα. Να μην με υπακούουν. Είχα αποκάμει. Δεν με κρατούσαν άλλο. Η νύχτα είναι ατέλειωτη και η φωτισμένη πόλη ποτέ δεν κοιμάται. Είναι μικρή μα πρέπει να περπατηθεί ολόκληρη μία και δύο φορές μέχρι τελικής πτώσης. Είμαι ο πιο ακαταπόνητος οδοιπόρος και μοναχικός περιπατητής της. Ένας αέναος διαβάτης του σύμπαντος κόσμου. Δεν σταματώ ποτέ να προχωρώ συνήθως προς άγνωστη κατεύθυνση. Σκέφτομαι ότι κάποια μέρα θα πεθάνω ξαφνικά περπατώντας στο δρόμο και αγαλλιάζει η ψυχή μου. Αυτό το τέλος μου αξίζει και επιθυμώ. Έναν ευτυχισμένο θάνατο ανάμεσα στο πλήθος και σωριασμένος πάνω στο τσιμέντο. Μα αυτή την ώρα χρειάζομαι ένα τελευταίο ποτό δυναμωτικό για ξέπλυμα προτού βγει το πρώτο φως. Προτού με δει κατάφατσα το ξημέρωμα και με εξαϋλώσει. Τότε θα πρέπει να επιστρέψω γρήγορα στο καβούκι μου και στον τάφο μου και για προστασία να ρίξω πάνω μου πάλι το ξύλινο παλτό μου. Μα έχω ακόμα καιρό. Τώρα προέχουν να γίνουν άλλα πιο σημαντικά και επείγοντα. Όλα με τη σειρά τους. Όλο στον χρόνο τους.  

Απ’ έξω το καφενείο του μπάτσου μοιάζει κλειστό με τα φώτα σβησμένα μα ξέρω καλά ότι αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μια επίμονη ψευδαίσθηση. Μια φρεναπάτη του κουρασμένου μου μυαλού που ξεγελά ξεδιάντροπα τα μάτια μου και μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Δηλαδή μου κάνει κόλπα και με κοροϊδεύει. Συμβαίνουν ανήθικα πράγματα. Δεν μπορώ πλέον να το ελέγξω και να το βάλω σε μια τάξη. Το μαγαζί είναι παράωρο και αφτεράδικο. Διανυκτερεύει σαν τα φαρμακεία και τα νοσοκομεία. Αυτό το ξέρω καλά. Είναι το στέκι μου εδώ και πολλά χρόνια. Τίποτα δεν μπορεί να μου αλλάξει τούτη την άποψη. Καμία οφθαλμαπάτη όσο έντονη και πιστευτή μπορεί να είναι. Τοκ τικ τακ. Χτυπώ το συνθηματικό σε άπταιστο κώδικα μορς και η πόρτα ανοίγει αυτόματα. Ντριν. Ευτυχώς που τον θυμάμαι. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Στα χάλια που είμαι θα μπορούσα εύκολα να τον μπερδέψω και να ξεμείνω απέξω σαν όρθιο ξυλάγγουρο μέχρι να σωριαστώ κατάχαμα φαρδύς πλατύς και με μαζέψει κάνα περαστικό ασθενοφόρο που θα πηγαίνει ντουγρού για το νεκροτομείο. Ή το σκουπιδιάρικο του δήμου με προορισμό τον μεγάλο λάκκο της χωματερής.

Όμως εδώ μιλάμε για προηγμένη τεχνολογία. Δεν είναι παίξε γέλασε. Επιπλέον κάποιος πρέπει να με μπάνισε και από την κάμερα ασφαλείας κι έδωσε την άδεια να περάσω στα ενδότερα. Βάζουν μάτι και στην κλειδαρότρυπα. Ίσως να ήταν το ίδιο το αφεντικό αυτοπροσώπως ή κάποιος από τους θαμώνες που φύλαγε τσίλιες για κάθε ενδεχόμενο. Όπως και να το κάνεις συμβαίνουν και απρόοπτα. Νύχτα είναι χωμένη στα βαθιά και πρέπει να φυλάγεσαι. Μα μέσα στο μαγαζί με ξέρουν όλοι πολύ καλά σαν κάλπικη δεκάρα και έχω την αποδοχή τους. Έχω περάσει από όλες τις εξετάσεις με άριστα και διαγωγή κοσμιοτάτη. Αμ πώς. Όχι παίζουμε. Ας πούμε ότι με κάποιο τρόπο είναι παλιοί γνωστοί που με εκτιμούν για τον βίο και την πολιτεία μου. Από όσα τουλάχιστον ξέρουν για μένα. Δεν τους φοβάμαι. Είναι φιλαράκια και συνοδοιπόροι από διάφορες φάσεις της πολυτάραχης ζωής μου. Σύντροφοι στα όπλα για την μάχη της ζωής. Στην ειρήνη και στον πόλεμο. Τους εμπιστεύομαι απόλυτα. Κι αυτοί το ίδιο.

Μπήκα μέσα και αποδείχτηκε περίτρανα ότι είχα όλο το δίκιο με το μέρος μου. Το μαγαζί έχει χαμηλό φωτισμό μα είναι φίσκα στον κόσμο. Όλα τα αξιότιμα φαντάσματα από το μακρινό μου παρελθόν είναι εδώ χλομά και κιτρινιάρικα και με περιμένουν. Μέχρι και ο γάτος μου ο μπόμπος που έχω χρόνια να τον δω να τον χαϊδέψω και να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Από τα ηχεία ακούγονται παλιά μπλουζ στο σπινό. Όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα και η μπάρα γεμάτη. Δεν υπάρχει ούτε ένα σκαμπό ελεύθερο για να καθίσω και να βάλω τον κώλο μου χάμω. Να ξεκουράσω λίγο τα ποδαράκια μου. Στέκομαι στο κέντρο του μαγαζιού αμήχανος και αναποφάσιστος. Η κατάστασή μου κρίνεται περίπου ως απελπιστική. Περίεργο. Κανείς δεν μου δίνει σημασία. Πίνουν καπνίζουν και σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους σαν να μη με βλέπουν ή να μην υπάρχω. Έχω καιρό να περάσω μα δεν περίμενα τέτοια αντιμετώπιση. Σαν όλοι να με έχουν ξεχάσει. Βρίσκομαι σε σοβαρό δίλλημα. Να μείνω ή να σηκωθώ να φύγω από κει μέσα. Πρέπει να πάρω γρήγορα μια δύσκολη απόφαση. Και ξαφνικά γίνεται το θαύμα. Όλα τα βλέμματα πέφτουν κατά πάνω μου βλοσυρά και επικριτικά. Σαν να θέλουν να με περάσουν από δίκη και να με καταδικάσουν με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καν να απολογηθώ. Παγώνω κι αρχίζω να τρέμω ολόκληρος. Είναι εχθρικοί απέναντί μου. Μόνο ο γάτος μου ο μπόμπος με πλησιάζει κι αρχίζει να τρίβεται στα πόδια μου. Είναι η μοναδική μου υπεράσπιση και ασπίδα σωτηρίας. Δεν θα τους επιτρέψει να με πειράξουν. Είμαι απόλυτα σίγουρος. Βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση και δεν χωράνε μεσοβέζικες λύσεις. Πρέπει να δώσω τον κρισιμότερο αγώνα της ζωής μου και ή ταν ή επί τας που λέγαν και οι αρχαίοι μάγκες.

Ξαφνικά απ’ το βάθος η κουτσή η ξεδοντιασμένη αρχίζει να γελάει σαν τρελή και πετάει ένα άδειο μπουκάλι προς το μέρος. Δεν το περίμενα. Αιφνιδιάζομαι. Δεν προλαβαίνω να σκύψω μα δεν με πετυχαίνει. Περνάει ξόφαλτσα από δίπλα μου και γίνεται χίλια κομμάτια στην πόρτα πίσω μου. Όχι σπασίματα εδώ μέσα. Το αφεντικό του μαγαζιού ο καφετζής και πρώην μπάτσος δεν χαρίζει κάστανα. Είναι σοβαρός και αυστηρός και προσπαθεί να διατηρήσει μια τάξη και μια ευπρέπεια στο χώρο. Φωνάζει τσαντισμένος πίσω από την μπάρα μα εμένα δεν μου δίνει ούτε καν ένα βλέμμα συμπόνιας. Ο νεκροθάφτης συμφωνεί μαζί του και δίνει μία σφαλιάρα σβουριχτή και ανάποδη στην αδερφή του την κουτσάβλω που κάθεται δίπλα του. Ίσα μωρή παλιοχαμούρα. Σεμνά και ταπεινά. Σε μένα μόνο μία ξεψυχισμένη ροχάλα. Φτούσου και σένα ρε ξεφτίλα που ‘χεις και μούτρα να εμφανίζεσαι μπροστά μας. Μου ρίχνει και πέντε φάσκελα στη μούρη που είναι όλα δικά μου. Με περιλούζει και με άλλα μπινελίκια και με βρίζει πατόκορφα μα δεν καταλαβαίνω το λόγο. Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους εδώ μέσα. Σαν να ζω έναν εφιάλτη. Δεν καταλαβαίνω τι έχω κάνει και πού έχω φταίξει. Πού τους έχω πειράξει. Δεν νιώθω τύψεις ούτε ντρέπομαι για κάτι. Είμαι παντελώς αθώος και θέλω να το βροντοφωνάξω. Από το διπλανό τραπέζι ο κοντός με την παρέα του τον ψηλό και τον χοντρό κουνάνε και οι τρεις με νόημα τα κεφάλια τους πάνω κάτω δεξιά κι αριστερά σαν μαριονέτες. Σου είχα πει να προσέχεις γιατί θα ‘χεις μπλεξίματα. Δεν μ’ άκουσες κι έκανες τα δικά σου ξεροκέφαλε. Τώρα βγάλ’ τα πέρα μόνος σου με μαλώνει και με αποκαρδιώνει ακόμη περισσότερο.

Πιο κει η μαμά έχει σκύψει το κεφάλι τρομαγμένη και είναι βουρκωμένη έτοιμη να βγάλει τα κλάματα. Ο πατέρας την κοιτάζει άγρια και είναι έτοιμος να βλαστημήσει το χριστό της και την παναγία της μα συγκρατιέται. Ο θείος μου ο ναυτικός τρώει νευρικά τα νύχια του και δεν παίρνει θέση κοιτάζοντας το ταβάνι. Κρίμα που τα βλέμματά μας δεν συναντήθηκαν ούτε μια φορά. Η θεία έχει γεράσει και ζαρώσει πολύ και κοιμάται όρθια σαν ταριχευμένη μούμια. Είναι φευγάτη και η φασαρία φαίνεται να μην την ενοχλεί. Στην μπάρα κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο ο καλός μου ξάδελφος με τον ξανθό τον παλιό συμμαθητή μου απ’ το δημοτικό ήδη. Κάποια στιγμή σηκώνονται και έρχονται εναντίον μου με άγριες διαθέσεις. Κι όμως εγώ τους αγαπώ πολύ και τους έχω μέσα στην καρδιά μου. Η προσβολή πρέπει να ξεπλυθεί με αίμα ουρλιάζουν με ένα στόμα και μια φωνή και μου τρυπάνε τα αυτιά. Έχουν όλοι τους μουρλαθεί. Δεν βρίσκω άλλη εξήγηση. Ταυτόχρονα βγάζουν τα στιλέτα από τις τσέπες. Ο γάτος μου αγριεύει και αναταράζεται και χωρίς να χάσει καιρό τους δείχνει τα δόντια και τα νύχια του. Η γούνα του φουντώνει το στήθος του φουσκώνει και γίνεται τριπλάσιος σε μπόι και μέγεθος. Αρχίζει να νιαουρίζει απειλητικά προς το μέρος τους μα ξέρω πως την κρίσιμη στιγμή θα το σκάσει απ’ το παράθυρο και θα με αφήσει μόνο και απροστάτευτο απέναντι στο μίσος και την μανία τους. Κι όμως δεν του κρατάω κακία. Νοιάζεται κι αυτός για την επιβίωσή του. Όπως όλοι μας.

Είμαι περικυκλωμένος και δεν μπορώ να ξεφύγω. Βρίσκονται τριγύρω μου σε απόσταση αναπνοής. Τους κοιτάζω τρομαγμένος και με κομμένη την ανάσα. Τότε προτού γίνει το κακό και χυθεί άδικο αίμα μπαίνει στη μέση ο ωραίος λοχαγός και τους σταματά. Τους κόβει τον βήχα με το μαχαίρι. Αυτό είναι άνανδρο και άτιμο τους λέει. Δεν πρέπει να συμβεί. Ότι και αν έχει κάνει είναι μόνος άοπλος και ανυπεράσπιστος απέναντι σε όλους μας. Γυρίζει προς το μέρος μου και με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Σήκω φύγε όσο είναι καιρός. Αν θες να σώσεις το τομάρι σου. Από την πίσω πόρτα. Προσπάθησα να πω κάτι για να παραπονεθώ μα με μια κίνηση του χεριού του με κόβει στη μέση. Επιμένει. Είναι ανένδοτος. Σήκω φύγε όσο προλαβαίνεις. Τον πούλο παλιομαλάκα. Τι να κάνω. Βάζω την ουρά κάτω από τα σκέλια και τραβώ στο βάθος για το πίσω μέρος του μαγαζιού. Περνώντας έξω από την τουαλέτα βλέπω κάποιες τρελαμένες μαινάδες να διονυσιάζονται σε λεσβιακό τρίο παρτούζα. Καβλωμένες και οιστρηλατημένες βάκχες που τις ζηλεύω απεριόριστα. Θα ήθελα πολύ να είμαι ανάμεσά τους μα η κατάσταση που βρίσκομαι είναι ζόρικη και δεν με παίρνει. Κοιτάζω καλύτερα τις σιλουέτες τους γιατί το φως είναι λιγοστό και θαμπό. Βλέπω την ξανθιά την νοσοκόμα και την μπεμπέκα ολόγυμνες να ερωτοτροπούν αγκαλιασμένες σφιχτά σαν τα φίδια. Δεν με κατάλαβαν ούτε μου έδωσαν σημασία.

Πίσω μου νιώθω όλα τα βλέμματα των ανδρών να με παρακολουθούν. Μπροστά μου είναι ο κλητήρας και με περιμένει. Δεν μου λέει ούτε κουβέντα. Είναι κι αυτός πολύ φοβισμένος και τρέμει σαν το ψάρι μα ξέρω ότι με συμπονά. Ξεκλειδώνει και μου ανοίγει την πόρτα για να την κοπανήσω σαν λαγουδάκι με ελαφριά πηδηματάκια. Επιτέλους βγαίνω έξω και ανασαίνω τον καθαρό αέρα της νύχτας. Ολομόναχος. Ο γάτος δεν με ακολούθησε. Έμεινε μαζί με τους άλλους στο μαγαζί που πλέον μου θυμίζει ομαδικό τάφο. Μια κατακόμβη γεμάτη από φαντάσματα και βρικόλακες όπου δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το ποδάρι μου. Μόνο πεθαμένος. Για μένα όλοι αυτοί είναι πλέον νεκροί και ανύπαρκτοι. Να πάνε στο διάολο και να πα να γαμηθούν.

Κι όμως όλοι αυτοί οι παλιοί μου γνωστοί φίλοι και συγγενείς έχουν ένα κοινό. Δεν πρόλαβαν να γεράσουν και να μπουν στην τρίτη και στην τέταρτη ηλικία και να μακροημερεύσουν. Να φθαρούν ανεπανόρθωτα και να πέσουν. Δεν κατάφεραν να πεθάνουν πλήρεις ημερών σε τούτη εδώ την εποχή της ευτυχισμένης και χαρούμενης μακροζωίας. Έτσι γλύτωσαν το μεγάλο μακελειό και την αναπόφευκτη σαπίλα. Φύγανε στην ακμή τους και πάνω στη μεγάλη τους δόξα. Θριαμβευτικά. Κι ας γεννήθηκαν σημαδεμένοι με ύπαρξη βαριά κι ασήκωτη. Σ’ αυτό στάθηκαν τυχεροί. Έφυγαν νωρίς και έγκαιρα. Τους ζηλεύω κι ας με έχουν μεγάλο άχτι γιατί ακόμα ανήκω στη συνομοταξία των ζωντανών έστω και προσωρινά.

Όμως για μένα το μέλλον είναι αβέβαιο. Αν δηλαδή το αίμα θα γίνει νερό και το σπέρμα θα μουλιάσει. Αυτά σκεφτόμουν πάνω κάτω όταν άκουσα πίσω μου μια περίεργη φωνή και σκιάχτηκα. Ερχόταν μέσα από το καφενείο μα δεν την αναγνώρισα. Δεν κατάλαβα ποιανού είναι. Ούτε καν ξεχώρισα αν ήταν γυναικεία ή αντρική.  Είχε μια περίεργη ψιλούτσικη εφηβική χροιά. Στο καλό. Μπαμπάκι ο δρόμος σου. Και να μη χάνεσαι. Οι νεκροί πάντα περιμένουν. Αυτά είπε και μετά απλώθηκε μια βαθιά σχεδόν απόκοσμη και εκκωφαντική σιωπή μέσα στην ήσυχη νύχτα.

 

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

ΕΓΩ ΠΑΩ ΤΩΡΑ (Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΑ ΦΕΡΝΕΙ)

Είναι δύο την νύχτα και βρίσκομαι σε μεγάλη μούρλια. Περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί σαν ζαλισμένο κοτόπουλο. Μου ‘χει φύγει το κεφάλι. Είμαι αναποφάσιστος. Ψάχνω μαγαζί να πιω ένα καφέ της παρηγοριάς μήπως και στανιάρω λιγάκι. Να πάρω κάπως τα πάνω μου. Να αναθαρρήσω. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.

Ευτυχώς ο φούρνος με τα γλυκά και τα χωριάτικα ψωμιά στο κάτω μέρος της πλατείας είναι ανοιχτός όλο το εικοσιτετράωρο. Μου τον  ετοιμάζει ένας όμορφος νεαρός πίσω απ’ τον πάγκο. Τον ευχαριστώ και του κλείνω με νόημα το μάτι. Εκείνος απλά μου χαμογελάει ευγενικά. Κάτι είναι κι αυτό. Μου αρκεί. Δεν ζητάω περισσότερα. Ανεβαίνει κάπως το πεσμένο ηθικό μου. Απέναντι τα φτερωτά λιοντάρια κοιμούνται του καλού καιρού και παραδίπλα έχουν αράξει δυο βαριεστημένοι ταξιτζήδες περιμένοντας πελατεία. Κάτι μονολογούν μεταξύ τους μα δεν δίνω σημασία. Μετά χασμουριούνται και φαίνονται τα χαλασμένα τους δόντια. Ξεπροβάλει μπροστά μου όλη η νυσταγμένη σαπίλα της οικουμένης. Όμως τούτη τη στιγμή που ρουφώ το δυναμωτικό μου και μου καίει το λαρύγγι δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα άλλο. 

Ξαφνικά περνάει από μπροστά μου ο μουρλός. Ώχου βασανάκια. Προχωρά αργά κουβεντιάζοντας με τον εαυτό του. Το παντελόνι του είναι φαρδύ και του πέφτει μα δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν. Είναι και μισόγυμνος. Από πάνω δεν φοράει τίποτα. Και ξυπόλυτος. Τον κοιτάζω και κρυώνω. Τουρτουρίζω και τρεμουλιάζω. Τι να πεις. Όλα μια συνήθεια είναι. Πηγαίνει κι έρχεται πέρα δώθε ρίχνοντας λοξές ματιές προς το μέρος μου. Δεν τσιμπάω. Με έχει ζαλίσει αλλά κάνω τον αδιάφορο. Δεν έχω καμία όρεξη να πιάσω κουβέντα και να μ’ αρχίσει στην τσιλάγρα. Θα πάει το στόμα του ροδάνι. Αρχίζει το παραμύθι του. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Και πάλι τα ίδια. Επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια σαν να ‘χει κολλήσει η βελόνα του πικάπ. Σταματάει και μου ζητάει τσιγάρο. Του λέω ότι δεν έχω. Λυπάμαι ρε φίλε αλλά δεν καπνίζω. Τι να κάνουμε.

Στην αρχή ρουτζώνει και δυσανασχετεί  μα το καλοσκέφτεται και  μου ρίχνει δίκιο. Σωστά. Βλάπτει σοβαρά την υγεία. Μα εμένα τίποτα δεν μπορεί να μου κάνει κακό και να με πειράξει. Είμαι άτρωτος. Το ξωτικό της νύχτας. Έρχομαι από άλλο κόσμο. Είμαι περίεργο ανέκδοτο. Αψηφώ κάθε κίνδυνο. Κι αρχίζει πάλι να παίζει η ίδια μασημένη κασέτα. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Συμφωνώ και επαυξάνω. Έχει και την πλάκα του. Δεν τον βαριέσαι. Αν είσαι σε καλή διάθεση. Μα τώρα άντε στο καλό κι άσε με στην ησυχία μου. Πήγαινε στο σπιτάκι σου να ξαποστάσεις. Έτσι του λέω ηλιθιοδέστατα αφού ξέρω ότι κοιμάται στον δρόμο. Για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα βγάζω από την τσέπη μου κάτι ψιλά και του τα δίνω. Τα σφίγγει με θέρμη μέσα στην παλάμη του και τα φιλάει μα δεν φεύγει και δεν μ’ αφήνει στην ησυχία μου. Δεν κουνιέται ρούπι. Μόνο θρονιάζεται και στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα δίπλα μου. Ωραία. Τώρα έχω και παρέα. Κακός μπελάς με βρήκε βραδιάτικα και να δω πώς θα ξεμπερδέψω. Ευτυχώς. Μετά από λίγο κλείνει τα μάτια και γέρνει το κεφάλι του μπροστά. Αρχίζει να ροχαλίζει του καλού καιρού.

Αποτελεί γνωστή φάτσα της πόλης μα είναι ανενόχλητος και άκακος. Η μούρη του είναι σεσημασμένη και καταζητείται μα δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη ζωή του. Τουλάχιστον από τότε που του ‘στριψε η βίδα και πήρε τους δρόμους και τα άγρια βουνά. Από τότε που τρελάθηκε και το μυαλό του έγινε χυλός. Κανείς δεν ξέρει το λόγο. Ούτε από πού κρατάει η σκούφια του. Φύτρωσε στην πόλη μας ξαφνικά. Κάθε τόσο εξαφανίζεται και όλοι υποψιάζονται ότι τον έχουν πάλι μπουζουριάσει σε κάνα κοινωφελές ίδρυμα. Μα εκείνος έχει ένα ισχυρό πάθος με την ελευθερία. Μια ζωώδη έλξη προς την αλητεία και την περιπλάνηση. Δεν μπορεί να μείνει για καιρό πίσω από τα κάγκελα και τους τέσσερις τοίχους και να καταπίνει χάπια και όλη τη μέρα να κοιμάται ή να είναι ζαβλακωμένος. Σκέφτεται πολύ και θέλει το μυαλό του να είναι καθαρό και ξάστερο. Όχι θολωμένο και νωθρό. Γι’ αυτό συνέχεια το σκάει. Ας έχει εκεί τσάμπα φαγητό και στέγη και ανθρώπους που νοιάζονται για κείνον. Τους χαρίζει όλες τις ανέσεις και τις φροντίδες τους. Δραπετεύει από τα άσυλα και τις κλινικές και εμφανίζεται πάλι σαν φάντης μπαστούνι μπροστά μας. Κι αρχίζει πάλι τα ίδια και χειρότερα. Εγώ πάω τώρα κι ο άνεμος τα φέρνει και τα ρέστα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ποιος ξέρει τι θέλει να πει. Μιλάει με χρησμούς αρχαίου μάντη και ιεροφάντη κεραυνοβολώντας τους πάντες τριγύρω του με κατάρες σαν οργισμένος προφήτης της παλαιάς διαθήκης. Είναι υπερβολικά θρησκόληπτος. Ακούει τη φωνή του θεού και τον βλέπει να εμφανίζεται ο ίδιος μπροστά του αυτοπροσώπως.

Τρελά πράγματα που δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Μα έτσι δεν μένει ποτέ εντελώς άεργος αργόσχολος και άνεργος. Έχει την καθημερινή του αποστολή κι ένα σκοπό στη ζωή του που πρέπει να εκπληρώσει. Μια σταθερή απασχόληση. Έστω και χωρίς να του δίνουνε μισθό. Χωρίς να παίρνει το μηνιάτικο που δικαιούται. Όμως έχει ένα πόστο ολόκληρα δικό του που το διαφεντεύει και το κάνει κουμάντο. Όλη τη μέρα στέκεται στη διασταύρωση των δύο πεζόδρομων και προειδοποιεί τους περαστικούς για τα περιστέρια βομβιστές που πετάνε από πάνω τους και ρίχνουν τις κοτσιλιές τους όπου να ‘ναι κι όποιον πάρει ο χάρος. Τα στέλνει ο μεγαλοδύναμος για να τους τιμωρήσει για τις αμαρτίες τους. Έτσι πιστεύει. Εκείνος είναι καλόγερος και νηστευτής. Δεν κινδυνεύει από τη θεία δίκη. Μα όποτε τα βλέπει να μαζεύονται στα ηλεκτρικά σύρματα και να συνωμοτούν ενάντια στην ανθρωπότητα τον πιάνει μεγάλη ταραχή. Έτσι προδίδει τον θεό του για να σώσει τους κοινούς θνητούς. Θυσιάζει την σωτηρία της ψυχής του για κείνους. Τους προειδοποιεί. Προσέξτε συνάνθρωποι. Έρχονται να σας βομβαρδίσουν. Να σπείρουν τον όλεθρο και την καταστροφή. Είναι επικίνδυνα. Φύγετε από δω. Εξαφανιστείτε. Χωθείτε στα καταφύγια μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Αυτός τα λέει μα κανείς δεν τον ακούει και δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Όλοι γελάνε με την πάρτη του και δεν βλέπουν τον κίνδυνο που πλησιάζει. Μα δεν τον νοιάζει. Εκείνος κάθε μέρα βρίσκεται στο πόστο του και τους λέει να προσέχουν. Εκτελεί με αυταπάρνηση το καθήκον του.   

Μια φορά μόνο έπεσε διάνα και μάντεψε σωστά. Ήταν ένα απόγευμα που ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Μια κυριλέ γκόμενα με τον φίλο της τον φλώρο πέρασαν από μπροστά του ζευγαρωτοί καμαρωτοί και πιασμένοι απ’ το χεράκι. Δηλαδή κοιτάτε μας γειτόνισσες. Αυτός τους προειδοποίησε μα δεν τον άκουσαν ούτε έδωσαν σημασία. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Επέμενε και είχε δίκιο. Μια παχιά κοτσιλιά προσγειώθηκε στα ξανθά μαλλιά της κοπέλας και τη λέρωσε. Την έκανε μαντάρα. Εκείνη έχασε την ψυχραιμία της κι έσβησε το γέλιο απ’ το πρόσωπό της. Αναστατώθηκε και ταράχτηκε. Άρχισε να τσιρίζει και να φωνάζει. Ήταν εκτός εαυτού. Ο φίλος της προσπάθησε να την συνεφέρει μα κείνη ξέσπασε πάνω του κι έβγαλε το άχτι της σ’ αυτόν που δεν έφταιγε και σε τίποτα. Ούρλιαξε μέσα στα αυτιά του ότι την γρουσούζεψε το κακό του μάτι και άλλα ευτράπελα. Έγινε μεγάλο σκηνικό. Αναμαλλιάστηκαν. Τριγύρω ο κόσμος σταμάτησε και κοιτούσε. Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι. Πιάστηκαν στα χέρια κι ο μουρλός μπήκε στη μέση να τους χωρίσει. Αυτό ήταν το λάθος του. Είχε καλές προθέσεις. Να βοηθήσει την κατάσταση ήθελε μα τα έκανε χειρότερα. Εκείνη τρομοκρατήθηκε. Μα κι ο φίλος της ο αρωματισμένος φλωρούμπας το μαμουχαλάκι με το λαδωμένο μαλλί άλλαξε δέκα χρώματα. Κρίμα τα μπράτσα του και τα γυμναστήρια που πήγαινε. Δεν είχε ψυχή. Ευτυχώς που κάποιοι φιλήσυχοι μαγαζάτορες πήραν τηλέφωνο την αστυνομία. Μετά από λίγο ήρθαν οι μπάτσοι και μάζεψαν τον θεόμουρλο. Τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έχωσαν μέσα στο περιπολικό. Τον μπαγλάρωσαν πάλι κι έκανε καιρό να εμφανιστεί στην πιάτσα. Χάθηκε. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Έχω πιει τον καφέ μου και έχω ξεκουράσει τα ποδαράκια μου για τα καλά. Σηκώνομαι να φύγω προσεχτικά πατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Ο τρελάρας κοιμάται ακόμα του καλού καιρού. Δεν θέλω να κάνω θόρυβο και τον ξυπνήσω. Δεν θέλω να χαλάσουμε τις καρδιές μας. Σέβομαι την κούρασή του μα κι εγώ είμαι πτώμα. Ποιος ξέρει τι θα βλέπει στον ύπνο του. Πάντως χαμογελά και παραμιλά ευχαριστημένος. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει.


Τρίτη 8 Απριλίου 2025

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΑΔΩΝΙΣ (ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΕΚΑΕΠΤΑ)

Μία το βράδυ. Ο κόσμος τελικά είναι πολύ μικρός και η πόλη ακόμη πιο ελαχιστότερη. Ένα τόσο δα χωριουδάκι με μεγάλα φώτα. Οι δρόμοι και οι πλατείες έχουν αδειάσει. Όλοι κοιμούνται στα σπίτια τους του καλού καιρού τον ύπνο του δικαίου. Αύριο θα ξυπνήσουν νωρίς για τη δουλειά. Εγώ όχι. Απόψε δεν πρόκειται να κοιμηθώ. Περπατώ μόνος στον πεζόδρομο και ξαφνικά την βλέπω μπροστά μου. Απρόσμενη συνάντηση. Η όμορφη σπιτονοικοκυρά μου χαζεύει ένα κατάστημα με γυναικεία υποδήματα. Έχει παπούτσια διαφόρων ειδών και για όλα τα δύσκολα γούστα. Γόβες μπότες και τα ρέστα. Φαίνεται κουρασμένη μα δεν βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι της πλάι στον αγαπημένο της αντρούλη. Ξενυχτά ολομόναχη μπροστά στις φωτισμένες βιτρίνες. Είναι αποχαυνωμένη και απορροφημένη στο αντικείμενο του πόθου της. Δεν με έχει πάρει είδηση. Πλησιάζω προσεχτικά από πίσω και της πιάνω τον κώλο. Χι χι. Παρά τα εξήντα χρονάκια της διατηρείται σε καλή κατάσταση. Είναι ακόμη σφιχτός και ποθητός. Πρέπει να τον περιποιείται και να τον γυμνάζει με επιμέλεια. Δεν λέω λόγια του αέρα. Δεν με ξεγελά το μαύρο εφαρμοστό παντελόνι της. Έχω ιδία αντίληψη επί του θέματος. Μιλάω εκ πείρας. Ξαφνιάζεται και βγάζει μία διαπεραστική τσιρίδα. Γυρίζει απότομα και με κοιτάζει με τρόμο στα μάτια. 

Δεν ξέρω πού πήγε το πονηρό της μυαλουδάκι και πού έτρεξε ο τετράγωνος λογισμός της. Μάλλον στα χειρότερα. Ας πούμε σε κάποιον επίδοξο βιαστή που την είχε παρακολουθήσει για ώρα και την πήρε από πίσω με άγριες διαθέσεις. Ίσως φταίει που την χούφτωσα απότομα και λίγο άγαρμπα με δίχως καλούς τρόπους. Δεν έδειξα τακτ. Της χαμογελώ και την επαναφέρω στην τάξη. Προσπαθώ να την ηρεμήσω και να την ενθαρρύνω. Να μη φοβάται. Εγώ είμαι και μη φωνάζεις έτσι γιατί θα πλακώσουν οι μπάτσοι και θα μας μπαγλαρώσουν βραδιάτικα. Της μιλάω σαν να είμαστε συνένοχοι στο έγκλημα. Με κοψοχόλιασες παιδάκι μου. Δεν είναι αστεία αυτά που κάνεις τέτοια ώρα και μέσα στην ερημιά. Με μαλώνει τρυφερά για την αταξία μου. Κάπως συνέρχεται και η διάθεσή της αλλάζει. Με αγκαλιάζει και με φιλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ξεχνάει ότι αύριο το πρωί με πετάει έξω απ’ το διαμέρισμά της με όλους τους τύπος και τους νόμους του κράτους. Κάνει πως δεν το θυμάται. Ότι όλα μεταξύ μας είναι όπως πάντα μέλι γάλα. Γελιέται ότι θα της γίνει το χατίρι. Την έχω μεγάλο άχτι. Είμαι έτοιμος να τη βρίσω για να ξεθυμάνω μα τελευταία στιγμή κρατάω το στόμα μου κλειστό. Ακόμη και σε αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι η πουτάνα με καβλώνει. Μερικές φορές δεν μπορώ να καταλάβω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να με ψυχολογήσω. Έλεος πια. Περνάω μεγάλη ταλαιπωρία. Έχω περάσει τα πενήντα κι ακόμη το πουλί μου με κάνει ότι γουστάρει. Είναι πολύ ζωηρό. Θέλει πάλι να βγει απ’ το κλουβί και να πετάξει κελαηδώντας μακριά. 

Περπατάμε ο ένας δίπλα στον άλλο σαν δύο πιτσουνάκια. Ένα ερωτευμένο ζευγαράκι που μόλις έχει τσακωθεί και βρίσκεται στα μαχαίρια. Σκέφτομαι ότι τελευταία κι αυτή έχει γίνει πολύ κυκλοθυμική και με μπερδεύει. Πάντως τούτη την ώρα δεν έχουμε πολλά να πούμε ούτε να χωρίσουμε. Διστάζουμε αμφότεροι. Πλανιέται ανάμεσά μας ένας αέρας αμοιβαίας αμφιβολίας και καχυποψίας. Εκείνη παριστάνει κάπως την αδιάφορη. Από την άλλη εγώ κρατάω τα μούτρα μου κατεβασμένα και δεν ρωτάω τίποτα. Δεν έχω όρεξη να ακούσω τις ψευτιές της και να μου ανέβει πάλι το αίμα στο κεφάλι. Να ταπεινωθώ για άλλη μια φορά και να είμαι έτοιμος να διαπράξω γυναικοκτονία που είναι και της μόδας. Ένας ωραίος τρόπος για να γίνεις διάσημος από τα κανάλια και τις εφημερίδες. Μα δεν το θέλω. Μου αρέσει να είμαι ο κανένας και να έχω την ησυχία μου και την ελευθερία μου. Ένας καθημερινός και ασήμαντος ανθρωπάκος που όμως κάνει ότι γουστάρει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Με τα χίλια ζόρια συγκρατιέμαι κρατώντας το στόμα μου κλειστό. Δεν βγάζω άχνα. Την γράφω στα παπάρια μου. Μόνη της αρχίζει να μιλάει. Δεν της το ζήτησε κανείς. Μου λέει ότι το απόγευμα τσακώθηκε με τον άντρα της και πήρε τους δρόμους τρελή κι αλλοπαρμένη. Δεν με ενδιαφέρει και καλά να πάθει. Ας πρόσεχε. Μεγάλη κοπέλα είναι. Δεν μου λέει τον λόγο μα ούτε και με νοιάζει. Θέλει ο ίδιος να μαντέψω ποιος είναι η πέτρα του σκανδάλου. Δεν θα της δώσω αυτή την ευχαρίστηση. Παραμένω σιωπηλός και απόμακρος. Τα λεγόμενά της δεν με συγκινούν καθόλου. Όμως είμαι ιππότης και της προτείνω απλά να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της για ασφάλεια.

Δεν είναι σωστό για μια γυναίκα να γυρίζει μόνη της τα βράδια. Διατρέχει πολλούς κινδύνους μέσα στην άδεια πόλη. Μπορεί ακόμα και να την σκοτώσουν. Αφού πρώτα την βιάσουν από όλες τις μεριές. Δεν πρέπει να το ρισκάρει. Η απόγνωση είναι κακός σύμβουλος. Και η μοναξιά. Το αρνείται κατηγορηματικά. Σχεδόν γίνεται έξαλλη σαν να της σκότωσα τον πατέρα. Απόψε δεν θέλει να επιστρέψει στη ζεστή συζυγική της κλίνη. Θέλει να δώσει στον άντρα και αφέντη της ένα γερό μάθημα απιστίας. Δεν επιμένω και προτίθεμαι να της κάνω παρέα. Παρ’ όλο που είμαι πτώμα από την κούραση και δεν έχω φάει τίποτα όλη τη μέρα. Το τελευταίο δεν της το λέω από εγωισμό μα ευτυχώς με προλαβαίνει. Πεινάει και με προσκαλεί σε δείπνο μυστικό και ανομολόγητο. Ωραία. Λέει ότι κερνάει εκείνη γνωρίζοντας την δεινή οικονομική μου κατάσταση. Ότι είμαι σχεδόν ταπί και ψύχραιμος. Η πρότασή της είναι συγκινητική. Την δέχομαι με μεγάλη χαρά και ανακούφιση. Βέβαια κάνει λάθος στην κρίση της μα δεν την διαψεύδω από ευγένεια. Δεν θέλω να της χαλάσω το παραμυθάκι που έχει φτιάξει στο κούφιο μυαλουδάκι της. Είναι η βασίλισσα κι εγώ ο φτωχός αλήτης που λιμοκτονεί και της ζητάει ελεημοσύνη. Θα μου δώσει να φάω έχοντας όμως στο κεφάλι της πονηρούς σκοπούς και δεύτερες σκέψεις. Θέλοντας να με εκμεταλλευτεί και με το παραπάνω. Δεν πρόκειται να βγει χαμένη. Είναι έξυπνη γυναίκα και πεισματάρα. Αν και λυπημένη. Πάντως κάτι θα κερδίσει και αυτή από μένα. Ίσως και να ‘ναι η τελευταία μας φορά. Έτσι κι αλλιώς πρώτα πρέπει να πάρω δυνάμεις. Να στυλωθώ. Να στανιάρω και να έρθω στα ίσα μου. Όλα απ’ το στομάχι ξεκινάνε. Αυτή είναι μια πανάρχαια και σοφή αλήθεια. Ατράνταχτη στο βάθος των αιώνων συνάδοντας με την αρσενική μας φύση. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει.

Το μεζεδοπωλείο είναι σχεδόν άδειο και έτοιμο να κλείσει. Δεν πτοούμαστε καθόλου από το γεγονός γιατί μας έχει κόψει η λόρδα και τέτοια ώρα είναι μάταιος κόπος να ψάχνεις εδώ κι εκεί ψύλλους στα άχυρα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου. Όταν μας βλέπουν να μπαίνουμε φουριόζοι ξινίζουν  τα μούτρα τους. Το προσωπικό του μαγαζιού είναι αναιδέστατο. Δυσφορεί φάτσα κάρτα μπροστά στα μάτια μας μα θα μας εξυπηρετήσει στο πίτσι φιτίλι θέλοντας και μη. Δεν τολμάει να μας διώξει. Οι εποχές είναι δύσκολες και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Στρογγυλοκαθόμαστε δίπλα στην τζαμαρία χαζεύοντας έξω τον άδειο πεζόδρομο και παραγγέλνουμε απ’ τον κατάλογο ότι γουστάρει η ψυχή μας. Τρώμε βιαστικοί και αμίλητοι αφοσιωμένοι στα πιάτα μας. Πίνουμε και κόκκινο εμφιαλωμένο κρασί αρίστης ποιότητας. Η διάθεσή μας φτιάχνει κάπως. Ανεβαίνουμε αργά και σταθερά. Και δεν αργούμε να κάνουμε κεφάλι και να ‘ρθούμε στο τσακίρ κέφι. Χα χα. Σχεδόν μεθύσαμε. Γελάνε και τα μουστάκια μας. Χαχανίζουμε ξεδιάντροπα σαν τα μικρά παιδιά χωρίς λόγο. Τα γκαρσόνια του μαγαζιού κοιτάζουν τα ρολόγια τους και δυσανασχετούν. Η συμπεριφορά τους δεν μας πτοεί καθόλου. Από πάνω σπάμε και πλάκα. Τους χλευάζουμε για την δουλική υπομονή τους. Στο τέλος θα ανταμειφθούν με ένα γενναίο πουρμπουάρ και σίγουρα θα αλλάξει και η δική τους διάθεση. Τότε θα μας ξεπροβοδίσουν πριγκιπικά με υποκλίσεις και τεμενάδες.

Έχει δημιουργηθεί μια ευθυμία στην ατμόσφαιρα. Σηκώνω το ποτήρι μου ψηλά κι εύχομαι στην υγεία του αντρούλη της μα δεν τσαντίζεται. Ανταποδίδει στα ίσα. Άντε και με μια καλή γυναίκα στο πλάι σου για να σε φροντίζει και να σ’ αγαπά. Αμήν συμπατριώτισσα μα σαν εσένα δεν βρίσκεται καμία. Χα χα. Κορδώνεται από υπερηφάνεια. Ξαφνικά την πλησιάζω και κολλάω τα χείλη μου στα δικά της σαν βεντούζα. Την ρουφάω ολόκληρη. Ανταποκρίνεται ανιδιοτελώς. Αμέσως της ξεφουρνίζω ότι πρέπει να φύγουμε. Δεν κρατιέμαι άλλο. Θέλω να την γαμήσω. Το ζήτημα είναι επείγον και δεν χωράει καμία αναβολή. Λες και είμαι κάνας εικοσάρης νεανίας. Καταλαβαίνω ότι το θέλει κι εκείνη. Ή μάλλον ότι το ζητούσε ήδη από πριν παίζοντας με τη φωτιά πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Κάνουμε νόημα στον σερβιτόρο. Μας φέρνει το λογαριασμό και πληρώνουμε αφήνοντας τα ρέστα πάνω στο τραπέζι. Μας ξεπροβοδίζουν ανακουφισμένα χαρούμενα και χαμογελαστά όπως είχαμε προβλέψει. Ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε έξω στη δροσερή νύχτα αγκαλιασμένοι. Φεύγουμε φουριόζοι όπως είχαμε έρθει αναζητώντας το συντομότερο ένα άνετο διπλό κρεβάτι με μαλακό πουπουλένιο στρώμα. Όσο πιο κοντά γίνεται.

Φτάσαμε ασθμαίνοντας στο ξενοδοχείο του έρωτα. Μια πανάρχαια γαμηστρώνα περιωπής απέναντι από τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων που έχει πρόσφατα ανακαινισθεί αναβαθμιστεί και αναβαπτισθεί. Ώρε φίλε μου δόξες και μεγαλεία. Την προτιμώ γιατί από εδώ έχω τις πιο όμορφες αναμνήσεις. Ειδικά απ’ το γωνιακό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Άφησα στη ρεσεψιόν την ταυτότητά μου και εκείνη πλήρωσε προκαταβολικά την βραδιά. Ο νεαρός πίσω από τον πάγκο μας χαμογέλασε ευγενικά και ανταποδώσαμε. Του ζήτησα το νούμερο δεκαεπτά. Δικαιολογήθηκα ότι είμαι προληπτικός κι ας μην με πίστεψε. Είναι ο τυχερός μου αριθμός και μου φέρνει γούρι. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Ήταν διαθέσιμο και μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Πήραμε στα χέρια το μαγικό κλειδί που ανοίγει την πόρτα του παράδεισου και μπήκαμε στο ασανσέρ. Όλα έγιναν πολύ βιαστικά σαν να μας κυνηγούσαν. Γαμηθήκαμε ορμητικά και άτσαλα σαν πρωτάρικα εφηβάκια. Με τέτοια δύναμη και κάβλα που ξαφνιαστήκαμε και οι ίδιοι. Πολύ παράξενο για την ηλικία μας. Όμως μας άρεσε. Στο τέλος αφού τελειώσαμε βάλαμε τα γέλια. Ήταν ωραία μετά από τόσο καιρό. Ύστερα από λίγο σοβαρέψαμε απότομα. Τα βλέμματα μας καρφώθηκαν στο ταβάνι.

Κατά βάθος γνωρίζαμε και οι δύο ότι ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Το πήδημα του αποχωρισμού. Από αύριο θα ήμασταν και πάλι δυο ξένοι. Μπορεί και αντίδικοι. Σχεδόν δέκα χρόνια στενής γνωριμίας και επαφής δεν θα άφηνε πίσω της τίποτα. Μόνο κάποιες πεθαμένες αναμνήσεις. Όλα θα γίνονταν ατμός. Όμως μπορεί και όχι. Τέτοιες σχέσεις δεν τελειώνουν τόσο εύκολα και τόσο ανώδυνα. Όταν εκείνη πήγε στην τουαλέτα εγώ βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε βάλει λίγη ψύχρα μα παραδόξως δεν κρύωνα. Στεκόμουν ολόγυμνος σαν αρχαίος κούρος μα δεν φοβόμουν μη με δει κανένας και σκανδαλιστεί. Ή κάνας φανατικός ιερωμένος μου ακρωτηριάσει τα επίμαχα σημεία που προσβάλουν την δημόσια αιδώ. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και άδεια. Με προφύλαγε από τα αδιάκριτα βλέμματα των κοινών θνητών. Ένιωθα μια αλαφράδα και μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας. Ήμουν έτοιμος να πετάξω ψηλά στον μαύρο ουρανό. Να απογειωθώ σαν πύραυλος και να χαθώ για πάντα μέσα στο μακρινό διάστημα. Αρκεί να έπαιρνα την απόφαση και τίποτα δεν θα μπορούσε να με εμποδίσει.

Την συνόδευσα αγκαζέ μέχρι την απέναντι πιάτσα των ταξί. Αν και η ώρα ήταν περασμένη ευτυχώς υπήρχε μία διαθέσιμη κούρσα που διανυκτέρευε για να την πάει στο σπιτάκι της και να την επιστρέψει στον αντρούλη της τον λεβέντη. Αποχαιρετιστήκαμε με τα σχετικά. Είπαμε αντίο και καληνύχτα. Δώσαμε τυπικά τα χέρια και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Δίχως περιττά δάκρυα και στεναχώριες. Χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις και ανώφελους όρκους παντοτινής πίστης. Χαρούμενοι και με το χαμόγελο στα χείλη. Ευγνώμονες απέναντι στην τύχη μας που αξιωθήκαμε να γνωριστούμε βαθιά και αληθινά. Μα κάποτε για όλα φτάνει ένα τέλος που μοιάζει με μικρό θάνατο και απαιτεί θάρρος. Τότε μπαίνει μία τελεία. Έτσι είναι τα πράγματα. Τα κόμματα και τα αποσιωπητικά περιττεύουν. Από την άλλη τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά είναι μόνο για τους δειλούς και τους αναποφάσιστους. Δεν σταματάμε λοιπόν. Προχωράμε και πάμε παρακάτω. Η ζωή συνεχίζεται. Δεν μπορεί να περιμένει κανέναν από μας.