Μία το βράδυ. Ο κόσμος τελικά
είναι πολύ μικρός και η πόλη ακόμη πιο ελαχιστότερη. Ένα τόσο δα χωριουδάκι με
μεγάλα φώτα. Οι δρόμοι και οι πλατείες έχουν αδειάσει. Όλοι κοιμούνται στα
σπίτια τους του καλού καιρού τον ύπνο του δικαίου. Αύριο θα ξυπνήσουν νωρίς για
τη δουλειά. Εγώ όχι. Απόψε δεν πρόκειται να κοιμηθώ. Περπατώ μόνος στον
πεζόδρομο και ξαφνικά την βλέπω μπροστά μου. Απρόσμενη συνάντηση. Η όμορφη σπιτονοικοκυρά
μου χαζεύει ένα κατάστημα με γυναικεία υποδήματα. Έχει παπούτσια διαφόρων ειδών
και για όλα τα δύσκολα γούστα. Γόβες μπότες και τα ρέστα. Φαίνεται κουρασμένη
μα δεν βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι της πλάι στον αγαπημένο της αντρούλη.
Ξενυχτά ολομόναχη μπροστά στις φωτισμένες βιτρίνες. Είναι αποχαυνωμένη και
απορροφημένη στο αντικείμενο του πόθου της. Δεν με έχει πάρει είδηση. Πλησιάζω
προσεχτικά από πίσω και της πιάνω τον κώλο. Χι χι. Παρά τα εξήντα χρονάκια της
διατηρείται σε καλή κατάσταση. Είναι ακόμη σφιχτός και ποθητός. Πρέπει να τον
περιποιείται και να τον γυμνάζει με επιμέλεια. Δεν λέω λόγια του αέρα. Δεν με
ξεγελά το μαύρο εφαρμοστό παντελόνι της. Έχω ιδία αντίληψη επί του θέματος.
Μιλάω εκ πείρας. Ξαφνιάζεται και βγάζει μία διαπεραστική τσιρίδα. Γυρίζει
απότομα και με κοιτάζει με τρόμο στα μάτια.
Δεν ξέρω πού πήγε το πονηρό της
μυαλουδάκι και πού έτρεξε ο τετράγωνος λογισμός της. Μάλλον στα χειρότερα. Ας
πούμε σε κάποιον επίδοξο βιαστή που την είχε παρακολουθήσει για ώρα και την
πήρε από πίσω με άγριες διαθέσεις. Ίσως φταίει που την χούφτωσα απότομα και
λίγο άγαρμπα με δίχως καλούς τρόπους. Δεν έδειξα τακτ. Της χαμογελώ και την
επαναφέρω στην τάξη. Προσπαθώ να την ηρεμήσω και να την ενθαρρύνω. Να μη
φοβάται. Εγώ είμαι και μη φωνάζεις έτσι γιατί θα πλακώσουν οι μπάτσοι και θα
μας μπαγλαρώσουν βραδιάτικα. Της μιλάω σαν να είμαστε συνένοχοι στο έγκλημα. Με
κοψοχόλιασες παιδάκι μου. Δεν είναι αστεία αυτά που κάνεις τέτοια ώρα και μέσα
στην ερημιά. Με μαλώνει τρυφερά για την αταξία μου. Κάπως συνέρχεται και η
διάθεσή της αλλάζει. Με αγκαλιάζει και με φιλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Ξεχνάει ότι αύριο το πρωί με πετάει έξω απ’ το διαμέρισμά της με όλους τους
τύπος και τους νόμους του κράτους. Κάνει πως δεν το θυμάται. Ότι όλα μεταξύ μας
είναι όπως πάντα μέλι γάλα. Γελιέται ότι θα της γίνει το χατίρι. Την έχω μεγάλο
άχτι. Είμαι έτοιμος να τη βρίσω για να ξεθυμάνω μα τελευταία στιγμή κρατάω το
στόμα μου κλειστό. Ακόμη και σε αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι η πουτάνα με
καβλώνει. Μερικές φορές δεν μπορώ να καταλάβω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να με
ψυχολογήσω. Έλεος πια. Περνάω μεγάλη ταλαιπωρία. Έχω περάσει τα πενήντα κι ακόμη
το πουλί μου με κάνει ότι γουστάρει. Είναι πολύ ζωηρό. Θέλει πάλι να βγει απ’
το κλουβί και να πετάξει κελαηδώντας μακριά.
Περπατάμε ο ένας δίπλα στον
άλλο σαν δύο πιτσουνάκια. Ένα ερωτευμένο ζευγαράκι που μόλις έχει τσακωθεί και
βρίσκεται στα μαχαίρια. Σκέφτομαι ότι τελευταία κι αυτή έχει γίνει πολύ
κυκλοθυμική και με μπερδεύει. Πάντως τούτη την ώρα δεν έχουμε πολλά να πούμε
ούτε να χωρίσουμε. Διστάζουμε αμφότεροι. Πλανιέται ανάμεσά μας ένας αέρας
αμοιβαίας αμφιβολίας και καχυποψίας. Εκείνη παριστάνει κάπως την αδιάφορη. Από
την άλλη εγώ κρατάω τα μούτρα μου κατεβασμένα και δεν ρωτάω τίποτα. Δεν έχω
όρεξη να ακούσω τις ψευτιές της και να μου ανέβει πάλι το αίμα στο κεφάλι. Να
ταπεινωθώ για άλλη μια φορά και να είμαι έτοιμος να διαπράξω γυναικοκτονία που
είναι και της μόδας. Ένας ωραίος τρόπος για να γίνεις διάσημος από τα κανάλια
και τις εφημερίδες. Μα δεν το θέλω. Μου αρέσει να είμαι ο κανένας και να έχω
την ησυχία μου και την ελευθερία μου. Ένας καθημερινός και ασήμαντος ανθρωπάκος
που όμως κάνει ότι γουστάρει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Με τα χίλια
ζόρια συγκρατιέμαι κρατώντας το στόμα μου κλειστό. Δεν βγάζω άχνα. Την γράφω
στα παπάρια μου. Μόνη της αρχίζει να μιλάει. Δεν της το ζήτησε κανείς. Μου λέει
ότι το απόγευμα τσακώθηκε με τον άντρα της και πήρε τους δρόμους τρελή κι
αλλοπαρμένη. Δεν με ενδιαφέρει και καλά να πάθει. Ας πρόσεχε. Μεγάλη κοπέλα
είναι. Δεν μου λέει τον λόγο μα ούτε και με νοιάζει. Θέλει ο ίδιος να μαντέψω
ποιος είναι η πέτρα του σκανδάλου. Δεν θα της δώσω αυτή την ευχαρίστηση.
Παραμένω σιωπηλός και απόμακρος. Τα λεγόμενά της δεν με συγκινούν καθόλου. Όμως
είμαι ιππότης και της προτείνω απλά να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της για ασφάλεια.
Δεν είναι σωστό για μια
γυναίκα να γυρίζει μόνη της τα βράδια. Διατρέχει πολλούς κινδύνους μέσα στην
άδεια πόλη. Μπορεί ακόμα και να την σκοτώσουν. Αφού πρώτα την βιάσουν από όλες
τις μεριές. Δεν πρέπει να το ρισκάρει. Η απόγνωση είναι κακός σύμβουλος. Και η
μοναξιά. Το αρνείται κατηγορηματικά. Σχεδόν γίνεται έξαλλη σαν να της σκότωσα
τον πατέρα. Απόψε δεν θέλει να επιστρέψει στη ζεστή συζυγική της κλίνη. Θέλει
να δώσει στον άντρα και αφέντη της ένα γερό μάθημα απιστίας. Δεν επιμένω και
προτίθεμαι να της κάνω παρέα. Παρ’ όλο που είμαι πτώμα από την κούραση και δεν
έχω φάει τίποτα όλη τη μέρα. Το τελευταίο δεν της το λέω από εγωισμό μα ευτυχώς
με προλαβαίνει. Πεινάει και με προσκαλεί σε δείπνο μυστικό και ανομολόγητο. Ωραία.
Λέει ότι κερνάει εκείνη γνωρίζοντας την δεινή οικονομική μου κατάσταση. Ότι
είμαι σχεδόν ταπί και ψύχραιμος. Η πρότασή της είναι συγκινητική. Την δέχομαι με
μεγάλη χαρά και ανακούφιση. Βέβαια κάνει λάθος στην κρίση της μα δεν την
διαψεύδω από ευγένεια. Δεν θέλω να της χαλάσω το παραμυθάκι που έχει φτιάξει
στο κούφιο μυαλουδάκι της. Είναι η βασίλισσα κι εγώ ο φτωχός αλήτης που
λιμοκτονεί και της ζητάει ελεημοσύνη. Θα μου δώσει να φάω έχοντας όμως στο
κεφάλι της πονηρούς σκοπούς και δεύτερες σκέψεις. Θέλοντας να με εκμεταλλευτεί
και με το παραπάνω. Δεν πρόκειται να βγει χαμένη. Είναι έξυπνη γυναίκα και
πεισματάρα. Αν και λυπημένη. Πάντως κάτι θα κερδίσει και αυτή από μένα. Ίσως και
να ‘ναι η τελευταία μας φορά. Έτσι κι αλλιώς πρώτα πρέπει να πάρω δυνάμεις. Να στυλωθώ.
Να στανιάρω και να έρθω στα ίσα μου. Όλα απ’ το στομάχι ξεκινάνε. Αυτή είναι
μια πανάρχαια και σοφή αλήθεια. Ατράνταχτη στο βάθος των αιώνων συνάδοντας με
την αρσενική μας φύση. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει.
Το μεζεδοπωλείο είναι σχεδόν
άδειο και έτοιμο να κλείσει. Δεν πτοούμαστε καθόλου από το γεγονός γιατί μας
έχει κόψει η λόρδα και τέτοια ώρα είναι μάταιος κόπος να ψάχνεις εδώ κι εκεί
ψύλλους στα άχυρα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου. Όταν μας βλέπουν να
μπαίνουμε φουριόζοι ξινίζουν τα μούτρα
τους. Το προσωπικό του μαγαζιού είναι αναιδέστατο. Δυσφορεί φάτσα κάρτα μπροστά
στα μάτια μας μα θα μας εξυπηρετήσει στο πίτσι φιτίλι θέλοντας και μη. Δεν
τολμάει να μας διώξει. Οι εποχές είναι δύσκολες και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Στρογγυλοκαθόμαστε δίπλα στην τζαμαρία χαζεύοντας έξω τον άδειο πεζόδρομο και
παραγγέλνουμε απ’ τον κατάλογο ότι γουστάρει η ψυχή μας. Τρώμε βιαστικοί και αμίλητοι
αφοσιωμένοι στα πιάτα μας. Πίνουμε και κόκκινο εμφιαλωμένο κρασί αρίστης
ποιότητας. Η διάθεσή μας φτιάχνει κάπως. Ανεβαίνουμε αργά και σταθερά. Και δεν
αργούμε να κάνουμε κεφάλι και να ‘ρθούμε στο τσακίρ κέφι. Χα χα. Σχεδόν
μεθύσαμε. Γελάνε και τα μουστάκια μας. Χαχανίζουμε ξεδιάντροπα σαν τα μικρά
παιδιά χωρίς λόγο. Τα γκαρσόνια του μαγαζιού κοιτάζουν τα ρολόγια τους και
δυσανασχετούν. Η συμπεριφορά τους δεν μας πτοεί καθόλου. Από πάνω σπάμε και
πλάκα. Τους χλευάζουμε για την δουλική υπομονή τους. Στο τέλος θα ανταμειφθούν
με ένα γενναίο πουρμπουάρ και σίγουρα θα αλλάξει και η δική τους διάθεση. Τότε
θα μας ξεπροβοδίσουν πριγκιπικά με υποκλίσεις και τεμενάδες.
Έχει δημιουργηθεί μια
ευθυμία στην ατμόσφαιρα. Σηκώνω το ποτήρι μου ψηλά κι εύχομαι στην υγεία του
αντρούλη της μα δεν τσαντίζεται. Ανταποδίδει στα ίσα. Άντε και με μια καλή
γυναίκα στο πλάι σου για να σε φροντίζει και να σ’ αγαπά. Αμήν συμπατριώτισσα
μα σαν εσένα δεν βρίσκεται καμία. Χα χα. Κορδώνεται από υπερηφάνεια. Ξαφνικά
την πλησιάζω και κολλάω τα χείλη μου στα δικά της σαν βεντούζα. Την ρουφάω
ολόκληρη. Ανταποκρίνεται ανιδιοτελώς. Αμέσως της ξεφουρνίζω ότι πρέπει να
φύγουμε. Δεν κρατιέμαι άλλο. Θέλω να την γαμήσω. Το ζήτημα είναι επείγον και
δεν χωράει καμία αναβολή. Λες και είμαι κάνας εικοσάρης νεανίας. Καταλαβαίνω
ότι το θέλει κι εκείνη. Ή μάλλον ότι το ζητούσε ήδη από πριν παίζοντας με τη
φωτιά πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Κάνουμε νόημα στον σερβιτόρο. Μας φέρνει το
λογαριασμό και πληρώνουμε αφήνοντας τα ρέστα πάνω στο τραπέζι. Μας ξεπροβοδίζουν
ανακουφισμένα χαρούμενα και χαμογελαστά όπως είχαμε προβλέψει. Ανοίγουμε την
πόρτα και βγαίνουμε έξω στη δροσερή νύχτα αγκαλιασμένοι. Φεύγουμε φουριόζοι
όπως είχαμε έρθει αναζητώντας το συντομότερο ένα άνετο διπλό κρεβάτι με μαλακό
πουπουλένιο στρώμα. Όσο πιο κοντά γίνεται.
Φτάσαμε ασθμαίνοντας στο
ξενοδοχείο του έρωτα. Μια πανάρχαια γαμηστρώνα περιωπής απέναντι από τον σταθμό
των υπεραστικών λεωφορείων που έχει πρόσφατα ανακαινισθεί αναβαθμιστεί και
αναβαπτισθεί. Ώρε φίλε μου δόξες και μεγαλεία. Την προτιμώ γιατί από εδώ έχω τις
πιο όμορφες αναμνήσεις. Ειδικά απ’ το γωνιακό δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Άφησα
στη ρεσεψιόν την ταυτότητά μου και εκείνη πλήρωσε προκαταβολικά την βραδιά. Ο
νεαρός πίσω από τον πάγκο μας χαμογέλασε ευγενικά και ανταποδώσαμε. Του ζήτησα
το νούμερο δεκαεπτά. Δικαιολογήθηκα ότι είμαι προληπτικός κι ας μην με πίστεψε.
Είναι ο τυχερός μου αριθμός και μου φέρνει γούρι. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Ήταν
διαθέσιμο και μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Πήραμε στα χέρια το μαγικό
κλειδί που ανοίγει την πόρτα του παράδεισου και μπήκαμε στο ασανσέρ. Όλα έγιναν
πολύ βιαστικά σαν να μας κυνηγούσαν. Γαμηθήκαμε ορμητικά και άτσαλα σαν
πρωτάρικα εφηβάκια. Με τέτοια δύναμη και κάβλα που ξαφνιαστήκαμε και οι ίδιοι.
Πολύ παράξενο για την ηλικία μας. Όμως μας άρεσε. Στο τέλος αφού τελειώσαμε
βάλαμε τα γέλια. Ήταν ωραία μετά από τόσο καιρό. Ύστερα από λίγο σοβαρέψαμε
απότομα. Τα βλέμματα μας καρφώθηκαν στο ταβάνι.
Κατά βάθος γνωρίζαμε και οι
δύο ότι ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Το πήδημα του αποχωρισμού. Από αύριο θα
ήμασταν και πάλι δυο ξένοι. Μπορεί και αντίδικοι. Σχεδόν δέκα χρόνια στενής
γνωριμίας και επαφής δεν θα άφηνε πίσω της τίποτα. Μόνο κάποιες πεθαμένες
αναμνήσεις. Όλα θα γίνονταν ατμός. Όμως μπορεί και όχι. Τέτοιες σχέσεις δεν
τελειώνουν τόσο εύκολα και τόσο ανώδυνα. Όταν εκείνη πήγε στην τουαλέτα εγώ
βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε βάλει λίγη ψύχρα μα παραδόξως δεν κρύωνα. Στεκόμουν
ολόγυμνος σαν αρχαίος κούρος μα δεν φοβόμουν μη με δει κανένας και
σκανδαλιστεί. Ή κάνας φανατικός ιερωμένος μου ακρωτηριάσει τα επίμαχα σημεία
που προσβάλουν την δημόσια αιδώ. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και άδεια. Με προφύλαγε
από τα αδιάκριτα βλέμματα των κοινών θνητών. Ένιωθα μια αλαφράδα και μια περίεργη
αίσθηση ελευθερίας. Ήμουν έτοιμος να πετάξω ψηλά στον μαύρο ουρανό. Να
απογειωθώ σαν πύραυλος και να χαθώ για πάντα μέσα στο μακρινό διάστημα. Αρκεί
να έπαιρνα την απόφαση και τίποτα δεν θα μπορούσε να με εμποδίσει.
Την συνόδευσα αγκαζέ μέχρι
την απέναντι πιάτσα των ταξί. Αν και η ώρα ήταν περασμένη ευτυχώς υπήρχε μία
διαθέσιμη κούρσα που διανυκτέρευε για να την πάει στο σπιτάκι της και να την επιστρέψει
στον αντρούλη της τον λεβέντη. Αποχαιρετιστήκαμε με τα σχετικά. Είπαμε αντίο
και καληνύχτα. Δώσαμε τυπικά τα χέρια και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Δίχως περιττά
δάκρυα και στεναχώριες. Χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις και ανώφελους όρκους
παντοτινής πίστης. Χαρούμενοι και με το χαμόγελο στα χείλη. Ευγνώμονες απέναντι
στην τύχη μας που αξιωθήκαμε να γνωριστούμε βαθιά και αληθινά. Μα κάποτε για
όλα φτάνει ένα τέλος που μοιάζει με μικρό θάνατο και απαιτεί θάρρος. Τότε μπαίνει
μία τελεία. Έτσι είναι τα πράγματα. Τα κόμματα και τα αποσιωπητικά περιττεύουν.
Από την άλλη τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά είναι μόνο για τους δειλούς και
τους αναποφάσιστους. Δεν σταματάμε λοιπόν. Προχωράμε και πάμε παρακάτω. Η ζωή
συνεχίζεται. Δεν μπορεί να περιμένει κανέναν από μας.

ΩΡΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή