Εκείνα
τα χρόνια ήμουν παιδάκι δέκα χρονών κι έβλεπα κάθε βράδυ σχεδόν το ίδιο όνειρο.
Άγνωστοι άντρες οπλισμένοι και φορώντας στολές έμπαιναν στο σπίτι και με κυνηγούσαν.
Κινδύνευε η ζωή μου. Ήθελαν να με πιάσουν και να με σκοτώσουν. Μαζί τους ήταν και
η μαμά. Ο μπαμπάς πάντα έλειπε απ’ το σπίτι και δεν μπορούσε να με βοηθήσει και
να με προστατέψει. Αδέρφια δεν είχα. Ήμουν μοναχοπαίδι και μοναχογιός. Άκουγα
τα ποδοβολητά από τις βαριές μπότες και κρυβόμουν κουλουριασμένος κάτω απ’ το
κρεβάτι. Όταν ανακάλυπταν την κρυψώνα μου το έσκαγα πίσω από την αυλή και
περιπλανιόμουν μονάχος στην πόλη όλη τη νύχτα.
Έβλεπα
το όνειρο μα δεν φοβόμουν γιατί το είχα συνηθίσει. Πλέον ήξερα ότι αυτός ο
επαναλαμβανόμενος νυχτερινός τρόμος ήταν ψεύτικος. Και κάθε φορά άνοιγα απότομα
τα μάτια μου και τη μια βρισκόμουν καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας και την
άλλη σαν στήλη άλατος στη μέση του διαδρόμου μπροστά στον άδειο καθρέφτη του πορτ-μαντώ.
Άλλες φορές κοιμισμένο με τα μάτια ορθάνοιχτα
με έπαιρνε η μητέρα προσεχτικά απ’ το χεράκι γιατί δεν έπρεπε να με ξυπνήσει και
με πήγαινε στο κρεβάτι μου. Το άλλο πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Ένα βράδυ τα
πράγματα έγιναν επικίνδυνα. Άνοιξα την εξώπορτα κατέβηκα τα τρία σκαλοπάτια του
σπιτιού και βγήκα στο δρόμο. Το πρωί η γειτόνισσα από δίπλα με βρήκε με τα
εσώρουχα ακουμπισμένο σε μια κολώνα. Την κοίταζα μα δεν την έβλεπα. Με έπιασε απ’ το χεράκι και με πήγε πίσω στο
σπίτι. Από κείνη τη μέρα τα βράδια οι γονείς μου κλείδωναν την πόρτα και έξω απ’ το δωμάτιό μου
βάζανε ένα βρεγμένο ταπέτο. Ξυπνούσα πάνω σ’ αυτό και το όνειρο έμενε στη μέση.
Τα
απογεύματα το στενό γέμιζε από παιδιά που τα πιο πολλά ήταν αγόρια. Κυρίως παίζαμε
μπάλα κάνανε φασαρία και τσακωνόμασταν για να περάσει η ώρα. Μόλις νύχτωνε
σταματούσαμε κουρασμένα το παιχνίδι και γυρίζαμε στα σπίτια τους. Μια κολώνα
του δήμου στη μέση φώτιζε τη γειτονιά. Εγώ συνήθως καθόμουν στο πεζούλι μέχρι
αργά και έμπαινα τελευταίος μέσα. Κάποιες φορές μου έκανε παρέα ένα ξανθό κορίτσι. Δυο τρία χρόνια μεγαλύτερή μου
ήταν καινούργια στη γειτονιά κι έμενε λίγο παραπάνω σ’ έναν κάθετο δρόμο. Ο
πατέρας της ήταν αξιωματικός του στρατού. Πέρσι είχαν έρθει με μετάθεση στην
πόλη. Ήταν μοναχοπαίδι κι αυτή. Παράξενη κοπέλα και πολύ μοναχική. Ίσως και
λίγο ντροπαλή. Δεν είχε πολλές φιλίες
και πάρε δώσε με τα άλλα παιδιά ούτε καν με τα κορίτσια. Δεν έπαιζε μαζί τους ούτε
κουβέντιαζε. Καθόταν σε μια άκρη μόνο
και κοιτούσε. Αργούσε κι αυτή τα βράδια να γυρίσει στο σπίτι της. Κάποια
στιγμή έβγαινε στο μπαλκόνι η μητέρα της
και της φώναζε. Μ’ αυτό το κορίτσι ένιωθα ότι ταίριαζα κάπως μα δεν μπορούσα να
το εξηγήσω. Απλά ήταν μία διαίσθηση.
Είχε
πάει μεσάνυχτα και καθόμασταν ακόμα στα σκαλοπάτια. Μάλλον οι γονείς μας είχαν
ξεχάσει. Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε
έντονα στα μάτια και με ρώτησε αν ακόμα υπνοβατώ. Μαγκώθηκα. Ντράπηκα. Το πρόσωπό
μου άλλαξε δέκα χρώματα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Μετά από λίγο κούνησα
αρνητικά το κεφάλι του και ξανακοίταξα αλλού μα πρέπει να είχα γίνει κατακόκκινος
σαν παντζάρι. Αυτή πώς το ήξερε και από πού το ‘μαθε. Θεωρητικά ήταν το οικογενειακό
μας μυστικό και δεν το κουβεντιάζαμε με κανέναν. Και μου είχαν πει οι δικοί μου
να μην το λέω παραπέρα. Αλλά και κανένας μέχρι σήμερα από τους φίλους μου δεν
με είχε ρωτήσει. Ούτε απ’ τους μεγάλους της γειτονιάς. Εκείνη συνέχισε
χαμογελώντας ειρωνικά για να με πειράξει. Δεν βγαίνεις πλέον τα βράδια από το
σπίτι σου κοιμισμένος. Όχι δεν βγαίνω και να μην σε νοιάζει. Της έκοψα τη φόρα
τσαντισμένος και σηκώθηκα όρθιος έτοιμος να φύγω από δίπλα της και να μπω στο
σπίτι μου. Από μέσα μου την έστειλα και στο διάολο. Ήμουν μαζεμένο και
συνεσταλμένο παιδί. Τουλάχιστον είχα αγωγή και τρόπους. Παρ’ όλα τα νεύρα μου δεν
θέλησα να την βρίσω κατάμουτρα.
Δεν με
άφησε να φύγω. Με έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και με παρακάλεσε ευγενικά να
μείνω λίγο ακόμη μαζί της. Ήθελε κάτι να μου πει. Έκατσα και την άκουσα. Ένα
βράδυ ένιωθε περίεργα και δεν είχε ύπνο. Καθόταν μόνη της στο μπαλκόνι και
περίμενε να ξημερώσει. Μέσα η μητέρα της κοιμόταν. Ο πατέρα της είχε υπηρεσία
στο στρατόπεδο κι έλειπε απ’ το σπίτι. Τότε ξαφνικά με είδε. Προχωρούσα αργά
στο πεζοδρόμιο και σταμάτησα στη γωνία. Ο δρόμος ήταν τελείως άδειος. Ούτε αμάξια
ούτε άνθρωποι. Παντού ερημιά και σκοτάδι. Κοιτούσα προς το μέρος της. Ψιτ μου
έκανε νόημα μα εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Τότε κατέβηκε κάτω όπως ήταν με τις
πιτζάμες γεμάτες αίματα και ήρθε προς το μέρος μου. Την κοιτούσα στα μάτια μα
δεν την έβλεπα. Εκείνη νόμιζε ότι έκανα για πλάκα τον υπνοβάτη και μου
χαμογέλασε. Μόνο που δεν είχα τα χέρια τεντωμένα όπως είχε δει σε μια ταινία
στην τηλεόραση.
Με
έπιασε απ’ το χέρι περάσαμε τον δρόμο κι ανεβήκαμε στο σπίτι. Ήθελε να δω το ροζ
δωμάτιό της με τους τοίχους γεμάτους πριγκίπισσες νεράιδες και βασιλόπουλα. Μου
έδειξε και το κρεβάτι της που ήταν κι αυτό γεμάτο αίματα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει
από τώρα τη μαμά της. Θα της το έλεγε το πρωί. Να κοίτα από εδώ βγήκε. Μου είπε
και κατέβασε τα ρούχα της δείχνοντας την πληγή. Εγώ άπλωσα το χέρι μου και την
ακούμπησα ελαφριά. Ζεστό αίμα κύλησε στα δάχτυλά μου. Αιμορραγούσε ακόμα. Με
κυνηγούνε κι αν με πιάσουν θα με σκοτώσουν. Της το είπα τρέμοντας ολόκληρος. Κρύωνα
και λιγάκι. Μου είπε ότι κι αυτή φοβάται πολύ και με αγκάλιασε σφιχτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου