Αγαπητοί συμπολίτες,
εντιμότατοι δικαστές, κύριοι ένορκοι. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή
μου που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω δημόσια, μπροστά σε πολυπληθές
ακροατήριο, η αίθουσα είναι φίσκα και χαίρομαι γι’ αυτό, έστω και ως κατηγορούμενος
μιας άκρως ειδεχθούς πράξης, με τα δεδομένα της τρέχουσας μικροαστικής σας
ηθικής, βέβαια. Δεν έχω σκοπό να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, και μόνο απέναντί
σας, αφού δεν πιστεύω σε θεούς και δαίμονες και σε άλλες μεταφυσικές οντότητες,
σίγουρα αυτό επιβαρύνει τη θέση μου, εφόσον αμέσως με κατατάσσει στα ηθικώς
ανυπόληπτα άτομα. Γι’ αυτό και δεν δέχτηκα να συνεργαστώ με κανέναν δικηγόρο
που μου ορίσατε ως συνήγορο, ούτε και με μάρτυρες που θα έλεγαν ένα καλό λόγο
για μένα και θα προσπαθούσαν να σας επηρεάσουν ευμενώς απέναντί μου. Δηλαδή, ο
καλός μου ο καφετζής, ο οποίος ως ο μοναδικός και καλύτερός μου φίλος δεν
μπορεί να είναι αμερόληπτος, οπότε και οι κρίσεις του για το πρόσωπό μου δεν
έχουν την παραμικρή αξία. Ευτυχώς, συγγενείς, γνωστοί και φίλοι από το μακρινό
παρελθόν και την προηγούμενη ζωή μου δεν ήρθαν να με βοηθήσουν, σε αυτή την
τελευταία μάχη που δίνω, φοβήθηκαν μην εκτεθούν ανεπανόρθωτα στα μάτια των
συμπολιτών τους, όπως παλιότερα, γι’ αυτό και τους ευχαριστώ πολύ, δεν είχα
καμία όρεξη να αντικρίσω ξανά τις φάτσες τους. Είμαι λοιπόν μόνος μου απέναντί σε
όλους εσάς που με κοιτάτε περίεργα και τρομαγμένα, για να πω την προσωπική μου
αλήθεια. Μέχρι τώρα είχα παραμείνει σιωπηλός, δεν είπα κουβέντα, δεν μίλησα σε
κανέναν για το βράδυ του φόνου και πώς έγιναν τα γεγονότα. Θα μιλήσω για πρώτη
και τελευταία φορά και θέλω να με ακούσετε προσεχτικά.
Από την πρώτη στιγμή, μετά
τη δολοφονία του νεαρού, εγώ ο ίδιος ήρθα και παραδόθηκα στα όργανα της τάξης
και ομολόγησα ευθαρσώς. Αυτό μου το καταλογίσατε στα υπέρ μου, ενώ ότι ήμουν άστεγος
και αλήτης στα αρνητικά μου. Δεν μου αποδώσατε το ελαφρυντικού του πρότερου
βίου, παρ’ όλο που το ποινικό μου μητρώο είναι πεντακάθαρο. Ο ανακριτής έψαξε
και βρήκε τη μελανή στιγμή της ζωής μου, όταν πριν από δέκα χρόνια, μετά από
καταγγελία του διευθυντή και προϊσταμένου μου, είχα κατηγορηθεί για ασέλγεια
και προσβολή γενετήσιας πράξης σε βάρος ανηλίκου, και μάλιστα μαθητή μου στο
λύκειο που δίδασκα εκείνη την εποχή ως φιλόλογος. Ότι δεν πήγα σε δίκη τότε
οφείλεται στην αυτοκτονία του παιδιού και το σημείωμα που άφησε πίσω του. Ας
πούμε λοιπόν ότι απαλλάχτηκα λόγω αμφιβολιών. Όμως, εγώ ποτέ δεν συγχώρησα τον
εαυτό μου και αμέσως τον καταδίκασα σε εξοστρακισμό, μακριά από την κοινωνία
σας. Ζούσα πλέον σαν ένας σκύλος του δρόμου, παρέα με τα αδέσποτα και μοναδικό
φύλακα άγγελό μου έναν καφετζή, πρώην μπάτσο. Ήμουν πολύ τυχερός που τον γνώρισα
και που εκείνος με εκτίμησε και με δέχτηκε ως φίλο και αδερφό του. Του οφείλω
πολλά, σε κανέναν άλλον.
Αλλά ας έρθω στο προκείμενο,
στην συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία κατηγορούμε. Σκότωσα έναν άνθρωπο, αυτό
είναι πολύ δυσάρεστο, μα δεν το έχω μετανιώσει. Η ζωή του καθενός είναι ιερή
και απαραβίαστη, μα ως ένα σημείο, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το θύμα ήταν ένας
παρανοϊκός δραπέτης του φρενοκομείου που είχε βάλει σκοπό του να εξολοθρεύσει
όλες τις γάτες της πόλης, είχε θεϊκή εντολή, έλεγε. Το άκουσα ο ίδιος απ’ το
στόμα του, όταν τον πλησίασα και πιάσαμε κουβέντα. Μετακινιόταν συνέχεια και
άλλαζε περιοχές για να μην δίνει στόχο και τον πιάσουνε. Εκείνο το βράδυ ήρθε
στη γειτονιά μου. Τον περίμενα από μέρες και του την είχα στημένη. Στην αρχή
δεν κατάλαβα ότι είναι εκείνος, τον πέρασα για άλλο ένα πρεζόνι που μέσα στην
τρελή του τη χαρμάνα ψάχνει νυχτιάτικα λεφτά για τη δόση του. Μου ζήτησε. Πεινούσε,
είπε, είχε μέρες να φάει. Δεν το πίστεψα, μα του έδωσα κάτι ψηλά, καθίσαμε στο
παγκάκι και πιάσαμε την κουβέντα. Η πλατεία και ο δρόμος άδειος, δεν υπήρχε
ψυχή, όλοι κοιμόντουσαν στα σπίτια τους. Ήταν όμορφο αγόρι, γύρω στα είκοσι,
μου άρεσε. Του χάιδεψα απαλά τα δάχτυλα, πρέπει να κατάλαβε τις προθέσεις μου,
μα δεν αντέδρασε, ούτε είπε κάτι. Έμεινε απαθής και το βλέμμα του διερευνητικό μπροστά,
σαν να ψάχνει κάτι. Πήγα πιο κοντά και κόλλησα δίπλα του, με είχε ανάψει.
Πέρασα το χέρι μου στη μέση του και τον αγκάλιασα. Προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ
την περίσταση, όταν από μπροστά μας πέρασε ένας ρωμαλέος ασπρόμαυρος γάτος. Τον
αναγνώρισα, όμορφο και έξυπνο αρσενικό, που κάποτε είχε δώσει ομηρικούς καβγάδες
με τον δικό μου, γάτο τον μπόμπο. Όταν ο νεαρός τον είδε, πάνιασε, άλλαξε δέκα
χρώματα, βρικολάκιασε. Σαν ελατήριο πετάχτηκε όρθιος και προσπάθησε να τον
αρπάξει απ’ την ουρά, μα δεν πρόλαβε, ο γάτος αντέδρασε αστραπιαία, ένιωσε τον
κίνδυνο και το ‘βαλε στα πόδια. Τότε κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπος που έψαχνα
και αμέσως άλλαξα συμπεριφορά. Μα αμφιταλαντευόμουν αν θα έπρεπε να τον σκοτώσω
ή να τον παραδώσω στην αστυνομία. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα. Ήταν κρίμα τέτοια
ομορφιά να πάει χαμένη.
Ξανακάθισε φανερά εκνευρισμένος
στο παγκάκι δίπλα μου. Κρίμα, σου ξέφυγε, σχολίασα. Δεν πειράζει, μην
στεναχωριέσαι, θα πιάσεις άλλον. Περνάνε πολλοί από δω, ψάχνουν για φαγητό.
Ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε, γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, αναγνωρίζοντας
έναν σύμμαχο και συνοδοιπόρο στον σπουδαίο αγώνα του ενάντια στο κακό. Τους
κυνηγάς κι εσύ; ρώτησε με αγωνία και έξαψη. Καμιά φορά, έτσι, για να σπάσω
πλάκα, του είπα, προσπαθώντας να τον πιάσω φίλο, να με εμπιστευτεί και να μου
ανοίξει την καρδιά του. Και τους σκοτώνεις; Σίγουρα, δεν μου γλυτώνει κανείς,
του απάντησα. Τότε χαμογέλασε γεμάτος ευτυχία και μου εξήγησε την ειδική
αποστολή που του έχει αναθέσει ο θεός ο ίδιος, είχε ακούσει τη φωνή του, να τις
εξολοθρεύσει όλες, ως πηγή του κακού και της ηθικής διαφθοράς της πόλης. Γελούσε
παρανοϊκά μέσα στην άδεια νύχτα. Του είπα να κάνει πιο σιγά γιατί θα ξυπνήσει ο
κόσμος και θα φωνάξει την αστυνομία. Στο άκουσμα της λέξη χλόμιασε και
βουβάθηκε εντελώς, χέστηκε πάνω του. Τώρα μιλούσε πιο σιγά, σχεδόν ψιθυριστά.
Μου είπε και για το ίδρυμα, δεν ήθελε να τον ξανακλείσουν εκεί μέσα, είπε και
με αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους. Χρειαζόταν συμπαράσταση και βοήθεια. Τον
λυπήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω με την περίπτωσή του.
Μείναμε σιωπηλοί και
αμήχανοι για κάμποση ώρα. Τότε κάτι ένιωσα να τρίβεται στα πόδια μου και να με
χαϊδεύει μια ουρά. Πάνιασα ολόκληρος κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και
ακανόνιστα. Ήταν η Νταίζυ, η γκρίζα ερωμένη του μπόμπου, σύζυγός του σχεδόν,
συνομήλικοι, που αγαπιόντουσαν πολύ από μικρά, με εμπιστευόταν και ερχόταν
κοντά μου καμιά φορά για να την ταΐσω. Μα τούτη η ώρα ήταν τελείως ακατάλληλη,
κατάλαβα ότι κινδύνευε. Και το χειρότερο ήταν πως ήταν έγκυος, η κοιλιά της
τέρμα φουσκωμένη, έτοιμη να γεννήσει τρία ή τέσσερα γατσούλια, τόσα τα
υπολόγιζα, τα τελευταία παιδιά του γάτου μου, σκέφτηκα και ανατρίχιασα. Αμέσως,
την πήρε χαμπάρι κι εκείνος, άστραψαν τα μάτια του, ρίγησε ολόκληρος, του
κόπηκε η ανάσα και πριν προλάβω να αντιδράσω την βούτηξε απ’ τον σβέρκο και την
έφερε μπροστά στα πόδια του. Η κακόμοιρη η ψιψίνα ζάρωσε τρομαγμένη και έμεινε ακίνητη.
Τότε το παιδί έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μαχαίρι και το ‘φερε στο λαιμό της.
Από το στόμα του άρχισαν να βγαίνουν λόγια ακατάληπτα, δεν καταλάβαινα τι
έλεγε, κάτι σαν μαγικό ξόρκι και προσευχή για τον καθαρμό των ψυχών, πριν από
την τελετουργική θυσία. Βρισκόταν σε έκσταση, παραληρούσε. Είχα ξαφνιαστεί, τα
είχα χάσει εντελώς, μα γρήγορα συνήλθα, ανάκτησα την αυτοκυριαρχία μου και
χούφτωσα το σουγιά μου. Η αδρεναλίνη μου χτυπούσε κόκκινο και πλέον ήξερα τι έπρεπε
να κάνω, είχα πάρει την μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό
της Νταιζούλας από την μια άκρη στην άλλη, μα τον πρόλαβα, δεν μπορούσα να τον
αφήσω να σκοτώσει τόσες αθώες ψυχές. Του ‘κοψα τον δικό του λαιμό, απ’ την μια
άκρη στην άλλη. Δεν κατάλαβε τίποτα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το παιδί σωριάστηκε
χάμω, η γάτα απελευθερώθηκε απ’ τα χέρια του και άρχισε να τρέχει μακριά απ’
τους ανθρώπους. Γύρω του σχηματίστηκε μια μεγάλη λίμνη αίματος κι εκείνος βούλιαζε
στη μέση δίχως πνοή. Κρίμα, ήταν όμορφο αγόρι, μα τα μυαλά του χαλασμένα.
Έτσι έγιναν τα πράγματα
εκείνο το τραγικό βράδυ και θέλω να με πιστέψετε. Πλέον, δεν έχω κανέναν λόγο
να πω ψέματα, ούτε θέλω να αθωωθώ. Γνωρίζω την ενοχή μου και ότι πρέπει να
τιμωρηθώ. Δεν με νοιάζει η ποινή που θα μου επιβάλλετε, πλέον δεν έχει καμιά
σημασία, ούτε πρόκειται να εκτελεστεί. Το νιώθω, η ζωή μου τελειώνει, δεν έχω
άλλη πίστωση χρόνου, μα δεν στεναχωριέμαι, ούτε λυπάμαι που φεύγω, δεν χάνω
κάτι σημαντικό. Σε αυτόν τον κόσμο, φρενοκομείο, μπουρδέλο και σφαγείο συνάμα,
μόνο οι ηλίθιοι και οι αναίσθητοι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Εκτέλεσα το χρέος μου, ολοκλήρωσα τις υποχρεώσεις μου, έκανα ότι μπορούσα,
αποχωρώ με το κεφάλι ψηλά. Γεια σας και καλή αντάμωση.
Σε όλη τη διάρκεια της
απολογίας του, ο κατηγορούμενος μιλούσε με κομμένη την ανάσα, τα λόγια του
έβγαιναν δύσκολα απ’ το στόμα του, με διακοπές και μεγάλες σιωπές. Στο τέλος
σταμάτησε απότομα. Προσπάθησε να πάρει άλλη μια βαθιά εισπνοή, να πει άλλη μια
κουβέντα, μα δεν τα κατάφερε. Ο λαιμός του έφραξε, πρήστηκε, έγινε κατακόκκινος
από την προσπάθεια. Κατόπιν, σωριάστηκε λιπόθυμος στο πάτωμα μπροστά στα
έκπληκτα μάτια δικαστών, ενόρκων και θεατών. Δεν πρόλαβαν να βγάλουν απόφαση,
να τον καταδικάσουν. Μετά από λίγο, η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, πέθανε.
Είχε βίαιο θάνατο, έγραψε ο ιατροδικαστής στο πιστοποιητικό. Γενική πνευμονική
εμβολή, λόγω καρκίνου του πνεύμονα σε τελικό στάδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου