Μπορεί σήμερα να είναι ένας
δύστροπος μοναξιασμένος εβδομηντάρης κωλόγερος, αν και κοτσονάτος και
καλοστεκούμενος, που παριστάνοντας τον καφετζή σε κεντρικό σημείο της
μακρόστενης, και πεζοδρομημένης πια, πλατείας των τριών κακομούτσουνων ναυάρχων,
πίνει, καπνίζει και μαστουριάζει σαν να μην υπάρχει αύριο, μα κάποτε βρισκόταν
από την άλλη πλευρά του ποταμού. Φορούσε στολή, με πηλήκιο και γαλόνια, και
κυνηγούσε τους κακούς της κοινωνίας, τα αποβράσματα, προστατεύοντας τους
ήσυχους και εργατικούς νοικοκυραίους. Είχε και γυναίκα, περιμένανε και παιδί,
σε λίγο θα γινότανε και πατέρας. Τότε ήταν σαράντα χρόνων, χαρούμενος και αισιόδοξος,
κι έκανε πολλά σχέδια για το μέλλον. Όμως, η ζημιά δεν αργεί να γίνει, η τραγωδία
σε περιμένει, μόλις στρίψεις, στην επόμενη γωνία. Παρ’ όλο που εσύ δεν το
γνωρίζεις, περπατώντας αμέριμνος κι ανυποψίαστος. Αυτό σημαίνει μοίρα. Ή
κακοτυχία. Όπως το πάρει κανείς.
Το προηγούμενο βράδυ είχε
δει ένα άσχημο και σημαδιακό όνειρο, μα δεν έδωσε σημασία. Ποτέ δεν ήταν
προληπτικός, ούτε πίστευε στα ζώδια και στα μέντιουμ που προβλέπουν το μέλλον
μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα, αυτά είναι ανόητες και ξεπερασμένες δεισιδαιμονίες
για τις γυναικούλες και τα χάπατα, έλεγε, όποτε το ‘φερνε η κουβέντα,
κοροϊδεύοντας και περιγελώντας. Έβλεπε, λοιπόν, ότι μέσα στην εκκλησία γινόταν
η κηδεία του, κόσμος πολύς, η κατάσταση αποπνικτική, φίσκα, γεμάτη από
συγγενείς και φίλους, μα και ένστολους συνάδελφους από την αστυνομία, κι όλοι
έκλαιγαν και μοιρολογούσαν το παλικάρι που έφυγε τόσο νέο, στο άνθος της
ηλικίας του. Ο παπάς λιβάνιζε, ευλογούσε και παρηγορούσε το ποίμνιο, ενώ ο
ψάλτης έλεγε τα κυρ ελέησον και κρατούσε το ισοκράτημα με την ένρινη, ψιλή του
φωνούλα. Εκείνος βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα και τα
μάτια κλειστά, μέσα στο λουλουδένιο φέρετρο, φορώντας την επίσημη αστραφτερή
του στολή. Παραδίπλα πλάνταζαν στο κλάμα η γυναίκα του, νέα και μαυροντυμένη,
κι ένα μικρό αγοράκι που κρατούσε από το χέρι. Ξαφνικά, ανοίγει τα μάτια. Θα με
αφήσετε λοιπόν να κοιμηθώ; απευθύνεται προς το πλήθος φωνάζοντας. Ύστερα, και με τα δύο του χέρια μουτζώνει προς
τον ουρανό. Τότε ξύπνησε.
Όσα δεν φέρνει η ώρα, δεν τα
φέρνει ο χρόνος όλος, λένε οι παλιοί που ξέρουν τη ζωή και την έχουν φάει με το
κουτάλι. Ήταν η κακιά στιγμή, μεγάλη ατυχία, μα και απροσεξία, έφταιγαν κι
εκείνοι. Κυριακή απόγευμα επέστρεφαν με το αυτοκίνητο από μια κοντινή εκδρομή.
Είχαν τρελό κέφι, είχαν πιει και λίγο παραπάνω, είχαν περάσει πολύ όμορφα. Το
ραδιόφωνο στη διαπασών έπαιζε λαϊκά. Αγαπιόντουσαν πολύ και ένιωθαν
ευτυχισμένοι. Γελούσαν και τραγουδούσαν κι εκείνη του έδινε πεταχτά φιλιά στο
μάγουλο και του χάιδευε τα μαλλιά. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει πολλά
πράγματα, να ανταποδώσει. Κρατούσε το τιμόνι και κοίταζε το δρόμο μπροστά του.
Δεν είχε κίνηση, ήταν σχεδόν άδειος. Βιαζόντουσαν να φτάσουν στο σπίτι και να
πέσουν στο κρεβάτι. Και τι έγινε που αυτή ήταν έγκυος και περίμενε παιδί; Δεν
τους ένοιαζε. Ήταν τόσο καιρό μαζί, μα ο πόθος δεν είχε καταλαγιάσει, τους
φλόγιζε ακόμα τα κορμιά.
Τότε έγινε το κακό. Ένας
μεγαλόσωμος άσπρος σκύλος πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Φορούσε κολάρο και
έσερνε ακόμα του λουρί του. Πρέπει να είχε ξεφύγει από τα αφεντικά του ή να τον
είχαν αμολήσει. Δεν ήξερε που να πάει και που να σταθεί. Προσπάθησε φοβισμένο
και αλαφιασμένο να περάσει απέναντι, μα δεν πρόλαβε. Εκείνος τον είδε την τελευταία
στιγμή, πάτησε φρένο, προσπάθησε να τον αποφύγει, μα δεν τα κατάφερε. Το σκυλί έσκουξε
και πετάχτηκε αιμόφυρτο στην άκρη του δρόμου, πλάι σε έναν κάδο σκουπιδιών, κι
εκεί ξεψύχησε, άφησε την τελευταία του πνοή. Κατόπιν, το αυτοκίνητο χτύπησε
μετωπικά πάνω σε μια κολώνα με μεγάλη
ταχύτητα κι έγινε σμπαράλια. Δεν φορούσαν ζώνες ασφαλείας. Η γυναίκα σκοτώθηκε
ακαριαία, δεν κατάλαβε καν τι είχε γίνει, ούτε το παιδί μέσα στην κοιλιά της
επέζησε. Εκείνος μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο δίχως τις αισθήσεις του, σε
κωματώδη κατάσταση, μα τελικά κατάφερε να γλυτώσει.
Όμως, δεν πήγε στην κηδεία
της συζύγου του, ούτε στο μνημόσυνο, δεν της είπε καν το τελευταίο αντίο και το
καλό κατευόδιο. Από το κώμα συνήλθε μετά από δεκαεφτά μέρες, μα στο νοσοκομείο
έμεινε για πολύ καιρό ακόμη. Από την πρόσκρουση είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι,
είχε ανοίξει η κάψα του στα δύο. Ζαλιζόταν, είχε έντονους πονοκεφάλους και τα
βράδια ξυπνούσε ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες. Ξαφνικά, η ζωή του είχε γίνει
μια κόλαση, μάταια προσπάθησε να αυτοκτονήσει, πηδώντας απ’ το παράθυρο, έσπασε
μόνο κάτι κόκαλα. Από το νοσοκομείο μεταφέρθηκε επειγόντως στο ψυχιατρείο. Εκεί
οι γιατροί τον πλακώσανε στα χάπια και οι ψυχολόγοι στις συνεδρίες και τις
ψυχοθεραπείες. Δηλαδή, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Τελικά κάπως συνήλθε, μάζεψε
τα συντρίμμια και τα κουρέλια του και μετά
από δύο χρόνια βγήκε από την κλινική. Θα έπαιρνε τα φάρμακα για όλη του τη ζωή,
του είπαν οι ειδικοί, αυτοί που γνωρίζουν. Μα στη δουλειά του δεν μπορούσε να
επιστρέψει. Πέρασε από διάφορες υγειονομικές επιτροπές, κρίθηκε ανίκανος για
την αστυνομία και βγήκε σε πρόωρη σύνταξη.
Τότε ήταν που πήρε τις μεγάλες
αποφάσεις. Στα σαράντα τρία του χρόνια θα μηδένιζε το κοντέρ και θα ξεκινούσε
από την αρχή μια δεύτερη ζωή. Σταδιακά, έκοψε τα χάπια και απομακρύνθηκε από
συγγενείς και φίλους και πρώην συναδέλφους. Δεν ήθελε να τον λυπούνται και να
τον κατηγορούν, να τον γεμίζουν τύψεις και ενοχές, του έφτανε η μάχη που έδινε
κάθε μέρα με τον δαίμονα εαυτό του. Με το εφάπαξ αγόρασε ένα καφενείο που το
έκανε και σπίτι του. Πλέον, εκεί μέσα θα πέρναγε το υπόλοιπο του βίου του,
παρέα με ανθρώπους που του έμοιαζαν και που θα επέλεγε ο ίδιος. Και προσπαθώντας,
όσο μπορούσε, να μη θυμάται τα παλιά. Πίνοντας και μαστουρώνοντας, σταματώντας
τους πόνους του κορμιού και της ψυχής, έστω και προσωρινά. Και σταματώντας τα
χάπια. Και χορεύοντας. Και μουντζώνοντας και με τα δυο του χέρια τον ουρανό, για
την κακή του μοίρα, την ψυχρή και την ανάποδη.
Όμως, με τούτα και με κείνα,
ξεχάσαμε τον κακόμοιρο τον σκύλο, τον φταίχτη όλης αυτής της θλιβερής ιστορίας,
άθελά του, βέβαια. Το ζώο έμεινε κατάχαμα στην άσφαλτο για αρκετές μέρες,
φουσκωμένο και τουμπανιασμένο, ανάσκελα, σε νεκρική ακαμψία, δείχνοντας με
αναίδεια τα αρχίδια του στους περαστικούς, μουντζώνοντας και με τα τέσσερα
τεντωμένα του ποδάρια τον ουρανό. Ώσπου ένα πρωί πέρασε το σκουπιδιάρικο του δήμου
και το μάζεψε. Το πέταξαν μέσα, στην τελευταία του κατοικία, για να γίνει
κιμάς. Όχι, βέβαια, πως τον ένοιαξε καθόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου