Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

ΟΣΤΙΑ (ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΩΝ ΝΤΕΛΙΚΑΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ)

Τέσσερις παρά λίγο μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Η ώρα των μεγάλων εγκλημάτων που η ψυχή φλέγεται και βράζει. Τότε που τίποτα δεν είναι προμελετημένο. Κάθε σχεδιασμός ναυαγεί μέσα στη θολούρα της στιγμής. Το ξέσπασμα δεν αργεί να γίνει. Σε πνίγει το τσουνάμι. Μέχρι τις έξι που λήγει το γερμανικό νούμερο του φαντάρου το καπάκι της χύτρας στραβώνει παραμορφώνεται τινάζεται με δύναμη διακόσια μέτρα μακριά σε παίρνει παραμάζωμα και σε κάνει χίλια κομμάτια και θρύψαλα. Μετά μπορείς ελεύθερα να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Έχεις όλο το δικαίωμα. Στο επιτρέπουν και οι θεοί και οι δαίμονες. Όμως δεν ανησυχώ. Όλα αυτά δεν είναι παρά μαύρες παράωρες σκέψεις και η κακή διάθεση ενός εξουθενωμένου ανθρώπου. Τις διατάζω να πάνε στο διάολο και να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου. Δεν θέλω να σκέφτομαι και να αισθάνομαι τίποτα. Επιθυμώ διακαώς να αδειάσει το κεφάλι μου από όλα τα σκατά της παλιοζωής.

Περπατώ ολομόναχος απ’ τον μώλο και το παλιό λιμάνι προς την ιχθυόσκαλα. Δύο τύποι ψαρεύουν ερασιτεχνικά για το κέφι και τη λόξα τους με καλάμια και πετονιές. Ωραία πράγματα και όμορφα γούστα. Αυτά είναι ψυχωφελή χόμπι. Όχι παίζουμε. Ο ένας είναι χαρούμενος. Έχει πιάσει ένα μικρό ψαράκι που σπαρταράει αβοήθητο και πνίγεται πάνω στο αγκίστρι του. Δεν μπορεί να ξεφύγει το έρμο όσο κι αν προσπαθεί. Είναι καταδικασμένο σε βίαιο θάνατο χωρίς να φταίει σε τίποτα. Τουλάχιστον το δόλωμα ήταν νόστιμο και θα πάει χορτάτο. Βασανίζεται μέχρι να αδειάσει το οξυγόνο από τα βράγχια του κι ώσπου να βγει η ψυχή του. Ο άλλος βρίζει την γκαντεμιά του και τον αποκαλεί κωλόφαρδο. Ωραίος φίλος να σου πετύχει. Είμαι σίγουρος ότι κατά βάθος ζηλεύονται. Περνάω σύρριζα από δίπλα τους μα δεν μου δίνουν σημασία. Είναι αφοσιωμένοι στο στόχο τους και με αγνοούν παντελώς.

Μου ‘ρχεται να τους σπρώξω με δύναμη και να τους ρίξω μέσα στη μαύρη θάλασσα. Εύχομαι να μη γνωρίζουν κολύμπι και να τους φάνε οι καρχαρίες και τα σκυλόψαρα του γλυκού νερού. Εκτοξεύω εναντίον τους κατάρες και αναθέματα να μην πιάσουν τίποτα άλλο και να γυρίσουν στα σπιτάκια τους και τις γυναικούλες τους με άδεια πανέρια. Να τους τα κλέψουν οι γάτες. Να φάνε οι ίδιοι τα δολώματα των σκουληκιών και να αφήσουν τα ψάρια στα θαλασσοπούλια. Κυνηγοί και ψαράδες θέλω να καούνε στην πυρά. Αυτό τους πρέπει και έτσι τους αξίζει. Μα δεν βαριέσαι. Τους προσπερνάω κάνοντας τον αδιάφορο και προσπαθώ να τους διώξω απ’ το μυαλό μου σαν ένα κακό όνειρο. Δεν θέλω να μου χαλάσουν ακόμη περισσότερο τη διάθεση βραδιάτικα. Ξέρω ότι σε λίγο θα τους έχω ξεχάσει εντελώς. Και πολύ σημασία τους έδωσα.

Παρά την κούραση το περπάτημα με χαλαρώνει και με αναζωογονεί. Φτάνω στο νότιο πάρκο χαλαρός και ανάλαφρος χωρίς πολλές σκέψεις και σκοτούρες. Είναι άδειο κι αυτό. Μόνο ένα τζιπ με οπλισμένους λιμενόμπατσους περνάει φουριόζικο από μπροστά μου. Μάλλον είναι σε περιπολία κυνηγώντας λαθρομετανάστες ή σε κάποια άλλη ειδική και απόρρητη αποστολή. Τα πρόσωπά τους είναι αγριεμένα και δεν χωρατεύουν. Εκτελούν με ζήλο και αυταπάρνηση το καθήκον τους. Για κάθε ενδεχόμενο κουβαλάω πάντα την ταυτότητα μαζί μου μα δεν με ενοχλούν. Δεν ασχολούνται μαζί μου και σε λίγο εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο. Ούτε σ’ αυτούς δίνω περισσότερη σημασία. Τους αγνοώ επιδεικτικά. Είναι άλλος ένας εφιάλτης που πάει πέρασε. Κάθομαι στο παγκάκι πλάι στο κύμα και αγναντεύω τα απέναντι βουνά. Η βεράσοβα και η παλιοβούνα ίσα που διακρίνονται αχνά τα περιγράμματά τους.

 Στα αριστερά μου φαίνεται ολοφώτιστο το νέο λιμάνι με τις  νταλίκες και τα κοντέινερ παραταγμένα στη σειρά ζυγημένα στοιχημένα. Περιμένουν φορτωμένα να έρθει το επόμενο βαπόρι για να μπουν μέσα και να φύγουν μακριά. Κρύβουν κι αυτές τα μυστικά τους. Θα άναβα τσιγάρο μα το ‘χω κόψει. Δεν έχω πάνω μου ούτε για δείγμα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Πέταξα ακόμα και τον αναπτήρα. Ψάχνομαι από συνήθεια χωρίς αποτέλεσμα. Για να παρηγορηθώ θα καπνίσω ότι βρω. Μαζεύω από κάτω ένα κλαράκι και το βάζω στο στόμα μου. Το κάνω μπάφο πολυτελείας και φουμάρω με στυλ νιώθοντας την νικοτίνη να σαπίζει τα πνευμόνια μου. Απολαμβάνω την καταστροφή μου και τον πρόωρο αφανισμό μου. Τουλάχιστον να βρισκόταν ένας άνθρωπος να πούμε δυο κουβέντες να περάσει η ώρα. Έστω και ρισκάροντας. Για αποσυμπίεση και ξαλάφρωμα. Μέχρι να βγει ο ήλιος και να πάω κάπου να ψοφήσω. Διαφορετικά θα πρέπει να βρω κάποια άλλη λύση.

Παντού ερημιά και βουβαμάρα. Παλιότερα εδώ γινόταν ο χαμός από νέους και γέρους. Από άντρες κάθε ηλικίας. Της πουτάνας το κάγκελο. Πήγαιναν οι αλλαξοκωλιές σύννεφο. Όμως ήταν κι επικίνδυνα. Είχαν γίνει και μερικές άσχημες φάσεις. Κλοπές και ξυλοδαρμοί. Μέχρι και μαχαιρώματα. Ευτυχώς να λες που δεν θρηνήσαμε θύματα μα με τα χρόνια ο κόσμος αραίωσε και το πάρκο τις βραδινές ώρες άδειασε. Τρόμαξαν. Η υπόθεση είχε καταντήσει πολύ ντεκαβλέ. Γίνονταν έλεγχοι και από αγριεμένους λιμενικούς. Και εξακριβώσεις στοιχείων τάχα μου από την αστυνομία. Σιγά μην μας φτιάχνανε και φάκελο. Δημοκρατία έχουμε και θα γαμιόμαστε όπως γουστάρουμε τους είχα πει μια φορά και τσαντίστηκαν σαν να τους έβρισα την μάνα. Παραλίγο να με μπαγλαρώσουν οι παλιόπουστες επειδή τάχα μου αυθαδίασα απέναντι στα όργανα της τάξης μη χέσω στις μάπες τους. Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι δήθεν νοιάζονται για τη ζωή και τη σωματική μας ακεραιότητα οι κωλοτρυπίδες και οι παλιοχαμούρες. Όμως καρφί δεν τους καίγεται. Απλά για να μας την σπάσουν το κάνανε. Να ξενερώσουμε και να χάσουμε τη νύχτα μας με την πάρτη τους. Χα χα. Επειδή αυτοί είναι αγάμητοι και ευνούχοι και μας ζηλεύουν.

Έρχονταν και μερικοί οικογενειάρχες με τις γυναικούλες και τα παιδάκια τους. Κάτι κακομοίρηδες που τους μυριζόσουν από μακριά. Αγέλαστοι και καχύποπτοι. Χεσμένοι πατόκορφα απ’ το φόβο τους. Ήθελαν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Είχαν διπλή ζωή. Δηλαδή μισή. Συστηματικοί απατεώνες και στην κάβλα τους ακόμη. Δυο καρπούζια κάτω απ’ την ίδια μασκάλη που κάποια στιγμή τούς έπεφταν και γινόντουσαν θρύψαλα και χίλια κομμάτια. Έτρεχαν τα ζουμιά και πότιζαν το χώμα. Ξεφτιλιζόντουσαν πλήρως. Με τύψεις και ενοχές ζητιάνευαν την αντρική ηδονή. Να μεταλάβουν την όστια στο πάρκο των ντελικάτων εραστών. Άζυμο αγιασμένο άρτο και σώμα κυρίου από το στόμα. Αίμα και σπέρμα. Κάποιες φορές ζητούσαν και να τους κατουρήσουν. Γλύφανε καλά μα σε όλα τα άλλα είχαν αναστολές και ταμπού. Ήταν παρθενοπιπίτσες ολκής και χαμηλοβλεπούσες του κερατά. Το παίζαν μάγκες και φοβερά αρσενικά που δεν τον έχουνε φάει ποτέ από πίσω. Ούτε καν για δοκιμή. Τους πιστέψαμε τώρα. Πες και μια φορά ότι γαμήθηκες ρε πούστη. Δεν είναι ντροπή. Πάντως δεν τους κάναμε το χατίρι. Δεν φοβόμασταν κιόλας μην τους χάσουμε κι από πελάτες. Σεβόμασταν ανεπιφύλακτα τις τρύπες των παντρεμένων και δεν τις παραβιάζαμε ποτέ. Ακόμα κι όταν έλειπε ο θυρωρός μέσα στην παραφορά των στιγμών. Γι’ αυτό και τους αγνοούσαμε παντελώς και επιδεικτικά. Σχεδόν. Τους χρησιμοποιούσαμε μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ως μια λύση απελπισίας λίγο πριν να φέξει. Τότε που αντί να παίξουμε μονάχοι την χούφτα μας τους σοφατίζαμε τη μάπα. Κάποιοι τα κατάπιναν κιόλας. Εκτός κι αν πλήρωναν κάνα τσόλι και κάνα τεκνό που ήταν διαθέσιμο. Τότε έβλεπαν και το φως το αληθινό.  

Τέτοια ώρα δεν ζητούσα πολλά ο κακομοίρης. Δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις από την θεία πρόνοια. Μία πίπα μόνο της παρηγοριάς  ο έρμος από οποιονδήποτε κερατά βρισκόταν μπροστά μου. Όμως υπάρχει ανώτερη δύναμη και η επιθυμία μου εισακούστηκε. Ξαφνικά μια βραχνή φωνή πίσω μου ζητούσε φωτιά τσιγάρο και την ώρα. Τα άκουσα όλα κάπως μπερδεμένα και δεν τα θυμάμαι ακριβώς. Πάντως κάτι από όλα αυτά με διαφορετική ίσως σειρά. Όμως σίγουρα κι αυτός ζητούσε κάποια παρέα και μια συντροφιά. Κι ας μην το ‘λεγε ανοιχτά ντόμπρα και σταράτα. Άλλα εννοούσε. Γύρισα το κεφάλι μου να δω κι έμεινα άναυδος μ’ ανοιχτό το στόμα. Στεκόταν από πάνω μου σαν τον χάρο. Τον ήξερα τον τύπο και μάλιστα πολύ καλά. Το ίδιο κι αυτός. Γνωριζόμασταν αλλά όχι από το πάρκο. Ήμασταν γείτονες. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία και στον ίδιο όροφο. Δηλαδή μέχρι αύριο που θα μου κάνουν έξωση και θα μαζέψω τα μπογαλάκια μου και θα φύγω. Ήταν ο γορίλας της διπλανής πόρτας. Τον κοίταξα τρομαγμένος. Ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να συναντήσω εδώ μέσα στην μαύρη ερημιά. Μέσα στην σύγχυση της στιγμής ξέχασα τι μου είχε ζητήσει μα του είπα να καθίσει πλάι μου στο παγκάκι. Φαινόταν κι αυτός αναστατωμένος και ταλαιπωρημένος. Μπατάριζε επικίνδυνα και το μάτι του ήτανε θολό. Έπρεπε να προσέχω. Να έχω τον νου μου. Προπαντός όχι απότομες κινήσεις. Ο τύπος δεν έπαιζε ούτε αστειευόταν. Ήταν παλιόμουτρο περιωπής που συνέχεια δημιουργούσε προβλήματα. Καμιά φορά έσπερνε γύρω του και την καταστροφή. Ανάλογα με τα φεγγάρια του πάντα.

Θυμάμαι ένα περιστατικό τις πρώτες μέρες που είχε έρθει στην πολυκατοικία και ακόμα δεν γνωριζόμασταν καλά. Τσακωνόταν συχνά με την κοπέλα του. Μάλλον ήταν ο νταβατζής σωματέμπορος και προαγωγός της και μαζί της έκανε χρυσές δουλειές. Κάπου όμως δεν τα βρίσκανε. Ουρλιαχτά βρισιές και σπασίματα ακούγονταν μέχρι το άλλο τετράγωνο. Όλοι οι ένοικοι είχαμε βρει το μπελά μας με το ζευγάρι. Συνήθως τις νύχτες τους έπιανε ο νταλκάς και μας άφηναν άυπνους. Δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Να ησυχάσουμε λιγάκι κι εμείς σαν άνθρωποι. Ο διαχειριστής μας σκεφτόταν να καλέσει την αστυνομία μα δεν τολμούσε ακόμα. Όλοι φοβόμασταν τον γορίλα. Ένα βράδυ δεν άντεξα άλλο και του χτύπησα την πόρτα. Ήταν τρεις παρά και με είχαν πάλι ξυπνήσει οι φωνές του και τα κλάματά της. Ήταν μεγάλη μαλακία μου και παραλίγο να την πληρώσω ακριβά. Στην αρχή δεν άνοιγε. Επέμεινα χτυπώντας με δύναμη το κουδούνι του. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μια κατακόκκινη αγριεμένη φάτσα με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα. Φαινόταν μόνο το ασπράδι τους. Μου φάνηκε πιωμένος και μαστουρωμένος σε άσχημη φάση. Προτού προλάβω να του μιλήσω και να παραπονεθώ με έπιασε απ’ τον λαιμό και με κόλλησε στον τοίχο. Μάλλον είχε καταλάβει τι ήθελα νυχτιάτικα.

Όταν ένιωσα το παγωμένο μέταλλο να μου πιέσει το μάγουλο τα ‘παιξα τελείως. Είχε βγάλει πιστόλι έτσι για πλάκα. Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές. Για ασήμαντη αφορμή που λένε και στις ειδήσεις. Με έπιασε σύγκρυο. Μέχρι εδώ ήταν η ζωούλα σου σκέφτηκα. Ούτε τον σταυρό μου δεν θα προλάβαινα να κάνω για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου. Ευτυχώς κράτησα την ψυχραιμία μου και τον κοίταξα κατάματα. Για λίγες στιγμές μετρηθήκαμε σαν άντρες. Όλα κρέμονταν από μία κλωστή. Τελικά μ’ άφησε και με έσπρωξε παραπέρα. Κυριάρχησε η λογική. Μπήκε στο διαμέρισμά του κι έκλεισε πίσω του με θόρυβο την πόρτα. Κατουρήθηκα πάνω μου μα την είχα γλυτώσει πολύ φτηνά. Από τότε οι σχέσεις μας ήταν τυπικές και από απόσταση. Μακριά κι αγαπημένοι. Όσο μπορούσα τον απόφευγα. Και φυσικά ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να τον καταγγείλω στην αστυνομία. Μα πλέον ήμουν σε διαρκή εγρήγορση. Στην τσίτα. Φύλαγα τα νώτα μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει από τη μια μέρα στην άλλη. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Κι αυτός ήταν ο γιος του σατανά. Κέρατο βερνικωμένο.  

Ανέλπιστα έβγαλε το πακέτο του και μου πρόσφερε τσιγάρο και φωτιά. Δεν το αρνήθηκα. Από ώρα με είχε πιάσει τρελή χαρμάνα. Καπνίζαμε αμίλητοι κοιτάζοντας ίσια απέναντι στο πουθενά. Μετά από λίγο έσπασε πρώτος τη σιωπή. Τη σκότωσα. Δεν άντεχα άλλο. Με έφτασε στο αμήν. Γυναίκες σου λέει μετά. Πεταμένα λεφτά. Τώρα με ψάχνουν οι μπασκίνες. Καταζητούμαι. Μιλούσε τρέμοντας και με διακοπές. Μετά έπεσε πάλι ανάμεσά μας μια ενοχλητική μουγγαμάρα. Από την πλευρά μου δεν είχα τίποτα να του πω. Το θεώρησα προδιαγεγραμμένο και αναμενόμενο. Δεν αργεί να γίνει το κακό. Αν και ήταν ο θύτης της υπόθεσης κάπως τον συμπονούσα τον άνθρωπο. Ώσπου είδαμε να πλησιάζει ένα μικρό ψαροκάικο με σβησμένη τη μηχανή και τα φώτα. Προσάραξε δίπλα μας με δυο τύπους επάνω. Ίσα που φαινόταν μέσα στην ομίχλη και την καταχνιά της νύχτας. Είχαμε τελειώσει το τσιγάρο μας. Σηκώθηκε όρθιος. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια. Αντίο μου είπε κι ανέβηκε στο σκάφος. Σύντομα είχαν χαθεί από τα μάτια μου μέσα στην μαύρη θάλασσα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου