Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι
βαριά άρρωστος, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει
καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος έχει γίνει μια σταλιά,
γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα.
Είμαι ξαπλωμένος δίπλα του και τον παρατηρώ, καμιά φορά του χαϊδεύω και το
κεφαλάκι, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω. Είμαστε δυο λυπημένα αδέσποτα του
δρόμου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Κάθε μέρα που περνά λιώνει όλο και περισσότερο,
στο τέλος θα εξαϋλωθεί και θα γίνει χρυσόσκονη. Τουλάχιστον, δεν πονάει, έτσι φαίνεται,
είναι ήρεμος, την περισσότερη ώρα σε λήθαργο. Όμως, έχει και κάποιες εκλάμψεις,
ανοίγει τα μάτια και με κοιτάζει παραπονεμένα. Γουργουρίζει απροσδιόριστα. Είναι
γερός οργανισμός, γι’ αυτό ταλαιπωριέται, δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα,
γαντζωμένος από τη ζωή.
Είχα πεταχτεί μέχρι το απέναντι
φαρμακείο, για τα χάπια και τις εισπνοές μου. Ξαφνικά, τον άκουσα να με καλεί
κοντά του. Έλα να στο δείξω, είναι απλό και κατανοητό, δεν είναι κάνα τρελό
σχέδιο, μόνο τέσσερις κινήσεις και η παρτίδα έληξε. Ο σκακιστής παραμιλούσε, μα
δεν του έδινα σημασία. Ήταν το καινούργιο φρούτο της πλατείας, στην ηλικία μου,
πενηνταφεύγα, η γενιά του χάους και του ολέθρου, τρεις μέρες είχε στην περιοχή
κι αμέσως μου έγινε τσιμπούρι. Ο καφετζής τον διαολόστειλε εξαρχής και γλύτωσε,
εμένα δεν μου ‘κανε η καρδιά, κι όχι μόνο επειδή τον λυπόμουν. Είναι ζήτημα
αρχής. Σέβομαι απεριόριστα κάθε άνθρωπο που φοράει γυαλιά, αυτό για μένα φανερώνει
ένα επίπεδο, μια καλλιέργεια χαρακτήρα, ας είναι και άστεγος, ας είναι και ρακένδυτος
ζητιάνος. Δεν ξέρω πού κοιμάται, ούτε πώς την βγάζει τα βράδια. Όμως, τα πρωινά
τον βλέπω στο παγκάκι να παίζει μόνος του, με αντίπαλο τον εαυτό του, πάνω σε
μια μικρή μαγνητική σκακιέρα. Πότε κουνάει τα άσπρα, την περιστρέφει, σκέφτεται
για λίγο και κατόπιν κουνάει τα μαύρα, μα δεν ξέρω ποιος απ’ τους δύο κερδίζει.
Όποτε τον ρωτάω, για πλάκα, το ματς είναι αμφίρροπο, μου λέει, ακόμα δεν έχει
κριθεί. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι κουβαλούσε μεγάλη μούρλια μέσα στο
κεφάλι του, μα μου τσίγκλησε την περιέργεια, ήθελα να τον γνωρίσω. Είμαι κι εγώ
πολύ περίεργη γάτα. Τον πλησίασα προσεκτικά για να μην με δαγκώσει και
συστηθήκαμε. Αμέσως, χωρίς πολλές περιστροφές, μου πρότεινε να παίξουμε μια
παρτίδα. Αρνήθηκα, δεν σκαμπάζω γρι από σκάκι, του είπα. Και ήταν η σκληρή αλήθεια.
Στα νιάτα μου έκανα πολλή παρέα
με έναν συμφοιτητή από το πανεπιστήμιο που ήξερε καλό σκάκι. Προσπάθησε να μου
μάθει για να παίζουμε μαζί, αλλά μάταια, ούτε τις κινήσεις των κομματιών δεν
θυμόμουν, ίσως γιατί είχα το μυαλό μου αλλού, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Στο
τέλος κουράστηκε, απηύδησε και με άφησε στην ησυχία μου. Ρε αυτιάγκουρα, είσαι
ανεπίδεκτος μαθήσεως, μου είμαι, δήθεν τσαντισμένος, και για τιμωρία μου ‘ριξε
μια απαλή σφαλιάρα στο σβέρκο, σαν χάδι. Έτσι ξένοιασα και γλύτωσα μια για
πάντα απ’ το ξακουστό και τρομακτικό ζατρίκιο, που έχει τρελάνει πολλά μυαλά. Το
γυρίσαμε ξανά στο γνώριμο τάβλι μας, όπου κι εγώ ήμουν δυνατός, γινόντουσαν
ηρωικές παρτίδες, κουνώντας για ώρα τα ζάρια μέσα στη χούφτα μας και χτυπώντας με δύναμη τα πούλια στο ξύλο.
Αξέχαστα χρόνια. Αν και τελικά ο φίλος μου δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του, τα
παράτησε στη μέση, ούτε φαντάρος πήγε, το ‘σκασε στο εξωτερικό, ξενιτεύτηκε και
χαθήκαμε. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του, έτσι όπως συνήθως γίνεται. Κρίμα,
γιατί ήταν καλό παιδί και ωραίο αγόρι.
Τώρα ούτε που θα με θυμάται.
Μα και ο σκακιστής ήταν
γραμματισμένος, δεν φορούσε χωρίς λόγο τα γυαλιά. Χτες τον ξεμονάχιασα και μου
τα ομολόγησε όλα. Τώρα, αν είναι αλήθεια ή ψέματα, ο θεός κι η ψυχή του. Είχε
σπουδάσει μαθηματικά και φιλοσοφία, είπε, μάλιστα είχε αναπτύξει και δικές του
θεωρίες, ως υποψήφιος διδάκτορας, που όμως το ακαδημαϊκό κατεστημένο της εποχής
από ζηλοφθονία δεν τις έκανε δεκτές και τον απόρριψαν. Άλλη μία λαμπρή
επαγγελματική σταδιοδρομία είχε ένα γρήγορο και άδοξο τέλος. Το όνειρό του να
γίνει καθηγητής πανεπιστημίου δεν πραγματοποιήθηκε. Δεν είχα τις κατάλληλες
γνωριμίες, με φάγανε τα μεγάλα συμφέροντα, δικαιολογήθηκε δειλά, με τρεμάμενη
φωνή, φανερά συγκινημένος. Έχει γράψει κάμποσα βιβλία, μα για να του τα εκδώσουν
οι έμποροι του πνεύματος, ζητούσαν πολλά λεφτά, μα αυτός δεν είχε να τα δώσει,
ήταν άφραγκος. Για να με πείσει για την αξία του, άρχισε να μου αραδιάζει
διάφορες σοφιστείες και φιλοσοφικές αρλούμπες, μα τον έκοψα μαχαίρι. Δεν
σκαμπάζω από αυτά, του είπα, δεν τα καταλαβαίνω, παρ’ όλο που έχω σπουδάσει
φιλολογία. Πράγματι, τα λεγόμενά του μου είχαν φανεί ασυναρτησίες και
μπουρδολογίες περιωπής. Μα συνήθως έτσι είναι οι διανοούμενοι, ακαταλαβίστικοι,
δεν πρέπει να τον αδικώ.
Ο καφετζής, ως πρώην μπάτσος,
είναι ο αλάνθαστος πληροφοριοδότης μου, από τις πιο έγκυρες και αξιόπιστες
πηγές. Παραμύθια της χαλιμάς, όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα μικρό καλάθι, με προειδοποίησε,
όταν του είπα τα καθέκαστα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε, φούμαρα είναι, σου
πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Είχε ήδη πάρει τις αναφορές του για τον
τύπο. Μόλις είχε βγει από τη φυλακή, έκατσε πολλά χρόνια μέσα, εκεί έμαθε και λίγο
σκάκι να παίζει, του κόλλησε η λόξα, εκεί του σάλεψε και το μυαλό, του έστριψε
τελείως. Σεσημασμένος κωλομπαράς και παιδεραστής περιωπής, ο κύριος, γι’ αυτό
είχε καταδικαστεί, τον είχανε πιάσει στα πράσα, την ώρα της πράξης με έναν
ανήλικο. Οι άλλοι κατάδικοι τον έβαλαν στο μάτι, τον στρίμωχναν στη γωνία, τον
γαμούσαν και τον σάπιζαν στο ξύλο νυχθημερόν για να του γίνει μάθημα, οι
δεσμοφύλακες έκαναν τα στραβά μάτια. Μα συνεχίζει τα ίδια, το χούι δεν κόβεται.
Χτες το βράδυ τον πέτυχα λίγο παρακάτω σε μια σκοτεινή γωνιά να χαϊδεύει ένα
τσιγγανάκι, τις προάλλες πάλι είχε χαμουρέματα με ένα πρεζόνι, κάποια μέρα θα
το φάει το κεφάλι του. Δεν ξέρω πού βρίσκει τα χρήματα και τους χαρτζιλικώνει.
Πάντως, να τον προσέχεις, τα μάτια σου δεκατέσσερα. Τον νου σου, μάπα, μη σε
μπλέξει, γιατί σ’ αυτά τα θέματα είσαι πολύ αγαθοβιόλης. Ο φίλος μου με μάλωνε
για το καλό μου. Που να ‘ξερε και το δικό μου ύποπτο παρελθόν.
Τα λόγια του καφετζή με
έβαλαν σε παράξενες σκέψεις. Δεν έχω βέβαια πρόβλημα με τα βίτσια των ανθρώπων,
εφόσον δεν με ενοχλούν προσωπικά. Αυτές οι προκαταλήψεις δεν με αφορούν, είναι μακριά
από μένα. Ας πάει ο καθένας να κόψει το λαιμό του, χέστηκα, εγώ κοιτάζω στον
καθρέφτη μόνο τα χάλια μου και τις δικές μου καμπούρες. Ούτε αναμάρτητος είμαι,
ούτε καμιά παρθένα, για να τους κρίνω και να τους καταδικάσω. Ας το κάνουν οι
ειδήμονες του νόμου, της τάξης και της ηθικής. Πάντως, όχι εγώ, δηλώνω αναρμόδιος.
Έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι με κάποιο τρόπο μπορούν να πάρουν τα μέτρα τους, να
προστατευτούν, να αντιδράσουν μπροστά στον κίνδυνο και να γλυτώσουν. Αυτούς που
μισώ πραγματικά είναι όσους σαδιστές βασανίζουν και σκοτώνουν τα αδύναμα και
απροστάτευτα ζωάκια, απλά και μόνο για το κέφι τους, για να γελάσουν και να
σπάσουν πλάκα, θα μπορούσα και να τους καθαρίσω με τον ίδιο τρόπο, να
ξεβρομίσει ο πλανήτης από δαύτους. Αυτοί είναι οι χειρότεροι εγκληματίες, οι
πιο άρρωστοι, οι πιο θρασύδειλοι. Τουλάχιστον, ο τρελός σκακιστής αγαπούσε τα
ζώα, αυτό είχα καταλάβει, ίσως και περισσότερο απ’ τους ανθρώπους, γι’ αυτό μου
ήταν συμπαθής. Συχνά τον έβλεπα να ρίχνει σπόρια στα περιστέρια, να ταΐζει γατούλες,
καμιά φορά να τις χαϊδεύει και να τις μιλάει. Μα και αυτές τον κοιτούσαν με τα
αθώα τους ματάκια, τριβόντουσαν στα πόδια του και τον εμπιστεύονταν. Και ήταν
τα μόνα ζωντανά πλάσματα που αγόγγυστα και υπομονετικά μπορούσαν να ακούσουν
τις φιλοσοφικές θεωρίες αυτής της παραγνωρισμένης μεγαλοφυΐας. Και να τις
καταλάβουν, να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά τους, να φτάσουν μέχρι τον πυρήνα και
το μεδούλι της πρωτότυπης σκέψης του. Και μάλιστα δίχως ποτέ να εκφράσουν
κάποια απορία ή αντίρρηση. Πάντα συμφωνούσαν μαζί του. Γουργουρίζοντας ή
νιαουρίζοντας με συγκατάβαση.
Εκείνο βράδυ τον πέτυχα σε
μια γωνιά απέναντι από την εκκλησία. Ήταν με την πλάτη γυρισμένη, τα πόδια
ανοιχτά και το χέρι στο επίμαχο όργανο, μα τον αναγνώρισα απ’ το σουλούπι.
Περίμενα να τελειώσει το κατούρημα για να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα.
Έτσι νόμιζα, μα αργούσε. Τον φώναξα, δεν απάντησε. Πλησίασα κοντά του. Μόλις
κατάλαβε ότι ήμουν δίπλα του κατέβασε λίγο το παντελόνι του και φάνηκε ο λευκός
γυαλιστερός του κώλος. Χωρίς να μου δώσει την άδεια, του χάιδεψα το κωλομέρι.
Αναρρίγησε σύγκορμος, βγάζοντας ένα στεναγμό. Τώρα ανάσαινε πιο βαριά και το
χέρι του επιτάχυνε, δούλευε πιο εντατικά. Βοήθησέ με να τελειώσω, με παρακάλεσε
ασθμαίνοντας. Βάλε μου λίγο δάχτυλο να χύσω. Δεν έχω αναστολές και κολλήματα σε
τέτοιου είδους ζητήματα επείγουσας ανάγκης, που χρήζουν άμεσης ικανοποίησης,
όπως ένα παράωρο ξεκάβλωμα. Νιώθω ένα είδος συναδελφικής αλληλεγγύης προς το
ανδρικό φύλο, κυρίως για τους μοναχικούς. Πάντως, αν μου ζητούσε να του την
παίξω, θα αρνιόμουν. Όπως και να το κάνουμε, έχω και τις αρχές μου, έχω και τα
ταμπού μου.
Τις επόμενες μέρες όλη η
γειτονιά είχε μάθει για τον νεοφερμένο και τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Δεν ξέρω
ποιος είχε βγάλει βρώμα, μα τα νέα κυκλοφόρησαν με την ταχύτητα του φωτός. Εκείνος
δεν έδινε σημασία, συνέχιζε να παίζει και να είναι προσηλωμένος στην παρτίδα.
Καμιά φορά μόνο χαμογελούσε, ίσως γιατί είχε βρει κάποια ωραία κίνηση ή είχε
πραγματοποιήσει κάποια ευφάνταστη θυσία κομματιού. Πάνω στον ενθουσιασμό του
χτυπούσε και παλαμάκια, χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Τον απόφευγαν κυρίως οι τρομοκρατημένοι
νοικοκυραίοι, αλλά ακόμα πιο πολύ τα παιδιά τους. Αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο,
έλεγαν. Τον κοιτούσαν περίεργα και ήταν προσεκτικοί, ούτε την καλημέρα τους δεν
του χάριζαν. Θα μπορούσαν και να τον λιντσάρουν, για όλα τους είχα ικανούς,
ήταν θρασύδειλοι. Με αυτά που κάνει, σύντομα, θα τον ξαναχώσουν στη μπουζού και θα γλυτώσουμε απ’ τον ανώμαλο,
σχολίαζαν οι πιο κακεντρεχείς. Μάλιστα, κάποιος είχε καλέσει και την αστυνομία
για να παραπονεθεί για την ενοχλητική παρουσία του έκφυλου σκακιστή στην περιοχή
τους. Τα όργανα της τάξης κατέφθασαν αμέσως, του έκαναν έλεγχο στοιχείων και
τις απαραίτητες συστάσεις, μα τίποτα περισσότερο, έπρεπε να πιαστεί επ’
αυτοφώρω σε ασελγείς πράξεις για να δράσουν, είπαν. Τότε μόνο μπορούσε να του
ασκηθεί μήνυση και να συλληφθεί για τα περαιτέρω. Να κάνουν το καθήκον τους.
Δεν χρειάστηκε. Μετά από
λίγες μέρες βρέθηκε δολοφονημένος στην παραλία, κοντά στο νότιο πάρκο της
πόλης. Ήταν σεξουαλικό έγκλημα, είπαν οι αρχές, μα οι δράστες παρέμειναν άγνωστοι,
δεν βρέθηκαν ποτέ. Καλά του κάνανε, βροντοφώναξαν δικαιωμένοι και χαρούμενοι οι
σεβάσμιοι νοικοκυραίοι, του άξιζε του παλιάνθρωπου. Του είχαν κόψει το λαιμό
από την μια άκρη μέχρι την άλλη, έμοιαζε με σφαγμένο κόκορα. Το φρέσκο αίμα τράβηξε
την προσοχή μιας αγέλης αδέσποτων σκύλων που πεινούσαν, είχαν μέρες να φάνε.
Πλησίασαν κοντά του, τον κατακρεούργησαν, τον ξέσκισαν σε χίλια κομμάτια και καταβρόχθισαν
το γυμνό του κορμί. Ότι απέμεινε, μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο και έμεινε κάμποσο
καιρό στα αζήτητα. Κανένας συγγενείς ή γνωστός του δεν ενδιαφέρθηκε για την
τύχη του θύματος. Μετά από έξι μήνες, με συνοπτικές διαδικασίες, τον έθαψαν στο
νεκροταφείο του νοσοκομείου. Μαζί με την μικρή μαγνητική του σκακιέρα που είχε
βρεθεί πλάι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου