Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 10


Η αγάπη για όλα τα ζωντανά πλάσματα είναι

το πιο ευγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

                                                                   Κάρολος Δαρβίνος 

 Γεννιούνται, μεγαλώνουν, ζευγαρώνουν, αναπαράγονται και πεθαίνουν. Ζουν σε ένα αιώνιο και άχρονο παρόν, στο εδώ και τώρα, δίχως περιττά άγχη και αγωνίες, μια απλή και γυμνή ζωή, λιτή,  αυτάρκη και αδέσποτη, μόνο με τα βασικά και τα αναγκαία, κυρίως την αγάπη, μα και την ελευθερία. Βέβαια, στην τελική, όλα είναι μάταια. Μα τα άλλα ζώα δεν το γνωρίζουν. Γι’ αυτό και είναι ευτυχισμένα. Εφόσον, εμείς οι τυραννικοί άνθρωποι τους το επιτρέπουμε.

Πρόκειται για ημερολόγια θανάτου, δύσθυμες καταγραφές μιας αληθινής ιστορίας, ρέκβιεμ μιας γνήσιας ρομαντικής αγάπης, πλατωνικών προδιαγραφών, ανάμεσα σε δύο ευαίσθητα και ευφυή πλάσματα, ενός ανθρώπου κι ενός γάτου, που διάνυσαν επιτυχώς τον δεκαετή κοινό τους βίο στο δρόμο, μέχρι τον τελεσίδικο αποχωρισμό τους.

Μα και για την άνοδο και την πτώση ενός μονόχνοτου, σημαδιακού και αταίριαστου μισάνθρωπου, ενός κατά βάθος πληγωμένου παιδιού, ευαίσθητου, εσωστρεφούς και μελαγχολικού, αισιόδοξα απαισιόδοξου, μέσα από τον οποίο αναδύθηκε μια θριαμβευτική εξέγερση, βγαίνοντας στο τέλος νικητής, μόνος απέναντι σε όλους, και ξανακερδίζοντας τον χαμένο χρόνο.

                                                          

*Το βιβλίο με τίτλο «Ο ΜΠΟΜΠΟΣ» αποτελείται από δεκαεπτά ιστορίες ζώων (ασπόνδυλο μυθιστόρημα) και αφιερώνεται στο Μπόμπο, τον Μπόμπα, την Νταίζυ  και τις άλλες γάτες της αυλής. Θα κυκλοφορήσει με τον συνήθη τρόπο τον Ιανουάριο 2025, πάντα μόνο για φίλους.


Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Αγαπητοί συμπολίτες, εντιμότατοι δικαστές, κύριοι ένορκοι. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω δημόσια, μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο, η αίθουσα είναι φίσκα και χαίρομαι γι’ αυτό, έστω και ως κατηγορούμενος μιας άκρως ειδεχθούς πράξης, με τα δεδομένα της τρέχουσας μικροαστικής σας ηθικής, βέβαια. Δεν έχω σκοπό να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, και μόνο απέναντί σας, αφού δεν πιστεύω σε θεούς και δαίμονες και σε άλλες μεταφυσικές οντότητες, σίγουρα αυτό επιβαρύνει τη θέση μου, εφόσον αμέσως με κατατάσσει στα ηθικώς ανυπόληπτα άτομα. Γι’ αυτό και δεν δέχτηκα να συνεργαστώ με κανέναν δικηγόρο που μου ορίσατε ως συνήγορο, ούτε και με μάρτυρες που θα έλεγαν ένα καλό λόγο για μένα και θα προσπαθούσαν να σας επηρεάσουν ευμενώς απέναντί μου. Δηλαδή, ο καλός μου ο καφετζής, ο οποίος ως ο μοναδικός και καλύτερός μου φίλος δεν μπορεί να είναι αμερόληπτος, οπότε και οι κρίσεις του για το πρόσωπό μου δεν έχουν την παραμικρή αξία. Ευτυχώς, συγγενείς, γνωστοί και φίλοι από το μακρινό παρελθόν και την προηγούμενη ζωή μου δεν ήρθαν να με βοηθήσουν, σε αυτή την τελευταία μάχη που δίνω, φοβήθηκαν μην εκτεθούν ανεπανόρθωτα στα μάτια των συμπολιτών τους, όπως παλιότερα, γι’ αυτό και τους ευχαριστώ πολύ, δεν είχα καμία όρεξη να αντικρίσω ξανά τις φάτσες τους. Είμαι λοιπόν μόνος μου απέναντί σε όλους εσάς που με κοιτάτε περίεργα και τρομαγμένα, για να πω την προσωπική μου αλήθεια. Μέχρι τώρα είχα παραμείνει σιωπηλός, δεν είπα κουβέντα, δεν μίλησα σε κανέναν για το βράδυ του φόνου και πώς έγιναν τα γεγονότα. Θα μιλήσω για πρώτη και τελευταία φορά και θέλω να με ακούσετε προσεχτικά.

Από την πρώτη στιγμή, μετά τη δολοφονία του νεαρού, εγώ ο ίδιος ήρθα και παραδόθηκα στα όργανα της τάξης και ομολόγησα ευθαρσώς. Αυτό μου το καταλογίσατε στα υπέρ μου, ενώ ότι ήμουν άστεγος και αλήτης στα αρνητικά μου. Δεν μου αποδώσατε το ελαφρυντικού του πρότερου βίου, παρ’ όλο που το ποινικό μου μητρώο είναι πεντακάθαρο. Ο ανακριτής έψαξε και βρήκε τη μελανή στιγμή της ζωής μου, όταν πριν από δέκα χρόνια, μετά από καταγγελία του διευθυντή και προϊσταμένου μου, είχα κατηγορηθεί για ασέλγεια και προσβολή γενετήσιας πράξης σε βάρος ανηλίκου, και μάλιστα μαθητή μου στο λύκειο που δίδασκα εκείνη την εποχή ως φιλόλογος. Ότι δεν πήγα σε δίκη τότε οφείλεται στην αυτοκτονία του παιδιού και το σημείωμα που άφησε πίσω του. Ας πούμε λοιπόν ότι απαλλάχτηκα λόγω αμφιβολιών. Όμως, εγώ ποτέ δεν συγχώρησα τον εαυτό μου και αμέσως τον καταδίκασα σε εξοστρακισμό, μακριά από την κοινωνία σας. Ζούσα πλέον σαν ένας σκύλος του δρόμου, παρέα με τα αδέσποτα και μοναδικό φύλακα άγγελό μου έναν καφετζή, πρώην μπάτσο. Ήμουν πολύ τυχερός που τον γνώρισα και που εκείνος με εκτίμησε και με δέχτηκε ως φίλο και αδερφό του. Του οφείλω πολλά, σε κανέναν άλλον.

Αλλά ας έρθω στο προκείμενο, στην συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία κατηγορούμε. Σκότωσα έναν άνθρωπο, αυτό είναι πολύ δυσάρεστο, μα δεν το έχω μετανιώσει. Η ζωή του καθενός είναι ιερή και απαραβίαστη, μα ως ένα σημείο, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το θύμα ήταν ένας παρανοϊκός δραπέτης του φρενοκομείου που είχε βάλει σκοπό του να εξολοθρεύσει όλες τις γάτες της πόλης, είχε θεϊκή εντολή, έλεγε. Το άκουσα ο ίδιος απ’ το στόμα του, όταν τον πλησίασα και πιάσαμε κουβέντα. Μετακινιόταν συνέχεια και άλλαζε περιοχές για να μην δίνει στόχο και τον πιάσουνε. Εκείνο το βράδυ ήρθε στη γειτονιά μου. Τον περίμενα από μέρες και του την είχα στημένη. Στην αρχή δεν κατάλαβα ότι είναι εκείνος, τον πέρασα για άλλο ένα πρεζόνι που μέσα στην τρελή του τη χαρμάνα ψάχνει νυχτιάτικα λεφτά για τη δόση του. Μου ζήτησε. Πεινούσε, είπε, είχε μέρες να φάει. Δεν το πίστεψα, μα του έδωσα κάτι ψηλά, καθίσαμε στο παγκάκι και πιάσαμε την κουβέντα. Η πλατεία και ο δρόμος άδειος, δεν υπήρχε ψυχή, όλοι κοιμόντουσαν στα σπίτια τους. Ήταν όμορφο αγόρι, γύρω στα είκοσι, μου άρεσε. Του χάιδεψα απαλά τα δάχτυλα, πρέπει να κατάλαβε τις προθέσεις μου, μα δεν αντέδρασε, ούτε είπε κάτι. Έμεινε απαθής και το βλέμμα του διερευνητικό μπροστά, σαν να ψάχνει κάτι. Πήγα πιο κοντά και κόλλησα δίπλα του, με είχε ανάψει. Πέρασα το χέρι μου στη μέση του και τον αγκάλιασα. Προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ την περίσταση, όταν από μπροστά μας πέρασε ένας ρωμαλέος ασπρόμαυρος γάτος. Τον αναγνώρισα, όμορφο και έξυπνο αρσενικό, που κάποτε είχε δώσει ομηρικούς καβγάδες με τον δικό μου, γάτο τον μπόμπο. Όταν ο νεαρός τον είδε, πάνιασε, άλλαξε δέκα χρώματα, βρικολάκιασε. Σαν ελατήριο πετάχτηκε όρθιος και προσπάθησε να τον αρπάξει απ’ την ουρά, μα δεν πρόλαβε, ο γάτος αντέδρασε αστραπιαία, ένιωσε τον κίνδυνο και το ‘βαλε στα πόδια. Τότε κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπος που έψαχνα και αμέσως άλλαξα συμπεριφορά. Μα αμφιταλαντευόμουν αν θα έπρεπε να τον σκοτώσω ή να τον παραδώσω στην αστυνομία. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα. Ήταν κρίμα τέτοια ομορφιά να πάει χαμένη.

Ξανακάθισε φανερά εκνευρισμένος στο παγκάκι δίπλα μου. Κρίμα, σου ξέφυγε, σχολίασα. Δεν πειράζει, μην στεναχωριέσαι, θα πιάσεις άλλον. Περνάνε πολλοί από δω, ψάχνουν για φαγητό. Ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε, γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, αναγνωρίζοντας έναν σύμμαχο και συνοδοιπόρο στον σπουδαίο αγώνα του ενάντια στο κακό. Τους κυνηγάς κι εσύ; ρώτησε με αγωνία και έξαψη. Καμιά φορά, έτσι, για να σπάσω πλάκα, του είπα, προσπαθώντας να τον πιάσω φίλο, να με εμπιστευτεί και να μου ανοίξει την καρδιά του. Και τους σκοτώνεις; Σίγουρα, δεν μου γλυτώνει κανείς, του απάντησα. Τότε χαμογέλασε γεμάτος ευτυχία και μου εξήγησε την ειδική αποστολή που του έχει αναθέσει ο θεός ο ίδιος, είχε ακούσει τη φωνή του, να τις εξολοθρεύσει όλες, ως πηγή του κακού και της ηθικής διαφθοράς της πόλης. Γελούσε παρανοϊκά μέσα στην άδεια νύχτα. Του είπα να κάνει πιο σιγά γιατί θα ξυπνήσει ο κόσμος και θα φωνάξει την αστυνομία. Στο άκουσμα της λέξη χλόμιασε και βουβάθηκε εντελώς, χέστηκε πάνω του. Τώρα μιλούσε πιο σιγά, σχεδόν ψιθυριστά. Μου είπε και για το ίδρυμα, δεν ήθελε να τον ξανακλείσουν εκεί μέσα, είπε και με αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους. Χρειαζόταν συμπαράσταση και βοήθεια. Τον λυπήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω με την περίπτωσή του.

Μείναμε σιωπηλοί και αμήχανοι για κάμποση ώρα. Τότε κάτι ένιωσα να τρίβεται στα πόδια μου και να με χαϊδεύει μια ουρά. Πάνιασα ολόκληρος κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και ακανόνιστα. Ήταν η Νταίζυ, η γκρίζα ερωμένη του μπόμπου, σύζυγός του σχεδόν, συνομήλικοι, που αγαπιόντουσαν πολύ από μικρά, με εμπιστευόταν και ερχόταν κοντά μου καμιά φορά για να την ταΐσω. Μα τούτη η ώρα ήταν τελείως ακατάλληλη, κατάλαβα ότι κινδύνευε. Και το χειρότερο ήταν πως ήταν έγκυος, η κοιλιά της τέρμα φουσκωμένη, έτοιμη να γεννήσει τρία ή τέσσερα γατσούλια, τόσα τα υπολόγιζα, τα τελευταία παιδιά του γάτου μου, σκέφτηκα και ανατρίχιασα. Αμέσως, την πήρε χαμπάρι κι εκείνος, άστραψαν τα μάτια του, ρίγησε ολόκληρος, του κόπηκε η ανάσα και πριν προλάβω να αντιδράσω την βούτηξε απ’ τον σβέρκο και την έφερε μπροστά στα πόδια του. Η κακόμοιρη η ψιψίνα ζάρωσε τρομαγμένη και έμεινε ακίνητη. Τότε το παιδί έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μαχαίρι και το ‘φερε στο λαιμό της. Από το στόμα του άρχισαν να βγαίνουν λόγια ακατάληπτα, δεν καταλάβαινα τι έλεγε, κάτι σαν μαγικό ξόρκι και προσευχή για τον καθαρμό των ψυχών, πριν από την τελετουργική θυσία. Βρισκόταν σε έκσταση, παραληρούσε. Είχα ξαφνιαστεί, τα είχα χάσει εντελώς, μα γρήγορα συνήλθα, ανάκτησα την αυτοκυριαρχία μου και χούφτωσα το σουγιά μου. Η αδρεναλίνη μου χτυπούσε κόκκινο και πλέον ήξερα τι έπρεπε να κάνω, είχα πάρει την μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό της Νταιζούλας από την μια άκρη στην άλλη, μα τον πρόλαβα, δεν μπορούσα να τον αφήσω να σκοτώσει τόσες αθώες ψυχές. Του ‘κοψα τον δικό του λαιμό, απ’ την μια άκρη στην άλλη. Δεν κατάλαβε τίποτα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το παιδί σωριάστηκε χάμω, η γάτα απελευθερώθηκε απ’ τα χέρια του και άρχισε να τρέχει μακριά απ’ τους ανθρώπους. Γύρω του σχηματίστηκε μια μεγάλη λίμνη αίματος κι εκείνος βούλιαζε στη μέση δίχως πνοή. Κρίμα, ήταν όμορφο αγόρι, μα τα μυαλά του χαλασμένα.

Έτσι έγιναν τα πράγματα εκείνο το τραγικό βράδυ και θέλω να με πιστέψετε. Πλέον, δεν έχω κανέναν λόγο να πω ψέματα, ούτε θέλω να αθωωθώ. Γνωρίζω την ενοχή μου και ότι πρέπει να τιμωρηθώ. Δεν με νοιάζει η ποινή που θα μου επιβάλλετε, πλέον δεν έχει καμιά σημασία, ούτε πρόκειται να εκτελεστεί. Το νιώθω, η ζωή μου τελειώνει, δεν έχω άλλη πίστωση χρόνου, μα δεν στεναχωριέμαι, ούτε λυπάμαι που φεύγω, δεν χάνω κάτι σημαντικό. Σε αυτόν τον κόσμο, φρενοκομείο, μπουρδέλο και σφαγείο συνάμα, μόνο οι ηλίθιοι και οι αναίσθητοι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Εκτέλεσα το χρέος μου, ολοκλήρωσα τις υποχρεώσεις μου, έκανα ότι μπορούσα, αποχωρώ με το κεφάλι ψηλά. Γεια σας και καλή αντάμωση.

Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας του, ο κατηγορούμενος μιλούσε με κομμένη την ανάσα, τα λόγια του έβγαιναν δύσκολα απ’ το στόμα του, με διακοπές και μεγάλες σιωπές. Στο τέλος σταμάτησε απότομα. Προσπάθησε να πάρει άλλη μια βαθιά εισπνοή, να πει άλλη μια κουβέντα, μα δεν τα κατάφερε. Ο λαιμός του έφραξε, πρήστηκε, έγινε κατακόκκινος από την προσπάθεια. Κατόπιν, σωριάστηκε λιπόθυμος στο πάτωμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια δικαστών, ενόρκων και θεατών. Δεν πρόλαβαν να βγάλουν απόφαση, να τον καταδικάσουν. Μετά από λίγο, η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, πέθανε. Είχε βίαιο θάνατο, έγραψε ο ιατροδικαστής στο πιστοποιητικό. Γενική πνευμονική εμβολή, λόγω καρκίνου του πνεύμονα σε τελικό στάδιο.

 

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ

Του άρεσε να σκοτώνει αδέσποτες γατούλες, και μάλιστα με ειδεχθή, βάναυσο τρόπο. Τις έπιανε απ’ τον σβέρκο, τις ακινητοποιούσε και τους έκοβε σύριζα το λαιμό, από την μια άκρη στην άλλη. Το πώς κατάφερνε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους και να τις πλησιάσει, αποτελούσε μυστήριο. Η μέθοδός του ήταν σταθερή, το σήμα κατατεθέν του, και πάντα στον τόπο του εγκλήματος άφηνε ένα χαρτάκι με τον αύξοντα αριθμό του θύματος. Για να μην χάνει τον λογαριασμό. Τουλάχιστον, ήταν καλός στην αριθμητική. Και είχε καλή μνήμη.

Ήταν μόλις είκοσι χρονών, όμορφο αγόρι, και δεν του φαινόταν ότι αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Μόλις το είχε σκάσει απ’ το ψυχιατρείο και κρυβόταν εδώ κι εκεί, έτρωγε ότι έβρισκε, ζούσε όπως τα αδέσποτα. Μα είχε ειδική αποστολή να εκτελέσει, άκουγε τη φωνή του ίδιου του θεού, δίχως παρεμβολές και παρερμηνείες από μεσάζοντες. Έπρεπε να απαλλάξει την πόλη από τις γάτες, πηγή αμαρτίας και αιτία της ηθικής της παρακμής, όπως στα χρόνια του μεσαίωνα που τις κυνηγούσε η ιερά εξέταση και οι πιστοί χριστιανοί. Ξαναμπαίναμε στην εποχή των δολοφόνων. Ο θεός διψούσε πολύ, ήθελε να γίνουν θυσίες στο όνομα της χάρης του, να επιβεβαιωθεί ξανά η δόξα του. Ζητούσε πάλι να πιει αίμα.

Προερχόταν από θεοσεβούμενη οικογένεια, είχε ανατραφεί με αυστηρές αρχές, διαβάζοντας μπόλικα εκκλησιαστικά και ιστορικά βιβλία για την θρησκεία του. Μάλιστα,  ο παντοδύναμος του είχε υποδείξει και τον τρόπο της σφαγής. Έπρεπε να γίνει μπροστάρης μιας νέας εκστρατείας κατά της διαφθοράς των ηθών, το παράδειγμά του να ακολουθήσουν και άλλοι, χιλιάδες και εκατομμύρια στρατιώτες του μεγαλοδύναμου, με τα μαχαίρια στο χέρι. Σίγουρα, θα γινόταν παράδειγμα προς μίμηση, αλλά και μετά θάνατον θα ανταμειβόταν με μια θέση στον παράδεισο, δίπλα στον πατέρα του και μεγάλο δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Γι’ αυτό και ήταν πολύ περήφανος για τις πράξεις του. Καμάρωνε.

Τον είχαν κλείσει στο ίδρυμα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν έσφαξε τους γονείς και τα αδέρφια του την ώρα που κοιμόντουσαν. Με τον ίδιο τρόπο, όπως τώρα εξολόθρευε τις γάτες. Στους ψυχολόγους και τους δικαστές δεν έκρυψε τίποτα, είπε όλη την αλήθεια. Εκτελούσε εντολές  μιας ανώτερης δύναμης, δεν εμφανιζόταν μπροστά του, μα κατά καιρούς άκουγε τη φωνή της κι έπαιρνε τα μηνύματά της. Η οικογένειά του ήταν ένοχη για πάμπολλα αμαρτήματα κι έπρεπε να τιμωρηθεί, του είχε πει και αυτός υπάκουσε δίχως αντιρρήσεις. Παρ’ όλο που εκείνον δεν τον είχανε βλάψει προσωπικά, απεναντίας, ήταν πολύ καλοί μαζί του, τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν πολύ. Μα έπρεπε να γίνει.

Δεν τον πήγαν στη φυλακή, μα δεν υπήρχε διαφορά, παντού υπήρχαν κάγκελα, ο εγκλεισμός ήταν ο ίδιος. Κρίθηκε πολύ επικίνδυνος και απομονώθηκε από τους υπόλοιπους ασθενείς. Με τη βία του χορηγούσαν τα φάρμακα για να βρίσκεται σε καταστολή. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας κοιμόταν. Παρ’ όλα αυτά, με τη βοήθεια του παντοδύναμου, κατάφερε να δραπετεύσει, έκανε χίλιες φορές τον σταυρό του και ήταν και πάλι έτοιμος να αναλάβει καινούργια αποστολή, ακόμα πιο σημαντική, με το ίδιο σθένος και αυταπάρνηση, ως πιστός στρατιώτης του θεού. Κάποια στιγμή ξανάκουσε την δυνατή αυστηρή φωνή μέσα στο κεφάλι του κι ένιωσε μεγάλη αγαλλίαση. Η ζωή του αποκτούσε και πάλι ένα νόημα, κάποιον σκοπό. Να υπηρετεί εκείνον. Όπως και τόσοι άλλοι δολοφόνοι. Εφόσον υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται, σκέφτηκε. Και ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα.

Όμως, δεν πέρασε πολύς καιρός και ένα πρωινό βρέθηκε δολοφονημένος με τον ίδιο τρόπο. Του είχαν κόψει σύριζα το λεμό, και δίπλα του ένα χαρτάκι που έγραφε το νούμερο εκατό. Ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν ένας άστεγος που παραδόθηκε οικειοθελώς στην αστυνομία. Αγαπούσα πολύ τις γάτες, τούτα τα αθώα πλάσματα, γι’ αυτό τον σκότωσα, είπε στις αρχές. Και ως παράδειγμα προς αποφυγή για τους επίδοξους μιμητές του. Απένειμα δικαιοσύνη. Όμως κρίμα, γιατί ήταν όμορφο αγόρι, αν και τα μυαλά του ήταν χαλασμένα, γι’ αυτό και προξενούσε το κακό. Από κείνη την μέρα δεν ξαναβρέθηκε σφαγμένη γάτα στην πόλη.  

 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ (Ο ΓΑΤΟΣ ΤΟ 'ΣΚΑΣΕ)

Το πρωί, όταν ξύπνησα, το καλάθι δίπλα μου στο πεζοδρόμιο ήταν ακόμη άδειο, ούτε σήμερα είχε γυρίσει. Εδώ και ένα μήνα ο μπόμπος έχει εξαφανιστεί. Πρωτόγνωρα πράγματα, δεν το ‘χε ξανακάνει, ειδικά στην κατάσταση που είναι τελευταία. Κι όμως, αναστήθηκε και το ‘βαλε στα πόδια. Με έχουν ζώσει τα μαύρα φίδια, ανησυχώ μην έπαθε κάτι, αν και είναι έμπειρος και πολύ προσεκτικός γάτος. Ίσως πάλι, απλά, να ψόφησε.  

Έψαξα παντού, δεν τον βρήκα πουθενά. Κοίταξα ακόμα και μέσα στους κάδους των απορριμμάτων, κάθε φορά άνοιγα έντρομος το καπάκι μην τον δω πεταμένο ανάμεσα στα αποφάγια και τα σκουπίδια, σίγουρα θα τον αναγνώριζα. Τουλάχιστον, τότε θα έπαιρνε τέλος η αγωνία μου. Ήθελα να τον θάψω με τα χέρια μου. Όμως, τίποτα, πουθενά, άφαντος. Ίσως, αποφάσισε να πεθάνει μόνος του, τις τελευταίες του στιγμές να λουφάξει σε ένα ήσυχο μέρος, να κλείσει τα μάτια και να περιμένει. Ποιος ξέρει, ίσως να μην ήθελε να με στεναχωρήσει, όταν θα τον έβλεπα δίχως ανάσα και πνοή, ενώ τώρα θεωρείται αγνοούμενος, σαν να έχει πάει κάποιο μακρινό ταξίδι σε κάποια άγνωστη χώρα και ίσως κάποτε να επιστρέψει. Ο φίλος μου ο καφετζής προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο και να με παρηγορήσει. Μην ανησυχείς και χαλάς τη ζαχαρένια σου, μια χαρά είναι, θα δεις ότι θα γυρίσει, μου ‘λεγε χαμογελαστός και πάντα αισιόδοξος. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε.

Όμως, υπήρχε κι ένα άλλο, πιο σοβαρό πρόβλημα. Την τελευταία βδομάδα κάποιος ψυχοπαθής είχε βάλει σκοπό να εξολοθρεύσει όλες τις γάτες, με καλή συγκομιδή. Κάθε πρωί βρίσκονταν ψόφιες τέσσερις με πέντε σε διάφορα σημεία της πόλης για να μην τον εντοπίζουν, να μπερδεύονται και να χάνουν τα ίχνη του, μάλιστα με τον ίδιο τρόπο, με κομμένο το λαιμό απ’ την μια άκρη μέχρι την άλλη. Δεν ρίχνει φόλες, ούτε τις χτυπάει με πέτρες, ούτε τις πυροβολεί. Είναι σαδιστής, θέλει να απολαμβάνει κάθε φορά τον πόνο και την τρομάρα τους, προτού τις εξολοθρεύσει. Επομένως, με κάποιο τρόπο, ο καργιόλης τις πιάνει στα βρωμόχερά του, τα καταφέρνει καλά. Και πάντα στον τόπο του εγκλήματος αφήνει ένα χαρτάκι με τον αύξοντα αριθμό των θυμάτων του.

Ο άνθρωπος είναι άρρωστος, για δέσιμο, έχει χαλασμένα μυαλά. Η αστυνομία τον έχει χαρακτηρίσει κατά συρροή δολοφόνο, επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια και ψάχνει να τον βρει, μαζεύοντας γενετικό υλικό και εικόνες από κάμερες ασφαλείας και μαρτυρίες από περαστικούς, όμως εκείνος ακόμα ξεφεύγει, γράφει η εφημερίδα. Η περίπτωσή του έχει γίνει και πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης, είναι πλέον διάσημος. Μα και να τον τσακώσουν, το πολύ να τον κλείσουν σε κάνα μουρλάδικο για κάποιο διάστημα, ύστερα να τον αμολήσουν κι εκείνος να αρχίσει τα ίδια. Σιγά μη θεραπευτεί.

Μέχρι τώρα δεν έχει έρθει από την περιοχή μου, εδώ δεν έχουν υπάρξει θύματα, μα φοβάμαι μήπως ο μπόμπος βρέθηκε στο δρόμο μου. Αν και είναι καχύποπτος με τους ανθρώπους, δεν τους εμπιστεύεται, ακόμα κι αν του δίνουν τροφή, τους αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, και καλά κάνει, μα ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η κακιά στιγμή. Δεν το ‘χω πει σε κανέναν, μα εκείνος ο ψυχάκιας από μένα θα το ‘βρει, εγώ θα τον απαλλάξω απ’ τον ανωφελή του βίο. Μένω άυπνος όλη νύχτα και τον περιμένω με τον σουγιά στο χέρι. Δεν μπορεί, θα σκάσει μύτη κι απ’ τα μέρη μας. Θα του φάω τον καρύτζαφλο του παλιόπουστα, να ξεβρομίσει ο τόπος απ’ την παρουσία του. Και να σωθούν οι κακόμοιρες οι γατούλες από τον μεγάλο διωγμό, να σταματήσει η γενοκτονία τους. Στο τέλος δεν θα μου γλυτώσει. Θα πέσει στα χέρια μου και θα τον γαμήσω από όπου κρατιέται. Ακόμα κι αν βρω το γάτο μου ζωντανό.     

Τράβηξα για το φαρμακείο  για να κάνω τις εισπνοές μου. Μόλις με είδε ο νεαρός βοηθός πίσω από τον πάγκο, με καλημέρισε χαμογελαστός. Είναι ειδικευόμενος ακόμη, κάνει την πρακτική του, μα φαίνεται σοβαρός και μετρημένος, σίγουρα θα γίνει καλός επαγγελματίας. Του χαμογέλασα κι εγώ. Η ομορφιά μου φτιάχνει πάντα τη διάθεση, όσο σκατά και να ‘μαι, και με ξεκουράζει. Τον ρώτησα για το αφεντικό του, έχει κάπου πεταχτεί, μου είπε, δεν θα αργήσει. Κάθισα στην καρέκλα, μου φόρεσε τη μάσκα κι άρχισα τις εισπνοές. Άλλη μια μέρα έπαιρνα παράταση και τώρα υπήρχε σοβαρός λόγος να το κάνω, λογάριαζα τη ζωούλα μου λίγο περισσότερο, έπρεπε να προσέχω. Ο καρκίνος προχωρούσε αργά αλλά σταθερά, μα εγώ έτρεχα να προλάβω. Είχα μια σημαντική υποχρέωση να διεκπεραιώσω, προτού ταξιδέψω στο επέκεινα και γίνω αστρόσκονη. Προτού ξανασυναντήσω τον μπόμπο μου, όπου κι αν βρίσκεται.

 

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ (Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ)

Ήταν ένας δειλός, φοβισμένος άνθρωπος, όπως οι περισσότεροι, ίσως λίγο πιο πολύ από τους άλλους. Μεγάλωσε μέσα σε άνετο, μα και αυστηρό, οικογενειακό περιβάλλον ευυπόληπτων πολιτών της μεσαίας τάξης  και ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Δουλειά, γάμος, παιδιά. Ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τα τρίπτυχα της ευτυχίας, της επιτυχίας και της ευημερίας, οι σωστοί σκοποί της ζωής. Στο σχολείο τού έκαναν μπούλινγκ, στο στρατό καψώνια. Ήταν ευαίσθητο παιδί, μα τα άντεξε και τα υπέμεινε όλα με αγόγγυστη αξιοπρέπεια.

Του άρεσαν οι τέχνες και τα γράμματα, τα βιβλία και οι ταινίες. Η φαντασία του υπήρξε το καταφύγιό του απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα. Σπούδασε φιλόλογος στο πανεπιστήμιο, έκανε και μεταπτυχιακό στην αρχαία φιλοσοφία. Ήταν άριστος στο αντικείμενό του και μετά από διαγωνισμό διορίστηκε  ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Αγαπούσε την εργασία του και τους μαθητές του, αλλά με τους συναδέλφους του ήταν δύσκολος και απόμακρος, είχε μόνο τα τυπικά και τα απαραίτητα, μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια. Βλέπεις, από παιδί δεν έκανε εύκολα φιλίες και παρέες. Ήταν κλειστός χαρακτήρας, μοναχικός και εσωστρεφής. Ζούσε πιο πολύ μέσα στον κόσμο του.

Η ερωτική του ζωή ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Στα νιάτα του, τότε που δεν το είχε πει ακόμα στον εαυτό του, κάποιες δοκιμές στους οίκους ανοχής της πόλης είχαν στεφτεί με απόλυτη αποτυχία.  Δεν τον τραβούσαν οι γυναίκες, όσο κι αν προσπάθησε,  μόνο τα αγόρια και οι νεαροί άντρες, αυτή ήταν η φυσική του κλίση, η έμφυτη ροπή του, μα ήταν δειλός και φοβισμένος, δεν εκδηλωνόταν. Ειδικά, με τους μαθητές του, κρατούσε πάντα ασφαλείς αποστάσεις, δεν ήθελε να εκτεθεί. Ήδη πολλοί καλοθελητές ψιθύριζαν λόγια πίσω από την πλάτη του. Κι εκείνος έκανε πως δεν άκουγε. Μα κατά βάθος ντρεπόταν πολύ. Γινόταν ξεφτίλα στον εαυτό του.

Μεγαλώνοντας, ο πόθος του έκαιγε τα σωθικά και το μυαλό του, τον τρέλαινε, μα οι γονείς και τα αδέρφια τού έλεγαν ότι πρέπει να παντρευτεί, να βρει μια καλή κοπέλα και να φτιάξει τη δική του φαμίλια, να συνεχίσει τη γενιά τους. Έστω και για ξεκάρφωμα, για τα μάτια του κόσμου. Είχε ήδη περάσει τα σαράντα, τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν. Μια ολόκληρη ζωή προχωρούσε σκυφτός και κρυμμένος, σχεδόν έρποντας. Ντρεπόταν κι έφτυνε το πρόσωπό του στον καθρέφτη.

Ώσπου έγινε το ατύχημα. Δεν έφταιγε εκείνος, απλά δεν άντεχε άλλο, ως εκεί μπόρεσε, πλέον ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω με έναν μαθητή του, για πρώτη και τελευταία φορά. Ξέσπασε μέγα σκάνδαλο και τα καλά νέα διαδόθηκαν γρήγορα, λίγο πριν κάνει έναν αρραβώνα βιτρίνας. Μαθεύτηκε παντού, στο σπίτι, στο σχολείο, στους   συγγενείς, τους γνωστούς και τους γείτονες. Εγώ το είχα υποψιαστεί, είπαν κάποιοι κακοπροαίρετα. Και δεν του φαινόταν, απαντούσαν οι άλλοι με απορία. Ξεφτιλίστηκε εντελώς, μα πιο πολύ τον πείραξε που το παιδί αυτοκτόνησε. Αυτό τον τσάκισε. Σκέφτηκε να βάλει κι εκείνος τέλος στον ασήμαντο βίο του, μα δεν βρήκε το θάρρος. Ήταν αναγκασμένος με κάποιο τρόπο να συνεχίσει να ζει, να παρατείνει την αξιοθρήνητη ύπαρξή του.

Τουλάχιστον, απέφυγε τα μπλεξίματα με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Πλέον όμως, τον βασάνιζαν οι τύψεις και οι ενοχές. Και τα υποτιμητικά βλέμματα των συνανθρώπων του. Άλλοι τον έβλεπαν σαν σκουπίδι, άλλοι σαν τέρας της φύσης, έπρεπε να διαλέξει. Έχασε τον ύπνο του, μα δεν ήθελε να μπλέξει με φάρμακα και χημείες. Δήλωσε παραίτηση από τη δουλειά και έφυγε απ’ το σπίτι των γονιών του. Έκοψε επαφή με όλο το προηγούμενο παρελθόν του και κατάντησε άστεγος στο δρόμο. Οικειοθελώς.

Έτσι, άρχισε μια δεύτερη ζωή, διάγοντας λιτό βίο, περνώντας με τα ελάχιστα, τη φροντίδα των κοινωνικών υπηρεσιών του δήμου και την καλοσύνη των ξένων. Δίχως υποχρεώσεις, έγνοιες, σκοτούρες, φιλοδοξίες και μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. Απολάμβανε μόνο το παρόν, ζούσε στο εδώ και τώρα. Αγάπησε ξανά τον εαυτό του, τον δικαιολόγησε και τον συγχώρησε. Έτσι κι αλλιώς, είχε κάνει ότι καλύτερο μπορούσε.

Και ως εκ θαύματος απόκτησε στενούς φίλος, έναν άνθρωπο κι έναν γάτο, τον καφετζή και τον μπόμπο. Δεν είχε κανένα παράπονο πια, δεν ένιωθε μόνος και άχρηστος, υπήρχε ξανά κάποιος σκοπός. Έβλεπε ξανά τη ζωή όμορφη και ωραία, απολάμβανε το κάθε ξημέρωμά της, δέκα χρόνια τώρα, γυρίζοντας κι αυτός σαν ένας αδέσποτος κοπρίτης. Ένας σκύλος του δρόμου.

Μα δεν έκοψε τη συνήθειά του να διαβάζει. Κάθε τόσο δανειζόταν βιβλία από την δημοτική βιβλιοθήκη. Πλέον, είχε μπόλικο χρόνο για πέταμα. Έγραφε και ο ίδιος, σύντομες ιστορίες και μικρά πεζά, κυρίως αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, δίχως ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις, απλά για να περνάει ευχάριστα την ώρα του, αλλά και να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, ψάχνοντας τον εαυτό του με ειλικρίνεια και θάρρος. Καμιά φορά, όποτε είχε όρεξη, διάβαζε τα κείμενά του στον καφετζή, τον μοναδικό του ακροατή και κριτικό. Του άρεσαν, κάποια ήταν πολύ καλά, του είχε πει, αν και δεν ήταν ειδικός.

Όμως, δεν σκεφτόταν να τα μαζέψει και να τα βγάλει σε βιβλίο, για να γίνει γνωστός ως συγγραφέας, δεν τον ένοιαζε. Βέβαια, δεν είχε και τα χρήματα που ζητούσαν οι εκδοτικοί οίκοι, αυτοί δεν αστειεύονταν, έπαιρναν κεφάλια, ζητούσαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους.. Κρίμα, γιατί το βραβείο νόμπελ θα το είχε στο τσεπάκι του, μα τώρα τα γραπτά του είναι μόνο για φίλους. Τέτοια μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του, τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Το σκεφτόταν καμιά φορά και γελούσε μόνος του με τον εαυτό του κι έφτιαχνε το κέφι του. Όμως, ήταν σίγουρος. Κάποτε, στο μακρινό μέλλον, θα τον ανακαλύψουν και θα τον δοξάσουν, γιατί απλά είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Τέτοια έπαρση κουβαλούσε, μα δεν ενοχλούσε κανέναν.

Μέχρι που αρρώστησε, έπαθε καρκίνο, όπως κι ο γάτος του, μαζί, σχεδόν, την ίδια περίοδο, διπλό το κακό και το θανατικό, χάλασαν τα πνευμόνια του, διαγνώστηκε σε προχωρημένο στάδιο, παρόλο που δεν είχε βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του. Δεν έπαιρνε καμία θεραπεία, ήταν μια πολύ σπάνια περίπτωση για μη καπνιστή, είχε σταθεί άτυχος, είπαν οι ειδικοί. Στα πενήντα έξι του χρόνια.

Το δέχτηκε στωικά, με ψυχραιμία και απάθεια, ήταν η μοίρα του, κάποτε θα ερχόταν το τέλος, όλοι περαστικοί είμαστε, εφήμεροι, σκέφτηκε. Από καιρό πριν είχε συμβιβαστεί με την ιδέα, μετρώντας ανάποδα τον χρόνο που του απομένει. Σχεδόν αδιάφορα, ξεχνώντας το γεγονός. Και ελπίζοντας στο διπλό θαύμα. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή είναι απρόβλεπτη, κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο ή τι θα συναντήσει στρίβοντας στην επόμενη γωνία.

Μα ο αγώνας ακόμα παίζεται, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, πάνω στο τραπέζι, υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία. Όχι βέβαια για τη νίκη ή έστω την ισοπαλία, η ήττα είναι βέβαιη. Μα για μια ή πολλές παρατάσεις, για λίγη ακόμα πίστωση χρόνου, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου και το χλωμό του φεγγαριού. Με αξιοπρέπεια.


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Ο ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ

Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι βαριά άρρωστος, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος έχει γίνει μια σταλιά, γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα. Είμαι ξαπλωμένος δίπλα του και τον παρατηρώ, καμιά φορά του χαϊδεύω απαλά το κεφαλάκι και τη ράχη, προσπαθώντας κάπως να τον ανακουφίσω. Τότε ακούω ένα ανεπαίσθητο γουργουρητό που δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Είμαστε δυο λυπημένα αδέσποτα του δρόμου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Κάθε μέρα που περνά λιώνει όλο και περισσότερο, στο τέλος θα εξαϋλωθεί και θα γίνει χρυσόσκονη. Τουλάχιστον, δεν πονάει, έτσι φαίνεται, είναι ήρεμος, την περισσότερη ώρα σε λήθαργο. Πριν από λίγες μέρες, ήταν κάπως καλύτερα, έδειξε να συνέρχεται, μα για λίγες ώρες μόνο, την επόμενη ξανάπεσε του θανατά. Κι όμως, είναι γερός οργανισμός, μαχητής, δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα, γαντζωμένος από τη ζωή. Σηκώνεται, πέφτει και ξανά όρθιος. Είμαι αισιόδοξος, στο τέλος θα τα καταφέρει. Κι ας λέει η κτηνίατρος τα δικά της.

Μπορεί να έχω τις στεναχώριες με τον γάτο μου, μα όταν διάβασα το κηδειόχαρτο στην κολώνα, μού ήρθε ταμπλάς και κόλπος μαζί, μου ‘φυγε το κεφάλι. Δεν το περίμενα, νέος άνθρωπος, στα πενήντα, λίγο μικρότερός μου, και γυμναστής, αθλητικός τύπος. Η τελετή θα γινόταν στις τέσσερις το μεσημέρι στην ενορία μας. Αγγάρεψα τον καφετζή να μάθει λεπτομέρειες. Ως πρώην μπάτσος είναι το γραφείο πληροφοριών μου, ο προσωπικός μου ρουφιάνος και χαφιές, δεν έχει πρόβλημα, του αρέσει ο ρόλος που του φορτώνω γιατί με αγαπά. Από ανακοπή καρδιάς, ήρεμα στον ύπνο του, είπανε, είχε καλό θάνατο, με διαβεβαίωσε. Όμως, κρίμα για την οικογένειά του, τη χήρα και τα δύο ορφανά. Και για τους γονείς του, γέροι άνθρωποι, φαρμακώθηκαν. Είχα χρόνια να τον δω και να τον θυμηθώ, από τότε που παραιτήθηκα από τη δουλειά και πέταξα το σαρκίο μου στους πέντε δρόμους. Μα κι αυτός δεν με αναζήτησε, δεν με έψαξε, δεν πέρασε ούτε μια φορά από μπροστά μου να δει τι κάνω, πώς την βγάζω, πώς περνάω. Με ξέχασε τελείως. Ποιος ξέρει, παραπονιέμαι μα δεν τον κατηγορώ. Θα είχε τους λόγους του. Πάντως, ήταν καλό παιδί. Και με τον τρόπο του, με είχε βοηθήσει τότε.

Ήμασταν συνάδελφοι στο λύκειο, ο μόνος που ξεχώριζα από όλο τον συρφετό εκεί μέσα κι έκανα λίγη παρέα, κυρίως στα διαλλείματα, μπαίναμε πάντα μαζί στην επίβλεψη του προαυλίου απ’ τους ζωηρούς και ατίθασους μαθητές μας. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, νομίζω, κι αυτός με συμπαθούσε, καμιά φορά πηγαίναμε και για καφέ, όποτε ευκαιρούσε, γιατί είχε και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, προπονούσε και μια εφηβική ομάδα μπάσκετ, απ’ την άλλη κι εγώ είχα τα απογευματινά ιδιαίτερα, τρέχαμε και δεν φτάναμε, να τα προλάβουμε όλα, δεν είχαμε ελεύθερο χρόνο, κυνηγούσαμε ασμένως την επιτυχία, τη φήμη και τα λεφτά, τότε που ήμασταν νεότεροι και πιο δραστήριοι, γιατί έτσι έπρεπε, να πιάσουμε τη ζωή από τα κέρατα, να τα καταφέρουμε. Άντε, να παντρευτείς κι εσύ να τακτοποιηθείς, να δέσεις τον γάιδαρό σου, κι εγώ κουμπάρος, μην το καθυστερείς, μου ‘λεγε καμιά φορά γελώντας για να με πειράξει. Δεν τον παρεξηγούσα, δεν ήταν αδιάκριτος, ενδιαφερόταν πραγματικά, νοιαζόταν για μένα, να μην μείνω στο ράφι. Περνάνε τα χρόνια, τρέχουν σαν το νερό, συμπλήρωνε θυμόσοφα την κουβέντα μας, μέχρι που χτυπούσε το κουδούνι κι έπρεπε να επιστρέψουμε στα μαθήματά μας, στο καθήκον μας, ο καθένας στο πόστο του.

Πήγα στην κηδεία μόνος, ο καφετζής, γνήσιο τέκνο του σατανά, αρνήθηκε να με συνοδεύσει, είχε και τη δουλειά του, βέβαια, δεν είχε κάποιον για να αφήσει στο πόδι του, ούτε μπορούσε να το κλείσει το ρημάδι, οι πελάτες, αν και οι περισσότεροι φιλαράκια του, θα δυσανασχετούσαν και θα τον σκυλόβριζαν, και με το δίκιο τους. Έφτασα στην εκκλησία κάπως αργοπορημένος. Ήταν φίσκα, γεμάτη κόσμο, από το προαύλιο. Τα πρόσωπα σοβαρά και σκυθρωπά, αγέλαστα, κάποιοι καπνίζαν. Ο εκλιπών ήταν σε όλους πολύ αγαπητός, έξω καρδιά, πάντα με την καλή κουβέντα στο στόμα και το χαμόγελο στα χείλη. Διέκρινα και κάποιες θλιμμένες φάτσες παλαιών συναδέλφων, μα δεν τους έδωσα σημασία, έκανα ότι δεν τους πρόσεξα. Ούτε κι εκείνοι έδειξαν να συγκινούνται από την παρουσία μου, ίσως και να μην με αναγνώρισαν ή νομίζοντας ότι τα έχω τινάξει, ένα φάντασμα περιφερόταν ανάμεσά τους. Κάποια χαμένα βλέμματα ήρθαν κατά πάνω μου, μα φευγαλέα, δεν στάθηκαν, την επόμενη στιγμή με προσπέρασαν. Τον διευθυντή μας δεν τον πήρε πουθενά το μάτι μου. Θα έχει γεράσει πια, θα είναι τώρα κι αυτός ένας συνταξιούχος και απόμαχος της ζωής.

Μπαίνοντας μέσα, τα λιβάνια μου πήραν τη μύτη, κλονίστηκα, κόντεψα να σωριαστώ χάμω. Ο παπάς έλεγε τα δικά του, ο ψάλτης κρατούσε το ίσο με τα κυρ ελέησον και τα ρέστα. Με μικρά αβέβαια βήματα, σπρώχνοντας τους μπροστινούς μου, πλησίασα το φέρετρο. Δίπλα του στεκόταν μαυροντυμένη η γυναίκα του, νέα και όμορφη, μέσα στην αξιοπρεπή της θλίψη, και τα δύο του παιδιά, το αγόρι και το κορίτσι, γύρω στα είκοσι, είχαν κι αυτά μεγαλώσει.  Οι γονείς του τα γερόντια, τα αδέρφια του, τα ανίψια του, οι υπόλοιποι στενοί συγγενείς του, οι δικοί του άνθρωποι θα βρίσκονταν χαμένοι, καταρρακωμένοι και σκορπισμένοι μέσα στο πλήθος. Δεν τους ήξερα, δεν τους αναγνώριζα, δεν με ενδιέφεραν. Μονάχα εκείνος, ξαπλωμένος ανάμεσα στα άνθη, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά, χαμογελούσε. Ακόμα και πεθαμένος ήταν όμορφος και πρέπει πράγματι να είχε έναν ευτυχισμένο θάνατο, βλέποντας στον ύπνο του κάποιο ευχάριστο όνειρο, ίσως ερωτικού περιεχομένου, ποιος ξέρει, προχωρώντας ασυναίσθητα σε μια τελευταία ονείρωξη. Μέχρι που έπεσαν ξαφνικά οι τίτλοι τέλους και η οθόνη μαύρισε εντελώς. Ασπάστηκα ευλαβικά το παγωμένο του κούτελο  και τράβηξα για την έξοδο. Δεν είχα διάθεση να χαιρετήσω κανέναν. Είχα έρθει μόνο για κείνον, σπάζοντας την μοναξιά μου και τις συνήθειές μου. Μπαίνοντας ξανά, έστω και λίγο, μέσα στους ανθρώπους. Μέσα στη θλιβερή βουή του κόσμου.

Την μέρα που έγινε το περιστατικό με τον μαθητή μου, ο γυμναστής κάτι πρέπει να κατάλαβε και προσπάθησε να με προφυλάξει. Ήταν στο προαύλιο, με είδε από μακριά και μου φώναξε να πάω κοντά του, μα εγώ τον αγνόησα, ακολουθώντας το παιδί στις τουαλέτες. Δεν μπορούσα να αντισταθώ, είχε θολώσει το μυαλό μου. Ίσως είχε δει τον διευθυντή, υποψιασμένο και κάπως προκατειλημμένο με την πάρτη μου να με παρακολουθεί απ’ το παράθυρο του γραφείο του με το άγρυπνο βλέμμα του και αμέσως μετά να με παίρνει στο κατόπι. Ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, εκείνος που έκανε την καταγγελία, μα λόγω θέσης και ευθύνης η γνώμη του ήταν βαρύνουσα για τις αρχές και καταπέλτης για μένα τον κατηγορούμενο. Δεν ήταν μόνο ο άμεσα προϊστάμενος μου, αλλά και θεολόγος και καλός χριστιανός και οικογενειάρχης, παλαιάς κοπής λυκειάρχης, αυστηρών αρχών και άμεμπτος ηθικά, διάγοντας βίο σύμφωνα με τα χρηστά ήθη της εποχής. Πάντως, ο γυμναστής ήταν ο μόνος απ’ τους συναδέλφους που όταν ξέσπασε το σκάνδαλο είπε έναν καλό λόγο για μένα, με δικαιολόγησε, μου ‘δωσε κάποια ελαφρυντικά, χωρίς να φοβηθεί το άγριο βλέμμα του λυκειάρχη και των υπόλοιπων καθηγητών. Έστω και άτυπα, στις μεταξύ τους συζητήσεις. Μα ακόμα και να περνούσα από πειθαρχικό συμβούλιο ή από δίκη, για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου, θα ερχόταν να με υπερασπιστεί, μου είχε υποσχεθεί, ρισκάροντας πολλά. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, του το οφείλω. Αν και τελικά δεν χρειάστηκε.

Ξαφνικά με έπιασε πανικός, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ζαλίστηκα. Δεν μπορούσα να ανοίξω διάδρομο, ούτε να βρω την έξοδο. Λίγο πριν βγω από την εκκλησία δεν άντεξα άλλο, τα γόνατά μου λύγισαν, έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμησα. Έφταιγε ο μεγάλος συνωστισμός, η αποπνικτική ατμόσφαιρα, η συγκίνηση των στιγμών. Επιπλέον, εκείνη τη μέρα από τη στεναχώρια μου είχα ξεχάσει να βάλω τη μάσκα και να κάνω εισπνοές, τα σακατεμένα πνευμόνια μου ήταν εντελώς άδεια. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν στο καφενείο του φίλου μου και τον έβλεπα απέναντί μου να μου χαμογελά. Δεν κατάλαβα πώς με κουβάλησαν μέχρι εκεί. Δίπλα μου ο φαρμακοποιός μού είχε φορέσει τη μάσκα και έπαιρνα βαθιές σωτήριες ανάσες φρέσκου οξυγόνου. Ευτυχώς που δεν με φόρτωσαν σε κάνα ασθενοφόρο να τρέχω και να ταλαιπωρούμαι τσάμπα και βερεσέ στα επείγοντα του νοσοκομείου, να μπλέξω με μικρόβια, γιατρούς και νοσοκόμους. Φτηνά την είχα γλυτώσει.

Δεν έκανα τίποτα στο παιδί, δεν το πείραξα. Έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν είναι κακός με τη θέλησή του. Ήταν όμορφο, ένας δεκαεφτάχρονος ξανθός λυγερόκορμος ευαίσθητος και καλοσυνάτος άγγελος, που είχε όλο το μέλλον μπροστά του. Καλός και αγαθός. Όταν τέλειωσε το μάθημα εκείνης της ώρας και σχολάσαμε, με πλησίασε στην έδρα και μου χαμογέλασε. Πρώτη φορά έβρισκε το θάρρος να μου μιλήσει κατ’ ιδίαν, τον είχα όμως προσέξει, ξεχώριζε μέσα στην τάξη, ήταν καλός και επιμελής μαθητής κι έδειχνε ενδιαφέρον για τα φιλολογικά μαθήματα, του έβαζα υψηλούς βαθμούς. Η αίθουσα είχε αδειάσει, μα εκείνος δεν βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του, να φάει και να ξεκουραστεί. Είχε κάποιες απορίες απ’ το μάθημα, μου είπε. Εξαρχής απαίτησα ενικό, όπως κουβέντιαζαν και οι παλιοί μας πρόγονοι, ανεξαρτήτως θέσης, κύρους και ηλικίας. Ο σεβασμός και η ευγένεια έχει χίλιους άλλους τρόπους για να εκφραστεί με ειλικρίνεια, πέρα απ’ τον πληθυντικό της κολακείας, της υποκρισίας και της δουλοπρέπειας. Εντάξει, μου είπε, κύριε, χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Προηγουμένως τους μιλούσα για την δίκη και την απολογία του αρχαίου φιλοσόφου απέναντι στους συμπολίτες του, που έμοιαζε σαν αυτοκτονία, σαν να επιζητούσε την θανατική του καταδίκη. Ο νεαρός είχε μαζέψει και μόνος του, εξωσχολικά, κάποιες πληροφορίες για το ζήτημα. Κάποιοι γράφουν ότι ήταν και λίγο ψώνιο, μου είπε δειλά. Χαμογέλασα. Ίσως να ένιωθε ανώτερος από τους άλλους, με ειδική θεϊκή αποστολή, παρ’ όλο που τους δούλευε, τους προκαλούσε και τους ειρωνευόταν αγρίως, μα δεν πρέπει να πίστευε σε θεούς και δαίμονες, την πλάκα του έκανε, σίγουρα παίζει ρόλο και η υστεροφημία, θα την επεδίωκε, μα πιο πολύ ήταν ένας κουρασμένος γέροντας που ήθελε να φύγει από τη ζωή, πιστεύω. Έτσι απάντησα στον φιλομαθή νέο και αισθάνθηκα πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό μου.

Ο μικρός μου μαθητής με κοίταξε σκεπτικός και διστακτικός, δεν ξέρω αν τον έπεισαν τα λεγόμενά μου, ήταν και κάπως μπερδεμένα, όπως και το σωκρατικό πρόβλημα για τους μελετητές, κανένας δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Μπορεί κι εγώ να ήμουν ένας αρκετά διαβασμένος και καταρτισμένος φιλόλογος, μα δεν είχα όλες τις απαντήσεις στο τσεπάκι μου, έτσι κι αλλιώς δεν γνωρίζαμε πολλά για τον αρχαίο κόσμο, αμφίβολες υποθέσεις και εικασίες κάναμε, μα τα παιδιά ζητούσαν βεβαιότητες και αλήθειες, τουλάχιστον εκείνα που ενδιαφέρονταν να μάθουν, και άντε να τις βρεις και να τους τις δώσεις. Πρέπει να ήμαστε πάντα με τον μοναχικό και τον αδύναμο, όχι με τα κοπάδια των πολλών, οι κοινωνίες με τις εξαιρέσεις προχωράνε μπροστά και προοδεύουν, συμπλήρωσα και συμφώνησε, λάμποντας το πρόσωπό του σαν ήλιος φωτεινός και τα γαλάζια του καθαρά μάτια αστραποβολώντας ειλικρίνεια και αθωότητα. Με θαύμαζε, ήταν φανερό, αυτό το εξαίσιο πλάσμα, το τέλειο δημιούργημα της φύσης. Εμένα, μια ασχημόφατσα, έναν κοντοπίθαρο αυτιάγκουρα, έναν μπόμπο.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί και αμήχανοι. Κύριε, κάποιοι λένε ότι του άρεσαν τα αγόρια, είχε νεαρούς φίλους και ερωτικές σχέσεις με τους μαθητές του, ψέλλισε μετά από λίγο, με φανερή ντροπή γιατί αμέσως έγινε κατακόκκινος σαν παντζάρι. Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα να πάει προς τα κει η κουβέντα μας. Είχαμε πλησιάσει επικίνδυνα κοντά, ένιωθα την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου και μύριζα το όμορφο άρωμά του. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και την αυτοκυριαρχία μου, μα δεν τα κατάφερα. Έτσι λένε, αγόρι μου, είχε κι αυτός τις αδυναμίες του, απάντησα τρέμοντας και ασυναίσθητα του χάιδεψα το χέρι. Ηλεκτρίστηκα. Μια ταραχή φούντωσε μέσα στο στήθος μου, μια τρικυμία, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και ακανόνιστα, ήταν έτοιμη να σπάσει. Μα και το παιδί πρέπει να αναστατώθηκε, μπορεί και να τρόμαξε, το άγγιγμά μου δεν ήτανε καθόλου αθώο, ανατρίχιασε, ντράπηκε, μάζεψε τα πράγματά του, είπε ένα βιαστικό ευχαριστώ, κύριε, μου ψιθύρισε ένα γεια σας και βγήκε βιαστικά από την αίθουσα. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτηκε για μένα.

Κεριά και λιβάνια, γαμώ τη μούρλια και την ψυχοπάθεια που με διακρίνει. Δεν έχασα καθόλου χρόνο, τον πήρα από πίσω. Μέχρι τότε ήμουν εγκρατής, ο βίος μου υπήρξε σοβαρός και μετρημένος, καθόλα άμεμπτος, δηλαδή καταπιεσμένος. Δεν είχα δώσει ποτέ δικαίωμα, δεν ενόχλησα ποτέ κανέναν, μα και πάλι οι κακές γλώσσες σχολίαζαν. Όμως, αυτή τη φορά είχα χάσει τελείως τον έλεγχο. Το παιδί δεν πήγε προς την έξοδο του σχολείου, αλλά στο προαύλιο κατεβαίνοντας τις σκάλες. Γύρισε το κεφάλι του και είδε πως τον ακολουθούσα. Μπήκε στις τουαλέτες, από πίσω του κι εγώ, στην ίδια, κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Δεν είπαμε κουβέντα, δεν βγάλαμε άχνα. Αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε, ακούγονταν μόνο οι βαριές μας ανάσες. Έλιωνα, δεν είχα ξανανιώσει τέτοια απόλαυση, τόση ηδονή, αγκαλιάζοντας πρώτη φορά ένα αγόρι. Ευτυχώς, δεν τόλμησα να ξεκουμπωθώ και να κατεβάσω το παντελόνι, ούτε κι εκείνο. Ή δεν πρόλαβα, αφού ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μας έπιασε στα πράσα. Ήταν ο διευθυντής του σχολείου, άγρυπνος φρουρός του πνεύματος και της ηθικής. Τώρα την γαμήσαμε, σκέφτηκα. 

Ο λυκειάρχης δεν θέλησε να με καλύψει, να με επιπλήξει έστω για πρώτη φορά που έδινα δικαίωμα. Ήταν αυστηρός, μα επιπλέον για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν με χώνευε, μάλλον δεν του άρεσε η φάτσα μου. Στο σχολείο ξέσπασε μέγα σκάνδαλο, έσκασε μπόμπα μεγατόνων. Αμέσως, τέθηκα σε διαθεσιμότητα και διατάχθηκε σε βάρος μου ένορκη διοικητική εξέταση.  Ενημέρωσε αμέσως και τον πατέρα του παιδιού κι εκείνος, ως δικαστικός καριέρας, έγινε πυρ και μανία, έξω φρενών, κι ήθελε να με κρεμάσει ανάποδα, να μου υποβάλει μήνυση, μα ο γιος του με κάλυπτε. Δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας, του είπε, συμπτωματικά βρεθήκαμε στις τουαλέτες, κατά λάθος, ο διευθυντής δεν πρόσεξε καλά και άλλα παρόμοια. ‘Όσο και να τον πίεζε, ήταν ανένδοτος, μέχρι και στον εισαγγελέα ανηλίκων τον έσυρε με τη βία για να καταθέσει εναντίον, μα δεν κατάφερε τίποτα. Με προσήγαγαν και μένα, νυχτιάτικα, με συνοπτικές διαδικασίες, μα δεν έβγαλα άχνα. Μας έφεραν και σε αντιπαράθεση, παρουσία των δικαστικών και αστυνομικών αρχών. Ο μαθητής δεν άντεξε, έπεσε στην αγκαλιά μου και ξέσπασε σε κλάματα. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω, να μην ανησυχεί, ότι όλα θα πάνε καλά. Ο πατέρας του τον σκυλόβρισε, τον τράβηξε από πάνω μου κι έφυγαν για το σπίτι τους.

Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να ειπώθηκε μεταξύ τους, πόσο πολύ να τον ζόρισε, μα την άλλη μέρα το πρωί το παιδί βρέθηκε κρεμασμένο στο μπάνιο από τον θερμοσίφωνα με μια σφιγμένη ζωστήρα γύρω απ’ το λεμό του και γουρλωμένα τα όμορφα γαλανά του μάτια. Είχε αφήσει και σημείωμα που με απάλλασσε από κάθε κατηγορία. Ο κύριος καθηγητής είναι αθώος, δεν με πείραξε, δεν μου έκανε τίποτα, ήταν καλός απέναντί μου και δεν μπορώ να πω ψέματα. Πλέον, δεν μπορούσε να με δικάσει κανείς και για τίποτα, μόνο ο εαυτός μου. Αμέσως όταν έμαθα για την αυτοκτονία του αγοριού δήλωσα παραίτηση και έφυγα απ’ το σπίτι, θέλησα να κρυφτώ από όλους. Έτσι κι αλλιώς, και οι δικοί μου άνθρωποι, γονείς, αδέρφια, συγγενείς, από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν απέναντί μου, ήταν εναντίον μου, με καταδίκασαν χωρίς δίκη γιατί κηλίδωσα δήθεν το όνομα της οικογένειας και τους ντρόπιασα. Γιατί ήμουν ένας παιδεραστής και πούστης, ένας κίναιδος, που τόσα χρόνια κρυβόμουν, μα πλέον είχα εκδηλώσει τις ανώμαλες σεξουαλικές μου ροπές και τάσεις. Δεν μπορούσαν να το αντέξουν, τους ξεφτίλισα, είπαν. Γι’ αυτό κι εγώ τους έστειλα όλους στο διάολο και ησύχασα. Όμως, δείλιασα, φοβήθηκα, δεν μπόρεσα να δώσω τέλος στην άδεια και ασήμαντη ζωούλα μου. Πλέον, δεν  είχα να χάσω τίποτα το σπουδαίο. Με καταδίωκαν οι τύψεις και οι ερινύες, περνούσα μεγάλο μαρτύριο.

Πλέον, ένιωθα καλύτερα. Σε λίγο θα σουρούπωνε. Ο καφετζής έβαλε δυο τσίπουρα να πιούμε και να παρηγορηθούμε, έφερε και μεζέ να στυλωθώ γιατί όλη μέρα το στομάχι μου ήταν άδειο. Για το καλό κατευόδιο του φίλου σου, κύριε καθηγητά, είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Καλή αντάμωση, όμορφε, ευχήθηκα χωρίς να το πιστεύω ειλικρινά, κατεβάζοντας το φάρμακο μονοκοπανιά. Τότε ξαφνικά έφαγα φλασιά. Κοίταξα προς τη γωνιά μου, το καλάθι του γάτου μου ήταν άδειο, ο μπόμπος έλειπε. Ρώτησα με αγωνία τον καφετζή που είναι κι εκείνος μου χαμογέλασε πονηρά. Σήμερα το μεσημέρι ήταν καλύτερα, είχε όρεξη, του έβαλα και έφαγε, σαν να αναστήθηκε, και πήγε να πάρει τη βόλτα του. Μην ανησυχείς, κάπου τριγύρω θα είναι, θα επιστρέψει, κατέληξε. Ηρέμησα και χάρηκα, μπήκε η καρδιά μου στη θέση της. Να και κάτι καλό από τη σημερινή μέρα, ο γάτος μου είναι εφτάψυχος, σκέφτηκα. Όχι όπως ο γυμναστής, που πήγε μια κι έξω.

 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Η ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΥ (ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΦΑΓΕΙΟ)

Όπου και να γύριζε μέσα στην πόλη η τσίκνα του είχε πάρει τη μύτη μέχρι λιποθυμίας. Απ’ το πρωί, όλοι είχαν βγάλει σχάρες με κάρβουνα στο δρόμο και ψήνανε, κυρίως χοιρινά σουβλάκια, πιο σπάνια χωριάτικα λουκάνικα και κάνα μπιφτέκι της κακιάς ώρας. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία των χασάπηδων. Σήμερα θα ξεπούλαγαν ότι σάπιο κρέας τους είχε ξεμείνει. Είναι πατροπαράδοτο έθιμο, λένε, και πρέπει να τηρείται ευλαβικά. Ο καιρός ήταν καλός, η μέρα ηλιόλουστη, ευνοούσε την περίσταση. Ακούγονταν μουσικές, έπιναν κρασιά και μπύρες, υπήρχε μπόλικο κέφι στην ατμόσφαιρα. Ο κόσμος γλεντούσε στους δρόμους και τις πλατείες.

Πέρασε και μπροστά από κάποια κρεοπωλεία, τους ηθικούς αυτουργούς. Η ζήτηση ήταν  μεγάλη. Δουλεύανε πυρετωδώς, κάθε μέρα, μέχρι αργά το βράδυ. Κάνανε παραλαβές από τα σφαγεία,  κρεμούσαν τα ψοφίμια στα τσιγκέλια, γέμιζαν τα ψυγεία τους. Οι ποδιές και τα χέρια τους ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Μάλιστα, ορισμένοι προετοιμάζονταν από τώρα για το μεγάλο πάσχα της χριστιανοσύνης, την ανάσταση των ψυχών και των σωμάτων. Οι τιμές είχαν πάρει τον ανήφορο,  μα δεν είχαν παράπονο, οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Ευτυχώς, ο κοσμάκης δεν πολυπιστεύει στην εκκλησία, ακόμη και τις μέρες της αυστηρής νηστείας τρώει κρέας, δεν το στερείται, λέγανε και τρίβανε με ικανοποίηση τα χέρια τους. Κι ας πηγαίνει μετά να προσκυνάει τις εικόνες και να κοινωνάει σώμα και αίμα κυρίου. Έτερον εκάτερον.  

Περιφερόταν εδώ κι εκεί δίχως αιτία και σκοπό κι ένιωθε σαν κακομοίρης, εκτός κλίματος. Περνούσε μεγάλη δοκιμασία, μα έπρεπε να αντισταθεί στους πειρασμούς, να δείξει τη δύναμη του χαρακτήρα του, ότι μπορεί να πάει κόντρα σε συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής, στα ήθη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Να αντέξει. Όπως κατάφερε να κόψει και το κάπνισμα, που του φαινόταν πιο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Και τη ζάχαρη απ’ τον καφέ, και τα γλυκά, και να περιορίσει το αλκοόλ. Πάντα για κάποιο σοβαρό λόγο υγείας και ανωτέρας βίας, βέβαια, ποτέ οικιοθελώς. Του τα λέγανε οι γιατροί κι αυτός τα πίστευε, μόνο εκείνοι ήξεραν το καλό του. Όλα τα όμορφα της ζωής βλάπτουν, αυτό ήταν το τελικό συμπέρασμα. Δεν γαμιέται, όσο μεγαλώνουμε, πρέπει να τα λιγοστεύουμε, έλεγε στον εαυτό του και προσπαθούσε να τον πείσει. Και να βάζουμε λίγη άσκηση στη ζωή μας, καθημερινά, μια ήπια γυμναστική του κορμιού που θα ωφελεί και το πνεύμα, λίγο περπάτημα, έστω, που καθαρίζει και τη σκέψη. Καλά του τα λέγανε οι ειδικοί. Μεγάλωνε κι έπρεπε να αλλάξει τρόπο ζωής. Για το καλό του.

Μαζί με όλα τα άλλα, εδώ κι έξι μήνες είχε αποφασίσει να γίνει χορτοφάγος, να κόψει μαχαίρι την κρεοφαγία, κυρίως τα χοιρινά,  και τηρούσε ευλαβικά τον όρκο  που είχε δώσει στον εαυτό του. Τη μέρα της μεγάλης μεταστροφής είχε δει τυχαία στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για τους γήινους, την εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση των ζώων, που τον συγκλόνισε, σφίχτηκε το στομάχι του, αρρώστησε, έχασε τον ύπνο του, έκανε μέρες να συνέλθει. Δεν περίμενε ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, ότι θα τον πείραζε τόσο πολύ. Το σοκ ήταν τρομερό, είχε βάλει τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Τα βασανιστήρια που έκαναν στα αθώα πλάσματα ήταν ασύλληπτα, απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού και στέρησης, ο πόνος τεράστιος, η ακινησία και ο συνωστισμός, τα θλιμμένα μάτια των αθώων κοιτούσαν τις κρυφές κάμερες των ακτιβιστών, μάταια ζητούσαν κάποια βοήθεια, ο γρήγορος θάνατος ήταν η μοναδική τους σωτηρία, περιμένοντας στη σειρά μέσα στο σφαγείο. Και κάποια από αυτά έχουν υψηλή νοημοσύνη, καταλαβαίνουν, τα γουρούνια, κυρίως. Πλέον, γνωρίζει την κατάσταση, δεν έχει καμία δικαιολογία και δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος και αδιάφορος μπροστά σε αυτή την κτηνωδία. Κατά καιρούς ξαναβλέπει το ντοκιμαντέρ στο ίντερνετ, για να μην ξεχνά, να αποτυπωθούν στο κεφάλι του οι εικόνες του αίσχους και της ντροπής. Κάθε φορά σφίγγεται το στομάχι του και δεν μπορεί να κρατηθεί, ξεσπάει σε κλάματα. Δεν μπορεί να το παρακολούθησε μόνο εκείνος, σκέφτηκε, και άλλοι θα γνωρίζουν, κι όμως μπορούν και τρώνε ακόμη κρέας, πάντως όχι δίχως τύψεις και ένοχη συνείδηση. Με σφιγμένο στομάχι.

Εκείνο το πρωινό περπάτησε πολύ, γύρισε όλη την πόλη, κουράστηκε, πείνασε, του άνοιξε η όρεξη. Το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι, έβαλε στο πιάτο του μακαρόνια με κέτσαπ, έκοψε και μια σαλάτα και κάθισε να φάει. Για παρέα, άνοιξε την τηλεόραση, κάτι να ακούγεται. Είχε ειδήσεις. Τον τελευταίο καιρό είχαν ξεσπάσει αρκετοί πόλεμοι και συγκρούσεις σε όλο τον πλανήτη με πολλά αθώα θύματα, αμάχους, γυναίκες και παιδιά. Επιπλέον, τρομοκρατικές οργανώσεις έβαζαν βόμβες στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, σε ψηλά κτίρια και υπόγεια μετρό, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, αλλά και αιχμαλώτους που υπόβαλλαν σε φριχτά βασανιστήρια, στο όνομα της πατρίδας και της θρησκείας. Κάπου αλλού, άντρες αφέντες έσφαζαν στο γόνατο γυναίκες και παιδιά για την τιμή και την υπόληψη της οικογένειας. Όλοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Έτσι κι αλλιώς, πάντα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Οι ειδήσεις έλεγαν και άλλα νέα, πολλά και διάφορα, μα εκείνος πλέον τα είχε ξανακούσει κι έτρωγε αμέριμνος τα μακαρόνια του. Όλα είναι μια συνήθεια, σκέφτηκε. Μα ο δημοσιογράφος φαινόταν στεναχωρημένος και αρκετά προβληματισμένος από τα δυσάρεστα γεγονότα, γροθιά στο στομάχι του φιλοθεάμονος κοινού. Πλέον, όλος ο κόσμος έχει καταντήσει ένα μεγάλο σφαγείο, σχολίασε στο τέλος με νόημα. Κάνε μόκο, ρε ηθικολόγε της κακιάς ώρας. Πάντα έτσι ήταν και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Δίχως πολλούς πιστούς, νηστευτές και προσκυνητές. Με τα καθάρματα να κάνουν κουμάντο και τους πολλούς να λουφάζουν τρομαγμένοι στο λαγούμι. Μόνο μαμ, κακά και νάνι. Και κανείς να μην νοιάζεται. Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, παλιομαλάκα.