Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ

Είχα πολλά χρόνια να δω αυτό το όνειρο. Πάνω από τριάντα. Το ξαναείδα χτες. Μέσα στο παλιό μας σπίτι το πατρικό η μητέρα με κυνηγούσε  κι εγώ έτρεχα τρομαγμένος να ξεφύγω. Συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις  χωνόμουν κάτω απ’ το κρεβάτι και περίμενα με κρατημένη την  ανάσα να περάσει το κακό. Από  κει κάτω έβλεπα μόνο  την άκρη του νυχτικού και τα γυμνά της πόδια να πλησιάζουν και την άκουγα να φωνάζει αγριεμένη το όνομά μου. Μετά από κάποιες επαναλήψεις ήξερα πως ήταν όνειρο και ο φόβος κάπως μετριαζόταν. Τότε κάποια καρφίτσα θα βρισκόταν στο χέρι μου να με βοηθήσει να ξυπνήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα  ή  θα έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά και θα έλεγα από μέσα μου τώρα τα ανοίγω και ξυπνάω. Δυστυχώς μάταια όλα. Άδικος κόπος. Τα φτηνά μου κόλπα δεν έπιαναν και κάποια στιγμή  η μητέρα με  ανακάλυπτε. Τότε εγώ θα έτρεχα πάλι για να ξεφύγω από την μανία της.

Άλλες πάλι  φορές  κάτι με κρατούσε κολλημένο στη θέση μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Να κάνω ρούπι. Τότε με έπιανε πανικός. Πίστευα ότι είχε έρθει η ώρα μου. Όμως όλα ξαφνικά πάγωναν και ούτε η μητέρα μου μπορούσε να τρέξει και να με πιάσει  στα χέρια της.  Μόνο  στεκόταν  λίγο παραπέρα σαν άγαλμα και με κάρφωνε με το σκοτεινό της βλέμμα. Ή  όποτε  κατάφερνε να με πλησιάσει έκανα ένα τεράστιο άλμα μέχρι το ταβάνι και πάλι της ξέφευγα. Η υπόθεση είχε πολύ σασπένς και μεγάλες ανατροπές. Γιατί πάντα της ξέφευγα. Ακόμα  και όταν έφταναν οι ενισχύσεις και το σπίτι γέμιζε με άγνωστους άντρες  οπλισμένους σαν αστακούς που έψαχναν να με βρουν να με συλλάβουν και να με οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τότε  άνοιγα το μικρό παράθυρο του σαλονιού και πήδαγα πίσω στην αυλή και ανέβαινα  στο λιακωτό και τα κεραμίδια και  βουτούσα στο βάραθρο του διπλανού σπιτιού. Ήταν φορές που είχα παρακολουθήσει και την κηδεία μου εκεί.  Ή σε άλλες περιπτώσεις κατέβαινα στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και από κει πεταγόμουν έξω στον δρόμο και γλύτωνα. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβω το σκηνικό άλλαζε και βρισκόμουν κάπου μακριά στον κήπο κάποιου άγνωστου σπιτιού και λούφαζα πρηνής  ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα  μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Όλη τη νύχτα άκουγα γύρω μου κραυγές και ποδοβολητά κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Όμως ποτέ δεν με έπιασαν. Κι ύστερα ξύπναγα κατουρημένος.

Τώρα μετά από τριάντα χρόνια κοτζάμ μαντράχαλο με κυνηγούσε η μητέρα μόνη της.  Και για πρώτη φορά κατάφερε να με γραπώσει. Ήταν απρόσμενο. Δεν το περίμενα. Τότε  αναγκάστηκα να της τρυπήσω με τα δάχτυλα και να της βγάλω και τα δύο της μάτια. Ξέφυγα πάλι από τα χέρια της μα αυτή συνέχισε να με κυνηγά στα τυφλά. Ίσως με κάποιο τρόπο και να ‘βλεπε. Άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα  στο δρόμο. Δεν πρόσεξα αν με ακολουθούσε. Απ’ τον φόβο μου δεν γύρισα ούτε μια φορά να κοιτάξω πίσω. Μόνο προχωρούσα γρήγορα κι έτρεχα πολύ ώσπου έφτασα στην πλατεία. Εκεί αντίκρισα τον πατέρα και τον θείο μου καθισμένους  έξω από την ταβέρνα να πίνουν χαμογελαστοί το κρασί τους χωρίς να μιλούν. Τους πλησίασα έντρομος και τους είπα τι έγινε στο σπίτι μα αυτοί δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Συνέχισαν να πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι και να χαμογελούν. Κάποια στιγμή ο θείος με χάιδεψε στο κεφάλι και μετά από λίγο ο πατέρας μού μίλησε. Γιάννο μου δεν πρέπει να ανησυχείς. Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να το ήξερες καλά. Οι νεκροί δεν μπορούν να βλάψουν τους ζωντανούς. Ύστερα ξύπνησα κατουρημένος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου