Σάββατο 5 Απριλίου 2025

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΟΛΓΑΣ

Δώδεκα. Μεσάνυχτα ακριβώς. Η ώρα που βγαίνουν όλα τα τέρατα της οικουμένης για να εκδικηθούν εκείνους που τους έβλαψαν. Φαντάσματα βρικόλακες λυκάνθρωποι βαμπίρ δράκουλες και ζόμπι. Ακούς μονάχα τα ουρλιαχτά και τις άναρθρες κραυγές τους. Οι νεκροί ζωντανεύουν και ζητούν εξηγήσεις χωρίς να μιλούν. Χωρίς να σου απευθύνουν καν τον λόγο. Εμφανίζονται ξαφνικά. Εκεί που τους έχεις ολότελα ξεχάσει και δεν τους περιμένεις. Όμως τα μεσάνυχτα πάντα επιστρέφουν για να σου πιουν το αίμα και να δυναμώσουν. Να ζήσουν και πάλι. Διψούν να υπάρξουν ξανά. Έστω και για λίγο.

Περπατώ εδώ κι εκεί μέσα στο κέντρο της πόλης βαριεστημένα και αδιάφορα. Δεν βρίσκω κάτι να μου κινήσει την προσοχή. Να συγκεντρώσω πάνω του το βλέμμα μου και να ξεκουράσω το ζαβλακωμένο μυαλουδάκι μου. Σχεδόν σέρνω τα πόδια μου σαν κωλόγερος κι όλα μου φαίνονταν συνηθισμένα και ανούσια. Τουλάχιστον χλιαρά και ρηχά. Είμαι αποκαμωμένος και πεθαμένος. Όμως περνώ μπροστά από την πλατεία και ξαφνικά το βλέπω. Δεν κάνω λάθος. Είναι εκείνο το ξανθό αγόρι με τον μεγάλο χρυσαφένιο σταυρό κρεμασμένο μπροστά του. Κλοτσάει εξαγριωμένο ένα περιστέρι. Πρέπει να το βασανίζει εδώ και αρκετή ώρα μα πλέον δεν κινείται. Το λευκό του στήθος έχει γίνει κατακόκκινο. Αναρωτιέμαι πού το βρήκε τόσο αίμα ένα τόσο δα πουλί. Τώρα βρίσκεται σωριασμένο κατάχαμα στο τσιμέντο με τα φτερά του ανοιγμένα. Φαίνονται τσαλακωμένα και σπασμένα. Δεν πρόκειται να ξαναπετάξει ψηλά στον ουρανό. Να σκαρφαλώσει στα ηλεκτρικά σύρματα και να κουρνιάσει στις σκεπές των σπιτιών. Να ζευγαρώσει με το αιώνιο ταίρι του. Είναι νεκρό. Έχει ψοφήσει μα το παιδί συνεχίζει να το χτυπάει με δύναμη. Το βλέπω και μου ‘ρχεται να του σπάσω το κεφάλι. Να του το ανοίξω στα δύο.

Πλησιάζω κοντά του μα δεν με αναγνωρίζει. Πάνω στη μούρλια του μπορεί και να μη με βλέπει καν. Τις προηγούμενες φορές που συναντιόμασταν τυχαία στην πλατεία ή στο δρόμο με έβριζε χυδαία. Κάποιες φορές μπροστά και σε κόσμο. Δεν τον ένοιαζε. Με είχε μεγάλο άχτι. Ήμουνα ο επίσημος εχθρός του. Ο αντίπαλός του και το άλλο του εγώ. Τουλάχιστον δεν τολμούσε να μου επιτεθεί. Όμως με έκανε ρεζίλι. Γινόμουν εντελώς ξεφτίλα. Στεκόμουν ακίνητος και τον κοιτούσα με απορία. Δεν ήξερα γιατί μου ‘ριχνε μπινελίκια. Χωρίς λόγο. Δεν το είχα πειράξει. Δεν του είχα κάνει τίποτα. Ίσως να με μπέρδευε με κάνα γνωστό του που είχαν διαφορές και περίεργες δοσοληψίες. Που ήταν στα μαχαίρια για παλιοδουλειές και ύποπτα αλισβερίσια. Όμως εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Δεν έδινα σημασία τι κάνουν οι άλλοι τριγύρω και κοιτούσα μονάχα την καμπούρα μου. Δεν ήμουν κουτσομπόλης. Από την άλλη με τσάντιζε. Ήθελα πολύ να τον αρχίσω στις κλοτσιές μα τότε σίγουρα θα έμπλεκα χειρότερα. Του έδινα πολλά ελαφρυντικά και ηρεμούσα. Άφεση αμαρτιών γιατί δεν ξέρει τι κάνει. Έχει το ακαταλόγιστο. Μάλλον είχε κάψει τον εγκέφαλό του και βρισκόταν συνέχεια σε παράκρουση. Σε παράνοια και σύγχυση. Η περίπτωσή του μύριζε καραμπινάτη μανία καταδίωξης. Έπρεπε να το δέσουν χειροπόδαρα. Δεν έστεκε καλά στα μυαλά του. Κρίμα γιατί ήταν όμορφο αγόρι. Κάθε φορά που συναντιόμασταν τράβαγα τα ίδια. Μα δεν έδινα περισσότερη σημασία και συνέχιζα τον δρόμο μου. Είχα σοβαρότερα προβλήματα να σκεφτώ και να λύσω. Δεν ήθελα να τον βάλω στη ζωή μου ούτε από το παράθυρο. Με καμία δύναμη. Δεν είχα την όρεξή του. Ας την έβρισκε από κάναν άλλο. Όχι πάντως από μένα. 

Την πρώτη φορά που τον είδα καθόμουν έξω σε μία καφετέρια της πλατείας. Έπινα καφέ και διάβαζα εφημερίδα. Πέρασε από μπροστά μου τρεκλίζοντας και παραπατώντας. Πήγαινε βίρα τις μάινες και όρτσα τα πανιά. Τον κοίταξα έντονα. Μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος χρυσαφένιος σταθμός στο στήθος του που αντανακλούσε το φως του ήλιου. Σχεδόν με τύφλωσε μα δεν γύρισα το βλέμμα από πάνω του. Με είχε μαγνητίσει. Το παιδί ενοχλήθηκε. Τι κοιτάς ρε. Και κάτι άλλο ψεύδισε μα δεν κατάλαβα. Μάλλον καμιά βρισιά. Συνέχισε τον δρόμο του και απομακρύνθηκε. Είχε την αποστολή του. Ίσως να με πέρασε για ασφαλίτη ή κάνα χαφιέ της αστυνομίας και να φοβήθηκε. Η πόλη έχει γεμίσει από ρουφιάνους και καταδότες κάθε λογής. Ειδικά γύρω απ’ την πλατεία. Μα δεν μπορούσα να προβλέψω ότι θα του γινόμουν έμμονη ιδέα. Και πού να πιάσεις κουβέντα μαζί του για να του εξηγήσεις και σιγά μη σε πιστέψει. Θα γινόταν κακός μπελάς και θα μου φορτωνόταν ακόμα χειρότερα. Είμαι παθός. Τρακάραμε και άλλη μια φορά που είχα πάει για κατούρημα πίσω από μια οικοδομή. Γκαντεμιά. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Ήταν μέσα στην καβάτζα ξαπλωμένος κατάχαμα και τρυπιότανε. Βαρούσε ένεση. Τον έπιασα στα πράσα με τη σύριγγα στο χέρι. Δίπλα του ένα κουτάλι και ένα κουτί κόκα κόλα και τα άλλα σύνεργα. Δεν είπε τίποτα. Εκείνη τη φορά δεν μπορούσε να με βρίσει. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν γλαρό και φευγάτο. Μπορεί και να μην με αναγνώρισε καν. Ένιωσα ντροπή. Ξέχασα το κατούρημα και το ‘βαλα στα πόδια. Μόνο πρόσεξα ότι εκείνη τη μέρα δεν φορούσε το σταυρό του.

Τώρα μέσα στη μαύρη νύχτα το παιδί με τον χρυσαφένιο σταυρό βρίσκεται πάλι μπροστά μου και συνεχίζει να πατάει και να κλοτσάει το άμοιρο περιστέρι. Σχεδόν του έχει λιώσει το κεφάλι και του ‘χει πετάξει τα σωθικά έξω. Το έχει κάνει χαλκομανία. Του φωνάζω δυνατά να σταματήσει. Δεν βλέπει ότι είναι ψόφιο κι άψυχο. Βγάζει όλη τη μανία και την οργή του επάνω στο αδύναμο πλάσμα. Τον πιάνω από το μπράτσο και τον ταρακουνώ. Τον σφίγγω δυνατά και τον σπρώχνω παραπέρα. Με κοιτάζει θυμωμένος. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα και πετάνε σπίθες. Βγάζουν φωτιές. Έρχεται κατά πάνω μου μα τον προλαβαίνω. Του ρίχνω δύο χαστούκια ξεγυρισμένα και σωριάζεται κατάχαμα στο τσιμέντο πλάι στο δύστυχο πουλί. Δεν θέλει και πολύ. Μόνο τα κόκαλα του έχουν μείνει. Έχει γίνει φτερό στον άνεμο. Να βοηθήσω θέλω. Όχι να τον ξεκάνω και να βρω τον μπελά μου. Νομίζω ότι συνέρχεται κάπως. Βρίσκει τα λογικά του. Κοιτάζει λυπημένος το θύμα του. Χαϊδεύει τα σπασμένα του φτερά και βάζει τα κλάματα. Κλαίει γοερά για πολύ ώρα τραντάζοντας την ηρεμία της νύχτας. Τον αφήνω να ξεθυμάνει. Όταν σταματάει κουρασμένος τον βοηθάω να σηκωθεί. Με δυσκολία στέκεται στα πόδια του. Πάει και κάθεται παραδίπλα σε ένα παγκάκι. Δέκα βήματα απόσταση μα του φαίνονται ολόκληρος μαραθώνιος. Αισθάνεται ντροπή και ταπείνωση και σίγουρα έχει μετανιώσει για αυτό που έκανε. Αισθάνομαι οίκτο. Σαν να ήταν ο γιος μου. Το δικό μου παιδί παρατημένο στους πέντε δρόμους. Τον ρωτάω αν πεινάει. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Ευτυχώς το απέναντι φαστφουντάδικο είναι ακόμα ανοιχτό. Του λέω να με περιμένει να γυρίσω.

Αυτό το αγόρι μου είναι πολύ συμπαθές. Σε υπερβολικό βαθμό. Το συμπονώ κι ας με βρίζει. Δεν ξέρω το γιατί. Μπορεί και να μου αρέσει. Ίσως κι αυτό κάτι να έχει καταλάβει. Είναι ξύπνιο παιδί κι όχι κάνα χαϊβάνι. Της πιάτσας και του πεζοδρομίου. Είναι και όμορφο. Πρέπει να το παραδεχτώ. Δεν είμαι ανιδιοτελής απέναντί του. Βρίσκεται σε ανάγκη και κόψιμο. Θα μπορούσε με λίγα ψηλά να μου πάρει μια πίπα. Ή ακόμα και να το πηδήξω. Να του ξεσκίσω το καλοσχηματισμένο κωλαράκι. Ξέρω ότι τα κάνει όλα για τη δόση του. Ακόμα και να σε καθαρίσει είναι ικανό. Μα κι εγώ δεν έχω αναστολές. Αν ήμουν νεότερος και βρισκόμουν σε τρελή χαρμάνα μπορεί να του το ζητούσα. Δεν θα κώλωνα με τίποτα. Τον πάω και μου την δίνει πολύ. Δεν είναι ζήτημα ηθικής και δέοντος. Ο καθένας με τις ανάγκες του. Δούναι και λαβείν κι άσε τους ηθικολόγους να βγάζουν διαπρύσιους λόγους για τον εκφυλισμό των ηθών. Εκείνοι είναι τυχεροί. Δεν έχουν πάθη ούτε πούτσα. Είναι ευνουχισμένοι ή υποκριτές. Ή ακόμα χειρότερα δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη φύση. Είναι ιδεαλιστές του κερατά και πετάνε στα σύννεφα. Δηλαδή για πέταμα. Και επικίνδυνοι. Μα δεν με νοιάζουν καθόλου. Πλέον οι ορμές και τα ένστικτά μου είναι κατευνασμένα και υπό πλήρη έλεγχο. Έχω βρει τον δικό μου τρόπο και δεν πέφτει λόγος σε κανέναν αγάμητο κερατά. Δεν σαλιαρίζω ποτέ. Μπανίζω χαλβαδιάζω ζαχαρώνω και λιγουρεύομαι απρόσκοπτα και ασύστολα εις τετραπλούν και σε υπερθετικό βαθμό. Όσο αντέχω και μέχρι τελικής πτώσης. Ίσως κάποτε η εκκλησία μας να με ανακηρύξει όσιο και άγιο. Εμένα τον άθεο.    

Μετά από δέκα λεπτά επιστρέφω με τις πίτες στο χέρι. Τον βρίσκω στη θέση που τον άφησα. Παίρνει το φαγητό και αρχίζει να μασουλάει με βουλιμία. Κάποια στιγμή χορταίνει και σταματά. Με ρωτάει αν μου βρίσκονται στην τσέπη τίποτα ψηλά. Βάζω το χέρι μου και του δίνω. Μου λέει ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου τον καληνυχτίζω. Κοιτάζει πάλι λυπημένα το περιστέρι. Μου δικαιολογείται. Δεν το σκότωσα εγώ. Το βρήκα ψόφιο στην άκρη του δρόμου. Όταν το είδα κάτι με έπιασε. Κατά βάθος τα αγαπάω πολύ. Δεν τα πειράζω ποτέ και όποτε μπορώ τα ταΐζω. Τους ρίχνω ψίχουλα και σπόρια. Ζωντανά πλάσματα του θεού είναι κι αυτά. Αλήθεια σου λέω. Στο ορκίζομαι. Έτσι μου είπε το ξανθό αγόρι. Και για να τον πιστέψω ακόμα πιο πολύ φίλησε τον τεράστιο χρυσαφένιο του σταυρό.  

 

3 σχόλια: