Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Ο ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ


Η ώρα είναι πέντε στα άγρια χαράματα λίγο προτού να φέξει. Πότε πήγε κιόλας ούτε που το κατάλαβα. Πότε πέρασε η νύχτα η μοβόρα ούτε που το πήρα είδηση. Ο χρόνος τρέχει και δεν τον προλαβαίνεις. Ειδικά για τους μεσόκοπους σαν κι εμένα που βραδυπορούν χαζεύοντας τριγύρω βυθισμένοι συνήθως σε δυσάρεστες σκέψεις. Πάντως όχι από πρόθεση. Μα συμβαίνουν διάφορα. Δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Να τώρα περνάω δίπλα από ένα ψόφιο σκύλο. Βρίσκεται στην άκρη του δρόμου φουσκωμένος τουμπανιαμένος και άκαμπτος. Πρέπει να είναι αρκετές μέρες στο σημείο αυτό και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του. Όπως και όταν ζούσε και κοπρίτευε εδώ κι εκεί. Τουλάχιστον τότε είχε την ελευθερία του. Τώρα απόκτησε την ησυχία του. Μάλλον τον χτύπησε κάποιος απρόσεκτος καμικάζι της ασφάλτου. Όμως δεν έχει αίματα πάνω του. Μπορεί και να ήταν άρρωστος ή να πέθανε από γεράματα. Ποιος ξέρει. Τον βάζω μέσα σε ένα χάρτινο κουτί και τον αφήνω δίπλα στον κάδο απορριμμάτων για να τον πάνε στην τελευταία του κατοικία.

Από μακριά ακούγονται σειρήνες και αχνοφαίνονται να αναβοσβήνουν κόκκινα και μπλε φώτα. Φάροι και φανάρια της επείγουσας ανάγκης και της άμεσης βοήθειας. Μετά από λίγο περνούν από μπροστά μου φουριόζικα σαν δαιμονισμένα πυροσβεστικό ασθενοφόρο και περιπολικό. Συναγωνίζονται ποιο θα φτάσει πρώτο στον τόπο του εγκλήματος. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί. Μόνο υποθέσεις κάνω με βάση την εμπειρία μου και την αχαλίνωτη φαντασία μου. Αλλιώς τι συγγραφέας του κώλου θα ‘μουνα. Μάλλον κάνα τροχαίο έχει γίνει μα οι υποψίες μου λαθεύουν. Έπεσα πολύ έξω στις προβλέψεις μου κι είναι απαράδεκτο. Δεν το συγχωρώ στον εαυτό μου. Έτσι κι αλλιώς δεν είδα να πηγαίνουν προς τα κει οδικές βοήθειες να μαζέψουν τις σακαράκες. Πράγματι στο σημείο δεν υπάρχουν σμπαραλιασμένες λαμαρίνες και παλιοσίδερα. Απλά βρίσκομαι μπροστά από ένα καμένο παγκάκι. Από τον άνθρωπο δεν έχει μείνει τίποτα. Μόνο στάχτη και καψαλισμένα κόκκαλα. Έγινε ολόκληρος παρανάλωμα του πυρός. Ο περιπτεράς της πλατείας ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Εκείνη τη στιγμή μόλις σήκωνε τα ρολά και άνοιγε το μαγαζάκι του. Η κατάθεσή του θα είναι πολύτιμη στις αρχές για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Να βρεθεί η αλήθεια. Βέβαια τριγύρω υπάρχουν και κάμερες παρακολούθησης. Αυτοπυρπολήθηκε λένε. Έβαλε πυροφάνι στον εαυτό του. Λούστηκε πατόκορφα με βενζίνη και άναψε τον αναπτήρα. Μαζί κάηκαν και τα λιγοστά του υπάρχοντα. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά του κατάστρεψαν την ησυχία της νύχτας. Ακούστηκαν και κάτι σαν κλάματα και τσιρίδες μικρού παιδιού μα αυτό δεν είναι απολύτως βέβαιο. Ο περιπτεράς μπορεί και να γελάστηκε. Να παράκουσε. Να ήταν αποκύημα της φαντασίας του.

Τον ήξερα τον τύπο. Ήταν αλκοολικός και άστεγος γύρω στα εξήντα μα φαινόταν αρκετά μεγαλύτερος. Σπασμένος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Δεν ζητιάνευε από αξιοπρέπεια μα ούτε ήταν ακατάδεκτος και ψωροπερήφανος. Βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη. Όποτε πέρναγα από το παγκάκι του άφηνα τίποτα ψηλά ή κάνα τσιγάρο για να βολευτεί. Όπως και άλλοι από την γειτονιά. Φαινόταν ότι ντρεπόταν μα πάντα μου ‘λεγε ένα ευχαριστώ και το εννοούσε. Δεν ήξερα το όνομά του. Εμπρηστή τον φώναζαν κάποιοι ηλίθιοι και σκληρόκαρδοι και τον περιγελούσαν. Σπάγανε πλάκα μαζί του μα εκείνος παρέμενε ατάραχος και δεν  έδινε σημασία. Δεν ήταν πυρομανής παρά ένας φιλήσυχος άνθρωπος που δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Τελευταία είχε χάσει τα λογικά του και γύρναγε συνέχεια με ένα μπιτόνι στο χέρι. Πέταγε πολλά τρελά και περίεργα στο κουφό και το ξεκάρφωτο. Κατάντησα ξεφτίλας σαββατόμαγκας. Ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Βαράτε με κι ας κλαίω. Θέλω να πιω βενζίνη και πετρέλαιο. Και πολλά άλλα. Δεν έβγαζες νόημα από τα λεγόμενά του. Από κάπου θα τα είχε ακούσει. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν πήγαινε πουθενά για διασκέδαση. Δεν έβγαινε στα μαγαζιά και δεν έκανε κραιπάλες. Δεν είχε καν φίλους. Ζούσε ολομόναχος στο παγκάκι της πλατείας απέναντι από το περίπτερο. Εκεί έτρωγε και κοιμόταν και έπινε το κρασί του και για παρέα είχε μόνο τα περιστέρια. Ούτε καν έναν ψωριάρη σκύλο.

Πριν από πολλά χρόνια τον είχε στιγματίσει ένα τραγικό περιστατικό. Όταν ήταν τριών χρονών είχε βάλει φωτιά. Τα παιδάκια ήταν μόνα στο σπίτι. Ο πατέρας στη δουλειά. Η μάνα τους είχε πεταχτεί για λίγο σε μια γειτόνισσα κάτι να ζητήσει ή να ρωτήσει. Δεν άργησε να γίνει το κακό. Ο μικρός έπαιζε με τα σπίρτα. Άγνωστο από πού ξετρύπωσε το κουτάκι μα κατάφερε να ανάψει το τελευταίο. Τα άλλα του είχανε σπάσει. Ήταν αρκετό. Οι κουβέρτες και τα μαξιλάρια πήραν αμέσως φωτιά. Τα έπιπλα φούντωσαν. Το δωμάτιο λαμπάδιασε. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Αυτός έτρεξε και βγήκε έξω στο δρόμο. Κατάφερε να γλυτώσει. Ο αδερφός του εγκλωβίστηκε μέσα στην κούνια τους. Μπορεί εκείνη την ώρα και να κοιμόταν. Άρπαξαν φωτιά οι πάνες και τα ζιμπουνάκια του και κάηκε ζωντανός. Ήταν λίγο μικρότερος ή δίδυμός του. Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Πάντως μέχρι το τέλος της ζωής του ο εμπρηστής θυμόταν το συμβάν πολύ καθαρά. Και κάθε βράδυ πεταγόταν όρθιος από τις παιδικές τσιρίδες και τα κλάματα που άκουγε στον ύπνο του. Τόσα χρόνια κουβάλαγε μόνος του τον σταυρό του μαρτυρίου του. Δεν τον βοήθησε ούτε του συμπαραστάθηκε κανείς. Η μόνη του παρηγοριά ήταν το χύμα φτηνόκρασο που έπινε όλη τη μέρα μέσα από την πλαστική μπουκάλα για να ζαλίσει το μυαλό του και να ξεχάσει.

Όταν έφυγαν τα οχήματα της άμεσης επέμβασης με τους αρμόδιους και τους διάφορους κρατικούς λειτουργούς και λοιπούς παρατρεχάμενους πήγα κι έπιασα τον περιπτερά. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες. Ήταν ακόμη ταραγμένος. Δεν είχε συνέλθει από το σοκ του θεάματος που μόλις είχε αντικρίσει. Η παρουσία μου τον ξάφνιασε. Μαγκώθηκε και με κοίταξε καχύποπτα. Ρωτούσα πολλά και μάλλον με πέρασε για ασφαλίτη. Ίσως έφταιγε και το ύφος μου και το παρουσιαστικό μου. Είχε την απορία μα δεν την διέψευσα. Άφησα την υποψία του να αιωρείται φλου στην ατμόσφαιρα και να θολώνει τα λιμνάζοντα νερά. Ευτυχώς που δεν μου ζήτησε ταυτότητα. Τα είχε τελείως χαμένα ο τύπος. Κάποιες φορές βολεύει να σε θεωρούν εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης. Τότε όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί σου. Σε φοβούνται λιγάκι όσο νομιμόφρονες κι αν είναι. Όλοι λίγο πολύ έχουν κάνει τις λαδιές τους. Όλοι έχουν χεσμένη τη φωλιά τους. Έκατσα αρκετή ώρα μαζί του και τα είπαμε. Ο περιπτεράς γνώριζε πολλά για τον εμπρηστή και τα ξεφούρνισε όλα με το νι και με το σίγμα. Ο έρμος ήταν ένας καταταλαιπωρημένος άνθρωπος. Και πολύ άντεξε. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου