Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 8

Είναι δύσκολο να βρούμε την ευτυχία μέσα μας,

αλλά και αδύνατο να τη βρούμε οπουδήποτε αλλού.

                                                                    Αρθούρος Σοπενχάουερ

Αόρατη πόλη είναι η νοσηρή μας φαντασία, η πρώτη ύλη των επιθυμιών και των συναισθημάτων μας, αλλά και το σαθρό υπόστρωμα των αισθήσεων που μας καθοδηγούν σ’ αυτό που λέμε «επιβίωση με κάθε τρόπο». Μέσα απ’ αυτήν βλέπουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει και μόνο εντός της νιώθουμε ελεύθεροι και δυνατοί.  Και αξιοπρεπείς. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να στενεύει και να λογοκρίνεται. Από τη φύση μας είμαστε διεστραμμένοι και άρρωστοι, αν και λίγοι το γνωρίζουν. Επιπλέον, αποτελεί την πρώτη ύλη για τα παραμύθια και τις ιστορίες που πλάθουμε για να ευχαριστιόμαστε και να μην πλήττουμε στον μάταιο τούτο κόσμο. Μόνο στην αόρατη πόλη ήμαστε αυτάρκεις και πλήρεις, άτοποι και άχρονοι, σχεδόν ευτυχείς. Εκεί που χωράει οποιαδήποτε μαγεία, μεταφυσική και άλλα ζωτικά ψεύδη, απαλύνοντας τον πόνο και την ανία, έστω και προσωρινά. Βλέπεις, κάποιες φορές, η απαισιοδοξία οδηγεί, όχι στην αυτοκαταστροφική απελπισία, αλλά στον αδιάφορο και συνάμα ηρωικό μηδενισμό. Τελικά, μόνο η ομορφιά και η αγάπη σώζουν. Παρατείνουν την ύπαρξη.

*Το βιβλίο με τίτλο «ΑΟΡΑΤΗ ΠΟΛΗ» αποτελείται από δεκαεπτά παράξενες ιστορίες (μυθιστόρημα;) και αφιερώνεται σε όλους τους φαντασιόπληκτους και τους ελαττωματικούς ανθρώπους που αντιστέκονται ακόμα. Θα κυκλοφορήσει με τον συνήθη τρόπο τον Ιανουάριο 2024, πάντα, μόνο για φίλους.

 

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ

Εκείνο το άγριο καλοκαίρι έφτασε το τέλος του κόσμου, η νέμεση. Με καύσωνα διαρκείας στους εξήντα βαθμούς κελσίου, λίγο μετά την έκλειψη ηλίου έγινε ο τρομερός σεισμός ισχύος δεκαπέντε ρίχτερ, ο μεγαλύτερος στην ιστορία του πλανήτη, και διάρκειας είκοσι λεπτών. Σκίστηκε ο φλοιός της γης σε χίλια κομμάτια, ενεργοποιήθηκαν τα ηφαίστεια, η λάβα τους έκαψε τα πάντα, οι πόλεις ισοπεδώθηκαν, οι ωκεανοί εξατμίστηκαν. Μα δεν έφταναν όλα αυτά. Ένας κομήτης, που φαινόταν εντελώς ακίνδυνος, βγήκε από πορεία του, συγκρούστηκε με τον πρώην γαλάζιο πλανήτη, στάχτη και σκόνη κάλυψε τον ουρανό, ο ήλιος χάθηκε από τα μάτια των ανθρώπων και των άλλων έμβιων όντων, τα πάντα ερήμωσαν, πάγωσαν και αφανίστηκαν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Κανείς δεν γλύτωσε και κανείς δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε.

Την ώρα εκείνοι κάποιοι σεβαστοί εκπρόσωποι του βιολογικού είδους χόμο σάπιενς, κραταιοί του πλανήτη γη, όπως κάθε μέρα, δούλευαν, μοχθούσαν, μεγάλωναν τα παιδιά τους, έκαναν σχέδια για το μέλλον, γράφανε σημαντικά βιβλία και δημιουργούσαν σπουδαία έργα τέχνης, ονειρεύονταν χρήματα, σεξ και εξουσία, τιμές και αξιώματα, ασφάλεια και μακροημέρευση, δημόσια αναγνώριση και υστεροφημία. Όλα για το τίποτα.

Κάποιοι άλλοι, λίγο πιο έξυπνοι, απλώς περνούσαν τον καιρό τους χαζεύοντας εδώ κι εκεί, βολτάροντας στους δρόμους, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες, ολομόναχοι, θαυμάζοντας κατά περίπτωση τον λαμπρό ήλιο ή το ολόγιομο φεγγάρι, για πόσο άραγε ακόμη θα τα έβλεπαν, είναι σύντομη η ζωή και σκιά ονείρου ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και ζούσαν το τώρα σαν να μην υπάρχει αύριο, λες και ήξεραν, προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.

Τέτοια πράγματα έκαναν οι άνθρωποι τη στιγμή του μεγάλου αφανισμού, τότε που κανείς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Όλα ανούσια, περιττά και άσκοπα. Όλα μάταια.


Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

ΗΡΩΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Κοιμηθήκαμε πολύ, έτσι μου φάνηκε, και όταν ανοίξαμε πάλι τα μάτια μας πρέπει να είχε ξημερώσει για τα καλά, μα δεν βλέπαμε τη μύτη μας. Η παραλία ολόκληρη, αλλά και η θάλασσα μέσα κι ο ουρανός από πάνω είχαν καλυφθεί από πυκνή γκρίζα ομίχλη, σαν στάχτη από μεγάλη πυρκαγιά. Πίσω μας η πόλη ήταν αόρατη, είχε κι αυτή εξαφανιστεί εντελώς, όπως τη μέρα που είχα επιστρέψει, αυτό μου θύμισε. Δεν νιώσαμε καμιά ανησυχία. Περιμέναμε το σκάφος που θα μας παραλάμβανε και θα μας χάριζε την ελευθερία. Τα μάτια μας καρφωμένα στη θάλασσα για να δούμε τη σκιά του να πλησιάζει, τα αυτιά μας ορθάνοιχτα να ακούσουμε τη μηχανή του να μουγκρίζει. Έπρεπε να ετοιμαστούμε. Όμως, δεν προλάβαμε καν να ντυθούμε, μας πιάσανε στα πράσα. Ξαφνικά πίσω μας πρόβαλαν αθόρυβα μέσα απ’ την ομίχλη και εμφανίστηκαν μπροστά μας στα δέκα μέτρα απόσταση οι απειλητικές σκιές, οι πέντε άρχοντες και πλήθος πάνοπλων στρατιωτών. Δεν το περιμέναμε, μας έλουσε κρύος ιδρώτας. Κοιταχτήκαμε με τρόμο αναμεταξύ μας, με κομμένη την ανάσα. Είχαμε φτάσει στη βρύση, δίχως να πιούμε νερό.

Μετά το αρχικό σοκ, δεν αργήσαμε να συνέλθουμε, πρώτος απ’ όλους ο φίλος μου ο αστυνόμος, να ανακτήσουμε και πάλι την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία μας, μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια, όχι όμως και το προηγούμενο κέφι, τη ζωντάνια και την αισιοδοξία μας. Ήταν φανερό, πλέον, δεν είχαμε καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τουλάχιστον, έπρεπε να παραμείνουμε αξιοπρεπείς, θαρραλέοι και αμετακίνητοι μπροστά στο βέβαιο θάνατο που μας περίμενε, να μη δώσουμε καμιά λαβή για ευχαρίστηση στα σαδιστικά σκυλιά που μας είχαν στριμώξει. Ούτε καν ντροπή για τη γύμνια μας να νιώσουμε, να μην κρύψουμε τίποτα, ειδικά εγώ που είχα και το πρόβλημα, που ήμουνα λειψός. Και κάτι μου ‘λεγε ενδόμυχα, κάποιο ένστικτο ή ένα παιχνιδιάρικο δαιμόνιο, ότι τις ίδιες ακριβώς σκέψεις έκαναν ταυτόχρονα και οι σύντροφοί μου, ο αστυνόμος και η νοσοκόμα. Κοιταχτήκαμε ασυναίσθητα μεταξύ μας, πιαστήκαμε από τα χέρια και ενωμένοι όπως ήμασταν σκάσαμε από ένα τεράστιο χαμόγελο στα μούτρα τους. Είχαμε αποφασίσει να φύγουμε όρθιοι, χωρίς περιττές λιποψυχίες. Τελικά, αυτό ήταν το πεπρωμένο μας, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Τουλάχιστον, προσπαθήσαμε και τώρα μας άξιζε μια ηρωική έξοδος στο πουθενά, στο μεγάλο τίποτα, βουτιά στο απόλυτο κενό.

Από τους πέντε άρχοντες μίλησε ο πατέρας του φίλου μου κοιτάζοντας το γιο του κατάματα με βλέμμα βλοσυρό. Ήταν μεγάλη ηλιθιότητα αυτό που κάνατε, είπε, εξαρχής δεν είχατε καμία ελπίδα να γλυτώσετε, τα ξέραμε όλα και σας παρακολουθούσαμε διαρκώς. Ειδικά εσένα, σε είχα προειδοποιήσει, μα δεν μ’ άκουσες, έκανες του κεφαλιού σου. Μπορεί να είσαι γιος μου, μα έπρεπε να κάνω πέτρα την καρδιά μου, όπως και τα αδέρφια σου, και να βάλουμε πάνω από όλα το συμφέρον της πόλης. Η συμπεριφορά σας ήταν απαράδεκτη και προσβλητική για τις αρχές της πόλης, όπως και η εμφάνισή σας που ξεδιάντροπα και ανερυθρίαστα μας φανερώνεται μπροστά μας. Είστε ντροπή και όνειδος για τον τόπο και η τιμωρία σας θα είναι αυστηρή και παραδειγματική. Τα μεσάνυχτα συνεδρίασε το νυχτερινό συμβούλιο και αποφάσισε ομόφωνα την θανατική σας καταδίκη, κρίνοντας εντελώς άσκοπη την οποιαδήποτε απολογία σας και προσπάθεια δικαιολόγησης των έκνομων και ανήθικων πράξεών σας. Αυτά είχα να σας μεταβιβάσω, τίποτα άλλο, είπε ο άρχοντας της πόλης και κατόπιν σώπασε.

Για λίγες στιγμές επικράτησε απόλυτη βουβαμάρα, ακόμη και η αδιάφορη φύση τριγύρω μας κρατούσε σφιγμένη την ανάσα της. Τότε πήρε το λόγο ο γιος του, ο αστυνόμος, που όλη την ώρα τον κοιτούσε κατάματα με βλέμμα σταθερό και ανυποχώρητο, δεν έδειχνε καθόλου φόβο και υποταγή, όπως κι εγώ με την νοσοκόμα. Και μείς οικογενειάρχες άνθρωποι είμαστε, σεβαστοί νοικοκυραίοι, παιδιά μεγαλώνουμε! τον ειρωνεύτηκε κατάμουτρα και τότε βάλαμε και οι τρεις ταυτόχρονα δυνατά γέλια. Ότι και να κάνετε, μόνο να μας τα κλάσετε μπορείτε, παλιοτόμαρα, βρωμερά, ελεεινά και τρισάθλια ανθρωπάκια, του είπε και του ‘δειξε τα δυο μεγάλα του αρχίδια. Για συμπαράσταση έριξα ένα κατούρημα που έφτασε μέχρι τα καλογυαλισμένα τους λουστρίνια και τα πιτσίλισε και η νοσοκόμα προσφέρθηκε να την γαμήσει όλο το στράτευμα γυρίζοντας από την άλλη και τουρλώνοντας τον κώλο της. Παραδόξως, είχαμε ξαναβρεί το προηγούμενο κέφι μας. Το απόσπασμα! φώναξαν εξαγριωμένοι και με μια φωνή οι πέντε άρχοντες του τόπου και από κείνη τη στιγμή κι έπειτα όλα έγιναν πολύ γρήγορα, στο άψε σβήσε. Δέκα θηριώδεις στρατιώτες παρατάχτηκαν απέναντί μας στα πέντε μέτρα για να μας βλέπουν και να έχουν σίγουρα αποτελέσματα, η ομίχλη εξακολουθούσε πυκνή, μα κανείς δεν μας πλησίασε πιο κοντά, ας πούμε για να μας δέσει τα μάτια ή να ακούσει κάποια τελευταία μας επιθυμία, μας θεωρούσαν μολυσμένους και μιάσματα και ήθελαν να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα μαζί μας. Πίσω μας δεν υπήρχε κάποιος τοίχος για να απορροφήσει τις σφαίρες παρά η αόρατη θάλασσα και ο γκρίζος ουρανός και τα άψυχα κουφάρια μας ποιος ήξερε σε ποιο λάκκο θα τα έριχναν. Όχι ότι μας ένοιαζε, δικό τους πρόβλημα.

Συνήθως, στις εκτελέσεις υπήρχε κι ένας ιερέας για την τελευταία εξομολόγηση, ευχή και μετάληψη της θείας κοινωνίας, που μεριμνούσε και για το ζήτημα της ταφής. Όμως, σε μας δεν ταίριαζε ούτε καν η μεταφυσική συγχώρεση, η ελπίδα κάποιου μακρινού υπερουράνιου παραδείσου. Όχι δηλαδή ότι θα την ζητούσαμε, μα ήμασταν ανάξιοι για οποιαδήποτε μετάνοια. Ο φίλος μου δίπλα, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, με στόμφο στα λόγια του και υπερηφάνεια,  ζήτησε να εκφράσει την τελευταία του επιθυμία. Σεβαστέ και αξιολάτρευτε πατέρα, υπέρλαμπρε άρχοντα της πόλης, προτού πεθάνω θα ήθελα να γαμήσω ένα παπά! είπε μα αντί για απάντηση άκουσε ένα ηχηρό «πυρ» και απέναντί μας το εκτελεστικό απόσπασμα άρχισε να κροταλίζει με μανία. Τα τρία γυμνά κορμιά μας έγιναν σουρωτήρι από τις σφαίρες και σωριάστηκαν άψυχα στην παραλία. Δεν χρειάστηκαν καν οι χαριστικές βολές.

Τα νεκρά σώματα αποφασίστηκε να αφεθούν ξεσκέπαστα και άταφα στον τόπο της εκτέλεσης και να κατασπαραχτούν από τα όρνια και τα άγρια πουλιά για παραδειγματισμό. Σε λίγο, ως εκ θαύματος,  η ομίχλη διαλύθηκε, μα και πάλι, για λίγα λεπτά, ο ήλιος χάθηκε από τα μάτια τους και ο ουρανός σκοτείνιασε. Την ώρα της έκλειψης έγινε ένας τρομερός σεισμός που ισοπέδωσε τα πάντα, η πόλη εξαφανίστηκε, ένα μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην άκρη της παραλία που ρούφηξε τους άρχοντες και τους στρατιώτες και ένα γιγάντιο τσουνάμι που ήρθε από τη θάλασσα τους έπνιξε. Χάθηκαν όλοι από προσώπου γης μέσα στον ομαδικό τους τάφο. Δεν γλύτωσε κανείς.


Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΔΡΑΣΗ (ΤΡΙΟ ΠΑΡΤΟΥΖΑ)

Είχε φτάσει η μεγάλη ώρα, η αποφασιστική στιγμή. Δεκαπενταύγουστος, σκληρός παρατεταμένος καύσωνας και συγχρόνως ολική έκλειψη ηλίου! Οι ιδανικές συνθήκες. Φαίνεται, ο θεός ήταν με το μέρος μας, συνωμοτούσε για τη σωτηρία μας. Ο αστυνόμος τα είχε σχεδιάσει όλα στην εντέλεια και μας είχε ενημερώσει έγκαιρα. Ήμασταν πανέτοιμοι. Το τέλειο αλάνθαστο σχέδιο. Το μεγαλοφυές κόλπο. Η ασύλληπτη απόδραση. Την ώρα που η πόλη είχε ερημώσει για τα καλά, ο κόσμος βρισκόταν σε διακοπές, μέχρι και οι άγρυπνες αρχές της τάξης και της ασφάλειας δροσίζονταν στα όρη στα άγρια βουνά και τις μακρινές παραλίες. Έβραζε ο τόπος κι έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Και αύριο, στη γιορτή της μεγαλόχαρης, ο ήλιος θα εξαφανιζόταν για κάμποση ώρα από τα μάτια μας.

Ο φίλος μου είχε πάρει άδεια απ’ την υπηρεσία του και είχε στείλει την οικογένειά του ξεκαλοκαιριάζει στο χωριό της γυναίκας του, δίπλα στα στοργικά του πεθερικά. Πλέον, ήταν ελεύθερος να δράσει. Ήρθε στο σπίτι απ’ το προηγούμενο απόγευμα, στο χέρι κρατούσε μόνο μια μικρή βαλίτσα με τα αναγκαία. Δεν θα παίρναμε μαζί μας πολλά πράγματα, μόνο τα απαραίτητα, μας είχε προειδοποιήσει. Φτιάξαμε καφέ, κλείσαμε τα παράθυρα και καθίσαμε στο σαλόνι για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Αύριο ήταν η μεγάλη μέρα. Αποβραδίς θα βρισκόμασταν στην παραλία του νότιου πάρκου, δίπλα στο νέο λιμάνι και το πρωί, με το πρώτο φως, θα ερχόταν από τη θάλασσα να μας παραλάβει ένας γνωστός του με ταχύπλοο σκάφος και θα μας έβγαζε από τη χώρα με προορισμό το άγνωστο, κάποιο γειτονικό κράτος. Εκεί θα μας θεωρούσαν παράνομους και λαθρομετανάστες, μα και να μας πιάνανε θα ζητούσαμε πολιτικό άσυλο. Γνώριζαν την κατάσταση που επικρατούσε εδώ και ήταν εντελώς απίθανο να μας γυρίσουν πίσω. Επιπλέον, είχε φίλους καλούς συναδέλφους που θα μας βοηθούσαν και θα μας κάλυπταν, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Ύστερα, βλέποντας και κάνοντας.

Το βράδυ φάγαμε και ήπιαμε μέχρι σκασμού για να πάρουμε θάρρος και δυνάμεις. Όσο ρόδινα και αισιόδοξα κι αν μας τα ‘λεγε ο φίλος μας, τούτη η επιχείρηση ήθελε μεγάλα κότσια. Κάτι μπορούσε να πάει στραβά, ένας απρόβλεπτος παράγοντας, μια ατυχία. Όμως, η προοπτική μιας ελεύθερης αλητεμένης ζωής μου έφτιαχνε τη διάθεση. Μου είχε λείψει η περιπλάνηση σε ξένους τόπους, η γνωριμία με άγνωστους ανθρώπους, η ελπίδα πως όλα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, όλα να ξεκινήσουν και πάλι απ’ την αρχή. Και μάλιστα, αυτή τη φορά όχι μόνος, ανήλικος, ακρωτηριασμένος, πεταμένος στους πέντε δρόμους, αλλά παρέα με αγαπημένα πρόσωπα, που μπορούσες να εμπιστευτείς, να στηριχτείς πάνω τους με κλειστά τα μάτια, έτοιμοι να σε βοηθήσουν σε μια δύσκολη κατάσταση.

Τρεις η ώρα, μέσα στη βαθιά μαύρη νύχτα βρισκόμασταν στην παραλία έτοιμοι για αναχώρηση. Ο αστυνόμος έκρυψε το αυτοκίνητο κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και περιμέναμε. Στη διαδρομή δεν συναντήσαμε ανθρώπους της τάξης και της ασφάλειας, κανείς δεν μας σταμάτησε, έστω για έναν τυπικό έλεγχο, πλήρης ερημιά και ησυχία. Όλα λοιπόν πήγαιναν δεξιά, όπως είχαμε προβλέψει, με βάση το αρχικό σχέδιο. Όμως, η ζέστη, ακόμα και δίπλα στη θάλασσα, ήταν αφόρητη. Είχε και φοβερή υγρασία, κολλούσαμε ολόκληροι. Απόψε το φεγγάρι δεν είχε βγει, τα αστέρια δεν είχανε ανάψει κι ο ουρανός ήταν κατασκότεινος, μαύρος κι άραχνος. Από την υπερένταση και την αγωνία δεν είχαμε καταφέρει να κλείσουμε μάτι ούτε για μια στιγμή, μα δεν μας ένοιαζε, δεν νιώθαμε κούραση. Πετάξαμε τα ρούχα και βουτήξαμε μέσα για να δροσιστούμε. Ήταν ρηχά, προχωρήσαμε εκεί που τα μαύρα νερά βάθαιναν, κολυμπήσαμε κάμποση ώρα πέρα δώθε, εκτονώσαμε την ένταση και την αγωνία και ξαναβγήκαμε δροσεροί, χαλαροί και κουρασμένοι στην παραλία. Ξαπλώσαμε ολόγυμνοι, αρμυρισμένοι και ξέπνοοι πάνω στα χαλίκια. Ο φίλος μου πήρε την κοπέλα στην αγκαλιά του και άρχισαν να κάνουν έρωτα. Την χάιδευε και τη φιλούσε σε όλο της το κορμί και κείνη σπαρταρούσε από την ηδονή. Τους έβλεπα και ερεθιζόμουν, μετά από λίγο μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι. Τρίο παρτούζα, σε όλες τις στάσεις, από όλες τις μεριές, ότι και όσο μπορούσε ο καθένας. Πλέον, μεταξύ μας δεν υπήρχε παρεξήγηση. Τελειώσαμε και οι τρεις μαζί. Αποκαμωμένους και αγκαλιασμένους μας πήρε αμέσως ο ύπνος. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Λίγο πριν την απόδραση.

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Όλον εκείνον τον καιρό, μέχρι να γίνει οριστική η ημέρα της απόδρασης και να φύγουν απ’ την πόλη, κάθε βράδυ απ’ την αγωνία του έβλεπε εφιάλτες και παράξενα όνειρα. Ένα όμως το θυμόταν πολύ καλά γιατί επαναλαμβανόταν σχεδόν κάθε δεύτερη ή τρίτη μέρα σε συνέχειες και διάφορες παραλλαγές και όταν ξύπναγε ωχρός και κάθιδρος απ’ τον τρόμο μέσα στη νύχτα το θυμόταν  πολύ καλά και έντονα, σαν να ήταν αληθινό και να συνέβη πριν από λίγο. Μέσα στα σκοτάδια έβλεπε ακόμα απειλητικά οράματα και περίεργους ίσκιους, μέχρι τα μάτια να συνηθίσουν και το μυαλό του να συνειδητοποιήσει τελικά πού βρίσκεται και τι ώρα είναι. Κοιτούσε ταραγμένος το ρολόι, αυτό δεν έλεγε ποτέ ψέματα, ακόμα και σταματημένο, δεν τον παραπλανούσε με δόλιους σκοπούς. Δεν ήταν προληπτικός, δεν τον θεώρησε κακό οιωνό για την επιχείρηση που σχεδίαζε ο φίλος του. Μα τον συγκεκριμένο εφιάλτη δεν τολμούσε να τον εκμυστηρευτεί πουθενά, να ελαφρώσει κάπως, και τον βάραινε όλη τη διάρκεια της επόμενης μέρας, του χαλούσε τη διάθεση. Να τον πει, ας πούμε, στην καλή νοσοκόμα που τον τελευταίο καιρό είχαν καλές σχέσεις και κάθε τόσο ερχόταν στο δωμάτιό του, ευχάριστη σκιά, που τον αγκάλιαζε, τον χάιδευε και τον φιλούσε σε όλο το μισερό του κορμάκι. Τον ξαλάφρωνε και τον ηρεμούσε και κάνανε όμορφα σχέδια για το μέλλον τους. Τουλάχιστον εκείνα τα βράδια κοιμόταν σαν πουλάκι, χωρίς όνειρα και οράματα, δίχως απειλητικές σκιές και άσχημα προαισθήματα, ενώ την επόμενη μέρα ξυπνούσε πανευτυχής, αισιόδοξος, ξανανιωμένος κι έβλεπε τον κόσμο με άλλο μάτι. Μα ο εφιάλτης επέμενε και πάντα επέστρεφε στο σκοτεινό του δωμάτιο. Πλέον, τον είχε συνηθίσει, φοβόταν λιγότερο.  

Βρίσκεται στο δεντρόφυτο πάρκο πλάι στη θάλασσα. Έχει νυχτώσει και τα φώτα του δήμου είναι αναμμένα. Ο κόσμος λίγος, κάποιες παρέες εδώ κι εκεί κάθονται στα παγκάκια ή περπατούν και κάνουν βόλτες. Αυτός στέκεται μόνος πλάι σε έναν μεγάλο θάμνο και τους παρατηρεί με αγωνία. Κάποια στιγμή βλέπει να τον πλησιάζει ένα τσούρμο κοριτσιών, καλαμπουρίζουν, φωνάζουν και γελάνε δυνατά. Καθώς βλέπει τα γεμάτα φρεσκάδα νεανικά τους πρόσωπα, αρχίζει να διεγείρεται. Πιάνει τον πούτσο του, τον τρίβει, τον χαϊδεύει και τον αισθάνεται σκληρό. Τον αντιλαμβάνονται. Τους κάνει χειρονομίες και νοήματα και τα καλεί να έρθουν προς το μέρος του. Δεν ξέρουν τι θέλει από αυτές. Καθώς πλησιάζουν και σταματούν μπροστά του, τον βγάζει έξω και τον παίζει δυνατά. Οι κοπέλες σοκάρονται, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Καθώς κοιτούν έκπληκτα και εκείνος είναι έτοιμος να χύσει, ξαφνικά αισθάνεται ένα μεγάλο πόνο. Ο πούτσος του έχει πιαστεί στο φερμουάρ του παντελονιού του, αιμορραγεί και πέφτει. Τα κορίτσια γελούν κι ένας αστυνόμος πλησιάζει προς το μέρος τους. Είναι ο φίλος του. Επιβλητικός. Φοράει την λαμπρή επίσημη στολή με τα αστραφτερά γαλόνια και τα παράσημα και το κεφάλι του σκεπάζεται απ’ το πηλήκιο. Αισθάνεται ντροπή, δεν θέλει να τον δει. Ευτυχώς, προλαβαίνει να τον βάλει μέσα και να τον κρύψει και αρχίζει να τρέχει. Πηγαίνει παραπέρα, πίσω από ένα μεγάλο και χοντρό δέντρο. Καθώς είναι κρυμμένος, βλέπει μια γυναίκα που έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο της. Βλέπει το πρόσωπο και το σώμα της και του αρέσει, είναι πράγματι πολύ καλή. Διεγείρεται, τον βγάζει έξω και τον παίζει καθώς εκείνη πλησιάζει. Η γυναίκα τον βλέπει και δεν ξέρει τι να κάνει, παραλύει ολόκληρη. Όμως, καθώς κινείται προς αυτήν, πατά τις ακαθαρσίες κάποιου σκύλου. Τα παπούτσια και οι κάλτσες του γεμίζουν γλιστερά και δύσοσμα σκατά. Είναι φρέσκα ακόμη. Του έρχεται έντονη αναγούλα, κάνει εμετό και λερώνεται πατόκορφα, γεμίζει ολόκληρος ξερατά. Ξανά μπροστά του εμφανίζεται ο όμορφος μπάτσος. Το βάζει στα πόδια, τρέχει πάλι να του ξεφύγει. Πηγαίνει προς την παραλία. Εκεί συναντά καθισμένους γύρω από μια φωτιά μια παρέα γερόντων που κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Είναι ολοτσίτσιδοι, οι γυμνοσοφιστές. Τον καλούν να πάει κοντά τους, μα εκείνος τους αγνοεί. Αρχίζει να γδύνεται, μα όταν κατεβάζει το παντελόνι του ο μαραμένος του πούτσος ξεκολλάει από το σώμα του και πέφτει στο χώμα νεκρός. Τον αφήνει εκεί, πλησιάζει μια μαύρη γάτα, τον παίρνει στο στόμα της και φεύγει τρέχοντας. Ο αστυνόμος πλησιάζει προς το μέρος του και του φωνάζει να σταματήσει. Όμως, εκείνος γδύνεται τελείως και μπαίνει στη θάλασσα. Είναι μαύρη και κρύα, μα ήρεμη, δεν έχει κύμα. Τότε συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει να κολυμπά, μα πλέον είναι αργά. Ξαφνικά έχει κακοκαιρία και ισχυρά ρεύματα τον σπρώχνουν στα βαθιά. Είναι άπατα και γύρω του απόλυτο σκοτάδι, δεν βλέπει τίποτα. Είναι μόνος και κάτι τον ρουφάει, τον τραβάει στο βυθό. Βουλιάζει, περιδινίζεται,  χάνεται κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ύστερα ξυπνάει.

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ (Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ)

Επιτέλους ήρθε! Ήταν με το υπηρεσιακό όχημα, μα σίγουρα δεν θα ήθελε να με συλλάβει. Πάρκαρε το καρουμπαλάδικο κάτω από το σπίτι και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε η νοσοκόμα και δώσανε ένα θερμό φιλί στο στόμα και μια σφιχτή αγκαλιά. Αγαπιόντουσαν και ίσως είχαν καιρό να βρεθούν μαζί. Στα αλήθεια, δεν ζήλεψα, τόση μεγάλη ήταν η χαρά μου που μετά από πολύ καιρό θα τον ξανάβλεπα. Ανέβηκαν τις σκάλες μαζί. Όταν με είδε ρίχτηκε πάνω μου με φούρια, παραλίγο να με τσαλαπατήσει. Εμείς δεν αλλάξαμε φιλιά, μα δεν πειράζει. Με κοίταξε απ’ την κορυφή ως τα νύχια.  «Μια χαρά σε βλέπω, μικρέ, ξανάνιωσες!» είπε. Ήταν ευδιάθετος και χαρούμενος που ξανασυναντιόμασταν. Φορούσε την επίσημη αστραφτερή του στολή (το πηλήκιο το είχε μάλλον αφήσει στο αμάξι) και στο χέρι κρατούσε έναν πράσινο φάκελο. Απ’ έξω με μεγάλα γράμματα, όλα κεφαλαία χωρίς τόνους, έγραφε το όνομα και το επώνυμό μου. Ζήτησε συγνώμη για την αμφίεση, καταλάβαινε την απέχθειά μου για τις στολές, μα ήταν σε μια τελετή της υπηρεσίας, άλλαζε ο γενικός διευθυντής, είπε, και είχαν παράδοση-παραλαβή και τα ρέστα, σκαστός ήρθε από εκεί, τρέχοντας, ούτε που πρόλαβε να φορέσει κάτι πιο ανθρώπινο. Άκουγα με κέφι τις δικαιολογίες που ξεφούρνιζε σαν μικρό σκανταλιάρικο παιδί και γελούσα με την ψυχή μου. Κι έτσι ωραίος ήταν. Η παρουσία του στο σπίτι μου είχε φτιάξει το κέφι. Ήταν όμορφος μέσα στη στολή του, μα κάπως πιο αδυνατισμένος και ωχρός. Φαινόταν κουρασμένος, καταβεβλημένος από τις υποχρεώσεις μάλλον και τα καθήκοντα της εργασίας του. Δουλειά να σου πετύχει, βαριά η καλογερική, σκέφτηκα, και κάπως τον λυπήθηκα.

Ήταν βιαστικός, δεν είχε πολύ ώρα στη διάθεσή του και θα έμπαινε αμέσως στο ψητό, είπε. Ήθελε να μου αποκαλύψει κάποια πράγματα για το παρελθόν μου, που δυστυχώς δεν τα θυμόμουνα πια. Έπρεπε να τα ξέρω, να μάθω την αλήθεια. Οι τελευταίες του κουβέντες με ανησύχησαν, άρχισα να νιώθω άβολα. Κάθε επαφή με τα περασμένα, την μαύρη τρύπα της μνήμης και της ζωής μου, είναι οδυνηρή. Φοβάμαι ότι κάποτε, στα ξαφνικά, μέσα από ανεξιχνίαστους και παράλογους συνειρμούς του μυαλού μου, το τέρας θα ξυπνήσει και θα με καταβροχθίσει ολόκληρο. Καθίσαμε στο σαλόνι και η νοσοκόμα έκλεισε όλα τα παράθυρα και τα τζάμια του σπιτιού. Καλύτερα να μιλάμε σιγανά, είπε ο αστυνόμος, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Δεν γελούσε πια, είχε φορέσει το υπηρεσιακό του ύφος και θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον είδα όταν μόλις είχα έρθει στην πόλη και με είχανε συλλάβει τα τσακάλια του. Αυστηρός και σοβαρός, όπως τότε.

Μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα, χαρτί και καλαμάρι. Μιλούσε κάνα μισάωρο, χωρίς διακοπή, δίχως να πάρει ανάσα. Τον άκουγα αποσβολωμένος και εμβρόντητος. Απ’ την άλλη, η νοσοκόμα παρέμενε ανέκφραστη, μάλλον τα ήξερε όλα αυτά. Είχα σοκαριστεί, τα περισσότερα δεν μπορούσα να τα πιστέψω. Δεν μπορεί, κάποιον άλλο πρέπει να αφορούσαν, όχι εμένα. Πώς σε τόσο μικρή ηλικία έκανα τέτοια πράγματα, όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν ακόμα κρυφτό και κυνηγητό, κλέφτες κι αστυνόμους. Σίγουρα ήμουν ελαττωματικός, εκ γενετής. Μα και η τιμωρία μου δεν δικαιολογείται, ήταν σκληρή και απάνθρωπη, καλύτερα ήταν να με σκότωναν. Κι εγώ που νόμιζα ότι γεννήθηκα έτσι, τρύπιος, ανάπηρος και βλαμμένος. Αν μου τα ‘λεγε κάποιος άλλος δεν θα τα πίστευα, δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, είναι κακοί, μα αυτός διαφέρει, είναι πραγματικός μου φίλος. Γνωριζόμασταν λοιπόν από παιδιά, ήμασταν συμμαθητές, αγαπιόμασταν από παλιά και δεν με ξέχασε, όπως εγώ, πάντα με είχε στο μυαλό του. Και η καλή γριούλα που φρόντιζα ήταν φιλενάδα της μητέρας μου, εκείνη στη φωτογραφία που με κρατάει απ’ το χεράκι, που θα μου το ‘λεγε κι η ίδια, μα δεν πρόλαβε, αφού πέθανε ξαφνικά. Και η νοσοκόμα τα ήξερε, μα γι’ αυτήν ένιωθα μπερδεμένα πράγματα, καλά έκανε και δεν μου είπε λέξη, δεν θα την πίστευα.

Μου έδωσε να δω τον πράσινο φάκελο, είχε μέσα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαίωναν τα λεγόμενά του, σε περίπτωση που θα τον αμφισβητούσα. Φοβόταν κι αυτός ότι δεν θα τον πίστευα, θα τα έβρισκα απίθανα και εξωπραγματικά. Να όμως που όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Υπήρχαν έγγραφα και ντοκουμέντα για όλες τις αποτρόπαιες πράξεις μου, ιατροδικαστικές εκθέσεις για τις δολοφονίες, διάφορα άλλα σημαντικά τεκμήρια, μα πιο πολύ στάθηκα στις οικογενειακές μας φωτογραφίες. Πρέπει να ζούσαμε ευτυχισμένοι, δεν καταλαβαίνω γιατί πήγαν όλα κατά διαόλου. Μα τώρα το παρελθόν δεν αλλάζει, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Πάντως, καλύτερα να μην τα μάθαινα ποτέ, σε τι ωφελούσε, μόνο να με γεμίσει τύψεις και ενοχές, παρ’ όλο που δεν έφταιγα εγώ. Έτσι γεννήθηκα, αυτός ήταν ο χαρακτήρας και το πεπρωμένο μου. Τι έφταιγα που κουβαλούσα τα χαλασμένα τους γονίδια; Ας αναζητήσουν τις ευθύνες αλλού. Και τους γονείς μου τους έχω συγχωρέσει και τους παππούδες μου και όλες τις γενιές παραπίσω. Όλοι έκαναν ότι μπορούσαν κι όσο έκοβε το μυαλό τους. Κανείς δεν φταίει, κανείς δεν είναι ένοχος. Όλοι αθώοι και θύματα. Όλοι σάπιοι και άρρωστοι.

Όταν τέλειωσε ο αστυνόμος με τα δυσάρεστα μαντάτα, για κάμποσα λεπτά έπεσε στο σαλόνι απόλυτη σιωπή, νεκρική βουβαμάρα. Κοιταζόμασταν ασυγκίνητοι και ανέκφραστοι, παγωμένοι. «Και τώρα τι κάνουμε;» του είπα με σιγανή τρεμάμενη φωνή, σχεδόν ψιθυριστά. Έπρεπε να φύγουμε απ’ την πόλη, είπε, η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη, δεν παλευόταν άλλο, και όλο θα χειροτέρευε, είχε έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες από μέσα. Μόνο να βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Ίσως τον δεκαπενταύγουστο, που όλα ήταν νεκρά και άδεια. Βλέποντας και κάνοντας. Είχε κάτι στο μυαλό του, έφτιαχνε ένα σχέδιο, μα δεν ήταν επί του παρόντος. Πάντως, έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είμαι έτοιμος για αναχώρηση. Θα ερχόταν βέβαια μαζί μας και η νοσοκόμα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα, συμφώνησα μαζί του, από αυτόν εξαρτιόταν, εκείνος ήταν ο αρχηγός. Όμως, τώρα έπρεπε να φύγει, είπε, δεν είχε άλλο χρόνο. Χαιρετηθήκαμε και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα είχαμε νέα του. Λίγη υπομονή ακόμα και τα βάσανά μας θα τελείωναν.   

Έκανα άσχημο ύπνο και ξύπνησα μέσα στη νύχτα ιδρωμένος και ταραγμένος. Είχα δει ένα άσχημο όνειρο. Τη μαμά με τη φίλη της να με κυνηγάνε κι εγώ να τρέχω για βοήθεια στον μπαμπά και στο θείο, αυτοί όμως χαμογελαστοί να αδιαφορούν για την τύχη μου και κατόπιν να βγάζω τα μάτια των γυναικών, μα αυτές, αν και τυφλές, να συνεχίζουν να με καταδιώκουν κι εγώ να κολλάω, να παθαίνω μώρα και να μην μπορώ να τρέξω και να τους ξεφύγω και λίγο πριν με γραπώσουν να ξυπνάω τρομαγμένος. Βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε πανσέληνο και κείνη τη στιγμή ο λαμπρός καβλωμένος φέγγαρος βρισκόταν πάνω από το κάστρο σε πλήρη στύση και φώτιζε σαν προβολέας ολόκληρη την πόλη. Κάθισα και τον κοίταζα, μακρινό και μόνο, με τα βουνά και τις κοιλάδες του, και βούρκωσα, παραλίγο να με πάρουν τα κλάματα. Τότε ένιωσα πίσω μου το απαλό χέρι της νοσοκόμας να ακουμπάει απαλά τον ώμο μου και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. 

 

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ

Παλιέ μου φίλε και συμμαθητή, πονεμένο και δυστυχισμένο πλάσμα του αρχαίου κόσμου, με νομίζεις για κάποιον παντοδύναμο θεό με υπερφυσικές δυνάμεις, που όποτε με χρειαστείς και ζητήσεις, έστω και νοερά, τη βοήθειά μου, θα καταφτάσω αμέσως και θα σε βγάλω απ’ τη δύσκολη κατάσταση. Όμως, γελιέσαι. Ένα φοβισμένο ανθρωπάκι είμαι κι εγώ, όπως και συ, που βρέθηκα σε κάποια σημαντική θέση εξουσίας, ενδιάμεσο γρανάζι ενός απάνθρωπου μηχανισμού, γιατί έτυχε να έχω μπάρμπα στην κορώνη, δηλαδή να γεννηθώ από τα μεγάλα και πλούσια αρχίδια ενός αξιοσέβαστου και ισχυρού πατέρα, ενός τιμημένου άρχοντα της πόλης. Ήμουν ο μικρότερος αδερφός, τα κορίτσια της οικογένειας δεν μετράνε. Ο πρωτότοκος και κανακάρης βρίσκεται πλάι στον πατέρα και θα τον αντικαταστήσει όταν έρθει η ώρα. Ο μεσαίος είναι ένας αξιοσέβαστος δικαστικός καριέρας. Εγώ, ο βενιαμίν, ένας απλός μπάτσος που με προόριζαν για αρχηγό της τοπικής αστυνομίας. Γι’ αυτό και με παντρέψανε με την κόρη ενός άλλου άρχοντα, για να διπλασιάσουμε την οικογενειακή μας ισχύ. Ήταν ένας γάμος συμφέροντος, όπως όλοι στην μικρή μας πόλη, ο έρωτας έχει πλέον καταργηθεί. Ειδικά για την ελίτ όλα είναι ζητήματα εξουσίας και να προκύψουν βέβαια οι κατάλληλοι απόγονοι που θα συνεχίσουν το θεάρεστο έργο. Τα καθάρματα του μέλλοντος. Επομένως, ότι δεν ένιωσα τίποτα για τη γυναίκα που μου βρήκαν δεν έχει μεγάλη σημασία, το χρέος μου το έκανα. Όμως, δεν άντεξα να τα βγάλω πέρα μέχρι τέλους, φταίει που πλέον ζούμε πολλά χρόνια, και μόνο στην σκέψη αυτής της άθλιας ζωής επ’ άπειρο με πιάνει τρέλα. Γιατί κι εγώ μάλλον είμαι ελαττωματικός.

Ήμουν κι εγώ ολομόναχος, χωρίς φίλους και δεν το άντεχα. Ευτυχώς, γνώρισα την καλή και όμορφη κοπέλα. Δεν νιώθω τύψεις που απάτησα τη νόμιμη σύζυγο, δεν πρόδωσα καμία αγάπη. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη με είχε κερατώσει πολλά χρόνια πριν και δεν ξέρω καν ποια από τα παιδιά της είναι και δικά μου, μα δεν με νοιάζει. Η νοσοκόμα ήταν κι αυτή μόνη της στη ζωή, η γριούλα που φρόντιζε δεν μετρούσε, έτσι κι αλλιώς πέθανε, και ήθελε κι αυτή από κάπου να πιαστεί. Όχι ότι την είχαν πάρει και τα χρόνια, μα ήταν έξυπνη και ευαίσθητη και δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους, έτσι που είχαν καταντήσει. Αγαπιόμαστε και κάνουμε όμορφο έρωτα γεμάτο πάθος. Είναι θερμή γυναίκα στο κρεβάτι, ίσως κάτι να ξέρεις κι εσύ. Και καταλαβαινόμαστε.   

Μα δεν μου έφτανε εκείνη. Ήθελα να έχω κι έναν δικό μου άνθρωπο δίπλα μου, γι’ αυτό σε έφερα πίσω. Για να ζωντανέψω το μακρινό μου παρελθόν, τότε που ήμουνα ακόμα ένα αθώο και χαμογελαστό παιδάκι. Εσύ θα ήσουν ο συνδετικός κρίκος. Κι αν δεν ήταν οι γνωριμίες, τα μέσα και οι άκρες του πατέρα δεν θα τα κατάφερνα. Είχα την κάλυψή του, με αγαπάει πραγματικά, αν και η θέση του δεν επιτρέπει τέτοιους φτηνούς συναισθηματισμούς, το ξέρει και φυλάγεται, είναι προσεκτικός και συχνά με νουθετεί. Έπρεπε να συνέλθω, μου είπε, από την κρίση μέσης ηλικίας που περνούσα. Τον άκουγα με προσοχή και σεβασμό κι έκανα το κορόιδο, μερικές φορές γινόταν πολύ κουραστικός και προβλέψιμος, δεν τον άντεχα. Γι’ αυτό σε έφερα πίσω, με την ελπίδα ότι θα με θυμηθείς και θα με ξαναγαπήσεις, όπως τότε. Μάταια όμως. Τα σκοτάδια σου είναι βαθιά και μόνιμα, αυτό κατάλαβα. Μα κι έτσι όπως είσαι, εγώ θυμάμαι και για τους δυο μας και σ’ αγαπώ. Ίσως ήταν λάθος μου, μια πράξη απελπισίας, να σε εγκλωβίσω ξανά μέσα στην πόλη. Όχι ότι έξω περνούσες  καλύτερα, μόνος κι έρημος ήσουν, και παντού τα ίδια σκατά είναι, μα τουλάχιστον είχες την ψευδαίσθηση της ελπίδας και της ελευθερίας, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, προς το καλύτερο πάντα, χωρίς να ξέρεις τι ακριβώς.

Όμως, πλέον, τα περιθώρια στενεύουν. Πρέπει να βρούμε την κατάλληλη ευκαιρία και να φύγουμε, φίλε. Να το σκάσουμε για αλλού, εδώ δεν βγαίνει άλλο η ζωή πέρα. Δεν θα είναι εύκολο, μα πρέπει να προσπαθήσουμε. Ξέρω, ο πατέρας και τα αδέρφια μου θα στεναχωρηθούν και θα με μισήσουν, θα με πουν προδότη και αχάριστο, μα στο τέλος ίσως καταλάβουν και με δικαιολογήσουν. Βέβαια, θα προσπαθήσουν να μας εμποδίσουν, να μας συλλάβουν και να μας τιμωρήσουν, μα δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να πάρουμε το ρίσκο. Κι ας ελπίσουμε τουλάχιστον στη βοήθεια κάποιου αγαθού και ευσπλαχνικού από μηχανής θεού.

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Ο ΣΩΣΙΑΣ


Εκείνο το απόγευμα καθόμουν μόνος στο μπαλκόνι και αγνάντευα την κάτω πόλη και το μακρινό ηλιοβασίλεμα. Στο βάθος ο ουρανός είχε κοκκινίσει για τα καλά. Η κοπέλα που με φρόντιζε έλειπε απ’ το σπίτι. Πλέον είχα αναρρώσει πλήρως, τουλάχιστον δεν πονούσα και σύντομα θα ξεκινούσα μικρές βόλτες τριγύρω στη γειτονιά για ξεμούδιασμα, να αρχίσει και πάλι να λειτουργεί το σώμα μου κανονικά. Παρ’ όλα αυτά ένιωθα ακόμα κάποια κούραση. Ο αστυνόμος δεν μας είχε ακόμα επισκεφτεί, μα δεν του κρατούσα κακία, σίγουρα θα είχε τους λόγους του. Τον περίμενα με ανυπομονησία και κάθε τόσο κοίταζα προς τη μεριά του κάστρου να δω αν έρχεται. Τέτοια ώρα οι ελπίδες μου δυνάμωναν όλο και πιο πολύ, γινόμουν ακόμα πιο αισιόδοξος, πιο χαρούμενος. 

Όμως, αντί για κείνον, αντίκρισα κάτι το αναπάντεχο, τη στιγμή ακριβώς που ο κόκκινος ήλιος χανόταν εντελώς πίσω απ' τα μακρινά βουνά. Περνούσε βιαστικά από κάτω. Ξαφνικά σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και με κοίταξε έντονα για κάμποσα δευτερόλεπτα. Ένιωσα κάπως παράξενα, ανήσυχα, ταράχτηκα, ακόμα περισσότερο όταν μου χαμογέλασε μυστηριωδώς. Δεν ήταν ο σωτήρας που περίμενα τόσες μέρες εναγωνίως, αλλά ένας σωσίας μου. Ήμασταν ολόφτυστοι σαν δυο σταγόνες βροχής, δεν μπορούσες να μας ξεχωρίσεις. «Α, πουλάκι μου, έφαγα τον κόσμο μα επιτέλους σε βρίσκω», είπε και με αιλουροειδή ευλυγισία άρχισε να σκαρφαλώνει προς το μέρος μου. Ακόμη και η φωνή του έμοιαζε με τη δική μου και πιθανώς να ήμασταν συνομήλικοι. Ίσως να είχα δίδυμο αδερφό, μα προτού ολοκληρώσω τη σκέψη μου, στάθηκε μπροστά μου φάντης μπαστούνι και με αγκάλιασε θερμά αλλά και απαλά, με προσοχή, σαν εύθραυστο αντικείμενο. Πρέπει να γνώριζε την περιπέτεια που πέρασα. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου. Αυτός γελούσε γεμάτος από χαρά κι εγώ έτρεμα σύγκορμος απ’ την ταραχή μου και πρέπει να το κατάλαβε. Το πρόσωπό μου έβγαζε άγριο τρόμο. «Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις μετά από τόσα χρόνια;» ρώτησε για να σπάσει κάπως τον πάγο. «Ποιος είσαι;» κατάφερα μόνο να ψελλίσω. Δεν έπρεπε να φοβάμαι, είπε, δεν ήθελε το κακό μου. Ήξερε τα προβλήματα που είχα από τότε που γύρισα στην πόλη και μπορούσε να με βοηθήσει. Όμως, δεν απάντησε στην ερώτησή μου. «Ποιος είσαι;» επανέλαβα ουρλιάζοντας, που βρήκα τη δύναμη! Μα ήμουν μόνος, δεν μπορούσε κανείς να με βοηθήσει. Ξαφνικά σκυθρώπιασε. «Έλα να σου δείξω», είπε, με πήρε απ’ το χεράκι και μπήκαμε μέσα στο σαλόνι. «Αυτός είμαι, λοιπόν!» αναφώνησε θριαμβευτικά. Το δάχτυλό του έδειχνε το παιδάκι της φωτογραφίας ανάμεσα στις δύο κυρίες. «Είσαι ψεύτης, αυτός είμαι εγώ!» φώναξα οργισμένος, είχα ξεχάσει τον φόβο μου. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Τον πήγα μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. «Κοίταξε, είμαστε ολόιδιοι». Δεν παραξενεύτηκε. «Εγώ είμαι πιο όμορφος», είπε χαριτολογώντας και γέλασε δυνατά. Είχε και κάτι άλλο να μου δείξει. Κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο. «Δες, εδώ διαφέρουμε!» Είχε μουνί, αρχίδια και πέος, όλα τα καλά. Μετά σήκωσε τη μπλούζα του. Φορούσε κόκκινο σουτιέν και από μέσα είχε δύο μικρά γυναικεία βυζάκια. Ζήλεψα, ήταν ένας τέλειος άνθρωπος, ενώ εγώ λειψός, αδύναμος και ανάπηρος. «Δείξε μου και συ» μου είπε μα ντράπηκα και δεν έκανα καμία κίνηση αποκάλυψης. Ίσως να ήξερε. Είχα μείνει σαν άγαλμα και τον κοιτούσα. Με το ζόρι συγκρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα. «Δεν πειράζει», είπε και με αγκάλιασε στοργικά. Όποιος κι αν ήταν, ακόμη και μια κακόγουστη φάρσα, τον ένιωθα για φίλο μου. Ότι μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Ότι με καταλάβαινε.

Βγήκαμε πάλι στο μπαλκόνι, καθίσαμε στις καρέκλες και βυθιστήκαμε στη σιωπή. Ένιωθα ότι βρίσκομαι σε ελαφριά απόκλιση, όχι μόνο απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από ολόκληρο το σύμπαν. Έβλεπα τα πράγματα λοξά κι αυτά εμφανίζονταν μπροστά μου παραμορφωμένα και θολά. Κάποιος μου έκανε άσχημες γκριμάτσες, έβγαζε τη γλώσσα του και με κορόιδευε μπροστά στα μούτρα μου. Δίπλα καθόταν ολοζώντανος ο άλλος μου εαυτός. Ήταν ευδιάθετος και αισιόδοξος ότι όλα θα φτιάξουνε. Με τον τρόπο του προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο. Κάθε τόσο τον ακουμπούσα με την άκρη των δακτύλων μου για να διαπιστώσω ότι πραγματικά υπάρχει και δεν είναι γέννημα της αλλοπρόσαλλης φαντασίας μου. Φοβόμουν μήπως άρχισα να τρελαίνομαι, να χάνω τα λογικά μου. Πλέον, δεν έπρεπε να μένω μόνος μου, κινδύνευα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να του μιλήσω, να πούμε δυο κουβέντες, να τον ρωτήσω ορισμένα πράγματα, μα δεν μπορούσα καν να ανοίξω το στόμα μου, ήμουν πολύ κουρασμένος. Ούτε να στρίψω το κεφάλι μου προς το μέρος του. Μόνο κάθε τόσο τον ακουμπούσα. Για να σιγουρεύομαι.

Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια είχε βραδιάσει για τα καλά. Η κοπέλα δεν είχε επιστρέψει ακόμα και ο ερμαφρόδιτος σωσίας μου δεν καθόταν στο πλάι μου, είχε εξαφανιστεί. Δεν ήμουν σίγουρος αν όλα αυτά τα είχα ονειρευτεί ή γίνανε στην πραγματικότητα. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το εξακριβώσω. Πάντως, δεν θα έλεγα τίποτα σε κανέναν. Ούτε στην καλή νοσοκόμα ούτε στον όμορφο μπάτσο. Ποιος ξέρει τι θα έβαζαν με το νου τους. 

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Εδώ και πάμπολλα χρόνια έχει χαθεί κάθε ελπίδα για την χώρα, αλλά και σχεδόν για όλο τον πλανήτη. Παντού έχουν επιβληθεί με τη βία ισχυρά αυταρχικά και τυραννικά καθεστώτα, με την ανοχή των τρομοκρατημένων υπηκόων, μία μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης και έκτακτης ανάγκης. Δεν υπάρχει καμία  πιθανότητα αλλαγής προς το καλύτερο, ενώ κάθε προσπάθεια εξέγερσης είναι μάταιη και αυτοκτονική, οδηγώντας στον αποκεφαλισμό των πρωταιτίων, αφού προηγουμένως βασανιστούν σκληρά σε δημόσια θέα για παραδειγματισμό. Ο κόσμος βρίσκεται, μόνιμα πια, στη βαρβαρότητα. Οι άνθρωποι απλά φυτοζωούν, χωρίς νόημα και σκοπό, παρόλο που δεν κουράζονται πολύ, αφού οι περισσότερες δουλειές γίνονται από ρομπότ και υπολογιστικά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Οι πιο επικίνδυνοι παραπτωματίες ευνουχίζονται (κυρίως όσοι διαπράττουν σεξουαλικά αδικήματα) ενώ απ’ το κράτος υπάρχει ολοκληρωτικός προγραμματισμός γεννήσεων και θανάτων. Ο έρωτας απαγορεύεται και το σεξ γίνεται μόνο για λόγους αναπαραγωγής. Όλοι, πλην των κυβερνώντων, γνωρίζουν πότε θα πεθάνουν. Έτσι, ο πληθυσμός του πλανήτη έχει σταθεροποιηθεί. Τα εκατό χρόνια είναι το ανώτερο όριο επιβίωσης, τότε γίνεται στο άτομο ευθανασία, έτσι ονομάζεται το ξεκαθάρισμα. Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει και να ζήσει περισσότερο. Ακόμα κι αν το σκάσει και κρυφτεί στα όρη και στα άγρια βουνά και σ’ άλλα απρόσιτα μέρη, εκείνοι θα τον βρουν (έχουν προηγμένη τεχνολογία) και θα τον δολοφονήσουν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς καν δίκη. Απ’ την άλλη, τα παιδιά, αμέσως μετά τη γέννησή τους, αποχωρίζονται τους γονείς τους και ανήκουν αποκλειστικά στο κράτος, που φροντίζει για την ανάπτυξη και την εκπαίδευσή τους, σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες και τις ατομικές τους δεξιότητες. Έτσι, παντού και πάντα βασιλεύει πλήρης τάξη και ασφάλεια. Κάποιοι, για λόγους αξιοπρέπειας, δεν αντέχουν την απάνθρωπη κατάσταση και αυτοκτονούν. Άλλοι, οι πιο ριψοκίνδυνοι και περιπετειώδεις, προσπαθούν να δραπετεύσουν, αλλά και πού να πάνε. Σε κάθε περίπτωση, είναι μεγάλη ατυχία να γεννιέσαι και δεν είναι λίγοι εκείνοι που εύχονται τον ολικό αφανισμό του ανθρώπινου είδους, ας πούμε από κάποιον πανίσχυρο ιό εξολοθρευτή. Τότε η φύση θα εκδικηθεί. Πλέον δεν υπάρχει  καμία σανίδα σωτηρίας, έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Η νέα τάξη πραγμάτων είναι μόνιμη και οριστική. Παρόλο που οι εξουσιαστές δεν μπορούν να ελέγξουν ακόμα τη σκέψη των υπηκόων, κάτι που αποτελεί μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα μικρό πρόβλημα που μελλοντικά η επιστήμη και η τεχνολογία θα το λύσει κι αυτό, όπως όλα τα άλλα. Έτσι τουλάχιστον οι κυβερνώντες πιστεύουν και αισιοδοξούν.

Συγκεκριμένα, την μικρή του πόλη κυβερνούν με σιδηρά πειθαρχία και δρακόντειους νόμους οι πέντε άρχοντες, γνωστοί και ως νυχτερινό συμβούλιο γιατί συνεδριάζουν, αποφασίζουν και διατάσσουν πάντα τη νύχτα, κεκλεισμένων των θηρών. Αυτοί δίνουν λόγο στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας και οι τελευταίοι με τη σειρά τους στο παγκόσμιο συμβούλιο των λαών και των εθνοτήτων, όπως ονομάζεται κατ’ ευφημισμό. Όμως, παρόλα αυτά, εκείνος επέλεξε να επιστρέψει. Από το πουθενά. Λίγα πράγματα θυμάται από τα χρόνια της μεγάλης περιπλάνησης και τίποτα από την πρώτη του ζωή. Η μνήμη του άδειασε σαν να του έκαναν λοβοτομή. Όμως, παραδόξως, ακόμα αισθάνεται και αναζητά την ελευθερία του. Κανείς δεν μπόρεσε να του ξεριζώσει αυτές τις αρχέγονες ενορμήσεις. Νιώθει σαν το πουλί στο κλουβί, μα αντίθετα από κείνο δεν μπορεί να συνηθίσει τη σκλαβιά του και να την απολαύσει. Θέλει να αποδράσει, αν και γνωρίζει πως οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ελάχιστες. Τουλάχιστον θα προσπαθήσει. Για την τιμή των όπλων. Κι όπου βγει.


Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΝΟΥΧΩΝ


Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που σκέφτηκα σοβαρά να αυτοκτονήσω, να βάλω τέλος σε μια άθλια και ανώφελη ύπαρξη, τόση απελπισία με είχε πιάσει. Είχα κουραστεί να με κυνηγούν, να με χτυπούν και να με βρίζουν. Όχι ακριβώς μ’ αυτή τη σειρά, πλέον δεν ήξερα τι με ενοχλούσε περισσότερο. Μα για να προχωρήσω στη σωτήρια λύση, πρώτα έπρεπε να συνέλθω και να αναλάβω δυνάμεις. Προς το παρόν ήμουν παντελώς ανήμπορος. Ούτε να μιλήσω μπορούσα ούτε να κουνηθώ, όχι να κόψω σύριζα το λαιμό μου ή να φουντάρω από κάνα ψηλό μπαλκόνι. Βρισκόμουν ακίνητος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φασκιωμένος με γάζες και επιδέσμους, χτισμένος με γύψο και διάφορα ευγενή μέταλλα και κοιτούσα απελπισμένος το ταβάνι. Όλο το σώμα μου πονούσε και με το νοσηλευτικό προσωπικό επικοινωνούσα μόνο με νεύματα γεμάτα σημασία. Ειλικρινά ήθελα να πεθάνω, μα δεν γινόταν. Στο νοσοκομείο είχαν όλοι βαλθεί να μου σώσουν τη ζωή.

Δεν κατάλαβα πώς έγινε, έμοιαζε με τρομερό εφιάλτη. Κοιμόμουν στρωματσάδα μέσα σε ένα κατάφυτο παρτέρι του σταθμού των τρένων, ολομόναχος, όταν με ξύπνησαν απότομα τα κτηνώδη ουρλιαχτά τους. Με είχαν ξετρυπώσει μέσα στη μαύρη νύχτα και μπράβο τους. Ήταν καμιά δεκαριά, μια τρομερή ομάδα κρούσης, θηριώδεις και μεγαλόσωμοι, με ξυρισμένα κεφάλια, ντυμένοι στα μαύρα και κρατούσαν στις χερούκλες τους εκτυφλωτικούς φακούς, χοντρές αλυσίδες, μαχαίρια, σιδερογροθιές και λοστάρια. Μούγκριζαν σαν ουρακοτάγκοι. Ένας μόνο κατάφερνε κάπως να μιλήσει ανθρώπινα (ήταν ο αρχηγός τους;) και μου έκανε μια αδιάκριτη ερώτηση. Αν μου τα έχουν κόψει ή αν έχω ακόμα πουλί και μπάμπαλα. «Έχεις πούτσο και αρχίδια, ρε μαλάκα;» φώναξε ο σιχαμένος μέσα στο αυτί μου και με ξεκούφανε. Με έζωσαν τα μαύρα φίδια. Όχι, του απάντησα, δηλαδή ναι, και ενστικτωδώς προσπάθησα να ξεφύγω απ’ τον κλοιό. Με άρπαξαν απ’ το λαιμό και με ξεβράκωσαν στη μέση του δρόμου. Αφού είδαν αυτό που θέλανε, άρχισαν όλοι μαζί να με χτυπούν, μάλλον για πολύ ώρα. Δεν είμαι σίγουρος, γιατί λιποθύμησα σχεδόν αμέσως και δεν θυμόμουν τι έγινε μετά. Πρέπει και να με σοδόμισαν, αν και ούτε για αυτό είμαι απόλυτα βέβαιος. Ξύπνησα ύστερα από μέρες στο νοσοκομείο και πονούσα ολόκληρος. Είχα τα μαύρα μου τα χάλια και ήμουν φασκιωμένος σαν μπαταρισμένη μούμια. Μα στάθηκα πολύ τυχερός, είπαν οι γιατροί, είχα άγιο, με σπασμένα κόκαλά, πειραγμένα ζωτικά όργανα και εσωτερική αιμορραγία, λίγο ακόμα και θα πέθαινα. Όμως, πέρα από κάθε ζοφερή πρόβλεψη, ζούσα ακόμα. Πέσανε όλοι πάνω μου, με εγχείρισαν και γλύτωσα, σύντομα θα γινόμουνα καλά, πιο δυνατός κι από πριν. Μόνο που χρειαζόταν κουράγιο και θέληση, είπαν, δεν έπρεπε να με πάρει από κάτω, σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις η καλή ψυχολογία είναι το άλφα και το ωμέγα. Τους άκουγα κουρασμένος και αδιάφορος. Γιατί να μπουν σε όλον αυτό τον κόπο και δεν μ’ άφησαν να ψοφήσω σαν το σκυλί στην άκρη του δρόμου;

Νύχτα μέρα πάνω απ’ το προσκεφάλι μου ήταν η όμορφη νοσοκόμα που είχα γνωρίσει στο σπίτι της ηλικιωμένης κυρίας. Ήθελα να τη στείλω  κι αυτή στο διάολο, μα δεν μπορούσα. Εκείνη έφταιγε για τα χάλια και την κατάντια μου. Αν δεν με έδιωχνε κακήν κακώς μετά τον θάνατο της γριάς, δεν θα πάθαινα τίποτα. Τώρα σίγουρα ένιωθε τύψεις και ενοχές. Ρύθμιζε τη ροή του ορού, μου χάιδευε τους επιδέσμους στο κεφάλι και όταν με καληνύχτιζε μου έδινε κι από ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο. Ήταν όλο γλύκες και νάζια προσπαθώντας να μου φτιάξει τη διάθεση και να μου ανυψώσει το καταρρακωμένο μου ηθικό. Ούτε ο μεγάλος της έρωτας να ‘μουνα ή το μικρό της αγοράκι, τόση περιποίηση, στοργή και αγάπη μου έδειχνε. Και σίγουρα δεν ήταν απλά και μόνο από επαγγελματική ευσυνειδησία. Με κανάκευε, με φρόντιζε και με προστάτευε, μα δεν με τουμπάριζε με τίποτα, η σκύλα. Δεν της ανταπέδωσα ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα βλέμμα συμπάθειας, την κοιτούσα σχεδόν με μίσος. Τα βράδια, όταν έσβηναν τα φώτα κι έμενα ολομόναχος, έρχονταν στο νου μου οι εικόνες του ξυλοδαρμού και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, παρά τα παυσίπονα και τα υπνωτικά που μου ‘διναν με το τσουβάλι. Δεν ξέρω γιατί μου επιτέθηκαν, εγώ δεν είχα πειράξει κανέναν, ούτε καν τους γνώριζα. Και γιατί τους πείραξε που ήμουνα ευνούχος; Τιμωρήθηκα και πλήρωσα, κι ας μη θυμάμαι το λόγο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Όλα μου φαίνονταν παράλογα και εφιαλτικά, μόνο που δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Μάλλον ήταν λάθος μου να επιστρέψω στην πόλη και με την πρώτη ευκαιρία έπρεπε να την κοπανήσω, αλλιώς δεν θα την έβγαζα καθαρή. Με αυτές τις άσχημες σκέψεις μ’ έπαιρνε ο ύπνος αργά το πρωί, λίγο πριν να φέξει.

 Ξαφνικά ένα απόγευμα άνοιξε η πόρτα του θαλάμου και μπήκε μέσα ο άγιος φύλακάς μου, ο ωραίος μπάτσος. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασα μέσα στο νοσοκομείο. Ήρθε από πάνω μου, κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι και πλησίασε το στόμα του στο αυτί μου σαν να ‘θελε να το γλύψει. Εδώ μέσα και οι τοίχοι έχουν αυτιά, ψιθύρισε και ίσα που τον άκουσα. Κατάλαβα και του έκανα ένα νεύμα. Εκείνος με είχε βρει μισοπεθαμένο στην άκρη του δρόμου, μα πώς το έμαθε καλύτερα να μη ρωτάω, λες και μπορούσα. Τον τελευταίο καιρό είχαν αγριέψει τα πράγματα. Τις νύχτες ομάδες τραμπούκων και παρακρατικών προκαλούν το φόβο και τον τρόμο σε άστεγους, λαθρομετανάστες και λοιπούς φτωχοδιάβολους. Μόλις πέσει ο ήλιος η πόλη ερημώνει, δεν κυκλοφορεί ψυχή έξω. Η αστυνομία τους ξέρει, μα κάνει τα στραβά μάτια, εντολές άνωθεν, βλέπεις, έχουν την κάλυψη της κυβέρνησης. Τρομοκρατούν τον κοσμάκη και ξεσπούν την οργή και το μίσος τους πάνω στους πιο αδύναμους, τους ευνούχους. Έχετε γίνει οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του καθεστώτος, είπε. Όλα άρχισαν τον τελευταίο μήνα και κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει το πογκρόμ. Πολλοί από σας έχουν χάσει τη ζωή τους κι άλλοι παλεύουν στα νοσοκομεία να σωθούν έστω και ως παραπληγικοί και παράλυτοι. Επομένως, σε γενικές γραμμές, εγώ είχα σταθεί τυχερός, κατέληξε.

Η επίσκεψή του μου αναπτέρωσε το ηθικό. Μέχρι και το μίσος μου για την κοπέλα ξέχασα. Έκανα έξι μήνες να αναρρώσω για τα καλά και η νοσοκόμα με πήγε πάλι στο σπίτι της και έγινε η αποκλειστική μου. Πονούσα ακόμα, μα υποφερτά. Δεν μου έλειπε τίποτα, είχα και του πουλιού το γάλα. Και κάθε απόγευμα με έβγαζε στο μπαλκόνι να αγναντεύω το κάστρο και ολόκληρη την πόλη από ψηλά μέχρι τη θάλασσα και τα απέναντι βουνά πέρα μακριά. Περπατούσα ακόμα με δυσκολία, μα δεν μου ήταν δύσκολο να στηριχτώ στα κάγκελα, να σηκωθώ όρθιος και να φουντάρω στο κράσπεδο. Όμως πλέον δεν το σκεφτόμουν κι επιπλέον ήμουν χαμηλά, το πολύ να έσπαζα κάνα πόδι ή τη λεκάνη κι άντε πάλι ταλαιπωρίες με εγχειρίσεις και νοσοκομεία. Σκεφτόμουν συνέχεια την απόδρασή μου απ’ την πόλη, με ποιο τρόπο θα έφευγα, κι έπαιρνα δυνάμεις. Ίσως να ζητούσα και τη βοήθεια του φίλου μου, αφού αυτός ήξερε πρόσωπα και πράγματα. Μόνος μου θα ήταν απίθανο να τα καταφέρω.

 Ένα πρωινό χάζευα τη φωτογραφία στο σαλόνι και την ρώτησα. Το παιδί στη μέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες ήμουν εγώ, είπε. Μου έδειξε και τη μητέρα μου, η άλλη ήταν η γριά σε νεότερη ηλικία. Την άκουγα σχεδόν αδιάφορος, χωρίς ίχνος συγκίνησης. Δεν μου θύμιζαν τίποτα, πάντως το αγόρι μου έμοιαζε στο βλέμμα, μπορεί να ήμουν πράγματι εγώ. Αυτό ήταν το μυστικό που ήθελε να μου αποκαλύψει η ηλικιωμένη κυρία, μα δεν πρόλαβε, αφού ξαφνικά πέθανε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω, μα δεν είχε μεγάλη σημασία. Έτσι όμως κάποιες περίεργες συμπτώσεις είχαν αρχίσει να εξηγούνται, να μπαίνουν τα πράγματα σε μια λογική σειρά. Ο αστυνόμος ήξερε; Την ρώτησα, μα δεν μου απάντησε ξεκάθαρα. Ίσως, είπε, μα για να σιγουρευτώ έπρεπε να τον ρωτήσω ο ίδιος. Σύντομα θα μας έκανε επίσκεψη. Τις επόμενες μέρες καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Αγωνιούσα να τον ξαναδώ. Τελικά, αυτός ο άνθρωπος ήταν το πεπρωμένο μου.


Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

Σάββατο απόγευμα γινόταν, μετά τη γενική καθαριότητα του σπιτιού. Έμπαινε στην τουαλέτα, γδυνόταν και περίμενε τη μητέρα του να τον σαπουνίσει καλά, δύο και τρεις φορές, στα μαλλιά, στα αυτιά και σ’ όλα τα επίμαχα σημεία του άτριχου κορμιού του, να φύγει η βρώμα, η γάνα κι η ιδρωτίλα της βδομάδας, να γίνει και πάλι λαμπερός κι αστραφτερός, φορώντας τα καλά του για μια βόλτα στην πλατεία ή στο κέντρο της πόλης, για ένα γλυκό του κουταλιού ή μια πορτοκαλάδα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, ήταν στο καφενείο και μετά θα πήγαινε βόλτα με τους φίλους του, επιστρέφοντας στο σπίτι αργά το βράδυ.  Όμως, εκείνη τη μέρα δεν μένανε ολομόναχοι. Τους έκανε επίσκεψη η φίλη της μαμάς, η καλύτερη και η μοναδική, πολύ σεμνότυφη και θεούσα, γεροντοκόρη βέβαια και μεγαλοκοπέλα της εκκλησίας, που είχε τα μαλλιά της μαζεμένα κότσο και φορούσε πάντα μία σκουρόχρωμη φούστα, μακριά μέχρι τον αστράγαλο, μη και φανεί η γάμπα της και σκανδαλίσει τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης. Κρίμα, γιατί ήταν νοστιμούλα, με ωραία χαρακτηριστικά προσώπου, αλλά και σωστές αναλογίες σώματος. Όμως, πίστευε πολύ στη θρησκεία, αληθινά, με αυταπάρνηση, κι έτσι πήγαινε χαμένη. Μακάρι, τουλάχιστον, να ανταμειβόταν πλουσιοπάροχα στην επόμενη, αιώνια ζωή.

Ο πατέρα του δεν την χώνευε με τίποτα, μετά βίας την ανεχόταν, κάνοντας τα στραβά μάτια, για το χατίρι της γυναικούλας του, να ‘χει κι αυτή έναν άνθρωπο να λέει τον πόνο και τον καημό της. Όμως, ο μικρός τη συμπαθούσε, κι όχι μόνο γιατί του ‘φερνε γλυκά και σοκολάτες. Πριν κάμποσα χρόνια, όταν αυτός ήταν ακόμα νιάνιαρο, τεσσάρων πέντε χρονών, και ήθελε μετά μανίας να γίνει παπάς, του είχε κάνει δώρο έναν καφέ, γυαλιστερό απ’ το λούστρο, ξύλινο σταυρό (τον είχε φτιάξει κατά παραγγελία ένας γείτονας μαραγκός) κι ένα χρυσαφένιο θυμιατήρι, και γύριζε με αυτά πέρα δώθε μέσα στα δωμάτια και λιβάνιζε ψέλνοντας τροπάρια δικής του εμπνεύσεως για να ξορκίσει το κακό. Δηλαδή, το παιδί είχε φάει άγριο κόλλημα. Μπράβο, αγόρι μου, του λέγανε κάτι θειάδες και γριές γειτόνισσες της συμφοράς, το επιβράβευαν και με το παραπάνω, όταν μεγαλώσεις θα γίνεις ένας καλός άνθρωπος του θεού. Και η θεούσα φίλη της μαμάς καμάρωνε για το δημιούργημά της. Μόνο ράσο και καλυμμαύχι που δεν φόρεσε τότε το παιδί, μα γρήγορα του πέρασε η λόξα, ξέχασε την νηπιακή ιερατική του κλίση, μεγαλώνοντας μπήκαν άλλες ιδέες και σχέδια στο αθώο πλην ευφάνταστο μυαλουδάκι του, όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά σ’ αυτές τις τρυφερές ηλικίες. Ευτυχώς, γιατί ο πατέρας του είχε φρικάρει εντελώς (δεν συμπαθούσε τους παπάδες και τους λοιπούς ρασοφόρους) και κάθε φορά που τον έβλεπε να λιβανίζει και να ιερουργεί τον κοίταζε με μισό μάτι. Από τότε δεν χώνεψε τη φίλη της μαμάς, όμως ίσως να ‘χε κι άλλους, πιο προσωπικούς λόγους. Μόνο που όποτε ήταν να τους επισκεφτεί η δεσποσύνη της, φρόντιζε να λείπει απ’ το σπίτι, δηλαδή κάθε Σάββατο απόγευμα. Εκείνη πάλι σίγουρα θα πικράθηκε για την ξαφνική αλλαγή πλεύσης του αγοριού, μα προσπάθησε να μην το δείξει, πνίγοντας τον καημό της. Ούτε βέβαια το σχολίασε και με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε τελείως.

 Εκείνο το απόγευμα  το παιδί περίμενε τη μητέρα του καθισμένο μέσα στη γεμάτη μπανιέρα για το καθιερωμένο λουτρό. Ξαφνικά και τελείως απροειδοποίητα άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και σαν σίφουνας μπήκε μέσα η θεούσα, σήκωσε την μακριά της φούστα, κατέβασε τη λευκή δαντελωτή της κυλότα και στρογγυλοκάθισε αμέριμνη πάνω στη λεκάνη. Ξαλάφρωνε για ώρα, βγάζοντας κάθε τόσο βαθιούς αναστεναγμούς και βογγητά άπλετης ανακούφισης. Παραλίγο, αν δεν προλάβαινε θα ‘σκαγε η φούσκα της και θα τα ‘κανε πάνω της, θα πάθαινε χοντρή νίλα η κακομοίρα. Πάνω στην ανάγκη και τη φούρια της, ούτε που πρόσεξε την πονηρή παρουσία του μικρού. Μα κι αυτός διατηρώντας την ψυχραιμία του δεν έβγαλε άχνα, χαμηλωμένος και κρυμμένος πίσω απ’ την γαλάζια πλαστική κουρτίνα με τα λουλουδάκια, υποβρυχίως, σχεδόν βυθισμένος μέσα στο νερό. Η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, έτοιμη να σπάσει απ’ την αγωνία κι ένα ευχάριστο λίγωμα ένιωθε να ποτίζει το στενό και άτριχο στήθος του. Η φίλη της μαμάς είχε λοιπόν και κρυφά κάλλη. Είχε μείνει ενεός, βλέποντας τα όμορφα γαλακτερά της μπούτια, κι όταν τελείωσε και σηκώθηκε να σκουπιστεί, αποκαλύφθηκε μπροστά στα έκθαμβα μάτια του (είχαν πεταχτεί έξω απ’ το εξαίσιο θέαμα) η ασπριδερή και τροφαντή της κωλάρα σε όλο της το μεγαλείο, σχεδόν μέσα στα μούτρα του. Έτσι να έκανε το χεράκι του, θα μπορούσε να την αγγίξει, να την χουφτώσει και να την πασπατέψει. Ευτυχώς, δεν το τόλμησε και η φίλη της μαμάς δεν πήρε χαμπάρι το μπανιστήρι του. Αφού τελείωσε, με αργές κινήσεις σήκωσε την κυλότα της, κατέβασε τη φούστα, έβγαλε έναν τελευταίο βαθύ αναστεναγμό και βγήκε ξαλαφρωμένη και ανακουφισμένη απ’ την τουαλέτα. Ο μικρός έμεινε μόνος και ταραγμένος, ερεθισμένος, αναψοκοκκινισμένος και αποσβολωμένος να περιμένει, χαϊδεύοντας μέσα στο νερό ασυναίσθητα το πουλί του.

Σ’ αυτή τη φάση τον βρήκε η μητέρα του, όταν μπήκε στο μπάνιο, μα στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα, δεν υποψιάστηκε κάτι το περίεργο. Όπως κάθε φορά, άρχισε να τον σαπουνίζει και να τον πλένει και με το σφουγγάρι να τον ξεπετσιάζει να φύγει η γάνα, η βρώμα και η ιδρωτίλα της βδομάδας, μα κείνος πρώτη φορά δεν ένιωθε ούτε πόνο ούτε σφίξιμο ούτε ανυπομονούσε να τελειώσει το μαρτύριο. Ακουμπούσε κι έπιανε τη μητέρα του απ’ όπου μπορούσε, αποφεύγοντας το βλέμμα της, για να μην προδοθεί η ντροπή και η ταραχή του. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Εκείνη κάποια στιγμή κατάλαβε μα δεν είπε τίποτα, ότι ξαφνικά, μέσα σε ένα απόγευμα, ο κανακάρης της είχε ωριμάσει απότομα, είχε γίνει πρόωρα άντρας. Τον ξέπλυνε στα γρήγορα, του είπε να ντυθεί και βγήκε από την τουαλέτα. Τότε μόνο εκείνος ηρέμησε κι άρχισε να παίζει με δύναμη το πετρωμένο κατακόκκινο εργαλείο του. Μέχρι που έχυσε με γλύκα και με πόνο. Μουγκρίζοντας.      

Ήταν η πρώτη του φορά και ένιωσε σαν να ξαναγεννήθηκε. Η μητέρα του δεν τον μπανιάρισε ξανά, πλέον είχε μεγαλώσει, του είπε, θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του με τους αφρούς, τα σαπούνια και τα νερά. Γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Έτσι, από κείνη τη μέρα, άρχισε να τον παιδεύει και να τον βασανίζει το φλέγον ζήτημα. Έπαθε ξαφνικό παροξυσμό. Το σκεφτόταν όλη μέρα, στο σπίτι, στο σχολείο, στον ύπνο και στον ξύπνιο, συνέχεια και παντού. Είχε αγριέψει για τα καλά και πλέον, κυνηγούσε αυτός τα κορίτσια στο σχολείο και τη γειτονιά, να τα αγγίξει για λίγο, να τα χουφτώσει, να χώσει το χέρι του κάτω από τις φούστες (θα το πω στην κυρία, φώναζαν εκείνες τσαντισμένες) να ξεμοναχιάσει τις πιο εύκολες και να παίξουν το γιατρό και τη νοσοκόμα, να τριφτεί πάνω τους και να νιώσει τη γλύκα του κολλώδους υγρού. Το εσώρουχό του ήταν πάντα λεκιασμένο και το άλλαζε σε καθημερινή βάση. Αλλά και με τις πιο μεγάλες γυναίκες και τις γριές ακόμα δεν κώλωνε, το μάτι του γαρίδα και το χέρι του πάντα έτοιμο για αθώα δήθεν, κατά λάθος και ανεπαίσθητα αγγίγματα. Δεν άφηνε  θηλυκό σε χλωρό κλαρί, είχε ξεσαλώσει τελείως. Και όποτε μπορούσε κι έβρισκε την ευκαιρία, ξεμοναχιαζόταν και αυνανιζόταν διαρκώς. Ειδικά μέσα στην μπανιέρα, κάτω απ’ το νερό, μία και δύο και τρεις φορές. Πλέον, το λουτρό κρατούσε πολύ ώρα και οι γυναίκες έμπαιναν για την ανάγκη τους πριν από αυτόν και τον κοιτούσαν με άλλο μάτι. Τώρα ήξεραν ότι δεν είχαν να κάνουν απλά με ένα δωδεκάχρονο παιδί και ήταν πολύ προσεχτικές στις κινήσεις και τα φερσίματά τους. Είχε κερδίσει ανεπιστρεπτί το σεβασμό τους.

Μα μ’ όλα αυτά, με τούτα και με κείνα, είχε ρέψει τελείως, είχε μείνει ο μισός και μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί στα μάτια του απ’ το ξενύχτι και την αδυναμία. Περνούσε μια ατέλειωτη ηδονική κόλαση. Μέχρι που ξεκίνησαν οι επισκέψεις στην κρεβατοκάμαρα της μαμάς και το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο, για να καταλήξει στο λουτρό αίματος, τον ακρωτηριασμό, την αμνησία και την εξορία. Στη σκληρή τιμωρία θεών και ανθρώπων. Κι όμως, το φταίξιμο δεν ήτανε δικό του. 

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ)

Όταν έληξε η καραντίνα σταμάτησε και ο υποχρεωτικός περιορισμός μας. Ο καταυλισμός διαλύθηκε, οι έγκλειστοι σκορπίσανε στους πέντε ανέμους και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Εγώ δεν ήξερα που να πάω. Ο χειμώνας πλησίαζε παγωμένος και δριμύς, με ισχυρούς βοριάδες να σφυρίζουν από μακριά, έλεγαν οι ειδικοί. Έπρεπε να βρω ένα σπίτι να προστατευτώ. Αν παρέμενα άστεγος, ανέστιος και πλάνης δεν θα την έβγαζα καθαρή. Όμως, δεν ήξερα τι να κάνω. Απ’ τη στριμώκολη κατάσταση με βγάλανε δυο φιλαράκια, ο χοντρός κι ο λιγνός, όνομα και πράγμα, που γνώρισα τις μέρες της πανδημίας. Ήταν δυνατό ντουέτο και είχανε έξυπνο σχέδιο διαφυγής απ’ την ψωμόλυσσα. Και με συμπαθούσαν. Ας όψεται το γαμημένο το κράτος που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταργήσει τα κοινωνικά επιδόματα, τα λαϊκά συσσίτια, τη δωρεάν περίθαλψη και κάθε άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και αναξιοπαθούντες, όπως εμείς, κι έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι τους. Έτσι έλεγαν, μα δεν κλαίγονταν γιατί είχαν μια φαεινή ιδέα. Να περιφερόμαστε ως τρίο μινάρε από εκκλησίες σε νεκροταφεία (δόξα το θεό, είχε πολλά η πόλη)  και από κηδείες σε μνημόσυνα (και πάλι δόξα το θεό, μπόλικα κι αυτά, λόγω των θανατηφόρων ιώσεων) και να χορταίνουμε την πείνα μας με κουλουράκια και σπερνά, ζητιανεύοντας και κάνα ψιλό απ’ τους τεθλιμμένους συγγενείς και τους θεοσεβούμενους συμπολίτες μας. Γι’ αυτό ήθελαν και μένα μαζί τους με τη γλυκιά και όμορφη φατσούλα για ξεκάρφωμα, αφού εκείνοι εμφανισιακά είχαν λίγο πολύ τα χάλια τους. Απλά, έπρεπε να παίξουμε καλό θέατρο, να σουλουπωθούμε κάπως, να γίνουμε πιο επίσημοι και στενοχωρημένοι και θα βγάζαμε γερό μεροκάματο. Και η μοιρασιά στα τρία, δίκαια πράγματα.

Αυτά συμφωνήσαμε και το κόλπο δούλεψε στην εντέλεια. Κάθε πρωί, προτού ξεκινήσουμε για τη δουλειά, μελετούσαμε προσεχτικά τα αγγελτήρια των γραφείων κηδειών στις κολώνες και στις γωνίες των δρόμων και καταστρώναμε το σχέδιο δράσης, βασικά το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε με βάση τις ώρες των τελετών. Τα σαββατοκύριακα προτιμούσαμε τα μνημόσυνα, ήταν και περισσότερα, είχαν και καλύτερα τραπεζώματα. Τις καθημερινές αναγκαστικά ακολουθούσαμε τις κηδείες, όπου έπεφτε και το περισσότερο κλάμα, μπροστά στο μακάβριο θέαμα, αντικρίζοντας κάθε φορά το ανοιχτό φέρετρο, κι ακόμα χειρότερα όταν μέσα είχε ξαπλωμένο ανάσκελα έναν νέο άνθρωπο, τι κι αν ο καημένος μάς ήταν άγνωστος. Για να ξεχάσουμε τον πόνο μας, πρώτα χλαπακιάζαμε μέχρι σκασμού τα κόλλυβα κι ύστερα ο χοντρός περιλάβαινε τα κουλουράκια, ο λιγνός τα κονιάκ (καβάτζωνε στην τσέπη και το περίσσευμα) κι εγώ με την όμορφη λυπημένη φατσούλα έβγαινα στη ζήτα για κάνα ψηλό. Επιπλέον, το ντουέτο, όποτε έβρισκε την ευκαιρία, ψείριζε με καταπληκτική δεξιοτεχνία και ταχύτητα το παγκάρι της εκκλησίας και τον δίσκο υπέρ φτωχών και απόρων, όπως ήμασταν κι εμείς. Δεν είχαν τον θεό τους οι μπάσταρδοι και η δουλειά πήγαινε περίφημα, ποτέ δεν τους πιάσανε. Με τούτα και με κείνα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Μονάχα που δεν είχαμε λύσει το πρόβλημα της στέγης, κάπου να κοιμόμαστε μόνιμα και με ασφάλεια. Μόλις σκοτείνιαζε, κρυβόμασταν και αράζαμε όπου βρίσκαμε, με το φόβο πάντα να μας γραπώσουν τα όργανα της τάξης και να μας σύρουν τσουβαλάτους στη μπουζού, σύμφωνα με τους δρακόντειους νόμους περί αλητείας που ίσχυαν στην πόλη μας, μα και σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Ώσπου ένα βράδυ, σε μια επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας, μας έκαναν τσακωτούς και μας κουβάλησαν στην ασφάλεια. Μόλις θα ξημέρωνε, με συνοπτικές διαδικασίες, θα περνούσαμε αυτόφωρο κι από κει ντουγρού για τη στενή. Οι φίλοι μου δεν είχαν πρόβλημα, θα έβρισκαν κι απάγκιο για το χειμώνα. Έτσι κι αλλιώς, είχαν πάει αρκετές φορές φυλακή και είχαν συνηθίσει στην αιχμαλωσία, δεν τους κακοφαινόταν πια. Εγώ όμως όχι, δεν ήξερα τι θα συναντήσω εκεί μέσα. Και ξαφνικά, λίγο πριν μας φορτώσουν στις κλούβες για την μεταγωγή, εμένα με ξεχώρισαν και μ’ έβγαλαν στην άκρη. Παραξενεύτηκα, όπως και οι φίλοι μου, μα τι να έκανα, τους ευχήθηκα καλή τύχη και γρήγορα να ανταμώσουμε ξανά. Δεν είχα παράπονο, ήταν καλά και ξηγημένα παιδιά και μου φερθήκανε σπαθί και πολύ εντάξει. Σε λίγο τα οχήματα της αστυνομίας ξεκίνησαν για τα δικαστήρια κι εμένα με πήγαν στο υπόγειο και μ’ έκλεισαν σ’ ένα άδειο κελί. Απ’ το φόβο είχα χεστεί πάνω μου, δεν ήξερα τι με περίμενε.

Πέρασε καμιά ώρα έτσι, μόνος στην αγωνία και την αναμονή, όταν έγινε πάλι το θαύμα. Η πόρτα του κελιού άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνης ο φύλακας άγγελός μου, ο όμορφος μπάτσος. Φορούσε πολιτικά, μάλλον δεν ήταν σε υπηρεσία και το βλέμμα του ήταν αγριεμένο. Άρχισε να με κατσαδιάζει, μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήμουν πολύ χαρούμενος που τον ξανάβλεπα μετά από τόσο καιρό σώο και αβλαβή, σε σημείο που δεν άκουγα τι μου έλεγε. Μόνο ασυναίσθητα ζάρωσα σε μια γωνιά, έκανα τον ψόφιο κοριό και λούστηκα πατόκορφα το χέσιμο. Κατά ένα παράξενο τρόπο, ήξερε όλες τις παλιοδουλειές που έκανα με τον χοντρό και λιγνό, σαν να είχε βάλει ανθρώπους να μας παρακολουθούν ή κάποιο αόρατο μάτι απ’ τον ουρανό. Δεν αρνήθηκα τις κατηγορίες, σκύβοντας μετανοημένος το κεφάλι και κοιτώντας το πάτωμα. Δεν είχαμε άλλη λύση, δικαιολογήθηκα, έπρεπε κι εμείς κάπως να τη βγάλουμε. Θα μου έδινε μια δεύτερη ευκαιρία, είπε, μα ανησυχούσε τι θα έκανα όταν θα με άφηνε ελεύθερο. Ήξερε ότι δεν είχα που να μείνω. Τότε έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα φάκελο. Μέσα είχε τη διεύθυνση μιας ηλικιωμένης κυρίας, η οποία χρειαζόταν βοηθό για το σπίτι. Εκεί θα είχα δωρεάν τροφή και στέγη, μέχρι να βρω κάτι καλύτερο. Τον ευχαρίστησα κι ήμουν έτοιμος να πετάξω τη σκούφια απ’ τη χαρά μου. Ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες και με συνόδευσε μέχρι την έξοδο του αστυνομικού μεγάρου. Μου ευχήθηκε καλή τύχη και να προσέχω. Αν με ξανάπιαναν δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, θα ήταν η τρίτη και φαρμακερή και κατευθείαν για τη στενή. Θα έκανα ότι μπορούσα, θα προσπαθούσα για το καλύτερο, του υποσχέθηκα, χαμογέλασε και χωρίσαμε ευχαριστημένοι, δίνοντας τα χέρια. Στο δρόμο, πηγαίνοντας για το σπίτι της γηραιάς κυρίας, σκέφτηκα ότι τελικά κι αυτός με συμπαθούσε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο. Ίσως επειδή είχα όμορφη και συμπαθητική φατσούλα. Επιπλέον, δεν ήμουν και κάνα κωλόπαιδο.

Η ηλικιωμένη κυρία δεν έμενε μόνη της. Την πόρτα άνοιξε μία όμορφη κοπέλα. Ήταν η νοσοκόμα της, είπε, και όπως έμαθα αργότερα ψυχοκόρη και γενική κληρονόμος της. Η γριά δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Πήρε την κοπέλα απ’ το ορφανοτροφείο, την μεγάλωσε και την σπούδασε. Κι εκείνη της το ανταπέδωσε φροντίζοντάς την. Ήταν θαύμα που σε τέτοια προχωρημένη ηλικία είχε καταφέρει να επιβιώσει μέσα στην πανδημία. Όμως, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, χρειαζόταν και έναν άντρα το σπίτι για να τις προσέχει. Με τον αστυνόμο ήταν παλιοί γνώριμοι, ίσως να είχαν και κάποια μακρινή συγγένεια, δεν πολυκατάλαβα, και του ανέθεσε να της βρει ένα έμπιστο και εχέμυθο άτομο για υπηρέτη. Κι αυτός διάλεξε εμένα. Σίγουρα λοιπόν με συμπαθούσε και ήθελε να με βοηθήσει. Μα όλα αυτά μου φαίνονταν ακατανόητα, σχεδόν παλαβά. Δεν έβγαζα άκρη.

Και η γριά πρέπει να με συμπάθησε. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Όταν με αντίκρισε, μου χαμογέλασε. Αφού σε στέλνει εκείνος, σίγουρα είσαι καλό παιδί, είπε. Την ευχαρίστησα ευγενικά. Δίπλα της χαμογελούσε και η νοσοκόμα. Δεν θα είχα δύσκολα καθήκοντα, ούτε και πολλές υποχρεώσεις. Πιο πολύ με ήθελαν για να ξεκουράζω την κοπέλα, να είναι πιο ελεύθερη, να μπορεί να βγαίνει περισσότερο έξω και να λείπει συχνότερα απ’ το σπίτι. Θα είχε τους λόγους της και πράγματι, έδειχνε χλωμή και κουρασμένη, πολύ εξουθενωμένη. Είχε ωραία μέρα κι ο ήλιος έμπαινε φωτεινός απ’ το παράθυρό της. Η ηλικιωμένη κυρία ήθελε να σηκωθεί και να βγει στο μπαλκόνι. Τη βοήθησα, μου φάνηκε βαριά, σχεδόν ασήκωτη, και την έβαλα να καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι. Το τσούλησα και βγήκαμε έξω. Είχε όμορφη θέα, απέναντι το κάστρο και στα αριστερά ολόκληρη η πόλη στο πιάτο. Τότε με ρώτησε αν είχα ξανάρθει στην περιοχή. Όχι, της απάντησα, δεν θυμόμουν κάτι σχετικό. Καθίσαμε αρκετά λεπτά αμίλητοι, αγναντεύοντας την πόλη. Κρυώνω, είπε κάποια στιγμή, μπήκαμε μέσα και τη βοήθησα πάλι να ξαπλώσει. Είπε στην κοπέλα να μου δείξει το δωμάτιο μου και το υπόλοιπο σπίτι κι έκλεισε τα μάτια. Έδειχνε κουρασμένη και αμέσως την πήρε ο ύπνος ροχαλίζοντας. Περνώντας απ’ το σαλόνι περιεργάστηκα το χώρο και το μάτι μου σταμάτησε σε μια φωτογραφία. Δυο γυναίκες περπατούσαν στην πλατεία και στη μέση ένα μικρό αγόρι. Αυτή είναι η κυρία, μαζί με μια φίλη και το παιδί της, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν σχετικά νέα, μου εξήγησε η κοπέλα. Έλα να σου δείξω τώρα και τα υπόλοιπα. Και μ’ άρπαξε βιαστικά απ’ το μανίκι.

Πράγματι, ο χειμώνας ήτανε βαρύς κι ασήκωτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, μα δεν περνούσα κι άσχημα με τις γυναίκες. Τις περισσότερες δουλειές τις έκανε η κοπέλα, εγώ ήμουν βοηθητικός. Και όποτε έλειπε απ’ το σπίτι μου έδινε όλες τις απαραίτητες οδηγίες. Η γριά ήταν πολύ ευχαριστημένη μαζί μου, αλλά και η νοσοκόμα. Δεν ήξερα αν έχει φίλο, μα τελευταία έπαιρνε συχνά εξόδους και μερικές μέρες γύριζε αργά στο σπίτι. Ένα βράδυ μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσε δίπλα μου κι άρχιζε να με χαϊδεύει. Την κατάλαβα, μα έκανα τον κοιμισμένο. Έβαλε το χέρι της χαμηλά και με ψαχούλεψε στα χαμνά, μα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Με τη γλώσσα της άρχισε να μου γλύφει την τρύπα και να με ερεθίζει. Καύλωσε κι αυτή κι άρχισε να τρίβεται πάνω μου και να βογκάει, φτάνοντας σε οργασμό. Όταν τέλειωσε, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα. Εγώ έμεινα κάπου στη μέση ταραγμένος και αναψοκοκκινισμένος. Με χρησιμοποίησε σαν αντικείμενο ηδονής, μα δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Ίσως κι αυτό να είναι μέσα στα καθήκοντά μου, σκέφτηκα, κι αμέσως ηρέμησα, έπεσαν οι καρδιακοί μου παλμοί και γρήγορα με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα το πρωί δεν σχολιάσαμε το γεγονός, ούτε είδα κάτι περίεργο στο βλέμμα της, σαν να μη συνέβη τίποτα. Όμως δεν επαναλήφθηκε ξανά, δεν ξανάρθε βράδυ στο δωμάτιό μου. Ούτε κι εγώ φυσικά πήγα ποτέ στο δικό της. Και το περιστατικό ξεχάστηκε.

Ένα απόγευμα η γριά με φώναξε δίπλα της. Η κοπέλα έλειπε για ψώνια  και ήθελε να μου πει κάτι εμπιστευτικά. Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει κουβέντα. Θα μου αποκάλυπτε ένα μεγάλο μυστικό απ’ την προηγούμενη ζωή μου, όχι ακόμα, αλλά την ημέρα του πάσχα, τότε θα ερχόταν η ανάσταση για όλους μας. Και μόνο στη σκέψη ότι με ήξερε από πολύ παλιά, μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας κι άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Μα έπρεπε να κάνω υπομονή. Όμως, μπήκε η άνοιξη, ο καιρός βελτιώθηκε, η θερμοκρασία ανέβηκε και μέσα στη μεγάλη βδομάδα των παθών εκείνη ξαφνικά πέθανε ειρηνικά στον ύπνο της και μας άφησε χρόνους. Κι ούτε αναστήθηκε. Από ανακοπή καρδιάς, είπε ο γιατρός, είχε ευτυχισμένο θάνατο. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ ποιο ήταν το μυστικό, ούτε τι γνώριζε για μένα. Στην κηδεία της ήταν και ο αστυνόμος οικογενειακώς, με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Φαινόταν πραγματικά στεναχωρημένος, μα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο η γυναίκα του που με κοίταζε κάπως περίεργα. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα ήρθε στο δωμάτιό μου και κάναμε άγριο και παράφορο σεξ, σαν να μην υπήρχε αύριο. Δεν την ένοιαξε που δεν είχα πούτσα, το ήξερε απ’ την αρχή. Είχα αρχίσει να την ερωτεύομαι και να ελπίζω ότι η συγκατοίκησή μας θα συνεχιζόταν, παρά το θάνατο της γριάς, μπορεί και να παντρευόμασταν, με κουμπάρο τον όμορφο μπάτσο κι έτσι θα λυνόντουσαν τα προβλήματά μου διαμιάς. Όχι πως ήμουν κανένας προικοθήρας της σειράς, μα με αυτές τις όμορφες σκέψεις με πήρε ο ύπνος πλάι στην όμορφη νοσοκόμα.

Όμως, το άλλο πρωί μου ανακοίνωσε με ύφος επίσημο και αυστηρό  ότι δεν χρειαζόταν άλλο τις υπηρεσίες μου κι έπρεπε να της αδειάσω τη γωνιά. Το σπίτι πλέον της ανήκε και όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της πεθαμένης. Είχε γίνει σχεδόν πλούσια. Μου ήρθε νταμπλάς. Την παρακάλεσα να με κρατήσει έστω σαν υπηρέτη ή οικιακό βοηθό, και χωρίς μισθό, ως αμοιβή μου μόνο τροφή και στέγη, μα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Δεν μπορούσε, είπε, είχε άλλα σχέδια για το μέλλον της. Δεν επέμεινα άλλο, μα ήταν μεγάλη πουτάνα, σκέφτηκα. Έτσι, μου έδωσε μια μικρή αποζημίωση, με ευχαρίστησε για τη συνεργασία και με πέταξε κακήν κακώς στους πέντε δρόμους. Πριν φύγω, μου πέρασε απ’ το νου να την στραγγαλίσω, να την κόψω κομματάκια, να την βάλω σε μια μαύρη σακούλα και να την πετάξω στα σκουπίδια, μα αμέσως έδιωξα μακριά κάθε κακή και αποτρόπαια επιθυμία. Δεν ήμουν κάνα κωλόπαιδο, αλλά και για το ενδεχόμενο ότι κάποιος μπορεί να με παρακολουθούσε.      

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Η ΑΠΟΒΟΛΗ


Θυμάσαι, καλέ μου φίλε και παλιέ συμμαθητή, τις τελευταίες μέρες στο σχολείο; Εγώ ναι, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Εσύ, πάλι, όχι, κρίμα που τα ‘χεις ξεχάσει. Κάποτε θα σου τα πω, μήπως και. Είχαν κιόλας αρχίσει οι ζέστες, πρόωρα, μες στον Ιούνη, κι εμείς βιαζόμασταν να αφήσουμε τις σάκες, τα μολύβια και τα βιβλία, να μπουγελωθούμε στο προαύλιο και να αρχίσουμε τα μπάνια και τις ηλιοθεραπείες στην παραλία. Ήμασταν ασυγκράτητοι, ειδικά εσύ, που για την ηλικία μας ήσουν πολύ πιο ώριμος και ζωηρός. Σε θαύμαζα, σε ζήλευα και σε αγαπούσα, είναι αλήθεια. Ασυναίσθητα, μπορεί να ‘μουνα και λίγο ερωτευμένος, κρυφά και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, ήμασταν πολύ παιδιά ακόμα, πολύ άγουρα, δεν ξέραμε από τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια. Όμως, όχι εσύ. Ήσουν όμορφος και στα διαλλείματα οι κοπέλες σε κυνηγούσαν, μονάχα εσένα, μα συνέχεια τους ξέφευγες, δεν καθόσουν να σε πιάσουν και να σε αγγίξουν, να σε χαϊδέψουν και να σε φιλήσουν, να γίνεις το βαρύτιμο τρόπαιο της νίκης τους. Με γρήγορους και περίτεχνους  τις απόφευγες, σαν χέλι ξεγλιστρούσες ανάμεσά τους, παρ’ όλο που οι περισσότερες ήταν δροσερές και όμορφες, ροδοκόκκινες απ’ την προσπάθεια και την έξαψη. Καθόμουν σε μια γωνιά και σε παρακολουθούσα. Μετά ερχόσουν κουρασμένος, μα χαμογελαστός, δαφνοστεφανωμένος νικητής πλάι μου  να πάρεις μια ανάσα. Ο ιδρώτας σου μοσχοβολούσε, το πρόσωπό σου έλαμπε. Αγναντεύαμε μαζί το τεράστιο κτήριο απέναντι, έτσι μας φαινότανε τότε, τρομακτικό και ατέλειωτο. Το φοβόσουν το γυμνάσιο. Μεγάλο σχολείο με μεγάλα παιδιά και πολλούς δασκάλους, έλεγες, σαν να μην ήθελες άλλο να μεγαλώσεις, να απελευθερωθείς απ’ τα δεσμά και τα χαλινάρια της άγουρης ηλικίας μας. Κι έσβηνε το χαμόγελο απ’ το πρόσωπό σου και τα μάτια σου γίνονταν σκοτεινά και μελαγχολικά. Και τότε σ’ αγαπούσα πιο πολύ, αν και δεν στο ‘λεγα, μα ίσως να το ‘χες καταλάβει. Ξαφνικά χτυπούσε το κουδούνι, το διάλλειμα τέλειωνε και ο παλιόγερος ο επιστάτης φώναζε αγριεμένα να μπούμε γρήγορα στις τάξεις μας. Κι έκανε πολύ ζέστη.

Είχε φτάσει η τελευταία μέρα των μαθημάτων. Μέσα στην αίθουσα γινόταν χαλασμός κυρίου, η δασκάλα είχε χάσει πλέον τον έλεγχο, η τάξη είχε διασαλευθεί ανεπανόρθωτα. Μιλούσε για τους κινδύνους του ήλιου και της θάλασσας, τα μέτρα προστασίας που θα ‘πρεπε να παίρνουμε, μα ήτανε για λύπηση, κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαμε όλοι αποθρασυνθεί. Όμως, εμάς είδε μόνο, μπροστά, κάτω απ’ τη μύτη της, στο πρώτο θρανίο, και μας έβγαλε έξω για παραδειγματισμό. Αυτό είναι άδικο, της πέταξες στο πρόσωπο κατάμουτρα και χτύπησες πίσω σου δυνατά την πόρτα. Μετά ξεσπάσαμε στα γέλια. Παραδόξως, δεν είχαμε φάει ξανά αποβολή, είμασταν καλά παιδάκια, μα τώρα άλλο που δεν θέλαμε. Πάμε να κατουρήσουμε, είπες, αλλά πρόσεχε μη μας δει ο επιστάτης. Ευτυχώς, ο κακομούτσουνος κωλόγερος είχε αράξει μέσα στο κιλικίο και λαγοκοιμόταν. Περάσαμε από μπροστά του και χαμπάρι δεν πήρε. Μπήκαμε μαζί στην ίδια τουαλέτα, παραξενεύτηκα, μα ήθελες κάτι να μου δείξεις. Κοίτα εδώ, μου είπες. Έκλεισες τα μάτια κι άρχισες να χαϊδεύεις το τσουτσούνι σου κι αυτό όλο και φούσκωνε, όλο και μεγάλωνε, όλο και κοκκίνιζε. Τρόμαξα, δεν ήξερα από τέτοια, ούτε μπορούσα να μαντέψω τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή. Κάν' το κι εσύ, πρόσταξες, θα σ’ αρέσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντρεπόμουν. Τρέμοντας έσφιξα το πουλί μου μέσα στη χούφτα, παραλίγο να το πνίξω, μα όσο και αν το έτριβα δεν γινόταν τίποτα, παρέμενε μικρό και ζαρωμένο. Τότε το έπιασες εσύ και ως εκ θαύματος άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται σαν κόκκινο μανιτάρι και το δικό σου σαν μελιτζάνα, να λαχανιάζουμε, να νιώθουμε μια γλυκιά ταραχή στο στήθος, να βγάζουμε μια ασυναίσθητη κραυγή και να κατουράω για πρώτη φορά ένα πηχτό ασημένιο υγρό. Έτσι μπράβο, μου είπες, τώρα έγινες άντρας. Κι αμέσως έχυσες κι εσύ και το σπέρμα σου τινάχτηκε μακριά και λέρωσε τη λεκάνη και το πάτωμα κι έγιναν όλα μαντάρα. Μετά γέλασες πολύ. Πάμε να φύγουμε, είπες, πριν μας πάρει είδηση ο κωλόγερος. Βγήκαμε σαν κύριοι από τις τουαλέτες, περάσαμε μπροστά απ’ τον κοιμισμένο επιστάτη και σαν κύριοι σταθήκαμε έξω απ’ την τάξη μας, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι. Κολλήσαμε το αυτί μας στην πόρτα. Ακουγόταν μόνο η φωνή της κυρίας, μα δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Τα υπόλοιπα παιδιά έκαναν απόλυτη ησυχία. Όχι, αυτό είναι άδικο, είπες τότε και γελάσαμε πολύ. Κι αμέσως χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα.      

Ύστερα έφυγες απ’ την πόλη και σε έχασα. Και μεγαλώσαμε, και με ξέχασες, όχι όμως κι εγώ. Οι ζωντανοί χωρισμοί είναι οι χειρότεροι, πονάνε πιο πολύ, μου είχες πει κάποτε, ποιος ξέρει από πού το άκουσες ή το διάβασες. Ήσουν σοφό παιδί. Αν και δεν το κατάλαβα, μου σφηνώθηκε στο μυαλό. Μα σίγουρα και αυτό το ‘χεις ξεχάσει, και καλύτερα. Ίσως κάποτε να στα πω όλα αυτά και να σου φανούν ξένα, περίεργα, μακρινά και απίστευτα. Και τότε να θυμηθείς και να μ’ αγαπήσεις ξανά.


Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ

 

Η αυστηρή καραντίνα κράτησε πολύ, σχεδόν ένα τρίμηνο. Την πέρασα στο μεγάλο πάρκινγκ, πλάι στην παραλία και το νότιο πάρκο της πόλης, μαζί με άλλους άστεγους, αλλοδαπούς, λαθρόβιους και αλήτες, με όσους τουλάχιστον είχαν  γλυτώσει τη μπουζού. Μας είχαν μαντρωμένους, μαζί με τα αδέσποτα, γάτες και σκυλιά, αλλά και τα πουλιά που είχαν ξεφύγει απ’ τον μεγάλο αφανισμό. Η τελευταία πανδημία οφειλόταν στη νόσο των ελεύθερων πτηνών, είχαν αποφανθεί με κάθε βεβαιότητα οι ειδικοί και δόθηκε διαταγή να εξολοθρευθούν. Ξαφνικά, γίνανε όλοι κυνηγοί και ότι πετούσε το πυροβολούσαν, η χαρά των δολοφόνων. Κανονική γενοκτονία, επέζησαν μόνο τα πιο έξυπνα, λίγα περιστέρια, κοράκια, κίσσες και κάποια γλαροπούλια, βρίσκοντας προστασία κοντά μας, στην κιβωτό. Κούρνιασαν στα δέντρα του πάρκου, κρύφτηκαν μέσα σε θάμνους και σώθηκαν. Εκεί δεν πλησίαζε κανείς. Μας θεωρούσαν όλους μιάσματα, μολυσμένους και ετοιμοθάνατους, ότι δεν θα την βγάζαμε καθαρή. Μόνο μια φορά τη βδομάδα έρχονταν και μας άφηναν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, από φιλευσπλαχνία, μην τους πουν και άκαρδους, αλλά κατά βάθος μας είχαν ξεγραμμένους, ανθρώπους και ζώα μαζί. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο καταφέραμε να επιβιώσουμε, αλλά ως εκ θαύματος δεν είχαμε ούτε μία απώλεια, δεν πέθανε κανείς. Όσοι αρρώστησαν είχαν ήπια συμπτώματα και  την σκαπούλαραν. Για μας δεν υπήρχαν νοσοκομεία και κλινικές, ήμασταν καμένα χαρτιά. Στην υπόλοιπη πόλη τα πράγματα ήταν σκούρα. Όπως μαθαίναμε, παρά τον καθολικό εγκλεισμό και τα μέτρα προστασίας, είχε αφανιστεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός. Φυσικά και κάποιοι απ’ τους άρχοντες και τους υψηλά ιστάμενους του τόπου. Ο ιός δεν έκανε εξαιρέσεις, ήταν σχεδόν δημοκρατικός. Και δίκαιος.

Ο καταυλισμό ήταν περιφραγμένος, μα δεν περνούσαμε κι άσχημα, κάτι σαν διακοπές, να πούμε. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά μέχρι και ποτά και τσιγάρα και ναρκωτικά υπήρχαν και άλλες παράνομες ουσίες για τους πιο θεριακλήδες, για αυτούς που τα άντεχαν και το ‘λεγε η περδικούλα τους. Εγώ δεν έπινα τίποτα, ούτε καν καφέ για το πρωινό ξύπνημα. Όμως, δεν είχα κανένα παράπονο. Αν και ήμουν καινούργιος και ξενικός, όλοι μου φέρθηκαν πολύ εντάξει. Μεταξύ άλλων, έκανα και κάποιες φιλίες, ήταν καλοί άνθρωποι. Την ημέρα παίζαμε ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα για να κρατιόμαστε σε φόρμα, εγώ τις περισσότερες φορές φύλαγα το τέρμα, κάποιοι κολυμπούσαν, άλλοι λιάζονταν γυμνοί στην παραλία, οι γυναίκες μαγείρευαν και βάζανε μπουγάδα, μερικοί παίζανε με τις γάτες και τους σκύλους, νεαρούς και παιδιά δεν είχαμε, και τη νύχτα γινότανε άγριο γλέντι, διονυσιακό όργιο σαν να μην υπήρχε αύριο. Του μουνιού το πανηγύρι, όλοι μεθυσμένοι και γαμημένοι μέχρι τελικής πτώσης. Εγώ καθόμουνα σε μια άκρη, τους κοίταζα και ζήλευα. Ήθελα, μα δεν μπορούσα. Μέχρι που ένα βράδυ με πλησίασε μια κοπέλα με χαρακωμένο πρόσωπο και σάπια δόντια, ταλαιπωρημένη, στραπατσαρισμένη και σμπαραλιασμένη, όμως κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Άρχισε να με χαϊδεύει, με έβρισκε όμορφο, είπε και ήθελε να κάνουμε έρωτα. Της εξήγησα το πρόβλημα, μα δεν την ένοιαζε. Δεν είσαι ο μόνος, μου είπε, οι μισοί σχεδόν εδώ μέσα είναι ξεπουτσιασμένοι και ευνούχοι, δεν τρέχει κάτι, όλα στο μυαλό είναι. Σοφά λόγια, η γκόμενα ήταν περπατημένη, ερχόταν από δρόμο και δεν της έφερα αντίρρηση, ούτε αντίσταση. Την άφησα να μου πάρει την παρθενιά. Τα έκανε όλα μόνη της, εγώ μονάχα ξάπλωσα φαρδύς πλατύς στο στρώμα και απόλαυσα τη συνουσία. Με φίλησε στο στόμα και άρχισε να με γδύνει. Μου ξεκούμπωσε και το παντελόνι και άρχισε να γλύφει την πληγή, μου έβαλε και λίγο δαχτυλάκι και μου άρεσε, ερεθίστηκα, έφτασα σε οργασμό και έχυσα για πρώτη φορά από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Πρωτόγνωρο συναίσθημα, μου λύθηκαν τα πόδια και με κυρίευσε μια γλύκα στο στήθος. Έπεσα ξέπνοος στην αγκαλιά της. Μετά μου είπε τι ήθελε να της κάνω, να γίνει και εκείνη και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες. Ήταν σκέτη τίγρης, θεριό ανήμερο, καυλιάρα, θερμή γυναίκα. Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ και το κάναμε, γίναμε περίπου σαν ζευγάρι. Δίπλα της διδάχτηκα τον αυθεντικό και ολοκληρωμένο έρωτα. Τελικά, ήταν ωραίες οι μέρες της καραντίνας. 

Όμως, παράξενο, απ’ το μυαλό μου δεν μπορούσε να βγει η εικόνα του μπάτσου που συνάντησα στην ασφάλεια, εκείνου του όμορφου αξιωματικού της αστυνομίας που αντίθετα με όλες τις προβλέψεις μου φέρθηκε πολύ εντάξει. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε και δεν ήξερα αν ζει ή αν πέθανε. Όποτε πλησίαζε τον φράχτη περιπολικό για έναν τυπικό έλεγχο, έτρεχα προς το μέρος του και κοίταζα με αγωνία το πλήρωμά του. Ποτέ δεν ήταν μέσα. Γύριζα απογοητευμένος στα φιλαράκια και την κοπέλα μου. Δεν ήθελα να του μιλήσω, να του πω κάτι, είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε, ίσως και να μη με θυμόταν το παλικάρι, με τόσους που συναναστρέφεται κάθε μέρα, απλά να δω ότι είναι ζωντανός ήθελα, ότι δεν κινδυνεύει απ’ τη θανατηφόρα γρίπη, έτσι δυνατός και ρωμαλέος που είναι. Δεν ήξερα ούτε καν το όνομά του για να ρωτήσω τους συναδέλφους του, εφόσον έβρισκα λίγο θράσος κι έπεφτα πάνω σε κάποιον φιλεύσπλαχνο αστυνόμο. Κάθε βράδυ ευχόμουν να έρθει στον ύπνο μου, να τον δω έστω και για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, να πούμε δυο κουβέντες, μάταια όμως. Ίσως έφταιγε  που σπάνια έβλεπα όνειρα κι έπεφτα στο κρεβάτι ξερός και αποκαμωμένος. Πάντως, είχα ακούσει πως κάμποσοι μπάτσοι είχαν πεθάνει απ’ τον ιό, καλά να πάθουν οι μπινέδες, φώναζαν κάποιοι χαρούμενα, αλλά εγώ στεναχωριόμουν και ανησυχούσα για κείνον. Και δεν τολμούσα να το πω σε κανέναν μη με πάρουν στο ψηλό. Ότι νοιάζομαι για κωλόμπατσους και μπασκίνες και λοιπές αξιοσέβαστες κωλοτρυπίδες του κράτους, της τάξης και της ασφάλειας. Τότε ίσως και να με παίρνανε και για χαφιέ και όπως ήταν αγριεμένοι δεν το ‘χαν σε τίποτα να με λιντσάρουν και να με περάσουν σουβλάκι. Καλά και άγια παιδιά, αλλά μην τους μπει η υποψία. Γι’ αυτό δεν έβγαλα άχνα. 

Μια μέρα με πλησίασε ένας φίλος κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι. Είχε πάρει γράμμα απ’ τον φυλακισμένο αδερφό του, μα δεν ήξερε να διαβάζει. Όπως και οι περισσότεροι στον καταυλισμό, ήταν αγράμματος, δεν είχε πάει σχολείο. Ο αδερφός του έμαθε να γράφει κάπως και να διαβάζει εκεί μέσα από έναν συγκρατούμενο. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν διαφορετικά, τα τηλέφωνα απαγορεύονταν, το ίντερνετ από καιρό δεν λειτουργούσε για τους πολλούς και μου ζήτησε να του το διαβάσω.

Αγαπιτέ μου αδερφέ ίμε καλά κε το ίδιο ελπίζο κε για σένα. Εδό μέσα ακόμα δεν έχουμε σοβαρά κρούσματα τισ παλιαρόστιασ. Βλέπισ εμίσ τα καθάρματα έχουμε γερί πέτσα κε δεν μασάνε από ιούσ και μικρόβια. Έκσο μαθένουμε γίνετε σφαγί. Πρέπι να ζίσουμε κε να κσανασιναντιθούμε. Δεν ξέρο πότε αλά κάπια στιγμί θα βγο έκσο κε θάρθο να σε βρο. Θάχουμε πολά να πούμε. Τόρα στα γεράματα αναγκάστικα να μάθο γράματα για να σου γράφο. Τα βασικά διλαδί μι περιμένισ πολιτέλιεσ. Ασίνε καλά ένασ σινάδελφοσ που ίμαστε στο ίδιο κελί. Καλό πεδί με βοίθισε πολί και πιστέβο γρίγορα να βελτιοθό. Μου λέι ποσ τα πέρνο τα γράματα κε θα γράπσο κε βιβλίο. Πρέπι να μάθισ κε σι να γράφισ κε να διαβάζισ για να μπορούμε να μιλάμε. Δεν ίνε δίσκολο. Δεν μπορό να σου πο περισότερα. Καταλαβένισ γιατί. ‘Ομοσ θα σου κσαναστίλο γράμα. Αν μπορέσισ γράπσε μου κε σι. Σε φιλό και σε αγαπό πολί. Ο μεγάλοσ σου αδερφόσ.    

Τέλειωσα το γράμμα με πολλές δυσκολίες και κομπιάσματα και κοίταξα τον φίλο μου στα μάτια. Είχε βουρκώσει, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Το δίπλωσα και του το έδωσα στο χέρι. Του είπα, αν ήθελε, να τον μάθω να διαβάζει και να γράφει, δεν θα ήταν μεγάλος κόπος για μένα. Με ευχαρίστησε. Μετά πήρε το τσαλακωμένο χαρτί, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε.