Η ώρα είχε πάει τρεις και πλέον
ένιωθα τα πόδια μου κομμένα. Να μην με υπακούουν. Είχα αποκάμει. Δεν με
κρατούσαν άλλο. Η νύχτα είναι ατέλειωτη και η φωτισμένη πόλη ποτέ δεν κοιμάται.
Είναι μικρή μα πρέπει να περπατηθεί ολόκληρη μία και δύο φορές μέχρι τελικής
πτώσης. Είμαι ο πιο ακαταπόνητος οδοιπόρος και μοναχικός περιπατητής της. Ένας
αέναος διαβάτης του σύμπαντος κόσμου. Δεν σταματώ ποτέ να προχωρώ συνήθως προς
άγνωστη κατεύθυνση. Σκέφτομαι ότι κάποια μέρα θα πεθάνω ξαφνικά περπατώντας στο
δρόμο και αγαλλιάζει η ψυχή μου. Αυτό το τέλος μου αξίζει και επιθυμώ. Έναν
ευτυχισμένο θάνατο ανάμεσα στο πλήθος και σωριασμένος πάνω στο τσιμέντο. Μα αυτή
την ώρα χρειάζομαι ένα τελευταίο ποτό δυναμωτικό για ξέπλυμα προτού βγει το
πρώτο φως. Προτού με δει κατάφατσα το ξημέρωμα και με εξαϋλώσει. Τότε θα πρέπει
να επιστρέψω γρήγορα στο καβούκι μου και στον τάφο μου και για προστασία να
ρίξω πάνω μου πάλι το ξύλινο παλτό μου. Μα έχω ακόμα καιρό. Τώρα προέχουν να
γίνουν άλλα πιο σημαντικά και επείγοντα. Όλα με τη σειρά τους. Όλο στον χρόνο
τους.
Απ’ έξω το καφενείο του
μπάτσου μοιάζει κλειστό με τα φώτα σβησμένα μα ξέρω καλά ότι αυτό δεν μπορεί να
είναι παρά μια επίμονη ψευδαίσθηση. Μια φρεναπάτη του κουρασμένου μου μυαλού
που ξεγελά ξεδιάντροπα τα μάτια μου και μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Δηλαδή μου
κάνει κόλπα και με κοροϊδεύει. Συμβαίνουν ανήθικα πράγματα. Δεν μπορώ πλέον να
το ελέγξω και να το βάλω σε μια τάξη. Το μαγαζί είναι παράωρο και αφτεράδικο. Διανυκτερεύει
σαν τα φαρμακεία και τα νοσοκομεία. Αυτό το ξέρω καλά. Είναι το στέκι μου εδώ
και πολλά χρόνια. Τίποτα δεν μπορεί να μου αλλάξει τούτη την άποψη. Καμία οφθαλμαπάτη
όσο έντονη και πιστευτή μπορεί να είναι. Τοκ τικ τακ. Χτυπώ το συνθηματικό σε
άπταιστο κώδικα μορς και η πόρτα ανοίγει αυτόματα. Ντριν. Ευτυχώς που τον θυμάμαι.
Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Στα χάλια που είμαι θα μπορούσα εύκολα να τον μπερδέψω
και να ξεμείνω απέξω σαν όρθιο ξυλάγγουρο μέχρι να σωριαστώ κατάχαμα φαρδύς
πλατύς και με μαζέψει κάνα περαστικό ασθενοφόρο που θα πηγαίνει ντουγρού για το
νεκροτομείο. Ή το σκουπιδιάρικο του δήμου με προορισμό τον μεγάλο λάκκο της χωματερής.
Όμως εδώ μιλάμε για προηγμένη
τεχνολογία. Δεν είναι παίξε γέλασε. Επιπλέον κάποιος πρέπει να με μπάνισε και από
την κάμερα ασφαλείας κι έδωσε την άδεια να περάσω στα ενδότερα. Βάζουν μάτι και
στην κλειδαρότρυπα. Ίσως να ήταν το ίδιο το αφεντικό αυτοπροσώπως ή κάποιος από
τους θαμώνες που φύλαγε τσίλιες για κάθε ενδεχόμενο. Όπως και να το κάνεις
συμβαίνουν και απρόοπτα. Νύχτα είναι χωμένη στα βαθιά και πρέπει να φυλάγεσαι. Μα
μέσα στο μαγαζί με ξέρουν όλοι πολύ καλά σαν κάλπικη δεκάρα και έχω την αποδοχή
τους. Έχω περάσει από όλες τις εξετάσεις με άριστα και διαγωγή κοσμιοτάτη. Αμ
πώς. Όχι παίζουμε. Ας πούμε ότι με κάποιο τρόπο είναι παλιοί γνωστοί που με εκτιμούν
για τον βίο και την πολιτεία μου. Από όσα τουλάχιστον ξέρουν για μένα. Δεν τους
φοβάμαι. Είναι φιλαράκια και συνοδοιπόροι από διάφορες φάσεις της πολυτάραχης
ζωής μου. Σύντροφοι στα όπλα για την μάχη της ζωής. Στην ειρήνη και στον
πόλεμο. Τους εμπιστεύομαι απόλυτα. Κι αυτοί το ίδιο.
Μπήκα μέσα και αποδείχτηκε περίτρανα
ότι είχα όλο το δίκιο με το μέρος μου. Το μαγαζί έχει χαμηλό φωτισμό μα είναι
φίσκα στον κόσμο. Όλα τα αξιότιμα φαντάσματα από το μακρινό μου παρελθόν είναι
εδώ χλομά και κιτρινιάρικα και με περιμένουν. Μέχρι και ο γάτος μου ο μπόμπος
που έχω χρόνια να τον δω να τον χαϊδέψω και να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Από
τα ηχεία ακούγονται παλιά μπλουζ στο σπινό. Όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα και
η μπάρα γεμάτη. Δεν υπάρχει ούτε ένα σκαμπό ελεύθερο για να καθίσω και να βάλω
τον κώλο μου χάμω. Να ξεκουράσω λίγο τα ποδαράκια μου. Στέκομαι στο κέντρο του
μαγαζιού αμήχανος και αναποφάσιστος. Η κατάστασή μου κρίνεται περίπου ως
απελπιστική. Περίεργο. Κανείς δεν μου δίνει σημασία. Πίνουν καπνίζουν και
σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους σαν να μη με βλέπουν ή να μην υπάρχω. Έχω καιρό
να περάσω μα δεν περίμενα τέτοια αντιμετώπιση. Σαν όλοι να με έχουν ξεχάσει. Βρίσκομαι
σε σοβαρό δίλλημα. Να μείνω ή να σηκωθώ να φύγω από κει μέσα. Πρέπει να πάρω
γρήγορα μια δύσκολη απόφαση. Και ξαφνικά γίνεται το θαύμα. Όλα τα βλέμματα πέφτουν
κατά πάνω μου βλοσυρά και επικριτικά. Σαν να θέλουν να με περάσουν από δίκη και
να με καταδικάσουν με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καν να απολογηθώ. Παγώνω
κι αρχίζω να τρέμω ολόκληρος. Είναι εχθρικοί απέναντί μου. Μόνο ο γάτος μου ο
μπόμπος με πλησιάζει κι αρχίζει να τρίβεται στα πόδια μου. Είναι η μοναδική μου
υπεράσπιση και ασπίδα σωτηρίας. Δεν θα τους επιτρέψει να με πειράξουν. Είμαι
απόλυτα σίγουρος. Βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση και δεν χωράνε μεσοβέζικες λύσεις.
Πρέπει να δώσω τον κρισιμότερο αγώνα της ζωής μου και ή ταν ή επί τας που λέγαν
και οι αρχαίοι μάγκες.
Ξαφνικά απ’ το βάθος η
κουτσή η ξεδοντιασμένη αρχίζει να γελάει σαν τρελή και πετάει ένα άδειο
μπουκάλι προς το μέρος. Δεν το περίμενα. Αιφνιδιάζομαι. Δεν προλαβαίνω να σκύψω
μα δεν με πετυχαίνει. Περνάει ξόφαλτσα από δίπλα μου και γίνεται χίλια κομμάτια
στην πόρτα πίσω μου. Όχι σπασίματα εδώ μέσα. Το αφεντικό του μαγαζιού ο
καφετζής και πρώην μπάτσος δεν χαρίζει κάστανα. Είναι σοβαρός και αυστηρός και
προσπαθεί να διατηρήσει μια τάξη και μια ευπρέπεια στο χώρο. Φωνάζει τσαντισμένος
πίσω από την μπάρα μα εμένα δεν μου δίνει ούτε καν ένα βλέμμα συμπόνιας. Ο
νεκροθάφτης συμφωνεί μαζί του και δίνει μία σφαλιάρα σβουριχτή και ανάποδη στην
αδερφή του την κουτσάβλω που κάθεται δίπλα του. Ίσα μωρή παλιοχαμούρα. Σεμνά
και ταπεινά. Σε μένα μόνο μία ξεψυχισμένη ροχάλα. Φτούσου και σένα ρε ξεφτίλα
που ‘χεις και μούτρα να εμφανίζεσαι μπροστά μας. Μου ρίχνει και πέντε φάσκελα
στη μούρη που είναι όλα δικά μου. Με περιλούζει και με άλλα μπινελίκια και με
βρίζει πατόκορφα μα δεν καταλαβαίνω το λόγο. Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους
εδώ μέσα. Σαν να ζω έναν εφιάλτη. Δεν καταλαβαίνω τι έχω κάνει και πού έχω φταίξει.
Πού τους έχω πειράξει. Δεν νιώθω τύψεις ούτε ντρέπομαι για κάτι. Είμαι παντελώς
αθώος και θέλω να το βροντοφωνάξω. Από το διπλανό τραπέζι ο κοντός με την παρέα
του τον ψηλό και τον χοντρό κουνάνε και οι τρεις με νόημα τα κεφάλια τους πάνω
κάτω δεξιά κι αριστερά σαν μαριονέτες. Σου είχα πει να προσέχεις γιατί θα ‘χεις
μπλεξίματα. Δεν μ’ άκουσες κι έκανες τα δικά σου ξεροκέφαλε. Τώρα βγάλ’ τα πέρα
μόνος σου με μαλώνει και με αποκαρδιώνει ακόμη περισσότερο.
Πιο κει η μαμά έχει σκύψει
το κεφάλι τρομαγμένη και είναι βουρκωμένη έτοιμη να βγάλει τα κλάματα. Ο πατέρας
την κοιτάζει άγρια και είναι έτοιμος να βλαστημήσει το χριστό της και την
παναγία της μα συγκρατιέται. Ο θείος μου ο ναυτικός τρώει νευρικά τα νύχια του
και δεν παίρνει θέση κοιτάζοντας το ταβάνι. Κρίμα που τα βλέμματά μας δεν
συναντήθηκαν ούτε μια φορά. Η θεία έχει γεράσει και ζαρώσει πολύ και κοιμάται
όρθια σαν ταριχευμένη μούμια. Είναι φευγάτη και η φασαρία φαίνεται να μην την
ενοχλεί. Στην μπάρα κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο ο καλός μου ξάδελφος με τον
ξανθό τον παλιό συμμαθητή μου απ’ το δημοτικό ήδη. Κάποια στιγμή σηκώνονται και
έρχονται εναντίον μου με άγριες διαθέσεις. Κι όμως εγώ τους αγαπώ πολύ και τους
έχω μέσα στην καρδιά μου. Η προσβολή πρέπει να ξεπλυθεί με αίμα ουρλιάζουν με
ένα στόμα και μια φωνή και μου τρυπάνε τα αυτιά. Έχουν όλοι τους μουρλαθεί. Δεν
βρίσκω άλλη εξήγηση. Ταυτόχρονα βγάζουν τα στιλέτα από τις τσέπες. Ο γάτος μου
αγριεύει και αναταράζεται και χωρίς να χάσει καιρό τους δείχνει τα δόντια και
τα νύχια του. Η γούνα του φουντώνει το στήθος του φουσκώνει και γίνεται
τριπλάσιος σε μπόι και μέγεθος. Αρχίζει να νιαουρίζει απειλητικά προς το μέρος
τους μα ξέρω πως την κρίσιμη στιγμή θα το σκάσει απ’ το παράθυρο και θα με
αφήσει μόνο και απροστάτευτο απέναντι στο μίσος και την μανία τους. Κι όμως δεν
του κρατάω κακία. Νοιάζεται κι αυτός για την επιβίωσή του. Όπως όλοι μας.
Είμαι περικυκλωμένος και δεν
μπορώ να ξεφύγω. Βρίσκονται τριγύρω μου σε απόσταση αναπνοής. Τους κοιτάζω
τρομαγμένος και με κομμένη την ανάσα. Τότε προτού γίνει το κακό και χυθεί άδικο
αίμα μπαίνει στη μέση ο ωραίος λοχαγός και τους σταματά. Τους κόβει τον βήχα με
το μαχαίρι. Αυτό είναι άνανδρο και άτιμο τους λέει. Δεν πρέπει να συμβεί. Ότι
και αν έχει κάνει είναι μόνος άοπλος και ανυπεράσπιστος απέναντι σε όλους μας.
Γυρίζει προς το μέρος μου και με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Σήκω φύγε όσο
είναι καιρός. Αν θες να σώσεις το τομάρι σου. Από την πίσω πόρτα. Προσπάθησα να
πω κάτι για να παραπονεθώ μα με μια κίνηση του χεριού του με κόβει στη μέση. Επιμένει.
Είναι ανένδοτος. Σήκω φύγε όσο προλαβαίνεις. Τον πούλο παλιομαλάκα. Τι να κάνω.
Βάζω την ουρά κάτω από τα σκέλια και τραβώ στο βάθος για το πίσω μέρος του μαγαζιού.
Περνώντας έξω από την τουαλέτα βλέπω κάποιες τρελαμένες μαινάδες να
διονυσιάζονται σε λεσβιακό τρίο παρτούζα. Καβλωμένες και οιστρηλατημένες βάκχες
που τις ζηλεύω απεριόριστα. Θα ήθελα πολύ να είμαι ανάμεσά τους μα η κατάσταση που
βρίσκομαι είναι ζόρικη και δεν με παίρνει. Κοιτάζω καλύτερα τις σιλουέτες τους γιατί
το φως είναι λιγοστό και θαμπό. Βλέπω την ξανθιά την νοσοκόμα και την μπεμπέκα
ολόγυμνες να ερωτοτροπούν αγκαλιασμένες σφιχτά σαν τα φίδια. Δεν με κατάλαβαν
ούτε μου έδωσαν σημασία.
Πίσω μου νιώθω όλα τα βλέμματα
των ανδρών να με παρακολουθούν. Μπροστά μου είναι ο κλητήρας και με περιμένει.
Δεν μου λέει ούτε κουβέντα. Είναι κι αυτός πολύ φοβισμένος και τρέμει σαν το
ψάρι μα ξέρω ότι με συμπονά. Ξεκλειδώνει και μου ανοίγει την πόρτα για να την
κοπανήσω σαν λαγουδάκι με ελαφριά πηδηματάκια. Επιτέλους βγαίνω έξω και ανασαίνω
τον καθαρό αέρα της νύχτας. Ολομόναχος. Ο γάτος δεν με ακολούθησε. Έμεινε μαζί
με τους άλλους στο μαγαζί που πλέον μου θυμίζει ομαδικό τάφο. Μια κατακόμβη γεμάτη
από φαντάσματα και βρικόλακες όπου δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το ποδάρι μου. Μόνο
πεθαμένος. Για μένα όλοι αυτοί είναι πλέον νεκροί και ανύπαρκτοι. Να πάνε στο
διάολο και να πα να γαμηθούν.
Κι όμως όλοι αυτοί οι παλιοί
μου γνωστοί φίλοι και συγγενείς έχουν ένα κοινό. Δεν πρόλαβαν να γεράσουν και
να μπουν στην τρίτη και στην τέταρτη ηλικία και να μακροημερεύσουν. Να φθαρούν
ανεπανόρθωτα και να πέσουν. Δεν κατάφεραν να πεθάνουν πλήρεις ημερών σε τούτη εδώ
την εποχή της ευτυχισμένης και χαρούμενης μακροζωίας. Έτσι γλύτωσαν το μεγάλο μακελειό
και την αναπόφευκτη σαπίλα. Φύγανε στην ακμή τους και πάνω στη μεγάλη τους
δόξα. Θριαμβευτικά. Κι ας γεννήθηκαν σημαδεμένοι με ύπαρξη βαριά κι ασήκωτη. Σ’
αυτό στάθηκαν τυχεροί. Έφυγαν νωρίς και έγκαιρα. Τους ζηλεύω κι ας με έχουν
μεγάλο άχτι γιατί ακόμα ανήκω στη συνομοταξία των ζωντανών έστω και προσωρινά.
Όμως για μένα το μέλλον είναι
αβέβαιο. Αν δηλαδή το αίμα θα γίνει νερό και το σπέρμα θα μουλιάσει. Αυτά
σκεφτόμουν πάνω κάτω όταν άκουσα πίσω μου μια περίεργη φωνή και σκιάχτηκα.
Ερχόταν μέσα από το καφενείο μα δεν την αναγνώρισα. Δεν κατάλαβα ποιανού είναι.
Ούτε καν ξεχώρισα αν ήταν γυναικεία ή αντρική.
Είχε μια περίεργη ψιλούτσικη εφηβική χροιά. Στο καλό. Μπαμπάκι ο δρόμος
σου. Και να μη χάνεσαι. Οι νεκροί πάντα περιμένουν. Αυτά είπε και μετά απλώθηκε
μια βαθιά σχεδόν απόκοσμη και εκκωφαντική σιωπή μέσα στην ήσυχη νύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου