Είχα κουραστεί να περπατώ απ’ το πρωί
μέσα στους δρόμους και κάθε τόσο σκόνταφτα
και παραπατούσα στα παλιοπεζοδρόμια. Έτρεμα ότι θα πέσω και θα χτυπήσω πάλι στα
γόνατα. Αυτό ήταν το αδύνατο σημείο μου. Ήταν γεμάτα γρατζουνιές και γδαρσίματα.
Τώρα μπορεί και να μάτωναν. Πάντως σίγουρα Θα πονούσα και θα έβαζα τα κλάματα.
Και μετά θα ένιωθα αφάνταστη ντροπή.
Όμως φοβόμουν και να γκρινιάξω και να
παραπονεθώ σαν παιδάκι κι εγώ. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή της θείας. Κάνε
υπομονή και σε λίγο φτάνουμε μου είπε. Σε όλη τη διαδρομή με κρατούσε γερά απ’
το χέρι και προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο. Να μου ανυψώσει το ηθικό.
Τουλάχιστον καταλάβαινε την κούρασή μου και τον αγώνα μου να σταθώ όρθιος. Να
μην λιποψυχήσω. Μα μπροστά μου ο σκοτεινός διάδρομος έμοιαζε ατέλειωτος. Το είχα
μετανιώσει μα δεν μπορούσα να μείνω και στο σπίτι με τόση σκόνη και θόρυβο. Οι
εργάτες έκαναν πολλή φασαρία και μου έσπαγαν τα ευαίσθητα νεύρα μου. Έτσι δεν
είχα άλλη επιλογή και δυστυχώς δεν έπαιρνα εγώ τις αποφάσεις. Σήμερα έπρεπε να
δω και την μητέρα.
Επιτέλους φτάσαμε. Όταν μπήκα στο
θάλαμο μια λάμψη με τύφλωσε απότομα. Ζαλίστηκα από το δυνατό φως. Μετά από λίγο
τα μάτια μου συνήθισαν. Το δωμάτιο ήταν λευκοντυμένο και ζεστό. Οι τοίχοι τα
κρεβάτια οι κουρτίνες τα πάντα όλα. Στο βάθος η μαμά μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι
κρατούσε στην αγκαλιά της τη μπέμπα και της έλεγε γλυκόλογα. Η θεία πλησίασε κοντά
τους φίλησε τη μαμά και χάιδεψε το μικρό
πιθηκάκι. Εγώ όσο και να μου φώναζαν είχα μαρμαρώσει στη μέση του θαλάμου και
δεν κουνιόμουν ρούπι.
Ξαφνικά από μπροστά μου πέρασε μια πανέμορφη
κοπέλα ντυμένη στα άσπρα κι αυτή που κρατούσε ένα μπωλ με σοκολατάκια τυλιγμένα
σε ασημόχαρτο. Αμέσως μου τράβηξαν την προσοχή και την περιέργεια. Το στομάχι
μου άρχισε να γουργουρίζει λιχούδικα. Η νοσοκόμα μου πρόσφερε ευγενικά ένα από
τα γλυκάκια και άρχισα να το ξετυλίγω βιαστικά. Όμως δεν έπαψα να την καρφώνω
με το βλέμμα μου το πονηρό. Ξαφνικά ένα λίγωμα πλημύρισε το στήθος μου και ένιωσα
τα μάγουλά του να καίνε. Έγινα κατακόκκινος σν παντζάρι. Εκείνη κάτι πρέπει να
κατάλαβε γιατί λίγο πριν φύγει από τον θάλαμο μου τσίμπησε απαλά το μάγουλο και
χαμογελώντας μου έκλεισε το μάτι. Είχε βγει έξω στο διάδρομο μα εγώ συνέχισα να
την βλέπω και να την κοιτάζω.
Άκουγα πάλι τη μαμά να με φωνάζει. Έτρεξα
και ρίχτηκα με παράπονο στην αγκαλιά της. Παραλίγο να με πάρουν τα κλάματα μα
συγκρατήθηκα. Ίσως να βγήκε μέσα από τα σπλάχνα μου μόνο ένας μικρός
ανεπαίσθητος λυγμός. Είχα μέρες να την δω και να ακούσω τη φωνή της και φοβήθηκα
ότι δεν θα την ξανάβλεπα. Γι’ αυτό και τα βράδια έβλεπα άσχημα όνειρα και δεν
κοιμόμουν καλά. Μείναμε αρκετοί ώρα αγκαλιασμένοι.
Μου μιλούσε γλυκά και μου χάιδευε τα μαλλάκια μου. Κάποια στιγμή η θεία είπε
ότι έπρεπε να φύγουμε. Αύριο θα ερχόμασταν ξανά. Τώρα η μαμά έπρεπε να
ξεκουραστεί. Όμως εγώ δεν ήθελα να φύγω. Αν ήταν στο χέρι μου θα έμενα για
πάντα μέσα σ’ αυτό το λευκό δωμάτιο. Όμως δεν έπαιρνα εγώ τις αποφάσεις. Την φίλησα και
βγήκα πάλι στον σκοτεινό διάδρομο. Τότε θυμήθηκα την όμορφη νοσοκόμα. Κοίταξα
τριγύρω μα δεν την είδα πουθενά.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι οι εργάτες
δούλευαν ακόμα. Το κομπρεσέρ είχε σπάσει όλο το πεζοδρόμιο και έμπαινε στον
μακρόστενο διάδρομο. Είχε γεμίσει ο τόπος από λακκούβες χώματα και πέτρες και η
σκόνη έφτανε μέχρι το ταβάνι. Κοβόταν η αναπνοή μου και μια άσχημη οσμή έβγαινε απ’ τον σπασμένο
υπόνομο. Πιο μέσα στο σαλόνι όλα ήταν ήρεμα όπως κάθε μέρα. Η γιαγιά καθισμένη
στην αναπαυτική της πολυθρόνα ήταν ντυμένη πάντα με μαύρα ρούχα και δεν
έλεγε παραμύθια. Η αδερφή μου η μπουμπού
μπουσούλαγε στο πάτωμα φορώντας ένα κίτρινο ολόσωμο φορμάκι και έπαιζε με τις
κούκλες της. Εγώ καθόμουν ζαρωμένος στη γωνιά μου και κοιτούσα. Δεν μου έδιναν καμία
σημασία σαν να μην υπήρχα ή σαν να ήμουν αόρατος. Στην κουζίνα η κοπέλα με τα
άσπρα σοβαρή και αγέλαστη ετοίμαζε το φαγητό και η μαμά κουβέντιαζε με τη θεία μα
δεν μπορούσα να ακούσω τι λένε. Απ’ έξω ο θόρυβος δυνάμωνε και η σκόνη με έπνιγε.
Όμως από τη γωνιά μου τα έβλεπε όλα. Το
μεγάλο τρυπάνι είχε κομματιάσει το πωρ μαντώ και τον καθρέφτη. Έσπασε και τις έντεκα
γλάστρες της μαμάς με τα όμορφα σπαθιά. Πλησίαζε επικίνδυνα και τίποτα δεν
μπορούσε να το σταματήσει. Έβαλα τις φωνές κι έδειξα με το χέρι μου προς την
είσοδο. Προσπάθησα να τις προειδοποιήσω μα κανείς δεν με άκουγε. Για να γλυτώσω
κρύφτηκα κάτω από την πολυθρόνα της γιαγιάς ανάμεσα στα ασπριδερά της μπούτια
και τις μπεζ καλτσοδέτες που φτάνανε μέχρι το γόνατο. Φύγε από δω γιατί θα το
πω στον πατέρα σου. Μου φώναξε αγριεμένη που την τσιμπούσα και την χάιδευα μα
εγώ συνέχισα το βιολί μου. Δεν σταματούσα με καμία δύναμη μέχρι που το κομπρεσέρ
μπήκε στο σαλόνι και τα έκανε όλα χίλια
κομμάτια. Κι εκείνη μαζί.
Το βράδυ που γύρισε ο πατέρας από τη
δουλειά η κοπέλα με τα άσπρα του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Με κάθε
λεπτομέρεια. Τότε εκείνος νευρίασε. Έβγαλε απ’ το παντελόνι του τη δερμάτινη
ζωστήρα και με χτύπησε δυνατά στα πόδια. Δεν έτρεξα να κρυφτώ ούτε προσπάθησα
να δικαιολογηθώ. Ούτε έκλαψα. Μόνο συνέχισα να τον κοιτάζω κατ’ ευθείαν στα
μάτια. Ήταν η τρίτη φορά που τον έδερνε. Και η τελευταία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου