Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΤΟ ΜΠΑΝΙΣΤΗΡΙ

Σάββατο απόγευμα γινόταν το μπανιάρισμά μου μετά τη γενική καθαριότητα του σπιτιού. Έμπαινα στην τουαλέτα και γδυνόμουν περιμένοντας τη μαμά να με σαπουνίσει καλά δύο και τρεις φορές στα μαλλιά στα αυτιά και σ’ όλα τα επίμαχα σημεία του άτριχου κορμιού μου για να φύγει η βρώμα η γάνα και η ιδρωτίλα της βδομάδας και να γίνω και πάλι λαμπερός κι αστραφτερός φορώντας τα καλά μου για μια βόλτα στην πλατεία ή στο κέντρο της πόλης και για ένα γλυκό του κουταλιού ή μια πορτοκαλάδα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε απ’ το σπίτι. Ήταν στο καφενείο και μετά θα πήγαινε βόλτα με τους φίλους του επιστρέφοντας στο σπίτι αργά το βράδυ.  Όμως εκείνη την σημαντική μέρα δεν μέναμε ολομόναχοι. Μας έκανε επίσκεψη η φίλη της μαμάς η καλύτερη και η μοναδική πολλή σεμνότυφη και θεούσα γεροντοκόρη βέβαια και μεγαλοκοπέλα της εκκλησίας που είχε τα μαλλιά της μαζεμένα κότσο και φορούσε πάντα μία σκουρόχρωμη φούστα μακριά μέχρι τον αστράγαλο μη και φανεί η γάμπα της και σκανδαλίσει τον ανδρικό πληθυσμό της μικρής μας πόλης. Κρίμα γιατί ήταν νοστιμούλα με ωραία χαρακτηριστικά προσώπου αλλά και σωστές αναλογίες σώματος. Όμως πίστευε πολύ στη θρησκεία αληθινά και με αυταπάρνηση και γι’  αυτό πήγαινε χαμένη. Μακάρι τουλάχιστον να ανταμειβόταν πλουσιοπάροχα στην επόμενη αιώνια ζωή. Αν υπήρχε.

Ο πατέρα μου δεν χώνευε με τίποτα τη θεούσα. Την ανεχόταν αναγκαστικά κάνοντας τα στραβά μάτια για το χατίρι της γυναικούλας του να έχει κι αυτή έναν άνθρωπο να λέει τον πόνο και τον καημό της. Όμως εγώ τη συμπαθούσα κι όχι μόνο γιατί μου ‘φερνε γλυκά και σοκολάτες. Πριν κάμποσα χρόνια όταν ήμουν ακόμα τελείως νιάνιαρο τεσσάρων πέντε χρονών και ήθελα με μανία να γίνω παπάς μου είχε κάνει δώρο έναν καφέ γυαλιστερό απ’ το λούστρο ξύλινο σταυρό κι ένα χρυσαφένιο θυμιατήρι και γύριζα με αυτά πέρα δώθε μέσα στα δωμάτια και λιβάνιζα ψέλνοντας τροπάρια δικής μου έμπνευσης για να ξορκίσω το κακό απ’ το σπίτι. Δηλαδή είχα φάει άγριο κόλλημα. Μόνο ράσα και άμφια που δεν μου φόρεσαν γιατί μάλλον δεν βρήκαν στο νούμερό μου. Αν και για το καρναβάλι θα ήμουν μια χαρά. Μπράβο αγόρι μου κι  όταν θα μεγαλώσεις θα γίνεις ένας καλός άνθρωπος του θεού. Έτσι λέγανε κάτι θειάδες και γριές γειτόνισσες της συμφοράς όταν με βλέπανε να λειτουργώ. Με επιβράβευαν και με το παραπάνω. Και η θεούσα φίλη της μαμάς καμάρωνε για το δημιούργημά της. Όμως γρήγορα μου πέρασε η λόξα. Ξέχασα την νηπιακή ιερατική μου κλίση και μεγαλώνοντας μπήκαν άλλες ιδέες και σχέδια στο αθώο μα πολύ ευφάνταστο μυαλουδάκι μου όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά σ’ αυτές τις τρυφερές ηλικίες. Ευτυχώς γιατί ο πατέρας είχε φρικάρει εντελώς. Δεν συμπαθούσε τους παπάδες και τους λοιπούς ρασοφόρους και κάθε φορά που με έβλεπε να λιβανίζω και να ιερουργώ με κοίταζε με μισό μάτι. Από τότε δεν χώνεψε τη φίλη της μαμάς. Όμως ίσως να ‘χε κι άλλους πιο προσωπικούς λόγους. Μόνο που όποτε ήταν να μας επισκεφτεί η δεσποσύνη φρόντιζε να λείπει απ’ το σπίτι. Δηλαδή κάθε Σάββατο απόγευμα. Εκείνη πάλι σίγουρα θα πικράθηκε για την ξαφνική αλλαγή πλεύσης μου μα προσπάθησε να μην το δείξει πνίγοντας τον πόνο και τον καημό της. Ούτε βέβαια το σχολίασε και με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε τελείως.

Εκείνο το απόγευμα περίμενα τη μητέρα μου καθισμένος μέσα στη γεμάτη μπανιέρα για το καθιερωμένο λουτρό. Ξαφνικά και τελείως απροειδοποίητα άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και σαν σίφουνας μπήκε μέσα η θεούσα. Σήκωσε την μακριά της φούστα. Κατέβασε τη λευκή δαντελωτή της κυλότα και στρογγυλοκάθισε αμέριμνη πάνω στη λεκάνη. Ξαλάφρωνε για ώρα βγάζοντας κάθε τόσο βαθιούς αναστεναγμούς και βογγητά άπλετης ανακούφισης. Παραλίγο αν δεν προλάβαινε θα ‘σκαγε η φούσκα της και θα τα ‘κανε πάνω της. Θα πάθαινε χοντρή νίλα η κακομοίρα. Πάνω στην ανάγκη και τη φούρια της ούτε που πρόσεξε την πονηρή μου παρουσία. Δεν είχε γίνει από πρόθεση. Μα κι εγώ διατήρησα την ψυχραιμία μου και δεν έβγαλα άχνα χαμηλωμένος και κρυμμένος πίσω απ’ την γαλάζια πλαστική κουρτίνα με τα λουλουδάκια. Υποβρυχίως και σχεδόν βυθισμένος μέσα στο νερό. Η καρδούλα μου χτυπούσε δυνατά. Ήταν έτοιμη να σπάσει απ’ την αγωνία κι ένα ευχάριστο λίγωμα ένιωθα να ποτίζει το στενό και άτριχο στήθος μου. Η φίλη της μαμάς είχε λοιπόν και κρυφά κάλλη. Είχα μείνει ενεός βλέποντας τα όμορφα γαλακτερά της μπούτια. Τα μάτια μου είχαν πεταχτεί έξω από το εξαίσιο και πρωτόγνωρο θέαμα. Όταν τελείωσε και σηκώθηκε να σκουπιστεί αποκαλύφθηκε μπροστά μου σε όλο της το μεγαλείο και την μεγαλοπρέπεια η ασπριδερή και τροφαντή της κωλάρα σχεδόν μέσα στα μούτρα μου. Έτσι να έκανα το χεράκι μου και θα μπορούσα να την αγγίξω με άνεση. Να την χουφτώσω και να την πασπατέψω. Ευτυχώς δεν το τόλμησα και η φίλη της μαμάς δεν πήρε χαμπάρι το μπανιστηράκι μου. Αφού τελείωσε με αργές κινήσεις σήκωσε την κυλότα της και κατέβασε τη φούστα. Έβγαλε έναν τελευταίο βαθύ αναστεναγμό και βγήκε ξαλαφρωμένη και ανακουφισμένη από την τουαλέτα. Παρέμεινα μόνος και ταραγμένος. Ερεθισμένος αναψοκοκκινισμένος και αποσβολωμένος να περιμένω τη μαμά χαϊδεύοντας μέσα στο νερό ασυναίσθητα το πουλί μου.

Σ’ αυτή τη φάση με βρήκε η μητέρα μου όταν μπήκε στο μπάνιο. Στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν υποψιάστηκε κάτι το περίεργο. Όπως κάθε φορά άρχισε να με σαπουνίζει και να με πλένει με το σφουγγάρι και να με ξεπετσιάζει με δύναμη για να φύγει η γάνα η βρώμα και η ιδρωτίλα της βδομάδας. Να γίνω πάλι λαμπίκο και να βγούμε βόλτα μαζί με τη θεούσα που μας περίμενε στο σαλόνι. Όμως πρώτη φορά δεν ένιωθα ούτε πόνο ούτε σφίξιμο ούτε ανυπομονισία να τελειώσει το μαρτύριο. Την ακουμπούσα και την έπιανα απ’ όπου μπορούσα και βολευόμουνα αποφεύγοντας το βλέμμα της. Δεν ήθελα να προδοθεί η ντροπή και η ταραχή μου και να καταλάβει τι γίνεται μέσα μου. Μα δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Ήταν πάνω και πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Εκείνη κάποια στιγμή πήρε χαμπάρι μα δεν είπε τίποτα. Ότι ξαφνικά μέσα σε ένα απόγευμα ο κανακάρης της είχε ωριμάσει και είχε γίνει απότομα άντρας. Με ξέπλυνε στα γρήγορα και μου είπε να ντυθώ. Μετά βγήκε από την τουαλέτα. Τότε μόνο χαλάρωσα κάπως και μου ‘φυγε το άγχος. Άρχισα να παίζω με δύναμη το πετρωμένο κατακόκκινο εργαλείο μου μέχρι που έχυσα με γλύκα και με πόνο. Μουγκρίζοντας.      

Ήταν η πρώτη μου φορά κι ένιωσα σαν να ξαναγεννήθηκα. Βέβαια η μητέρα μου δεν με μπανιάρισε ξανά. Μου εξήγησε ότι πλέον είχα μεγαλώσει και είχα γίνει κοτζάμ άντρας. Θα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου με τους αφρούς τα σαπούνια και τα νερά. Είχα μάθει τι έπρεπε να κάνω. Έτσι από κείνη τη μέρα άρχισε να με παιδεύει και να με βασανίζει το φλέγον ζήτημα. Πολύ πρόωρα για την ηλικία μου έπαθα ξαφνικό παροξυσμό. Το σκεφτόμουν όλη μέρα στο σπίτι στο σχολείο στον ύπνο και στον ξύπνιο συνέχεια και παντού. Είχα αγριέψει για τα καλά και πλέον κυνηγούσα εγώ τα κορίτσια στο σχολείο και τη γειτονιά. Ήθελα να τα αγγίξω έστω και για λίγο. Να τα χουφτώσω και να χώσω το χέρι μου κάτω από τις φούστες τους. Να ξεμοναχιάσω τις πιο θερμές και πιο εύκολες και να παίξουμε τη νοσοκόμα και το γιατρό. Να τριφτώ πάνω τους και να νιώσω τη γλύκα του κολλώδους υγρού. Θα το πω στην κυρία φώναζαν εκείνες τσαντισμένες αλλά ποιος τις άκουγε. Δεν έδινα σημασία. Το εσώρουχό μου ήταν πάντα λεκιασμένο και το άλλαζα σε καθημερινή βάση.

Είχα ενηλικιωθεί πριν την ώρα μου. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια. Το πιο γλυκό και ηδονικό πράγμα στον κόσμο. Και με τις πιο μεγάλες γυναίκες αλλά και με τις γριές ακόμα δεν κώλωνα. Το μάτι μου γαρίδα και το χέρι μου πάντα έτοιμο για αθώα δήθεν κατά λάθος και ανεπαίσθητα αγγίγματα. Δεν άφηνα  θηλυκό σε χλωρό κλαρί. Είχα ξεσαλώσει τελείως. Κι όποτε μπορούσα κι έβρισκα την ευκαιρία ξεμοναχιαζόμουν και αυνανιζόμουν διαρκώς. Ειδικά μέσα στην μπανιέρα και κάτω απ’ το νερό μία και δύο και τρεις φορές. Πλέον το λουτρό κρατούσε πολύ ώρα και οι γυναίκες έμπαιναν για την ανάγκη τους πριν από μένα και με κοιτούσαν με άλλο μάτι. Τώρα ήξεραν ότι δεν είχαν να κάνουν απλά με ένα δωδεκάχρονο παιδί και ήταν πολύ προσεχτικές στις κινήσεις και τα φερσίματά τους. Είχα κερδίσει τον σεβασμό τους. Κι όμως το φταίξιμο δεν ήτανε δικό μου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου