
Τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο.
Η συνάντησή μας ήταν καθαρή γκαντεμιά. Τουλάχιστον για μένα. Για να τον αποφύγω
σκέφτηκα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο και να αλλάξω κατεύθυνση πίσω
ολοταχώς. Δυστυχώς ήταν πλέον αργά. Είχε προλάβει να με δει και να με
αναγνωρίσει παρότι είχαμε να ιδωθούμε καμιά δεκαετία. Δεν τον πήρα είδηση παρά
μόνο στα πέντε βήματα απόσταση. Δεν φταίω. Τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα μα
εκείνος είχε αλλάξει πολύ. Φοβερή μεταμόρφωση. Δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω.
Τρόμαξα να καταλάβω ποιος είναι. Δεν έμοιαζε με τον ευτραφή μπουλούκο που ήξερα
κάποτε. Τον είδα σε άσχημη κατάσταση. Ήταν κάτισχνος. Είχε αδυνατίσει πολύ κι
είχε χάσει το χρώμα του. Είχε ρέψει. Είχε γίνει ωχρός και κατακίτρινος σαν
μούμια. Περπατούσε σκυφτός και με δυσκολία. Σχεδόν έσερνε τα πόδια του. Το
βλέμμα του σκοτεινό και θολό. Φαινόταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Αμέσως σκέφτηκα
πως μάλλον ήταν βαριά άρρωστος και δεν είχε πολύ ζωή μπροστά του. Ότι κονόμησε κάνα
βαρβάτο καρκίνος που τον τσάκισε. Τον λυπήθηκα. Διαφορετικά δεν θα σταμάταγα να
του μιλήσω. Το πολύ αν μου μιλούσε πρώτος εκείνος να τον έβριζα και να τον
έστελνα στο διάολο. Από παλιά του τα είχα
μαζεμένα.
Μόλις βρεθήκαμε σε απόσταση
αναπνοής μ’ έπιασε απ’ το μανίκι. Μάλλον φοβήθηκε πως θα τον προσπερνούσα
αδιάφορα και θα του ξέφευγα. Σταμάτησα και τον κοίταξα κατάματα. Χαμήλωσε το
βλέμμα του. Μου ‘δωσε δειλά το χέρι του προσπαθώντας να χαμογελάσει. Τον
χαιρέτησα χλιαρά τυπικά και ανόρεκτα. Τον ρώτησα τι κάνει και πώς είναι. Σκατά
μου απάντησε κοφτά και μονολεκτικά. Αν θέλεις πάμε για έναν καφέ να τα πούμε.
Αν έχεις χρόνο και δεν βιάζεσαι. Έχουμε καιρό να βρεθούμε. Δεν του αρνήθηκα και
είχα σκοπό να μην του αναφέρω τίποτα από τα παλιά και δυσάρεστα. Πιο πολύ είχα την
περιέργεια να μάθω τι του συμβαίνει. Να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου. Αν μάντεψα
σωστά. Δεν ήθελα να τον αδικήσω. Είχαμε περάσει και ωραίες στιγμές μαζί. Είχε
και καλά στοιχεία πάνω του. Δεν ήταν και τελείως κάθαρμα. Τουλάχιστον τότε που
κάναμε παρέα. Τότε που ήμασταν νέοι γεμάτοι όνειρα φιλοδοξίες και ελπίδες. Μετά
τα πράγματα στράβωσαν. Δεν ήρθαν όπως τα σχεδιάζαμε και τα περιμέναμε. Σκοντάψαμε
και πέσαμε χωρίς να σηκωθούμε ξανά. Κάπου σκαλώσαμε και μας πήρε η κάτω βόλτα. Και
πιο πολύ εμένα. Αυτός βρήκε μια άκρη. Κάτι έκανε. Κάπως βόλεψε την έρμη την ζωούλα
του.
Η σχέση μας δεν ήταν
λυκοφιλία αλλά ούτε υπήρξαμε και ποτέ κολλητοί. Πάντως γνωριζόμασταν από παιδιά.
Πηγαίναμε μαζί σχολείο και παίζαμε στην ίδια γειτονιά. Μια πόρτα ήταν τα σπίτια
μας. Αυτός σπούδασε οικονομικά κι εγώ τίποτα. Κάποια στιγμή έδωσε εξετάσεις για
το δημόσιο και πέτυχε. Διορίστηκε σε κάποιο υπουργείο μα δεν θυμάμαι σε ποιο. Απ’
την άλλη δεν ήταν άνθρωπος του έρωτα και του σεξ παρά ένας καθαρόαιμος
βολεψάκιας των εκάστοτε συνθηκών. Βασικά μπούλης και μαμάκιας. Ένας μαλθακός
μπουχέσας περιωπής. Δεν ξέρω βέβαια αν είχε κάποια δεύτερη κρυφή ζωή. Πώς την
έβγαζε με το βασικό πρόβλημα του αρσενικού είδους. Υποθέτω χειρονακτικά χωρίς
να παίρνω και όρκο. Πάντως κάποια στιγμή έπρεπε να παντρευτεί. Κόντευε τα
σαράντα και είχε φτάσει και η δική του η σειρά. Τον πίεζαν οι δικοί του. Ήταν
το μοναχοπαίδι και ο κανακάρης τους και η μόνη τους ελπίδα να δουν εγγονάκια που
θα συνέχιζαν την ένδοξη γενιά τους. Που θα διαιώνιζαν το τιμημένο όνομα των
προγόνων τους. Και φυσικά δεν μπορούσε να τους φέρει αντίρρηση. Τους φοβόταν
και ήθελε να τα ‘χει καλά μαζί τους. Ειδικά τον πατέρα του. Τον είχαν βέβαια
καλομαθημένο. Δεν του έλειψε ποτέ τίποτα. Έτσι γνώρισε μια πολύ όμορφη κοπέλα
που ήταν αρκετά χρόνια μικρότερή του. Τι του βρήκε μόνο αυτή ήξερε. Πάντως ο
γαμπρός έβγαζε καλά λεφτά και δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις στο
κρεβάτι. Ήταν μεγάλο κελεπούρι στην υπόθεση που λέγεται αρραβώνας στεφάνωμα και
αποκατάσταση της κάθε γυναίκας που σέβεται τον εαυτό της.
Εκείνο τον καιρό που τα
φτιάξανε δεν κάναμε πολλή παρέα. Είχαν αραιώσει οι επαφές μας και βρισκόμασταν αραιά
και πού στη χάση και στη φέξη. Πιο πολύ απ’ το τηλέφωνο τα λέγαμε. Ειδικά όταν
είχα καμιά ανάγκη από δανεικά κι αγύριστα. Σε περιόδους που έχανα την δουλειά
μου και για κάμποσους μήνες έμενα άνεργος. Δεν είχα παράπονο. Ο φίλος μου με
είχε πάμπολλες φορές ξελασπώσει με μικροποσά που δεν μου τα ζήτησε ποτέ πίσω. Πάντως
με κάλεσε στο γάμο του. Έβαλα ένα καθαρό πουκάμισο κι ένα σακάκι και πήγα. Δώρο
δεν του πήρα. Με είχε πετύχει πάλι σε άγριες αφραγκίες και αναδουλειές. Ταπί
και ψύχραιμο. Μόνο τους ευχήθηκα ότι επιθυμούν. Να ζήσουν και να ευτυχήσουν με
πολλούς απογόνους. Κουμπάρος του ήταν ένας φίλος του ταριχευτής άγριων ζώων που
δεν τον ήξερα πιο πριν. Για την περίσταση του χάρισε έναν όμορφο βαλσαμωμένο αετό
με ανοιγμένα φτερά και γυάλινα βλοσυρά μάτια που σε κοίταγε και κατουριόσουν
απ’ την τρομάρα σου γιατί ήταν έτοιμος
να πετάξει και να ορμήσει κατά πάνω σου. Να χιμήξει και να σε κατασπαράξει στο
πιτς φιτίλι. Σωστό καλλιτέχνημα. Πρέπει να ήταν καλός και έμπειρος μάστορας.
Εργαζόταν σε μουσείο φυσικής ιστορίας αλλά είχε και δικό του εργαστήριο. Συστηθήκαμε
μα δεν τον πολυσυμπάθησα. Από την πρώτη στιγμή δεν μου γέμισε το μάτι. Μου
φάνηκε κλειστός μονόχνοτος και περίεργος τύπος. Απ’ ότι άκουσα ήταν ανύπαντρος
και ζούσε μόνος του. Ούτε έμαθα πώς γνωρίστηκε με τον παλιό μου φίλο και
συμμαθητή. Για μένα η σχέση τους παρέμεινε άλυτο μυστήριο.
Μετά τον γάμο τον έβλεπα στο
σπίτι του σε κάνα γιορτάσι. Με καλούσε και συνήθως πήγαινα. Του έκανα επίσκεψη.
Αν δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Παρόλο που βαριόμουνα αφάνταστα.
Μαζευόντουσαν διάφοροι χλιμίτζουρες και παρατρεχάμενοι που δεν τους έκανα καθόλου
κέφι γιατί λέγανε χαζομάρες και ηλιθιότητες. Με κοινοτοπίες περνιόντουσαν για
σπουδαίοι και σημαντικοί. Ήταν γνωστοί και φίλοι μα και συνάδελφοί του με τις
γυναίκες και τις φιλενάδες τους. Ήταν όλοι τους ευκατάστατοι με δικές τους
δουλειές και παχυλούς μισθούς. Μιλούσαν για την πολιτική και την οικονομία και
άλλα ανούσια πράγματα. Εγώ σπάνια έλεγα την γνώμη μου. Πάντα η σιωπή είναι
χρυσός. Καθόμουν στην γωνιά μου σαν τον φτωχό συγγενή έπινα και τους παρατηρούσα.
Είχαν και την πλάκα τους. Βέβαια ερχόταν και ο κουμπάρος. Πρώτος και καλύτερος.
Μάλιστα ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός με την οικοδέσποινα. Τον είχα πετύχει να
ανταλλάσσουν κάτι περίεργες ματιές και χαμόγελα μα δεν με ένοιαζε ούτε έδινα
ιδιαίτερη σημασία. Αυτά γίνονται και στις καλύτερες οικογένειες. Πάντως ο φίλος
μου ήταν μέσα στην τρελή χαρά και δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν πίσω απ’ την
πλάτη του. Όλα του πήγαιναν πρίμα. Και στο υπουργείο μόλις είχε πάρει προαγωγή.
Τώρα μόνο ένα παιδί έλειπε για να συμπληρωθεί το παζλ της ευτυχίας του. Άντε
και καλούς απογόνους του εύχονταν όλοι και σκουντιόντουσαν με νόημα. Τότε το
βλέμμα του κάπως σκοτείνιαζε. Κι αυτό θα γίνει τους έλεγε γελώντας. Όλα με την
σειρά τους. Δεν μας πήραν δα και τα χρόνια. Μικροί ήμαστε ακόμα. Τέτοια
ξεστόμιζε μα από μέσα του τον έτρωγε το σαράκι. Η γυναίκα του χαμογελούσε
αμήχανα και δεν ήξερε τι να πει. Ο σύζυγος και αφέντης της είχε πάντα τον πρώτο
και τον τελευταίο λόγο.
Τα πράγματα στράβωσαν όταν η
χώρα μπήκε σε άγρια οικονομική κρίση και άλλες πολιτικές περιπέτειες. Υπήρχε
μια γενική δυσαρέσκεια στην παρέα και μπόλικες ακεφιές. Τέρμα οι πλακίτσες τα
γέλια και τα χάχανα. Κοπήκανε μαχαίρι τα μπόνους από τα χρυσά αγόρια και
μειώθηκαν οι μισθοί τους. Κάποιες επιχειρήσεις τους βαρέσανε κανόνι και κήρυξαν
πτώχευση. Όλοι τους είχαν ανοιχτεί με δάνεια και χλιδάτη ζωή. Τώρα τα ψέματα
είχαν τελειώσει κι έπρεπε να μαζευτούν. Τους φταίγανε οι ξένοι και οι
μετανάστες που τους έπαιρναν τάχα μου τις δουλειές. Και οι ξενόδουλοι και
προδότες που κυβερνούσαν τον τόπο. Έχυναν χολή και φαρμάκι. Άφριζαν απ’ το κακό
τους και ζητούσαν εκδίκηση για το κατάντημα της χώρας. Ξαφνικά όλοι τους είχαν
γίνει εθνικιστές και υπερπατριώτες. Ακροδεξιοί και φασισταριά της κακιάς ώρας. Είχαν
πέσει οι μάσκες και είχαν αποκαλυφθεί τα πραγματικά τους πρόσωπα. Το φίδι είχε
βγει από τα αυγό του και το κλίμα δεν με σήκωνε πια εκεί μέσα. Το σπίτι του
φίλου μου είχε καταντήσει σφηκοφωλιά. Και ξαφνικά εκείνο το τρομαγμένο
ανθρωπάκι είχε αποκτήσει ριζοσπαστική ιδεολογική σκέψη και συνείδηση. Μέσα σε
μια νύχτα ο λουκουμάς είχε γίνει χρυσαυγίτης και μάλιστα με ενεργό ρόλο και
συμμετοχή στην οργάνωση. Φώναζε και διατυμπανούσε πως έπρεπε να πάρουν εκείνοι
τον νόμο στα χέρια τους για να έρθει επιτέλους η κάθαρση. Να λάμψει η
δικαιοσύνη και η αλήθεια. Να φάει ψωμάκι ο κοσμάκης. Να δει μια άσπρη μέρα. Απ’
ότι κατάλαβα τον είχε στρατολογήσει ο κουμπάρος του. Προσπάθησαν να προσηλυτίσουν
και μένα. Επιτέλους θα αποκτούσα κι εγώ έναν μεγάλο σκοπό. Ένα ιδανικό για να
αγωνιστώ κι αν χρειαζόταν να θυσιάσω και την ζωή μου. Να γίνω ήρωας για το
έθνος και την πατρίδα μου. Δεν θα ένιωθα πλέον ασήμαντος και έρμαιο των
συνθηκών. Θα μου έβρισκαν και δουλειά. Έτσι μου υποσχέθηκε. Αρκεί να πήγαινα
μαζί τους στις πορείες διαμαρτυρίας στις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων και τις
ομιλίες του αρχηγού τους. Είχε αγριέψει και μιλούσε με φλογερό πάθος. Δεν μπορούσα
να τον ακούω άλλο. Με είχε πιάσει σκοτοδίνη. Ζαλίστηκα και πήγα να πέσω χάμω. Τα
νεύρα μου είχαν τσιτώσει επικίνδυνα και φοβήθηκα μην πάθω καμιά συμφόρηση.
Σταμάτα του είπα. Άσε τις μαλακίες. Αυτά πέστα σε άλλους. Τσακωθήκαμε άγρια.
Τον έβρισα και σηκώθηκα κι έφυγα για να μην του ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Τα
έκανε πάνω του. Χλόμιασε και ζάρωσε. Μπροστά στον καυγά ήταν και ο φίλος του ο
κουμπάρος και ταριχευτής μα δεν μίλησε. Δεν έβγαλε άχνα. Τσιμουδιά.
Μα όλα αυτά ανήκαν πλέον στο
παρελθόν. Ήταν μακρινά και λησμονημένα. Δεν ήθελα να τα θυμάμαι. Η κρίση της
χώρας είχε κάπως ξεπεραστεί και τα μεγάλα δηλητηριώδη φίδια βρίσκονταν στη φυλακή.
Τα μικρότερα και πιο θρασύδειλα είχαν λουφάξει τρομαγμένα στο λαγούμι τους και
το ‘χαν βουλώσει. Τώρα μετά από τόσα χρόνια καθόμουν με τον παλιό μου φίλο και
συμμαθητή σε μια καφετέρια και μου ‘λεγε τον πόνο του για να ξαλαφρώσει. Τον άκουγα
με προσοχή θέλοντας να συνδέσω και πάλι το νήμα της παλιάς μας γνωριμίας. Να
μάθω από πρώτο χέρι για τα χαμένα επεισόδια της ζωής του. Τουλάχιστον πίστευα
ότι θα μου ‘λεγε την αλήθεια. Ποιο ήταν το πρόβλημα που αντιμετώπιζε και τον
είχε φέρει σ’ αυτό το χάλι. Εγώ απ’ την προσωπική μου ζωή δεν είχα σκοπό να του
εξομολογηθώ κάτι. Είχα αλλάξει πολύ από τότε. Είχα γίνει αγνώριστος. Άλλος
άνθρωπος. Μάλλον πιο αυθεντικός και αληθινός. Πιο κοντά στον πραγματικό μου
εαυτό. Και να του ‘λεγα δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Είχε τα δικά του που τον
έκαιγαν και τον έλιωναν. Ήθελα να
μου πει και πώς τα πήγαινε στη δουλειά του. Σίγουρα θα είχε πάρει και άλλη
προαγωγή. Μπορεί να είχε γίνει διευθυντής ή ακόμα και γενικός γραμματέας του
υπουργείου. Να μου θυμίσει και σε ποιο είναι. Και αν ασχολείται ακόμα με τις
παλιές πολιτικές βλακείες. Αν είχε ξεκόψει απ’ τον κουμπάρο τους ναζίδες και τ’
άλλα φασισταριά ή ήταν ακόμα οργανωμένος. Αυτός πρέπει να κοιτάει μόνο το
επάγγελμα και την οικογένειά του. Τι δουλειά έχει με όλους αυτούς τους αλήτες.
Να μάθω και κείνη τι κάνει. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Και αν έκαναν παιδιά και
διάφορα άλλα. Είχα πολλά πράγματα να τον ρωτήσω.
Μου τα είπε όλα νε το νι και
με το σίγμα. Τελικά με την γυναίκα του δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά. Ούτε έψαξε
να βρουν τον λόγο και ποιος φταίει. Δεν το κυνήγησε. Περνούσε καλά μαζί της αν
και εκείνη κάποια στιγμή άρχισε να του κάνει νερά. Δεν ξέρει. Μπορεί και να τον
είχε βαρεθεί. Μέχρι που του έκανε την λαδιά και πήγε με άλλον. Έβλεπε τον
εραστή της όταν εκείνος ήταν στη δουλειά. Κάποιες φορές τον έφερνε και στο
σπίτι. Τελευταία η κυρία είχε τελείως αποθρασυνθεί και είχε γίνει απρόσεχτη.
Δεν έπαιρνε καν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Μα υπάρχει θεός που βλέπει και
τιμωρεί. Αγαπάει τον κλέφτη όμως και τον νοικοκύρη. Τους είδε τυχαία στο δρόμο
ο κουμπάρος του. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους και του το
σφύριξε. Μια μέρα γύρισε νωρίτερα απ’ τη δουλειά και τους έπιασε στα πράσα
γυμνούς πάνω στο κρεβάτι. Κι όμως την συγχώρεσε. Δεν ήθελε να την χάσει. Όμως
εκείνη πρέπει να συνέχισε να τον βλέπει και μετά το περιστατικό. Μέχρι που πριν
από δυο μήνες τον παράτησε στα κρύα του λουτρού δίχως καμία προειδοποίηση.
Έφυγε απ’ το σπίτι και δεν ξέρει πια αν ζει ή αν πέθανε. Εξαφανίστηκε. Χάθηκε
από προσώπου γης. Τότε έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Έψαξαν παντού. Μάταιος
κόπος. Δεν βρέθηκε πουθενά. Ούτε κι ο νεαρός εραστής της. Από τότε πήρε την
κάτω βόλτα. Στεναχωρήθηκε πολύ. Σταμάτησε να τρώει κι άρχισε να πίνει. Δεν είχε
όρεξη για τίποτα. Κι απ’ τη δουλειά του κατάφερε και πήρε αναρρωτική άδεια για
ψυχολογικούς λόγους. Πήγε και σε γιατρούς που του γράψανε ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά
φάρμακα για την περίπτωσή του όμως δεν τα πήρε.
Δεν ήταν λοιπόν η
παλιαρρώστια που τον βασάνιζε και τον ταλαιπωρούσε. Που του έτρωγε τα σπλάχνα
και τα σωθικά. Είχα κάνει λάθος εκτίμηση μα και πάλι τον λυπήθηκα. Δεν ήξερα
ότι με τα χρόνια είχε γίνει τόσο ευαίσθητος. Είχε χάσει και τους δικούς του.
Πρέπει να ένιωθε αφόρητη μοναξιά. Προσπάθησα να του δώσω κουράγιο. Του είπα να
μην απελπίζεται. Ίσως κάποια μέρα εκείνη να γυρίσει μετανιωμένη στην αγκαλιά
του. Τότε αυτός και πάλι θα την συγχωρέσει και θα ζήσουν ευτυχισμένοι όπως
πριν. Θα μπορούσαν να υιοθετήσουν κι ένα παιδί. Είχαν την οικονομική άνεση. Τέτοια
του ‘λεγα όμως εκείνος παρέμενε απαρηγόρητος. Μετά από τόσο καιρό κι ακόμα δεν
μπορούσε να το χωνέψει ότι είχε χάσει την γυναίκα του οριστικά. Να το πάρει
απόφαση. Όσο για τον κουμπάρο του τον ταριχευτή τω άγριων ζώων τον έβλεπε τακτικά.
Ήταν πραγματικός του φίλος κι αδερφός. Του συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή.
Αν δεν είχε και κείνον στο πλάι του θα είχε τρελαθεί τελείως. Πλέον είχαν πάψει
να ασχολούνται με τα πολιτικά. Το είχαν σκυλομετανιώσει. Παραλίγο να μπούνε κι
αυτοί φυλακή τότε. Στο τσακ την γλυτώσανε. Κι εκείνος παραλίγο να χάσει την
θέση του στο υπουργείο. Είχε ρισκάρει πολλά. Για κάμποσο καιρό τον είχανε βάλει
στη μαύρη λίστα για απόλυση. Μέχρι που επέστρεψε στην κυβερνητική παράταξη. Είχε
τα μέσα και τις γνωριμίες. Τον δέχτηκαν πίσω με ανοιχτές αγκάλες κι έτσι έσωσε
το τομάρι του.
Μετά πήγαμε για φαγητό.
Πεινούσα σαν λύκος. Εκείνος δεν άγγιξε το πιάτο του. Να τρως γιατί έχεις γίνει
σαν μούμια του είπα για να σπάσω λίγο τον πάγο μα δεν γέλασε. Μου
δικαιολογήθηκε πως δεν πήγαινε μπουκιά κάτω. Και που να δεις άλλους. Είναι πολύ
χειρότερα συμπλήρωσε μα δεν κατάλαβα ποιους εννοούσε. Στο τέλος προσφέρθηκε να
πληρώσει εκείνος τον λογαριασμό. Ευτυχώς γιατί δεν είχα φράγκο στην τσέπη μου.
Μόνο μου ζήτησε μια χάρη. Απόψε να έρθει να κοιμηθεί στο σπίτι μου. Δεν μπορεί πλέον
να κοιμάται στο δικό του. Αύριο θα πήγαινε να μείνει στον κουμπάρο του για ένα
διάστημα και θα μου άδειαζε την γωνιά. Δεν είχα πρόβλημα να τον φιλοξενήσω.
Όλοι οι καλοί χωράνε στην υπόγα μου του είπα γελώντας. Θυμήθηκα κατά καιρούς
πόσους φίλους και γνωστούς είχα φιλοξενήσει ακόμα και με κομμένο το ηλεκτρικό.
Δεν είναι λίγο να έχεις μια τρύπα δικιά σου και να μην μπορεί κανένας κερατάς
να σε πετάξει έξω. Ακόμη κι αν δεν έχεις να πληρώσεις ούτε τα κοινόχρηστα. Η
διαχείριση της πολυκατοικίας θα δείξει κατανόηση. Στην τελική ας με χώσουν και στη
μπουζού. Κι εκεί καλά θα περνάω. Θα έχω και παρέα. Όχι πως δεν εκτιμώ την
ελευθερία μου. Μα δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα δικά σου. Ούτε συνέχεια να
βγαίνεις στην γύρα για να βρεις κάνα γνωστό και να τον γδάρεις. Πρέπει να ‘χεις
και λίγη τσίπα πάνω σου. Λίγη αξιοπρέπεια. Έστω κι αν είσαι ένα χαμένο κορμί.
Δεν είχε ξανάρθει όμως του
άρεσε. Βρήκε τη φωλίτσα μου μικρή αλλά ζεστή και τακτοποιημένη. Του πρότεινα να
κοιμηθεί στο κρεβάτι μου για πιο άνετα μα αρνήθηκε. Δεν ήθελε να με ξεβολέψει.
Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα είπε και για πρώτη φορά έσκασε ένα δειλό
χαμόγελο. Τελικά τον έβαλα στον καναπέ που χρησιμεύει για έκτακτες και
εξαιρετικές περιστάσεις. Τον άνοιξα κι έβγαλα από κάτω μαξιλάρια και κουβέρτες
για να του στρώσω. Του ευχήθηκα να βολευτεί και καλό ύπνο. Νανάκια και όνειρα
γλυκά. Με καληνύχτισε κι έσβησα τα φώτα. Πρέπει να είχε πολλές μέρες άυπνος.
Έπεσε ξερός κι αμέσως άρχισε να ροχαλίζει. Μετά από λίγο άρχισε το παραμιλητό. Έλα
μάμμη κοντά μου. Ο γιος σου είμαι. Μούγκριζε και σαν αρκούδα. Ήταν πολύ
ενοχλητικό. Τσαντίστηκα. Νυχτιάτικα μου χάλασε την διάθεση. Μου ‘ρχόταν να τον
καρυδώσω και να του σπάσω το κεφάλι. Έμεινα άυπνος μέχρι τα χαράματα. Τότε μόνο
έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα είχε μεσημεριάσει για τα καλά κι ο
φίλος μου είχε φύγει. Δεν μου άφησε καν ένα σημείωμα με δυο λόγια ή το τηλέφωνό
του. Μόνο πάνω στο τραπέζι βρήκα κάμποσα χαρτονομίσματα θέλοντας μάλλον να
ξεπληρώσει την διαμονή του. Ας είναι καλά.
Ήταν χρήσιμα αφού για λίγο καιρό θα με ξελάσπωναν απ’ τις αψιλίες μου.
Από κείνη την μέρα δεν τον
ξανάδα μπροστά μου. Όμως μετά από λίγο καιρό βούιξε ο τόπος από τα κατορθώματά
του. Έγινε πρώτη είδηση στα κανάλια της
τηλεόρασης ενώ η φάτσα του μοστράριζε και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Ταράχτηκα. Δεν το περίμενα. Μου ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μπούκαρε η αστυνομία
στο σπίτι του και βρήκε τη γυναίκα του ξαπλωμένη στο κρεβάτι πλάι στον
βαλσαμωμένο αετό. Ήταν από μήνες νεκρή και ταριχευμένη. Είχε γίνει καλή
δουλειά. Ήταν πολύ όμορφη. Ολοζώντανη. Και προπαντός αναλλοίωτη άθικτη και
αγέραστη. Έμοιαζε με την ωραία κοιμωμένη του παραμυθιού που περίμενε το φιλί
του πρίγκιπα για να ξυπνήσει ή ένα χάδι απ’ τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Είχε βίαιο
θάνατο από ασφυξία. Ο φίλος μου παραδέχτηκε ότι εκείνος την στραγγάλισε όταν
του ζήτησε να χωρίσουν και να πάρουν διαζύγιο. Δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ του
πέταξε κατάμουτρα. Τότε θόλωσε και την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Στο
ίντερνετ και σε κάποιες κουτσομπολίστικες φυλλάδες γράφτηκε ότι πάνω στην
αρωματισμένη μούμια βρέθηκαν διάφορα ξεραμένα υγρά και βλέννες άγνωστης προς το
παρόν προέλευσης αφήνοντας υπονοούμενα για την τέλεση ασελγών και ανόσιων
πράξεων. Οι υποψίες και οι έρευνες των αρχών στράφηκαν και στον κουμπάρο ως
συνεργό και βασικό ύποπτο της γυναικοκτονίας. Όμως για κείνον τίποτα τελικά δεν
κατάφερε να αποδειχτεί.