Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

ΕΓΩ ΠΑΩ ΤΩΡΑ (Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΑ ΦΕΡΝΕΙ)

Είναι δύο την νύχτα και βρίσκομαι σε μεγάλη μούρλια. Περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί σαν ζαλισμένο κοτόπουλο. Μου ‘χει φύγει το κεφάλι. Είμαι αναποφάσιστος. Ψάχνω μαγαζί να πιω ένα καφέ της παρηγοριάς μήπως και στανιάρω λιγάκι. Να πάρω κάπως τα πάνω μου. Να αναθαρρήσω. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.

Ευτυχώς ο φούρνος με τα γλυκά και τα χωριάτικα ψωμιά στο κάτω μέρος της πλατείας είναι ανοιχτός όλο το εικοσιτετράωρο. Μου τον  ετοιμάζει ένας όμορφος νεαρός πίσω απ’ τον πάγκο. Τον ευχαριστώ και του κλείνω με νόημα το μάτι. Εκείνος απλά μου χαμογελάει ευγενικά. Κάτι είναι κι αυτό. Μου αρκεί. Δεν ζητάω περισσότερα. Ανεβαίνει κάπως το πεσμένο ηθικό μου. Απέναντι τα φτερωτά λιοντάρια κοιμούνται του καλού καιρού και παραδίπλα έχουν αράξει δυο βαριεστημένοι ταξιτζήδες περιμένοντας πελατεία. Κάτι μονολογούν μεταξύ τους μα δεν δίνω σημασία. Μετά χασμουριούνται και φαίνονται τα χαλασμένα τους δόντια. Ξεπροβάλει μπροστά μου όλη η νυσταγμένη σαπίλα της οικουμένης. Όμως τούτη τη στιγμή που ρουφώ το δυναμωτικό μου και μου καίει το λαρύγγι δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα άλλο. 

Ξαφνικά περνάει από μπροστά μου ο μουρλός. Ώχου βασανάκια. Προχωρά αργά κουβεντιάζοντας με τον εαυτό του. Το παντελόνι του είναι φαρδύ και του πέφτει μα δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν. Είναι και μισόγυμνος. Από πάνω δεν φοράει τίποτα. Και ξυπόλυτος. Τον κοιτάζω και κρυώνω. Τουρτουρίζω και τρεμουλιάζω. Τι να πεις. Όλα μια συνήθεια είναι. Πηγαίνει κι έρχεται πέρα δώθε ρίχνοντας λοξές ματιές προς το μέρος μου. Δεν τσιμπάω. Με έχει ζαλίσει αλλά κάνω τον αδιάφορο. Δεν έχω καμία όρεξη να πιάσω κουβέντα και να μ’ αρχίσει στην τσιλάγρα. Θα πάει το στόμα του ροδάνι. Αρχίζει το παραμύθι του. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Και πάλι τα ίδια. Επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια σαν να ‘χει κολλήσει η βελόνα του πικάπ. Σταματάει και μου ζητάει τσιγάρο. Του λέω ότι δεν έχω. Λυπάμαι ρε φίλε αλλά δεν καπνίζω. Τι να κάνουμε.

Στην αρχή ρουτζώνει και δυσανασχετεί  μα το καλοσκέφτεται και  μου ρίχνει δίκιο. Σωστά. Βλάπτει σοβαρά την υγεία. Μα εμένα τίποτα δεν μπορεί να μου κάνει κακό και να με πειράξει. Είμαι άτρωτος. Το ξωτικό της νύχτας. Έρχομαι από άλλο κόσμο. Είμαι περίεργο ανέκδοτο. Αψηφώ κάθε κίνδυνο. Κι αρχίζει πάλι να παίζει η ίδια μασημένη κασέτα. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Συμφωνώ και επαυξάνω. Έχει και την πλάκα του. Δεν τον βαριέσαι. Αν είσαι σε καλή διάθεση. Μα τώρα άντε στο καλό κι άσε με στην ησυχία μου. Πήγαινε στο σπιτάκι σου να ξαποστάσεις. Έτσι του λέω ηλιθιοδέστατα αφού ξέρω ότι κοιμάται στον δρόμο. Για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα βγάζω από την τσέπη μου κάτι ψιλά και του τα δίνω. Τα σφίγγει με θέρμη μέσα στην παλάμη του και τα φιλάει μα δεν φεύγει και δεν μ’ αφήνει στην ησυχία μου. Δεν κουνιέται ρούπι. Μόνο θρονιάζεται και στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα δίπλα μου. Ωραία. Τώρα έχω και παρέα. Κακός μπελάς με βρήκε βραδιάτικα και να δω πώς θα ξεμπερδέψω. Ευτυχώς. Μετά από λίγο κλείνει τα μάτια και γέρνει το κεφάλι του μπροστά. Αρχίζει να ροχαλίζει του καλού καιρού.

Αποτελεί γνωστή φάτσα της πόλης μα είναι ανενόχλητος και άκακος. Η μούρη του είναι σεσημασμένη και καταζητείται μα δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη ζωή του. Τουλάχιστον από τότε που του ‘στριψε η βίδα και πήρε τους δρόμους και τα άγρια βουνά. Από τότε που τρελάθηκε και το μυαλό του έγινε χυλός. Κανείς δεν ξέρει το λόγο. Ούτε από πού κρατάει η σκούφια του. Φύτρωσε στην πόλη μας ξαφνικά. Κάθε τόσο εξαφανίζεται και όλοι υποψιάζονται ότι τον έχουν πάλι μπουζουριάσει σε κάνα κοινωφελές ίδρυμα. Μα εκείνος έχει ένα ισχυρό πάθος με την ελευθερία. Μια ζωώδη έλξη προς την αλητεία και την περιπλάνηση. Δεν μπορεί να μείνει για καιρό πίσω από τα κάγκελα και τους τέσσερις τοίχους και να καταπίνει χάπια και όλη τη μέρα να κοιμάται ή να είναι ζαβλακωμένος. Σκέφτεται πολύ και θέλει το μυαλό του να είναι καθαρό και ξάστερο. Όχι θολωμένο και νωθρό. Γι’ αυτό συνέχεια το σκάει. Ας έχει εκεί τσάμπα φαγητό και στέγη και ανθρώπους που νοιάζονται για κείνον. Τους χαρίζει όλες τις ανέσεις και τις φροντίδες τους. Δραπετεύει από τα άσυλα και τις κλινικές και εμφανίζεται πάλι σαν φάντης μπαστούνι μπροστά μας. Κι αρχίζει πάλι τα ίδια και χειρότερα. Εγώ πάω τώρα κι ο άνεμος τα φέρνει και τα ρέστα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ποιος ξέρει τι θέλει να πει. Μιλάει με χρησμούς αρχαίου μάντη και ιεροφάντη κεραυνοβολώντας τους πάντες τριγύρω του με κατάρες σαν οργισμένος προφήτης της παλαιάς διαθήκης. Είναι υπερβολικά θρησκόληπτος. Ακούει τη φωνή του θεού και τον βλέπει να εμφανίζεται ο ίδιος μπροστά του αυτοπροσώπως.

Τρελά πράγματα που δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Μα έτσι δεν μένει ποτέ εντελώς άεργος αργόσχολος και άνεργος. Έχει την καθημερινή του αποστολή κι ένα σκοπό στη ζωή του που πρέπει να εκπληρώσει. Μια σταθερή απασχόληση. Έστω και χωρίς να του δίνουνε μισθό. Χωρίς να παίρνει το μηνιάτικο που δικαιούται. Όμως έχει ένα πόστο ολόκληρα δικό του που το διαφεντεύει και το κάνει κουμάντο. Όλη τη μέρα στέκεται στη διασταύρωση των δύο πεζόδρομων και προειδοποιεί τους περαστικούς για τα περιστέρια βομβιστές που πετάνε από πάνω τους και ρίχνουν τις κοτσιλιές τους όπου να ‘ναι κι όποιον πάρει ο χάρος. Τα στέλνει ο μεγαλοδύναμος για να τους τιμωρήσει για τις αμαρτίες τους. Έτσι πιστεύει. Εκείνος είναι καλόγερος και νηστευτής. Δεν κινδυνεύει από τη θεία δίκη. Μα όποτε τα βλέπει να μαζεύονται στα ηλεκτρικά σύρματα και να συνωμοτούν ενάντια στην ανθρωπότητα τον πιάνει μεγάλη ταραχή. Έτσι προδίδει τον θεό του για να σώσει τους κοινούς θνητούς. Θυσιάζει την σωτηρία της ψυχής του για κείνους. Τους προειδοποιεί. Προσέξτε συνάνθρωποι. Έρχονται να σας βομβαρδίσουν. Να σπείρουν τον όλεθρο και την καταστροφή. Είναι επικίνδυνα. Φύγετε από δω. Εξαφανιστείτε. Χωθείτε στα καταφύγια μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Αυτός τα λέει μα κανείς δεν τον ακούει και δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Όλοι γελάνε με την πάρτη του και δεν βλέπουν τον κίνδυνο που πλησιάζει. Μα δεν τον νοιάζει. Εκείνος κάθε μέρα βρίσκεται στο πόστο του και τους λέει να προσέχουν. Εκτελεί με αυταπάρνηση το καθήκον του.   

Μια φορά μόνο έπεσε διάνα και μάντεψε σωστά. Ήταν ένα απόγευμα που ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Μια κυριλέ γκόμενα με τον φίλο της τον φλώρο πέρασαν από μπροστά του ζευγαρωτοί καμαρωτοί και πιασμένοι απ’ το χεράκι. Δηλαδή κοιτάτε μας γειτόνισσες. Αυτός τους προειδοποίησε μα δεν τον άκουσαν ούτε έδωσαν σημασία. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει. Επέμενε και είχε δίκιο. Μια παχιά κοτσιλιά προσγειώθηκε στα ξανθά μαλλιά της κοπέλας και τη λέρωσε. Την έκανε μαντάρα. Εκείνη έχασε την ψυχραιμία της κι έσβησε το γέλιο απ’ το πρόσωπό της. Αναστατώθηκε και ταράχτηκε. Άρχισε να τσιρίζει και να φωνάζει. Ήταν εκτός εαυτού. Ο φίλος της προσπάθησε να την συνεφέρει μα κείνη ξέσπασε πάνω του κι έβγαλε το άχτι της σ’ αυτόν που δεν έφταιγε και σε τίποτα. Ούρλιαξε μέσα στα αυτιά του ότι την γρουσούζεψε το κακό του μάτι και άλλα ευτράπελα. Έγινε μεγάλο σκηνικό. Αναμαλλιάστηκαν. Τριγύρω ο κόσμος σταμάτησε και κοιτούσε. Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι. Πιάστηκαν στα χέρια κι ο μουρλός μπήκε στη μέση να τους χωρίσει. Αυτό ήταν το λάθος του. Είχε καλές προθέσεις. Να βοηθήσει την κατάσταση ήθελε μα τα έκανε χειρότερα. Εκείνη τρομοκρατήθηκε. Μα κι ο φίλος της ο αρωματισμένος φλωρούμπας το μαμουχαλάκι με το λαδωμένο μαλλί άλλαξε δέκα χρώματα. Κρίμα τα μπράτσα του και τα γυμναστήρια που πήγαινε. Δεν είχε ψυχή. Ευτυχώς που κάποιοι φιλήσυχοι μαγαζάτορες πήραν τηλέφωνο την αστυνομία. Μετά από λίγο ήρθαν οι μπάτσοι και μάζεψαν τον θεόμουρλο. Τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έχωσαν μέσα στο περιπολικό. Τον μπαγλάρωσαν πάλι κι έκανε καιρό να εμφανιστεί στην πιάτσα. Χάθηκε. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Έχω πιει τον καφέ μου και έχω ξεκουράσει τα ποδαράκια μου για τα καλά. Σηκώνομαι να φύγω προσεχτικά πατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Ο τρελάρας κοιμάται ακόμα του καλού καιρού. Δεν θέλω να κάνω θόρυβο και τον ξυπνήσω. Δεν θέλω να χαλάσουμε τις καρδιές μας. Σέβομαι την κούρασή του μα κι εγώ είμαι πτώμα. Ποιος ξέρει τι θα βλέπει στον ύπνο του. Πάντως χαμογελά και παραμιλά ευχαριστημένος. Εγώ πάω τώρα. Ο άνεμος τα φέρνει.


2 σχόλια: