Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Η ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΥ (ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΦΑΓΕΙΟ)

Όπου και να γύριζε μέσα στην πόλη η τσίκνα του είχε πάρει τη μύτη μέχρι λιποθυμίας. Απ’ το πρωί, όλοι είχαν βγάλει σχάρες με κάρβουνα στο δρόμο και ψήνανε, κυρίως χοιρινά σουβλάκια, πιο σπάνια χωριάτικα λουκάνικα και κάνα μπιφτέκι της κακιάς ώρας. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία των χασάπηδων. Σήμερα θα ξεπούλαγαν ότι σάπιο κρέας τους είχε ξεμείνει. Είναι πατροπαράδοτο έθιμο, λένε, και πρέπει να τηρείται ευλαβικά. Ο καιρός ήταν καλός, η μέρα ηλιόλουστη, ευνοούσε την περίσταση. Ακούγονταν μουσικές, έπιναν κρασιά και μπύρες, υπήρχε μπόλικο κέφι στην ατμόσφαιρα. Ο κόσμος γλεντούσε στους δρόμους και τις πλατείες.

Πέρασε και μπροστά από κάποια κρεοπωλεία, τους ηθικούς αυτουργούς. Η ζήτηση ήταν  μεγάλη. Δουλεύανε πυρετωδώς, κάθε μέρα, μέχρι αργά το βράδυ. Κάνανε παραλαβές από τα σφαγεία,  κρεμούσαν τα ψοφίμια στα τσιγκέλια, γέμιζαν τα ψυγεία τους. Οι ποδιές και τα χέρια τους ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Μάλιστα, ορισμένοι προετοιμάζονταν από τώρα για το μεγάλο πάσχα της χριστιανοσύνης, την ανάσταση των ψυχών και των σωμάτων. Οι τιμές είχαν πάρει τον ανήφορο,  μα δεν είχαν παράπονο, οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Ευτυχώς, ο κοσμάκης δεν πολυπιστεύει στην εκκλησία, ακόμη και τις μέρες της αυστηρής νηστείας τρώει κρέας, δεν το στερείται, λέγανε και τρίβανε με ικανοποίηση τα χέρια τους. Κι ας πηγαίνει μετά να προσκυνάει τις εικόνες και να κοινωνάει σώμα και αίμα κυρίου. Έτερον εκάτερον.  

Περιφερόταν εδώ κι εκεί δίχως αιτία και σκοπό κι ένιωθε σαν κακομοίρης, εκτός κλίματος. Περνούσε μεγάλη δοκιμασία, μα έπρεπε να αντισταθεί στους πειρασμούς, να δείξει τη δύναμη του χαρακτήρα του, ότι μπορεί να πάει κόντρα σε συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής, στα ήθη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Να αντέξει. Όπως κατάφερε να κόψει και το κάπνισμα, που του φαινόταν πιο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Και τη ζάχαρη απ’ τον καφέ, και τα γλυκά, και να περιορίσει το αλκοόλ. Πάντα για κάποιο σοβαρό λόγο υγείας και ανωτέρας βίας, βέβαια, ποτέ οικιοθελώς. Του τα λέγανε οι γιατροί κι αυτός τα πίστευε, μόνο εκείνοι ήξεραν το καλό του. Όλα τα όμορφα της ζωής βλάπτουν, αυτό ήταν το τελικό συμπέρασμα. Δεν γαμιέται, όσο μεγαλώνουμε, πρέπει να τα λιγοστεύουμε, έλεγε στον εαυτό του και προσπαθούσε να τον πείσει. Και να βάζουμε λίγη άσκηση στη ζωή μας, καθημερινά, μια ήπια γυμναστική του κορμιού που θα ωφελεί και το πνεύμα, λίγο περπάτημα, έστω, που καθαρίζει και τη σκέψη. Καλά του τα λέγανε οι ειδικοί. Μεγάλωνε κι έπρεπε να αλλάξει τρόπο ζωής. Για το καλό του.

Μαζί με όλα τα άλλα, εδώ κι έξι μήνες είχε αποφασίσει να γίνει χορτοφάγος, να κόψει μαχαίρι την κρεοφαγία, κυρίως τα χοιρινά,  και τηρούσε ευλαβικά τον όρκο  που είχε δώσει στον εαυτό του. Τη μέρα της μεγάλης μεταστροφής είχε δει τυχαία στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για τους γήινους, την εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση των ζώων, που τον συγκλόνισε, σφίχτηκε το στομάχι του, αρρώστησε, έχασε τον ύπνο του, έκανε μέρες να συνέλθει. Δεν περίμενε ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, ότι θα τον πείραζε τόσο πολύ. Το σοκ ήταν τρομερό, είχε βάλει τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Τα βασανιστήρια που έκαναν στα αθώα πλάσματα ήταν ασύλληπτα, απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού και στέρησης, ο πόνος τεράστιος, η ακινησία και ο συνωστισμός, τα θλιμμένα μάτια των αθώων κοιτούσαν τις κρυφές κάμερες των ακτιβιστών, μάταια ζητούσαν κάποια βοήθεια, ο γρήγορος θάνατος ήταν η μοναδική τους σωτηρία, περιμένοντας στη σειρά μέσα στο σφαγείο. Και κάποια από αυτά έχουν υψηλή νοημοσύνη, καταλαβαίνουν, τα γουρούνια, κυρίως. Πλέον, γνωρίζει την κατάσταση, δεν έχει καμία δικαιολογία και δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος και αδιάφορος μπροστά σε αυτή την κτηνωδία. Κατά καιρούς ξαναβλέπει το ντοκιμαντέρ στο ίντερνετ, για να μην ξεχνά, να αποτυπωθούν στο κεφάλι του οι εικόνες του αίσχους και της ντροπής. Κάθε φορά σφίγγεται το στομάχι του και δεν μπορεί να κρατηθεί, ξεσπάει σε κλάματα. Δεν μπορεί να το παρακολούθησε μόνο εκείνος, σκέφτηκε, και άλλοι θα γνωρίζουν, κι όμως μπορούν και τρώνε ακόμη κρέας, πάντως όχι δίχως τύψεις και ένοχη συνείδηση. Με σφιγμένο στομάχι.

Εκείνο το πρωινό περπάτησε πολύ, γύρισε όλη την πόλη, κουράστηκε, πείνασε, του άνοιξε η όρεξη. Το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι, έβαλε στο πιάτο του μακαρόνια με κέτσαπ, έκοψε και μια σαλάτα και κάθισε να φάει. Για παρέα, άνοιξε την τηλεόραση, κάτι να ακούγεται. Είχε ειδήσεις. Τον τελευταίο καιρό είχαν ξεσπάσει αρκετοί πόλεμοι και συγκρούσεις σε όλο τον πλανήτη με πολλά αθώα θύματα, αμάχους, γυναίκες και παιδιά. Επιπλέον, τρομοκρατικές οργανώσεις έβαζαν βόμβες στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, σε ψηλά κτίρια και υπόγεια μετρό, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, αλλά και αιχμαλώτους που υπόβαλλαν σε φριχτά βασανιστήρια, στο όνομα της πατρίδας και της θρησκείας. Κάπου αλλού, άντρες αφέντες έσφαζαν στο γόνατο γυναίκες και παιδιά για την τιμή και την υπόληψη της οικογένειας. Όλοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Έτσι κι αλλιώς, πάντα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Οι ειδήσεις έλεγαν και άλλα νέα, πολλά και διάφορα, μα εκείνος πλέον τα είχε ξανακούσει κι έτρωγε αμέριμνος τα μακαρόνια του. Όλα είναι μια συνήθεια, σκέφτηκε. Μα ο δημοσιογράφος φαινόταν στεναχωρημένος και αρκετά προβληματισμένος από τα δυσάρεστα γεγονότα, γροθιά στο στομάχι του φιλοθεάμονος κοινού. Πλέον, όλος ο κόσμος έχει καταντήσει ένα μεγάλο σφαγείο, σχολίασε στο τέλος με νόημα. Κάνε μόκο, ρε ηθικολόγε της κακιάς ώρας. Πάντα έτσι ήταν και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Δίχως πολλούς πιστούς, νηστευτές και προσκυνητές. Με τα καθάρματα να κάνουν κουμάντο και τους πολλούς να λουφάζουν τρομαγμένοι στο λαγούμι. Μόνο μαμ, κακά και νάνι. Και κανείς να μην νοιάζεται. Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, παλιομαλάκα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου