Ήθελε να πεθάνει μόνος και
γυμνός όπως γεννήθηκε, ακριβώς πριν από έναν αιώνα. Και η γιορτή να τελειώσει
με τον δικό του ιδανικό τρόπο, παρ’ όλο που ανασαίνει βαριά και άρρυθμα. Οι
συγγενείς και κάποιοι περίεργοι γνωστοί συνωστίζονταν στο σαλόνι, τσακώνονται
για τα κληρονομικά. Μάταια όμως, τους έχει όλους αποκληρώσει, αφήνοντας τα
υπάρχοντά του σε μια φιλοζωική εταιρεία, μόνο που δεν το ξέρουν, ήθελε να τους
κάνει έκπληξη. Δεν επιθυμούσε καν να τους δει, να τον αποχαιρετήσουν. Αν
μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε στη νοσοκόμα που τον φρόντιζε να τους διώξει
όλους, να πάνε στα τσακίδια, στον αγύριστο, να τον αφήσουν στην ησυχία του. Δεν
ήταν κακοί άνθρωποι, μα τους είχε βαρεθεί όλους, τον είχαν κουράσει.
Είναι μόνος στο κρεβάτι και
κοιτάζει το ταβάνι. Ξαφνικά, ακούει νιαούρισμα. Είναι το μαύρο γατάκι, δεν
ξέρει πώς χώθηκε εκεί μέσα. Ανεβαίνει πάνω του και ακουμπάνε τις μύτες τους,
ένας τελευταίος αποχαιρετισμός. Συντονίζεται το γουργουρητό με τον επιθανάτιο
ρόγχο. Το χαϊδεύει και κείνο κουλουριάζεται στο στήθος του. Είναι τυφλό. Πριν
από λίγο καιρό, το είχε βρει άρρωστο, πεταμένο και ταλαιπωρημένο έξω από την
πόρτα του και το περιμάζεψε. Το φρόντισε όσο μπορούσε, δυνάμωσε κάπως, πήρε τα
πάνω του, μα τα μάτια του δεν θα γινόντουσαν καλά, θα έμενε τυφλό για όλη του
τη ζωή, δεν θα ξανάβλεπε το φως του ήλιου.
Ήταν, βλέπεις, οι τύψεις
μιας σάπιας και χαλασμένης συνείδησης (κι όχι μόνο) που τον έκαναν φιλόζωο.
Φορτώθηκε όλη την ενοχή της βάναυσης ανθρωπότητας απέναντι στα ζώα. Μικρός
σκότωνε γατάκια και κοτοπουλάκια που οι τσιρίδες τους ενοχλούσαν τα ευαίσθητα
νεύρα του. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, άρχισε να παίρνει χάπια, ο εγκέφαλός του
έγινε σμπαράλια. Του φαίνεται σαν θαύμα που κατάφερε να επιβιώσει και να ζήσει
μια τόσο μακρά ζωή, έστω και δυστυχισμένη, με πολλές λύπες και λιγοστές χαρές.
Πάντως, όσο μπορούσε, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Τους απέφευγε, όπως ο διάολος
το λιβάνι.
Στην κηδεία του δεν ήθελε
κανέναν, τα είχε κανονίσει όλα ο ίδιος. Μόνο αυτό το γατάκι, λαθρεπιβάτης δίπλα
του μέσα στο γυαλιστερό φέρετρο να τον ζεσταίνει, και την τελευταία στιγμή,
λίγο πριν κλείσει το καπάκι και σκεπαστεί η γούβα απ’ τον σκαφτιά του
νεκροταφείου, να πετάγεται έξω, να κατουρά στα μούτρα του το ευωδιαστό μυρωμένο
άρωμα και κατόπιν να χέζει πάνω στο μαλακό σκαμμένο χώμα και να το σκεπάζει με
τα ποδαράκια του. Για το καλό κατευόδιο, έστω και χωρίς αντάμωση.
Αυτά σκεφτόταν ο μοναχικός
γέρος λίγο πριν πεθάνει, όταν ξαφνικά του έρχεται μια αναλαμπή και ταράζεται,
ένα ξεχασμένο όνειρο ή μια παλιά ανάμνηση, δεν μπορεί να θυμηθεί, μα δεν έχει
και μεγάλη σημασία. Λίγο πριν τη μεγάλη βδομάδα, έχει βγει για περπάτημα. Ρίχνει
απριλιάτικη ψιλή βροχή. Κοντά στις γραμμές του τρένου, ο μαύρος μεγαλόσωμος
σκύλος έχε πιάσει τον κόκορα απ’ τη φτερούγα και τον τινάζει με λύσσα στο
τσιμέντο. Λίγο παραπέρα ένα άλλο σκυλί κόβει βόλτες και αλυχτάει, περιμένει τη
σειρά του. Κάποια στιγμή το άτυχο πουλί κοιτάζει απελπισμένο προς το μέρος του.
Το μάτι του είναι καθαρό, γυαλιστερό, ζει ακόμα. Ο σκύλος συνεχίζει να του
ρίχνει δαγκωματιές στο ψαχνό, είναι αγριεμένος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για
να βοηθήσει, φοβάται, τρέμει μην ορμήσουν και σε κείνο. Απ’ την άλλη, δεν θέλει
να επέμβει στις διαδικασίες της φύσης, απλά παρατηρεί. Ο κόκορας ήταν απρόσεχτος,
λάλησε για τελευταία φορά, είπε το κικιρίκου, ξεμάκρυνε απ’ το κοτέτσι (εκεί
μέσα ήταν βασιλιάς και μονοκράτορας) και την πάτησε. Φεύγει, συνεχίζει τη βόλτα
του. Μετά από λίγο, επιστρέφοντας, ξαναπερνά απ’ το ίδιο σημείο του άγριου φονικού.
Βρέχει ακόμα. Ο κόκορας είναι πεσμένος στο δρόμο, παρατημένος μέσα σε μια μικρή
λιμνούλα, τσουρομαδημένος και ακίνητος, με το μάτι θολό να τον κοιτάζει. Δεν
τρέχουν αίματα από πάνω του, μα είναι φανερό, έχει ψοφήσει, το μαρτύριό του
έχει τελειώσει. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ήταν ο προορισμός του, να φαγωθεί, αν και
όχι τόσο βίαια, με τόση αγωνία.
Μα πλέον τίποτα δεν έχει σημασία.
Ο γέρος πέθανε, σταμάτησε να αναπνέει, το παραμύθι τελείωσε. Τότε η νοσοκόμα
έβαλε τα κλάματα. Στο σαλόνι οι συγγενείς κι οι φίλοι ξέσπασαν σε
χειροκροτήματα και άγριους πανηγυρισμούς. Παραέξω κανείς δεν νοιάστηκε, η ζωή
συνέχισε να κυλάει μέσα στην κανονικότητά της και η γη να περιστρέφεται γύρω
από τον ήλιο. Σίγουρα, η κηδεία του δεν θα γινόταν με δημόσια δαπάνη, ούτε θα
μάζευε πολλά στεφάνια. Μόνο το τυφλό γατάκι, από ευγνωμοσύνη, συνέχισε να
γουργουρίζει και να ζεσταίνει το παγωμένο στήθος του σωτήρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου