Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Κάθε απόγευμα, μόλις αρχίζει να πέφτει ο ήλιος, τα βγάζει βόλτα. Είναι πάντα ζωηρά, ακμαία και ευδιάθετα. Το ένα τον σέρνει αριστερά, το άλλο τον τραβάει δεξιά, με τις μουσούδες κολλημένες στο τσιμέντο και τις ουρές να ανεμίζουν χαρούμενες πέρα δώθε. Εκείνος κρατάει γερά τα γκέμια, ισοζυγιάζει την κατάσταση και προχωράει ευθεία, στο δρόμο του, χωρίς άσκοπα ζιγκ ζαγκ και παλινδρομήσεις. Το παιδί είναι όμορφο, όπως και τα κατοικίδια που φροντίζει. Πρέπει να είναι φοιτητής στην ηλικία των εικοσιφεύγα, ίσως να κατάγεται από δω και να μένει μαζί με τους γονείς του.

Όποτε μπαίνει στον στενό πεζόδρομο με τα κωλόμπαρα, απέναντι απ’ το παλιό τελωνείο, ο ασπρόμαυρος σκύλος από ψηλά στέκεται όρθιος στα δυο του πόδια, ακουμπά στα κάγκελα και αρχίζει να τους γαβγίζει βροντερά και ασταμάτητα. Είναι μεγαλόσωμος, εγκλωβισμένος σε ένα μικρό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου μιας παλιάς πολυκατοικίας, ασφυκτιά. Τότε βγαίνει το αφεντικό του να τον καθησυχάσει. Εκείνος είναι φαλακρός, εύσωμος και γυμνός από τη μέση και πάνω. Καπνίζει και η φάτσα του μοιάζει σαν να έχει μόλις τελειώσει από γαμήσι, αλλά μάλλον μένουν μόνο οι δυο τους στο διαμέρισμα. Το παιδί ρίχνει μια λοξή ματιά και συνεχίζει το δρόμο του, τα σκυλιά του αδιαφορούν παντελώς. Εκείνη την ώρα τα νυχτομάγαζα της αμαρτίας και της κραιπάλης είναι ακόμα κλειστά. Κάποτε, σε άλλες εποχές και μ’ άλλους ανθρώπους έκαναν χρυσές δουλειές, τώρα φυτοζωούν, βαράνε μύγες οι κοπέλες και τα αφεντικά μαζί. 

Ένας γλοιώδης γυμνοσάλιαγκας σέρνεται αμέριμνος στη μέση του δρόμου στο πρώτο και τελευταίο του ταξίδι χωρίς επιστροφή στην επικίνδυνη τσιμεντοχώρα. Το σάλιο του διαγράφει μια ασημένια γραμμή. Δεν περνάνε αυτοκίνητα και μηχανάκια, μα κάποιο αδιάφορο παπούτσι νούμερο σαράντα πέντε θα τον πατήσει και θα τον λιώσει, θα τον κάνει ζελέ. Το παιδί με τα σκυλιά σταματά για λίγο και τον παρατηρεί. Μετά τον πιάνει προσεκτικά με ένα μικρό κλαδί και τον αφήνει μέσα στο χορταριασμένο οικόπεδο, ανάμεσα σε φυτά, θάμνους και αγριολούλουδα. Οι γάτες το μυρίζουν, μα δεν δίνουν σημασία, είναι έξω από τη ζώνη ενδιαφέροντος. Το γυμνό σαλιγκάρι θα σκαρφαλώσει πάνω σε ένα ζουμερό πράσινο φύλο, δίπλα σε μια κίτρινη πεταλούδα με καφετιές ρίγες. Προσωρινά, θα ζήσει, πήρε μια μικρή πίστωση χρόνου. Παραδίπλα, μία πράσινη σαύρα φταρνίζεται, είναι κρυωμένη, μα μοιάζει και με σαμιαμίδι, φέρνει λίγο και στη σαλαμάνδρα, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την καταγωγή της. Πάντως, δεν χωρά αμφιβολία, είναι ένα ψυχρόαιμο ερπετό της πόλης.

Μετά από λίγο, το παιδί με τα σκυλιά θα φτάσει στο παραθαλάσσιο πάρκο και θα τα αφήσει να τρέξουν ελεύθερα και να εκτονωθούν στο γρασίδι. Έχει πολύ κόσμο, γονείς, παιδάκια και άλλα κατοικίδια. Παίζουν αμέριμνα και γελούν. Ο ήλιος έχει γίνει κόκκινος με πορτοκαλί ανταύγειες, σε λίγο θα κρυφτεί κάτω απ’ τον ορίζοντα. Κάθεται σε ένα παγκάκι και τον παρατηρεί. Από κει, κάθε τόσο, τους πετάει τα μπαλάκια μακριά και κείνα τρέχουν να τα πιάσουν και να του τα φέρουν στο χέρι του και πάλι απ’ την αρχή. Τους αρέσει, νιώθουν χαρούμενα. Τα φωνάζει με το όνομά τους και κείνα τεντώνουν τα αυτιά να ακούσουν το πρόσταγμα. Είναι εκπαιδευμένα και υπάκουα. Καταλαβαίνουν κάμποσες λέξεις και συνεννοούνται άνετα με το αφεντικό τους. Όταν κουραστούν απ’ το παιχνίδι θα έρθουν να αράξουν στα πόδια του, με βαριά ανάσα και τη γλώσσα έξω. Κάτω στην παραλία, τρεις μαύροι, αδέσποτοι, μεγαλόσωμοι σκύλοι είναι ξαπλωμένοι πάνω στα χαλίκια και κοιμούνται αδιάφοροι του καλού καιρού. 

Έχει νυχτώσει, τα φώτα και οι προβολείς του πάρκου έχουν ανάψει, το φεγγάρι δεν έχει βγει, ο ουρανός είναι μαύρος, συννεφιασμένος και κατασκότεινος. Ο κόσμος έχει αραιώσει, ετοιμάζεται και κείνος να επιστρέψει στο σπίτι. Πρέπει να τα ταΐσει και να τα βάλει για ύπνο. Φεύγοντας, ρίχνει μια τελευταία ματιά κάτω στην παραλία. Ένα θαλασσοπούλι, πρέπει να ‘ναι γλάρος,  κάθεται μόνο του και αγναντεύει τα ήρεμα νερά. Δεν έχει προσέξει πίσω του μια ύπουλη γάτα που καραδοκεί επικίνδυνα και τον πλησιάζει με άγριες διαθέσεις. Τελευταία στιγμή την παίρνει είδηση, ανοίγει τα φτερά του και πετάει μακριά προς το πέλαγος. Σε λίγο χάνεται από τα μάτια του. Παραδίπλα, η συμμορία των σκύλων δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το θέαμα. Κοιμούνται ακόμα του καλού καιρού. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου