Έπινε το ούζο της στο
καφενείο της πλατείας καπνίζοντας. Σκέτο με λίγο νερό για να θολώνει τις υποψίες
των κακεντρεχών. Εγώ καθόμουν παραδίπλα σε ένα παγκάκι και χάζευα την ερημιά
της λευκής νύχτας. Ήμουν το ραντάρ της ανησυχίας. Η πανσέληνος ήταν λαμπερή και
ο ουρανός καθαρός και ασυννέφιαστος. Κάθε τόσο έριχνα κάποια ματιά προς το
μέρος της μήπως άλλαξε κάτι. Όχι. Τίποτα το διαφορετικό. Παρέμενε παγωμένη και
αμετακίνητη όλη την ώρα. Ήταν γύρω στα εξήντα. Δίπλα της είχε μια καφέ
δερμάτινη βαλίτσα παλαιού τύπου. Σαν να πήγαινε σε κάποιο μακρινό ταξίδι χωρίς
επιστροφή. Σε άλλη ήπειρο. Μπορεί και στον νότιο πόλο. Στις παγωμένες θάλασσες.
Ή να γύριζε απ’ τον αλαλαγμό κάποιας μακρινής κουραστικής μέρας. Το βλέμμα της ήταν
νωθρό και χαζεμένο. Όχι απλά και μόνο από το πιόμα. Είναι λεπτό το ζήτημα και
θέλει προσοχή. Σε τέτοια θέματα δεν πρέπει να ‘μαστε επιπόλαιοι μα ούτε και
άσπλαχνοι. Κοιτούσε κι αυτή με τρόπο το ολόγιομο φεγγάρι σε πλήρη στύση.
Κάποια στιγμή ένας νεαρός
ξετρύπωσε από το πουθενά. Την πλησίασε τρεκλίζοντας και κάτι της είπε
ψιθυριστά. Ίσως κάποια ανομολόγητη επιθυμία του να συνευρεθούν ερωτικά. Ίσως
για κάποια αδήριτη ανάγκη του που δεν σήκωνε αναβολή κι έπρεπε να ικανοποιηθεί
αμέσως. Αυθωρεί και παραχρήμα. Οι νυχτερινοί πόθοι της σάρκας δεν είναι παίξε
γέλασε. Το κορμί τρέμει ολόκληρο και ζητάει τα δικαιώματά του. Επαναστατεί
ενάντια σε κάθε μορφή κανονιστικής ηθικής που προσπαθεί να ρυθμίσει τη
συμπεριφορά μας. Η νύχτα έχει τους δικούς της νόμους. Για πρεζόνι τον έκοψα που
είχε ξεμείνει μέσα στη βαριά του χαρμάνα. Όμως εκείνη δεν ταράχτηκε. Διατήρησε
την ψυχραιμία της. Μέσα στην νηφάλια μέθη της έβλεπε τα πράγματα στην αληθινή
τους διάσταση. Σίγουρα έπραξε κατά συνείδηση. Έβγαλε απ’ την τσέπη της ένα χαρτονόμισμα και του το ’δωσε χαμογελώντας.
Ο νεαρός δεν μίλησε. Δεν είπε καν ένα ευχαριστώ έστω για τους τύπους. Μόνο απομακρύνθηκε
προς άγνωστη κατεύθυνση και χάθηκε από τα μάτια μας. Το στενό μας οπτικό πεδίο.
Εμένα δεν μου έδωσε καν σημασία. Ούτε μία τόσο δα. Σαν να μην υπήρχα. Έξυπνο παιδί.
Κατάλαβε πως ήμασταν ομοιοπαθείς. Ένας αργόσχολος κι εγώ δίχως σκοπό και μέλλον
στη ζωή. Ένας χαμένος και μισός που ψάχνει κάποια δόση.
Η νύχτα κυλούσε αργά και
ύπουλα. Η ώρα περνούσε αργά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για βιασύνη. Αγαπούσαμε
την νωχέλεια και την βραδύτητα. Ξαφνικά η γυναίκα πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο και
έφυγε. Κυρία ξεχάσατε τη βαλίτσα σας. Της φώναξα μα δεν μ’ άκουσε συνεχίζοντας
με γοργό βήμα το δρόμο της. Πήγα στο τραπέζι της και τη σήκωσα στο χέρι. Ήταν
πολύ ελαφριά. σαν να μην είχε τίποτα μέσα. Σαν να ήταν άδεια. Τη βαλίτσα σας
κυρία. Ξαναφώναξα μα ήταν άδικος κόπος. Ούτε καν γύρισε να κοιτάξει. Την πήρα
από πίσω. Όμως περπάταγε γρήγορα και δεν μπορούσα να την φτάσω. Προσπαθούσα
τουλάχιστον να μην τη χάσω από τα μάτια μου. Τότε ακούστηκε μέσα στην ερημιά
της νύχτας ένα βροντερό γυναικείο γέλιο που με συγκλόνισε και με τάραξε
συθέμελα. Δεν ξέρω πού έβρισκε το αστείο μα ερχόταν από το σιντριβάνι. Κοίταξα
τριγύρω μα δεν είδα κανέναν. Μου φάνηκε μόνο ότι ένα από τα φτερωτά λιοντάρια
μού χαμογέλασε πονηρά μα δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Η γυναίκα έφευγε μπροστά
μου και δεν ήθελα να τη χάσω από τα μάτια μου ούτε για μια στιγμή. Την
ακολουθούσα σχεδόν τρέχοντας ώσπου φτάσαμε στο μόλο. Παντού ερημιά.
Προπορευόταν γύρω στα διακόσια μέτρα όταν έφτασε στην άκρη της θάλασσας. Σταμάτησε
για λίγο και κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι που καθρεπτιζόταν
στη μαύρη επιφάνεια. Έβγαλε μία κραυγή που έσκισε στα δύο την ησυχία της νύχτας
κι αμέσως μετά βούτηξε μέσα. Έτρεξα στο σημείο που έπεσε και κοίταξα κάτω στο
νερό. Περίμενα το σώμα της να ξαναβγεί επάνω. Να δώσει μάχη να κρατηθεί στη
ζωή. Να ουρλιάξει ξανά. Να φωνάξει βοήθεια. Ίσως να ήξερε καλό κολύμπι. Ποιος
ξέρει. Μπορεί να ήταν απλά ένα ατύχημα. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Ίσως να σκάλωσε σε τίποτα σίδερα ή αλυσίδες στο βυθό. Να βρήκε καταφύγιο και
απάγκιο μέσα σε κάποιο παλιό και ξεχασμένο ναυάγιο. Ποιος ξέρει. Ίσως.
Άναψα τσιγάρο. Περίμενα κάνα
τέταρτο αναποφάσιστος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εξαρχής βέβαια ούτε λόγος να
βουτήξω και εγώ στα νερά προσπαθώντας να την σώσω ή τουλάχιστον να βρω το
χαμένο πτώμα. Έχω χρόνια να μπω στη θάλασσα κι αν δεν πνιγόμουνα μαζί της
σίγουρα θα άρπαζα κάποια βαριά πούντα ή ακόμα χειρότερα μια βαρβάτη πνευμονία.
Επικίνδυνα πράγματα για την ηλικία μου. Δεν θα το διακινδύνευα. Δεν θα ‘παιρνα
τόσο μεγάλο ρίσκο για να μου πούνε μπράβο. Έτσι κι αλλιώς ουδέποτε υπήρξα
αλτρουιστής και ή θα με άρχιζε στα μπινελίκια. Φαινόταν ζόρικη. Είχε πάρει τη
συνειδητή και ορθολογική απόφασή της και
οποιαδήποτε αναβολή θα της ήταν οδυνηρή. Με κανένα τρόπο δεν θα ήθελα να βλάψω
έναν συνάνθρωπό μου. Να φωνάξω πάλι την αστυνομία μπορεί να έμπλεκα με
ταλαιπωρίες και ανακρίσεις. Και αν δεν έβρισκαν το πτώμα να με περνούσαν για
μουρλό και να με κατηγορούσαν για παραπλάνηση των οργάνων της τάξης και διάδοση
ψευδών ειδήσεων. Ή να έβαζαν με το φτωχό τους το μυαλό ότι εγώ την έσπρωξα στη
θάλασσα. Κι ύστερα άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Όχι. Ανέκαθεν
τους μπάτσους δεν τους εμπιστευόμουνα. Καλά και όμορφα παιδιά αλλά από μακριά
κι αγαπημένα.
Είχα ακόμα μέσα στα αυτιά
μου την απελπισμένη της κραυγή κι εκείνο το απόκοσμο γέλιο στην πλατεία. Μετά
άρχισαν να βουίζουν χιλιάδες ζωηρά τζιτζίκια. Θέλησα κι εγώ να φωνάξω για να
εκτονωθώ μα το μετάνιωσα. Ακόμα ήταν πολύ νωρίς και δεν υπήρχε σοβαρός λόγος.
Ίσως κάποια στιγμή αργότερα. Ίσως μετά από χρόνια εδώ στον μόλο στο ίδιο σημείο
κάτω από μια άλλη ολόφωτη πανσέληνο. Πέταξα τη γόπα στη θάλασσα και πήρα τον
δρόμο της επιστροφής. Βαστούσα σφιχτά τη βαλίτσα στο χέρι και με έτρωγε η περιέργεια
να δω τι έχει μέσα. Θα την άνοιγα στο σπίτι. Και κατόπιν θα σκούπιζα απαλά το
δάκρυ των πραγμάτων της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου