Ο μπόμπος πεθαίνει. Κι ας
είναι απλά ένας γάτος, κι ας μην το ξέρει, κι ας μην έχει την αγωνία της
επόμενης μέρας, να θέλει να ζήσει, να υπάρξει και άλλο, άπληστα, ανοικονόμητα, να
δει τον ήλιο να βγαίνει ξανά. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Εδώ και μια
βδομάδα είναι βαριά άρρωστος, πονάει και σκούζει, ευτυχώς, όχι συνέχεια, όποτε
τον πιάνει μόνο, μετά τον αφήνει, μα ούτε τρώει ούτε απομακρύνεται απ’ το
καλάθι του, με το ζόρι πίνει λίγο νερό απ’ το μπολάκι του. Έχει χάσει πολύ
βάρος, είναι πια πετσί και κόκαλο, έχει καταντήσει ένα λείψανο. Με κοιτάζει
παραπονεμένα, ζητώντας επειγόντως κάποια βοήθεια. Τον χαϊδεύω απαλά στα μάγουλα
και το κεφαλάκι και κλείνει τα μάτια του από ευχαρίστηση, προσωρινά
ανακουφίζεται. Δεν μπορώ να τον αγγίξω πουθενά αλλού, όλο του το σώμα νοσεί και
πονά. Τον σκεπάζω καλύτερα με την κουβερτούλα του για να μην κρυώνει.
Δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα,
κάτι για να τον γιατρέψω, να γίνει και πάλι καλά, όπως ήταν πριν. Μάλλον, έχει
καρκίνο, είπε η κτηνίατρος, που ήρθε και τον εξέτασε επί τόπου, επιθετικό και
μεταστατικό, βαριά και ανίατη ασθένεια, όπως και στους ανθρώπους, δεν υπάρχει καμία
ελπίδα σωτηρίας. Η μόνη λύση για να μην ταλαιπωρείται άδικα είναι η ευθανασία,
να τον απαλλάξω από τη δύστυχη ζωή του με μια ανώδυνη ενεσούλα, ένα μικρό
τσιμπηματάκι, μα δεν είμαι έτοιμος ακόμη, δεν μπορώ, πρέπει πρώτα να
προετοιμαστώ ψυχολογικά. Κι ας τον βλέπω να υποφέρει, κι ας μου σφίγγεται το
στομάχι, κι ας μου ραγίζει την καρδιά. Πρέπει να το αντέξω, να κάνω υπομονή.
Όπως κι εκείνος.
Τα τελευταία δέκα χρόνια,
από τότε που βρίσκομαι στο δρόμο, τον έχω μαζί μου, από νεογέννητο, η μόνη μου
συντροφιά. Ξύπνησα ένα πρωινό και το βρήκα δίπλα μου, ένα ξανθό ομορφούλικο
μποσμπονάκι, τρομαγμένο και κουλουριασμένο να με κοιτάζει, ένα τόσο δα
πραγματάκι, ούτε ενός μηνός δεν ήταν. Νιαούριζε με την ψιλή του τη φωνούλα. Έψαξα
τριγύρω να βρω την άσπλαχνη μάνα του, πουθενά. Ίσως και να ψόφησε και τότε
εκείνο, μόνο κι έρημο μέσα στον σκληρό κόσμο, αναζήτησε την τύχη του, φτάνοντας
σε μένα, μέχρι το γιατάκι μου. Το πήρα στη χούφτα μου και το χάιδεψα απαλά. Παραδόξως,
δεν φοβήθηκε, με εμπιστεύτηκε αμέσως. Πεινούσε. Του έδωσα να φάει ότι είχα, ευτυχώς
δεν ήταν εκλεκτικό, έτρωγε τα πάντα, βιαστικά και λαίμαργα. Μετά κούρνιασε κουρασμένο
στο πλάι μου, μέσα στην αγκαλιά μου και αποκοιμήθηκε. Όταν αργότερα ξύπνησε,
ήταν κεφάτο. Άρχισε να ανεβαίνει πάνω μου και να παίζει μαζί μου. Με
γρατζούναγε και με δάγκωνε ελαφρά, ακονίζοντας τα δόντια και τα νύχια του, μα
κάθε τόσο με έγλυφε κιόλας. Αγαπηθήκαμε από την αρχή, από την πρώτη ματιά. Ήταν
έρωτας κεραυνοβόλος.
Πιστός γάτος. Κάθε βράδυ ξαπλώναμε
και κοιμόμαστε μαζί και το πρωί είχα το ιδανικότερο ξύπνημα, τον καλύτερο τρόπο
για να ξεκινήσω τη μέρα σου, δεν χρειαζόταν καν να βάλω αφύπνιση. Γύρω στις εφτά,
ούτε σχολείο να ‘χα, δεν ξέρω πόση ώρα μου ‘γλυφε τη μουσούδα με τη γρετζαριστή
του γλώσσα, τριβόταν αγαπησιάρικα πάνω στα γένια μου και μου φύλαγε το πρόσωπο,
ακουμπώντας τις υγρές μας μυτούλες, ακόμα και όταν μεγάλωσε κι έγινε κοτζάμ
άντρας, μέχρι πρότινος που αρρώστησε. Τουλάχιστον, ήταν ευγενέστατος και
διακριτικός, δεν νιαούριζε, δεν φώναζε, δεν έβγαζε κιχ, δείχνοντας υπομονή και
κατανόηση, μόνο γουργούριζε ελαφρά για να ξυπνήσω, να του κάνω αγαπούλες και να
τον ταΐσω. Βέβαια ήταν και τα μουγκρητά μου που τον αποθάρρυναν, μέχρι να συνέλθω
απ’ τον ύπνο, να ξεπροβάλλει το χέρι μου μέσα από τα παπλώματα και να διατρέξει
τη ραχοκοκαλιά του, χαϊδεύοντας την ξανθή του γούνα. Ήταν ένα όμορφο πρωινό
ξύπνημα γεμάτο αισιοδοξία και αγάπη για την καινούργια μέρα, κοιτώντας ψηλά και
χαμογελώντας στον γαλάζιο απέραντο ουρανό. Μα τώρα ο γατούλης μου πεθαίνει.
Τον υιοθέτησα πλήρως, ήμουν
πλέον η μανούλα του, με ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα, δεν απομακρυνόταν, δεν
έκανε ρούπι από κοντά μου, φοβόταν τα άλλα γατιά της γειτονιάς, ήταν μεγαλύτερα
και τα απόφευγε. Του άρεσε να παίζει με τα πεσμένα νεράντζια από τα δέντρα της
πλατείας, τα κυνηγούσε σαν μπάλες, όπως αργότερα έπαιρνε στο κατόπι τις σαύρες
και τα ποντικάκια, και όποτε έπιανε στα δόντια του κανένα μου το έφερνε
επιδεικτικά σαν τρόπαιο για να τον χαϊδέψω στο κεφαλάκι και να του πω μπράβο,
κατόπιν έπαιζε μαζί τους βασανίζοντάς τα και όταν βαριόταν και κουραζόταν τα
έτρωγε. Ήταν εύγευστοι πρωτεϊνούχοι μεζέδες, εκλεκτές βιταμινούχες λιχουδιές.
Γι’ αυτό και μεγαλώνοντας δυνάμωνε γεμάτος υγεία και ευρωστία. Ήταν γερός οργανισμός,
δεν μάσαγε από ασθένειες, γρίπες και ιώσεις.
Ούτε εμβόλια χρειάστηκε να κάνει ούτε φάρμακα και αντιβιώσεις να πάρει.
Δεν πήγαμε ποτέ στην κτηνίατρο. Σίγουρα, δεν θα το δεχόταν και δεν θα καθόταν
ήσυχα, θα είχαμε φασαρίες. Ήταν σωστό αγρίμι, απόφευγε τους ανθρώπους, τους
φοβόταν, δεν τους εμπιστευόταν, και δεν είχε άδικο, άτιμη φάρα. Εκτός από μένα.
Ελπίζαμε να γεράσουμε μαζί,
να εξαντλήσουμε τις άπειρες δυνατότητες της ύπαρξης, έστω κι αν ήξερα πως κάτι
τέτοιο μάλλον δεν θα γινόταν, κάποια στιγμή θα έφευγε πρώτος κι εγώ θα τον
αποχαιρετούσα. Μα όχι ακόμα, ας ήταν τουλάχιστον σε πέντε με έξι χρόνια, όταν
εκείνος θα ήταν ένας καταρρακωμένος υπερήλικας κι εγώ ένας κουρασμένος
εξηντάρης. Μα και τότε δύσκολο θα ήταν. Τουλάχιστον τώρα, σύμφωνα με τους
ειδικούς, είμαστε συνομήλικοι, αν και διαφορετικής γενιάς, γιος μου εκείνος, μα
με έφτασε στα χρόνια, έτρεξε γρήγορα, βιάστηκε να μεγαλώσει, λίγο ακόμα και θα
με ξεπερνούσε, θα γινόταν γεροντότερος και σοφότερος, θα έπρεπε να τον σέβομαι
και να τον υπολήπτομαι, οι ρόλοι μας θα αντιστρέφονταν. Πλέον, όλα αυτά δεν
έχουν καμία σημασία. Ο μπομπάκος μου πεθαίνει κι εγώ θα μείνω ολομόναχος στη
ζωή. Μόνος κι έρημος. Κι ας έχω κάπου μέσα στην πόλη κοντινούς συγγενείς,
πρώτου βαθμού, εξ αίματος και εξ αγχιστείας, που ζούνε ακόμη και σφύζουν από
υγεία και ευρωστία, μια χαρά όλοι τους, διάγοντας βίο ανθόσπαρτο, γονείς και
αδέρφια, ανίψια και παιδιά, γυναίκα και πεθερικά, θείοι και ξαδέρφια και το υπόλοιπο
συγγενολόι, όλοι τους τέως και πρώην, ξεχασμένοι, ληγμένοι και αποκληρωμένοι
από μένα, εδώ και δέκα χρόνια, από τότε που άρχισε η δεύτερη ζωή μου. Κι εγώ
από αυτούς, έτσι είμαστε πάτσι. Κι όμως, κάποτε, υπήρξα κι εγώ ένα αξιότιμο και
αξιοσέβαστο μέλος της μικροαστικής πλέμπας, έστω και στην ουρά του κοπαδιού,
τελευταία τρύπα του ζουρνά.
Έπρεπε να πάω μέχρι το
απέναντι φαρμακείο για τα φάρμακα και τις εισπνοές μου. Σήκωσα με κόπο το κουρασμένο
μου σαρκίο. Ευτυχώς, ότι χρειάζομαι το έχω δίπλα μου, μέσα στα πόδια μου, το
καφενείο, το περίπτερο, του κουρείο, όλα σε απόσταση αναπνοής, μικρότερη από
είκοσι μέτρα, γιατί πλέον το περπάτημα με κουράζει, οι μετακινήσεις μου έχουν
περιοριστεί στις ελάχιστες, τις πλέον απαραίτητες. Εκείνη την ώρα πέρασε από
μπροστά μου ο ηλικιωμένος κύριος παρέα με τον σκύλο του, ένα μπάσταρδο του
δρόμου χωρίς λουρί, που όμως τον ακολουθεί πιστά όπου και να πηγαίνει. Ζουν
μαζί, τον προσέχει και τον φροντίζει. Είναι γείτονας, μένει στην πολυκατοικία
από πάνω, λέμε και καμιά καλημέρα. Χαιρετηθήκαμε και με ρώτησε για την υγεία
του μπόμπου. Είναι πολύ σοβαρά, του είπα, δεν γίνεται τίποτα, δεν θα την βγάλει
καθαρή, πεθαίνει. Στεναχωρήθηκε, τα μάτια του σκοτείνιασαν. Ήταν ωραίος γάτος,
λεβέντης, είπε, σαν να είναι ήδη νεκρός. Τα ζώα μας γνωρίζονταν και κάνανε μεγάλες
χαρές, όποτε βρισκόντουσαν, αν και ο δικός μου στεκόταν πάντα λίγο πιο καχύποπτος
και προσεκτικός, δεν τον έκανες εύκολα φίλο, μα δεν τον φοβόταν τον δικό του. Ο
σκύλος πλησίασε τον γάτο μου, τον μύρισε, κούνησε για λίγο την ουρά του πέρα
δώθε και του έγλυψε τη μουσούδα. Ο δικός μου δεν αντέδρασε καθόλου. Είχε πέσει
πάλι σε λήθαργο, σε πρόβα θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου