Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ (Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ)

Ήταν ένας δειλός, φοβισμένος άνθρωπος, όπως οι περισσότεροι, ίσως λίγο πιο πολύ από τους άλλους. Μεγάλωσε μέσα σε άνετο, μα και αυστηρό, οικογενειακό περιβάλλον ευυπόληπτων πολιτών της μεσαίας τάξης  και ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Δουλειά, γάμος, παιδιά. Ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τα τρίπτυχα της ευτυχίας, της επιτυχίας και της ευημερίας, οι σωστοί σκοποί της ζωής. Στο σχολείο τού έκαναν μπούλινγκ, στο στρατό καψώνια. Ήταν ευαίσθητο παιδί, μα τα άντεξε και τα υπέμεινε όλα με αγόγγυστη αξιοπρέπεια.

Του άρεσαν οι τέχνες και τα γράμματα, τα βιβλία και οι ταινίες. Η φαντασία του υπήρξε το καταφύγιό του απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα. Σπούδασε φιλόλογος στο πανεπιστήμιο, έκανε και μεταπτυχιακό στην αρχαία φιλοσοφία. Ήταν άριστος στο αντικείμενό του και μετά από διαγωνισμό διορίστηκε  ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Αγαπούσε την εργασία του και τους μαθητές του, αλλά με τους συναδέλφους του ήταν δύσκολος και απόμακρος, είχε μόνο τα τυπικά και τα απαραίτητα, μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια. Βλέπεις, από παιδί δεν έκανε εύκολα φιλίες και παρέες. Ήταν κλειστός χαρακτήρας, μοναχικός και εσωστρεφής. Ζούσε πιο πολύ μέσα στον κόσμο του.

Η ερωτική του ζωή ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Στα νιάτα του, τότε που δεν το είχε πει ακόμα στον εαυτό του, κάποιες δοκιμές στους οίκους ανοχής της πόλης είχαν στεφτεί με απόλυτη αποτυχία.  Δεν τον τραβούσαν οι γυναίκες, όσο κι αν προσπάθησε,  μόνο τα αγόρια και οι νεαροί άντρες, αυτή ήταν η φυσική του κλίση, η έμφυτη ροπή του, μα ήταν δειλός και φοβισμένος, δεν εκδηλωνόταν. Ειδικά, με τους μαθητές του, κρατούσε πάντα ασφαλείς αποστάσεις, δεν ήθελε να εκτεθεί. Ήδη πολλοί καλοθελητές ψιθύριζαν λόγια πίσω από την πλάτη του. Κι εκείνος έκανε πως δεν άκουγε. Μα κατά βάθος ντρεπόταν πολύ. Γινόταν ξεφτίλα στον εαυτό του.

Μεγαλώνοντας, ο πόθος του έκαιγε τα σωθικά και το μυαλό του, τον τρέλαινε, μα οι γονείς και τα αδέρφια τού έλεγαν ότι πρέπει να παντρευτεί, να βρει μια καλή κοπέλα και να φτιάξει τη δική του φαμίλια, να συνεχίσει τη γενιά τους. Έστω και για ξεκάρφωμα, για τα μάτια του κόσμου. Είχε ήδη περάσει τα σαράντα, τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν. Μια ολόκληρη ζωή προχωρούσε σκυφτός και κρυμμένος, σχεδόν έρποντας. Ντρεπόταν κι έφτυνε το πρόσωπό του στον καθρέφτη.

Ώσπου έγινε το ατύχημα. Δεν έφταιγε εκείνος, απλά δεν άντεχε άλλο, ως εκεί μπόρεσε, πλέον ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω με έναν μαθητή του, για πρώτη και τελευταία φορά. Ξέσπασε μέγα σκάνδαλο και τα καλά νέα διαδόθηκαν γρήγορα, λίγο πριν κάνει έναν αρραβώνα βιτρίνας. Μαθεύτηκε παντού, στο σπίτι, στο σχολείο, στους   συγγενείς, τους γνωστούς και τους γείτονες. Εγώ το είχα υποψιαστεί, είπαν κάποιοι κακοπροαίρετα. Και δεν του φαινόταν, απαντούσαν οι άλλοι με απορία. Ξεφτιλίστηκε εντελώς, μα πιο πολύ τον πείραξε που το παιδί αυτοκτόνησε. Αυτό τον τσάκισε. Σκέφτηκε να βάλει κι εκείνος τέλος στον ασήμαντο βίο του, μα δεν βρήκε το θάρρος. Ήταν αναγκασμένος με κάποιο τρόπο να συνεχίσει να ζει, να παρατείνει την αξιοθρήνητη ύπαρξή του.

Τουλάχιστον, απέφυγε τα μπλεξίματα με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Πλέον όμως, τον βασάνιζαν οι τύψεις και οι ενοχές. Και τα υποτιμητικά βλέμματα των συνανθρώπων του. Άλλοι τον έβλεπαν σαν σκουπίδι, άλλοι σαν τέρας της φύσης, έπρεπε να διαλέξει. Έχασε τον ύπνο του, μα δεν ήθελε να μπλέξει με φάρμακα και χημείες. Δήλωσε παραίτηση από τη δουλειά και έφυγε απ’ το σπίτι των γονιών του. Έκοψε επαφή με όλο το προηγούμενο παρελθόν του και κατάντησε άστεγος στο δρόμο. Οικειοθελώς.

Έτσι, άρχισε μια δεύτερη ζωή, διάγοντας λιτό βίο, περνώντας με τα ελάχιστα, τη φροντίδα των κοινωνικών υπηρεσιών του δήμου και την καλοσύνη των ξένων. Δίχως υποχρεώσεις, έγνοιες, σκοτούρες, φιλοδοξίες και μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. Απολάμβανε μόνο το παρόν, ζούσε στο εδώ και τώρα. Αγάπησε ξανά τον εαυτό του, τον δικαιολόγησε και τον συγχώρησε. Έτσι κι αλλιώς, είχε κάνει ότι καλύτερο μπορούσε.

Και ως εκ θαύματος απόκτησε στενούς φίλος, έναν άνθρωπο κι έναν γάτο, τον καφετζή και τον μπόμπο. Δεν είχε κανένα παράπονο πια, δεν ένιωθε μόνος και άχρηστος, υπήρχε ξανά κάποιος σκοπός. Έβλεπε ξανά τη ζωή όμορφη και ωραία, απολάμβανε το κάθε ξημέρωμά της, δέκα χρόνια τώρα, γυρίζοντας κι αυτός σαν ένας αδέσποτος κοπρίτης. Ένας σκύλος του δρόμου.

Μα δεν έκοψε τη συνήθειά του να διαβάζει. Κάθε τόσο δανειζόταν βιβλία από την δημοτική βιβλιοθήκη. Πλέον, είχε μπόλικο χρόνο για πέταμα. Έγραφε και ο ίδιος, σύντομες ιστορίες και μικρά πεζά, κυρίως αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, δίχως ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις, απλά για να περνάει ευχάριστα την ώρα του, αλλά και να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, ψάχνοντας τον εαυτό του με ειλικρίνεια και θάρρος. Καμιά φορά, όποτε είχε όρεξη, διάβαζε τα κείμενά του στον καφετζή, τον μοναδικό του ακροατή και κριτικό. Του άρεσαν, κάποια ήταν πολύ καλά, του είχε πει, αν και δεν ήταν ειδικός.

Όμως, δεν σκεφτόταν να τα μαζέψει και να τα βγάλει σε βιβλίο, για να γίνει γνωστός ως συγγραφέας, δεν τον ένοιαζε. Βέβαια, δεν είχε και τα χρήματα που ζητούσαν οι εκδοτικοί οίκοι, αυτοί δεν αστειεύονταν, έπαιρναν κεφάλια, ζητούσαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους.. Κρίμα, γιατί το βραβείο νόμπελ θα το είχε στο τσεπάκι του, μα τώρα τα γραπτά του είναι μόνο για φίλους. Τέτοια μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του, τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Το σκεφτόταν καμιά φορά και γελούσε μόνος του με τον εαυτό του κι έφτιαχνε το κέφι του. Όμως, ήταν σίγουρος. Κάποτε, στο μακρινό μέλλον, θα τον ανακαλύψουν και θα τον δοξάσουν, γιατί απλά είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Τέτοια έπαρση κουβαλούσε, μα δεν ενοχλούσε κανέναν.

Μέχρι που αρρώστησε, έπαθε καρκίνο, όπως κι ο γάτος του, μαζί, σχεδόν, την ίδια περίοδο, διπλό το κακό και το θανατικό, χάλασαν τα πνευμόνια του, διαγνώστηκε σε προχωρημένο στάδιο, παρόλο που δεν είχε βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του. Δεν έπαιρνε καμία θεραπεία, ήταν μια πολύ σπάνια περίπτωση για μη καπνιστή, είχε σταθεί άτυχος, είπαν οι ειδικοί. Στα πενήντα έξι του χρόνια.

Το δέχτηκε στωικά, με ψυχραιμία και απάθεια, ήταν η μοίρα του, κάποτε θα ερχόταν το τέλος, όλοι περαστικοί είμαστε, εφήμεροι, σκέφτηκε. Από καιρό πριν είχε συμβιβαστεί με την ιδέα, μετρώντας ανάποδα τον χρόνο που του απομένει. Σχεδόν αδιάφορα, ξεχνώντας το γεγονός. Και ελπίζοντας στο διπλό θαύμα. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή είναι απρόβλεπτη, κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο ή τι θα συναντήσει στρίβοντας στην επόμενη γωνία.

Μα ο αγώνας ακόμα παίζεται, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, πάνω στο τραπέζι, υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία. Όχι βέβαια για τη νίκη ή έστω την ισοπαλία, η ήττα είναι βέβαιη. Μα για μια ή πολλές παρατάσεις, για λίγη ακόμα πίστωση χρόνου, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου και το χλωμό του φεγγαριού. Με αξιοπρέπεια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου