Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

ΜΙΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΛΙΑ

Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι βαριά άρρωστος, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος έχει γίνει μια σταλιά, γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα. Είμαι ξαπλωμένος δίπλα του και τον παρατηρώ. Κάθε μέρα που περνά, λιώνει όλο και περισσότερο, στο τέλος θα εξαϋλωθεί και θα γίνει χρυσόσκονη. Σφίγγω την καρδιά μου και κάνω υπομονή. Δεν μπορώ να τον βοηθήσω, ούτε και να τον θανατώσω, δεν έχω το δικαίωμα. Τουλάχιστον, δεν πονάει, έτσι φαίνεται, είναι ήρεμος, πεσμένος την περισσότερη ώρα σε λήθαργο. Είναι γερός οργανισμός, γι’ αυτό ταλαιπωριέται, δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα, γαντζωμένος από τη ζωή.

Κι όμως, για δέκα χρόνια μεσουράνησε και θριάμβευσε. Ήταν ο αρχηγός της γειτονιάς, το κυρίαρχο αρσενικό, νευρικό, δυνατό και θαρραλέο. Κανένας άλλος δεν μπορούσε  να παραβγεί μαζί του, να τον αντιμετωπίσει. Και όλα τα θηλυκά, όταν έρχονταν σε οίστρο, πρώτα μ’ αυτόν προτιμούσαν να ζευγαρώσουν. Γιατί επιπλέον ήταν ρομαντική και τρυφερή ύπαρξη, τις αγαπούσε τις γατούλες και τις φρόντιζε. Όλη η περιοχή έχει γεμίσει με τα παιδιά του, έστω και μούλικα, δεν έχει σημασία. Είναι γενάρχης και πατριάρχης. Κι εγώ, ο άστεγος σκύλος του δρόμου, ένας αδέσποτος κυνικός, περήφανος για τον γιο μου, κανακάρη και καμάρι μου.

Μετά από κείνη την ξέφρενη πεπρωμένη νύχτα, ο καφετζής μού χάρισε τον μπαγλαμά του. Για να παρηγοριέμαι, είπε, να ξεχνάω για λίγο τον πόνο μου. Εκείνος δεν τον χρειαζόταν, δεν μπορούσε να τον χειριστεί εύκολα, η χερούκλα του δεν χωρούσε μέσα στα τάστα. Όποτε ερχόταν στα μεράκια, είχε το τζουρομπούζουκο για να ξεχαρμανιάζει και να ξαλαφρώνει. Το δώρο του ήταν απρόσμενο, χάρηκα πολύ και τον ευχαρίστησα. Έκανα σαν μικρό παιδί. Τον καθάρισα, τον σένιαρα, του άλλαξα χορδές και άρχισα τις πρόβες. Το αυτί του μπόμπου αναθάρρησε, κάπως κουνήθηκε, μα τίποτα περισσότερο. Κι όμως, ήταν φιλόμουσος. Άκουγε κι έβγαζε κάποια ξεψυχισμένα γουργουρητά. Του άρεσε, ίσως να τον ηρεμούσε. Ήταν ο πρώτος θαυμαστής και οπαδός μου.

 Τις επόμενες μέρες δεν άφησα το όργανο απ’ τα χέρια μου, θυμήθηκα όλα τα παλιά τραγούδια της νιότης μου. Τον γρατζούναγα συνέχεια, στα σιγανά, όχι βέβαια σε ώρες κοινής ησυχίας, δεν ήθελα να ενοχλώ τους φιλήσυχους γειτόνους μου. Η βελτίωσή μου ήταν ραγδαία. Όταν δεν είχε δουλειά, ο καφετζής έβγαινε έξω, καθόταν στην καρέκλα, κάπνιζε και άκουγε χαμογελώντας τις προόδους μου. Δεν έπαιζα μόνο για το κέφι μου. Στο μυαλό μου είχαν μπει περίεργες επιχειρηματικές ιδέες, κερδοφόρα σχέδια. Δεν κρατιόμουν.

Μετά από λίγες μέρες βρισκόμουν στον πεζόδρομο μαζί με το σπιθαμιαίο ζητιανόξυλο κι έδινα ρεσιτάλ. Ήμουν πρωτόβγαλτος στο πάλκο του δρόμου και είχα λίγο άγχος, ευτυχώς δεν περνούσε πολύς κόσμος. Σπάνια κάποιος να σκύψει και να μου ρίξει κάνα κέρμα. Χαμογελούσα και τον ευχαριστούσα με τα μάτια. Μα οι περισσότεροι προσπερνούσαν αδιάφοροι. Ξαφνικά, λίγο παρακάτω, άκουσα ήχο από ακορντεόν, κάποιος συνάδελφος έπαιζε ένα ρομαντικό βαλσάκι. Αυτό λέγεται αθέμιτος ανταγωνισμός, σκέφτηκα. Παρ’ όλη την απόσταση, το όργανό του ακουγόταν πιο δυνατά και καπέλωνε το δικό μου. Απ’ την άλλη, ο καλλιτέχνης σίγουρα βρισκόταν στο πόστο του πριν από μένα, εγώ ήμουν ο νεοφώτιστος της υπόθεσης, δεν μπορούσα να του ζητήσω και τα ρέστα. Τότε μου κατέβηκε μια φαεινή ιδέα. Πήρα το οργανάκι μου παραμάσκαλα και τράβηξα προς το μέρος του.

Έπαιζε πολύ ωραία, αισθαντικά, ήταν πραγματικός βιρτουόζος. Αν και τραγουδούσε λίγο φάλτσα, ασήμαντη λεπτομέρεια. Όταν τέλειωσε το κομμάτι συστηθήκαμε. Καταγόταν από μια βόρεια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, με κλασικές σπουδές στη μουσική, μα η ανάγκη τον έσπρωξε να βγει στο κλαρί. Δεν είχε παράπονο. Το μεροκάματο έβγαινε και με το παραπάνω. Είχε πολλά χρόνια στη χώρα μας και του άρεσε, ο ήλιος, οι άνθρωποι, είχε μάθει καλά και τη γλώσσα για να συνεννοείται. Στην πατρίδα του δεν ξαναγύρισε, εκεί πλέον δεν τον περίμενε κανείς, μα ούτε κι εδώ. Δίπλα του είχε για παρέα ένα σκυλάκι που καμιά φορά του έκανε σιγόντο γαβγίζοντας, ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μου είπε γελώντας. Φαινόταν καλός άνθρωπος.

Του πρότεινα να δουλέψουμε μαζί και τα κέρδη στη μέση, δίκαιη μοιρασιά, ας έπαιρνε και τα περισσότερα, ως πιο έμπειρος και καταρτισμένος, δεν με ένοιαζε. Βλέπεις, εγώ δεν ήμουν του ωδείου. Αρνήθηκε. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα μαζί μου, μα προτιμούσε να δουλεύει μόνος, είπε. Έτσι κι αλλιώς, ο πεζόδρομος είναι μακρύς και μεγάλος, όλοι οι καλοί χωράνε, για όλους έχει ψωμί, συμπλήρωσε τον λόγο του. Με είχε πείσει. Χαιρετηθήκαμε, έβαλα την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και επέστρεψα στο πόστο μου. Το σκυλάκι του μου γρύλισε εχθρικά. Μάλλον, δεν με είχε συμπαθήσει.

Δεν έπαιζα στο δρόμο κάθε μέρα ούτε για πολύ ώρα, κάνα δίωρο μόνο, τα απογεύματα που ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά, και τραγουδούσα σιγανά για να μην ζορίζω τα σακατεμένα μου πνευμόνια. Δεν έβγαζα πολλά, ο ανταγωνιστής μου παρακάτω έπαιρνε την μερίδα του λέοντος, μα δεν με πείραζε. Έτσι κι αλλιώς, είχε μεγαλύτερη ανάγκη από μένα κι ένα στόμα παραπάνω να θρέψει, το σκυλάκι του, ενώ ο μπόμπος μου πλέον δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα του. Είχα συμβιβαστεί με την ιδέα και έπαιζα για το κέφι μου, ως συνεχιστής της λαϊκής μας παράδοσης, ας πούμε, το καθήκον μου ήταν ιερό. Τελευταία, είχα γίνει μεγάλος ιδεαλιστής, τέτοια κατάντια, φοβόμουνα μην την ψωνίσω άσχημα στο τέλος.

Μερικές φορές σταματούσε καμιά παρέα νεαρών και άκουγε με προσοχή. Αυτό με ευχαριστούσε πολύ, κι ας μην μου ‘ριχναν ούτε ένα δίφραγκο, κι ας μην είχα κάνει σεφτέ όλο το απόγευμα, που να τους περισσεύουν. Και μόνο που έβλεπα τα όμορφα νιάτα να μου χαμογελούν, το ηθικό μου ανέβαινε ψηλά, έφτανε στα αστέρια και τη σελήνη, πετούσα στους πέντε ουρανούς, γέμιζε η ψυχή μου από αγαλλίαση και το βράδυ επέστρεφα στη γωνιά μου ξαλαφρωμένος και ανακουφισμένος. Μέχρι και τον άρρωστο γάτο μου ξέχναγα, το μαρτύριο της ψυχής μου.

***

Ένα απόγευμα, είχε ήδη σουρουπώσει για τα καλά, σταμάτησαν μπροστά μου δυο ψιλόλιχνες σκιές. Δεν έβλεπα ποιοι ήταν, είχα τελείως απορροφηθεί από το μελαγχολικό μου τραγούδι, βρισκόμουν αλλού. Μιλούσε για έναν απεγνωσμένο έρωτα, για το γλυκόπικρο όρπετο που τον είχε δαγκώσει για τα καλά και τώρα εκείνος γυρνούσε απογοητευμένος και μόνος, λίγο πριν το χάραμα περνούσε απ’ τα παλιά τους στέκια και θυμόταν  τις όμορφες στιγμές με την αγαπημένη του, μα και το φιλί της που όμως ποτέ δεν είχε χορτάσει. Όταν τέλειωσε το μελωδικό άσμα σήκωσα το κεφάλι μου, άνοιξα τα μάτια και επέστρεψα στο άθλιο παρόν.

Ξαφνιάστηκα, τα ‘χασα εντελώς, μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μου στέκονταν η αδερφή μου με τον άντρα της. Η μπουμπού, έτσι τη φωνάζαμε παλιά, όταν ήμασταν μικρά. Είχα δέκα χρόνια να τους δω, από τότε που έφυγα απ’ το σπίτι. Με χαιρέτησαν κάπως αμήχανα, η κατάσταση ήταν λιγάκι άβολη. Προσπάθησαν να μου χαμογελάσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Με ρώτησαν τι κάνω, πώς είμαι, πώς τα περνάω, τυπικές κουβέντες που φανέρωναν ελάχιστο πραγματικό ενδιαφέρον. Καλά, τους είπα μονολεκτικά και παρέμεινα απέναντί τους ψυχρός, βλοσυρός και απόμακρος, δηλαδή ελάχιστα ευγενικός, δεν μου έβγαινε, ούτε μπορούσα να προσποιηθώ πια, δεν υπήρχε και λόγος. Πλέον, δεν χάριζα κάστανα σε κανέναν από δαύτους.

Ο πατέρας είναι στα τελευταία του, είπε εκείνη, φανερά συγκινημένη. Πριν μια βδομάδα έπαθε βαρύ εγκεφαλικό. Μέσα στο παραμιλητό του σε ζητάει, όλο το όνομά σου βγαίνει απ’ τα χείλη του. Η μαμά είναι συνέχεια στο πλευρό του, έχει έρθει και ο μεγάλος απ’ την πρωτεύουσα, και άλλοι συγγενείς και φίλοι πηγαινοέρχονται, το σπίτι μας έχει καταντήσει κέντρο διερχομένων. Ήθελε να πάω κι εγώ να τον δω, έστω για τελευταία φορά, να του πω μια καλή κουβέντα, συμφιλιωθούμε, να φύγει ήρεμος, ξαλαφρωμένος και αναπαυμένος. Πλέον, δεν είχε νόημα να μην μιλάτε. Θα σε αναγνωρίσει, έχει κάποιες εκλάμψεις, υπάρχουν στιγμές που καταλαβαίνει, αν και την περισσότερη ώρα βρίσκεται σε λήθαργο. Μα τη δικιά σου φωνή σίγουρα θα την καταλάβει.

Καλά, θα δω τι θα κάνω, είπα. Δεν ήθελα να τους κακοκαρδίσω. Μαζί τους δεν είχα κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Τότε, όταν έγιναν τα συνταρακτικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου, είχαν κρατήσει ουδέτερη στάση, τουλάχιστον δεν υπήρξαν εχθρικοί απέναντί μου, κι αυτό το εκτίμησα. Ειδικά ο γαμπρός μου, ήταν καλός άνθρωπος και οικογενειάρχης, λογιστής στο επάγγελμα, πάντα σοβαρός, μετρημένος και συγκρατημένος. Με ευχαρίστησαν, μου έδωσαν κάποια χαρτονομίσματα για τη μουσική μου κι έφυγαν. Τα έβαλα στην τσέπη με μισή καρδιά, για να μην τους προσβάλλω.

Ήθελαν, λοιπόν, να του δώσω συγχώρεση σαν να ήμουν ο πάπας. Μα πρώτα να μπω ξανά μέσα στο λάκκο των λεόντων. Όχι πως τους φοβόμουν, απλά μου προκαλούσαν αηδία. Μετά από τόσα χρόνια, θα ήμουν αναγκασμένος να ξαναδώ μαζεμένο όλο το σκυλολόι, και περισσότερο τον μεγάλο, να με κοιτάζουν βλοσυρά και υποτιμητικά, να θυμούνται και να σκαλίζουν τα παλιά, να κρυφογελούν για το δήθεν χάλι μου και το ρεζιλίκι μου, να χαίρονται για την κατάντια μου, να αποφαίνονται σοφά ότι αυτό που έπαθα μου άξιζε, από μικρός φαινόμουν ότι εκεί θα καταλήξω, πεταμένος στο δρόμο, έστω και αυτοθέλητα, για αυτούς δεν είχε σημασία, μετρούσε μόνο το αποτέλεσμα, ότι δεν είχα ούτε παρόν ούτε μέλλον, ένα χαμένο κορμί ήμουν και τίποτα παραπάνω. Σίγουρα, θα με θεωρούσαν κακομοίρη και δυστυχισμένο και θα χαιρόντουσαν. Πού να ‘ξεραν οι έρμοι.

Και ο μεγάλος μου αδερφός να είναι έτοιμος να με πιάσει απ’ το λαιμό και να με καρυδώσει. Και μόνο η μάνα, βουβή και απελπισμένη, θα με έσφιγγε μετά από τόσα χρόνια στην αγκαλιά της. Ίσως. Γιατί αν ήθελε μπορούσε να έρθει να με βρει, τι φοβόταν; Ή μήπως δεν ήξερε τι κάνω και που βρίσκομαι; Κάποιος καλοθελητής θα τους είχε σφυρίξει την νέα μου διεύθυνση. Ίσως, πάλι, να μην την άφησαν οι αφέντες του σπιτιού. Ανέκαθεν, δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες. Ήταν μια αδύναμη και άβουλη γυναικούλα που τους υπηρετούσα υπομονετικά και αγόγγυστα. Μα το ήξερα, με αγαπούσε πολύ. Κανείς τους δεν ήρθε, και καλύτερα, γιατί θα ‘παιρνα ανάποδες και δεν ξέρω τι μπορούσα να κάνω. Και αν σήμερα συγκρατήθηκα, ήταν λόγω της περίστασης, ήδη πενθούν τον αφέντη. Εδώ και χρόνια, δεν ήμουν πλέον το βολικό και υπάκουο παιδάκι που γνώριζαν κάποτε, που δεν τους έλεγε όχι σε τίποτα, δεν τους χάλαγε κανένα χατίρι  και όλοι το είχαν του κλότσου και του μπάτσου. Μα δεν πειράζει, τους έχω όλους συγχωρέσει, δεν κρατάω κακία σε κανέναν, ούτε τους αδικώ. Κι αυτοί έκαναν ότι μπορούσαν, όπως όλοι μας. Μόνο με τον μεγάλο κάποια στιγμή πρέπει να λογαριαστώ. Έχω ακόμη κάποια απωθημένα, μα θα ‘ρθει η ώρα και για κείνον. Δεν θα μου τη γλυτώσει. Όλα εδώ πληρώνονται, είναι νόμος.

Δεν πήγα να τον δω, να του δώσω άφεση αμαρτιών. Ούτε και στην κηδεία του, μετά από λίγες μέρες, για να τον ασπαστώ και να τον νεκροφιλήσω. Από την εφημερίδα το έμαθα, ο καφετζής μου έδειξε την αναγγελία του θανάτου του στην προτελευταία σελίδα. Στα τέκνα είχαν γράψει και το όνομά μου, καλοσύνη τους, έστω και για μπούγιο. Μόνο που εκείνο το βράδυ κουλουριάστηκα δίπλα στον γάτο μου και έκλαψα πολύ για όλα τα χαμένα χρόνια της ζωής μου, για ολόκληρο το πεθαμένο μου παρελθόν. Μετά από ένα μήνα τον ακολούθησε και η μαμά, από τον καημό της, είπαν. Δεν περίμενα ότι τον αγαπούσε τόσο πολύ. Πάνε λοιπόν τα γερόντια, τέλος εποχής. Ούτε και σ’ αυτήν πήγα. Το στομάχι μου έγινε κόμπος, μα δεν είχα άλλα δάκρυα να χύσω, είχαν τελειώσει, στέρεψα απότομα. Όμως, κράτησα σαράντα μέρες πένθος και για τους δύο, σύμφωνα με την παράδοση και τα έθιμα του τόπου μας, φύλαξα τον μπαγλαμά στη θήκη του και δεν ξανάπαιξα μουσική στον πεζόδρομο, κοντά στον ακορντεονίστα με τη φάλτσα φωνή και το νευρικό σκυλάκι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου