Κοντεύει μήνας που ο μπόμπος
πεθαίνει. Είναι βαριά άρρωστος, μα πάντα ελπίζω σε ένα θαύμα, ο θεός είναι
μεγάλος. Σήμερα είναι λίγο καλύτερα. Το πρωί άνοιξε τα όμορφα κιτρινοπράσινα
ματάκια του και μου χαμογέλασε. Ύστερα, νιαούρισε σιγανά και ανακλαδίστηκε. Του
χάιδεψα απαλά τη μουσούδα. Πεινάω, είπε, με τον τρόπο του. Ευτυχώς, μετά από λίγο
κατέφθασε από δίπλα η άμεση βοήθεια, ο καφετζής με ένα μπολ γεμάτο γάλα, του
έριξα μέσα για παπάρα και κάμποσες κροκέτες, το ήπιε μονορούφι και πήρε
δυνάμεις, το έγλυψε όλο, μέχρι τον πάτο. Μετά από τόσες μέρες νηστείας, ακινησίας
και λήθαργου, τον είδα να απομακρύνεται αργά για μια βόλτα στη γειτονιά, να ξεμουδιάσει
λιγάκι. Χάρηκα. Ίσως να ξανάβρισκε τον παλιό καλό του εαυτό, αν και έχει
αδυνατήσει πολύ, μόνο τα κόκαλα του έχουν μείνει, σαν λείψανο έχει γίνει. Καλύτερα
τον βλέπω, αποφάνθηκε ο φίλος μου, για να μου δώσει κουράγιο, παρ’ όλο που δεν
είναι κτηνίατρος. Θα το δεις, θα γίνει καλά, θα την σκαπουλάρει, είπε. Έτρεφα
κι εγώ πολλές ελπίδες ακόμα. Ο γάτος μου είναι γερό σκαρί, δεν παραδίδει εύκολα
τα όπλα. Για καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο τα πάει μια χαρά. Την παλεύει. Όπως
κι εγώ.
Τέτοια εποχή, θυμάμαι, ώριμο
αρσενικό πια, κυνηγούσε τα θηλυκά της περιοχής, τα προσκαλούσε ερωτικά με την
τρομακτική του φωνή και τσακωνόταν άγρια με τους άλλους αγαπητικούς, ήταν
σκληροί ανταγωνιστές και γίνονταν ομηρικές μονομαχίες. Έμπλεκε συνέχεια σε
καβγάδες, επέστρεφε γδαρμένος και καταματωμένος, μα περήφανος που έκανε το
καθήκον του. Ήταν μεγάλος πολεμιστής. Μα όποτε ερχόταν σοβαρά λαβωμένος από
κάποια άγρια δαγκωματιά στο πόδι ή στο λαιμό, λούφαζε περίλυπος στο καλάθι του,
γλύφοντας τις πληγές του. Κι εγώ από πάνω του τον φρόντιζα και τον παρηγορούσα.
Ευτυχώς, γρήγορα, μετά από λίγες μέρες, οι πληγές επουλώνονταν, γινόταν και
πάλι καλά και τραβούσε για νέες περιπέτειες και ερωτοδουλειές στα πέριξ, κάθε
φορά πιο προσεκτικός και καχύποπτος. Τα παθήματα γινόντουσαν μαθήματα. Δυστυχώς,
όλα αυτά αποτελούσαν μακρινό παρελθόν, προτού αρρωστήσει. Μα σήμερα η μέρα είχε
ξεκινήσει υπέροχα, προοιωνίζοντας μια ιαματική χειμωνιάτικη λιακάδα. Είχε
φτιάξει η διάθεσή μου για τα καλά. Αν και έπρεπε να πεταχτώ μέχρι το φαρμακείο απέναντι.
Πάλι μου είχαν τελειώσει οι εισπνοές. Τελευταία κάνω πολλές. Πλέον, ζω
κυριολεκτικά με σφιγμένα τα δόντια και κομμένη την ανάσα.
Έχει πάει μεσημέρι. Είμαι
ακόμα ξαπλωμένος στο πλάι και κοιτάζω τον τοίχο της πολυκατοικίας και το άδειο
καλάθι του γάτου, ακόμα δεν έχει γυρίσει απ’ τη βόλτα του. Δεν το παίρνω
απόφαση να σηκωθώ απ’ τη φωλιά μου, τεμπελιάζω αναιδώς. Μια μύγα πάνω απ’ το
κεφάλι μου με γαργαλάει, είναι πολύ ενοχλητική και αποφασίζω να την λακτίσω. Με
μια απότομη κίνηση του χεριού προσπαθώ να την διώξω, μα η αθεόφοβη αποφεύγει τη
σφαλιάρα και επιμένει να με πιλατεύει. Ξαφνικά γεννιούνται άσχημες σκέψεις μέσα
στο κεφάλι μου, επιστρέφουν απρόσκλητα οδυνηρές αναμνήσεις, απ’ τη μια στιγμή
στην άλλη χαλάει η διάθεσή μου, χάνεται η ευτυχία της στιγμής. Τώρα, είμαι
αναγκασμένος να το εξομολογηθώ δημόσια, να μου φύγει ένα μεγάλο βάρος. Όταν ήμουν
μικρός μου άρεσε να τις κυνηγάω με μανία και να τις σκοτώνω, όπως άλλα σκατόπαιδα
της ηλικίας μου έκαιγαν μυρμήγκια ή βασάνιζαν γάτες. Οι καημένες οι μυγούλες τότε
δεν με ενοχλούσαν, δεν έφταιγαν σε τίποτα, το έκανα για πλάκα, σαν παιχνίδι. Εκ
των υστέρων, ένιωσα τύψεις. Όταν κατάλαβα πως και κείνες είναι πλάσματα της
φύσης που απλά θέλουν να υπάρξουν. Ας είναι και γριές, χοντρές, αργοκίνητες, ίσα που
καταφέρνουν να πετάξουν με πολύ κόπο και προσπάθεια, του θανατά. Πλησίαζα
προσεκτικά τις παλάμες μου, τις έλιωνα και ένιωθα μεγάλη χαρά, πανηγύριζα
τρισευτυχισμένος. Ήμουν άθλιος, ακόμα ντρέπομαι, όπως και για πολλά άλλα.
Τουλάχιστον, αν ήταν τίποτα αιμοβόρα και διψομανή κουνούπια θα είχα μια
δικαιολογία. Όμως, εκείνες δεν με είχαν πειράξει σε τίποτα, δεν μου είχαν βλάψει
στο παραμικρό. Τώρα με εκδικούνται,
στριφογυρίζοντας και βουίζοντας εκνευριστικά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Για τους
αδικοχαμένους προγόνους τους. Επειδή κάποτε ήμουν ο υπαίτιος μιας αισχρής και
θρασύδειλης γενοκτονίας. Ακόμα κι αν έχω αλλάξει κι έχω γίνει λίγο καλύτερος,
οι συνέπειες των αποτρόπαιων πράξεων του παρελθόντος με ακολουθούν και με
τυραννούν. Σε τούτη τη παλιοζωή δεν υπάρχει λησμονιά και άφεση αμαρτιών, τίποτα
δεν ξεχνιέται.
Μπόμπο, εδώ λοιπόν έχεις
λουφάξει και κρύβεσαι, επιτέλους σε βρίσκω. Ξαφνιάστηκα. Δεν είδα ποιος μου
μιλούσε, μα κατάλαβα αμέσως. Η φωνή ήταν βροντερή, αυστηρή και σαρκαστική, όπως
πάντα, ας είχα να την ακούσω χρόνια, από τότε που έφυγα απ’ το σπίτι. Με
διαπέρασε σύγκρυο, άρχισα να τρέμω. Ένιωσα ξανά ένα μικρό και ανυπεράσπιστο
παιδάκι, ολομόναχο, πεταμένο μέσα στον μάταιο τούτο κόσμο. Έκλεισα τα μάτια και
κουλουριάστηκα όσο πιο πολύ μπορούσα, έγινα κουβάρι. Ακόμα τον φοβόμουν, αν και
δεν θα ‘πρεπε. Πλέον, ούτε ανάγκη τον είχα, ούτε δανεικά του χρώσταγα, ούτε για
κάποια άλλη σοβαρή υποχρέωση. Είχα κλείσει τους λογαριασμούς μου μαζί του. Θα
ήθελα πολύ να είναι ένα κακό όνειρο, όπως οι εφιάλτες που βλέπω συχνά, εδώ,
στον πεζόδρομο της πλατείας να με κυνηγά μαζί με άλλους μαυροντυμένους ένστολους,
ανθρώπους του νόμου και της τάξης, κι εγώ να τρυπώνω δίπλα, μέσα στο καφενείο
του φίλου μου για να σωθώ και άλλες φορές να κολλάω, να μην μπορώ να κουνηθώ
απ’ τη θέση μου, να παθαίνω μόρα, που λέγανε και οι παλιοί, και λίγο πριν με
γραπώσει ο δήμιος να φωνάζω και να ξυπνάω
ουρλιάζοντας μέσα στη νύχτα. Αυτή τη στιγμή, θα το προτιμούσα, ακόμα κι αν
ξύπναγα κατουρημένος, όπως τότε, πολύ παλιά. Όμως, δεν ήταν όνειρο, αλλά η
σκληρή πραγματικότητα που έπρεπε να αντιμετωπίσω κατάματα, το άγριο παρελθόν
που πάντα επιστρέφει, μαζί με τα φαντάσματα. Μπόμπο, μην κάνεις τον κοιμισμένο,
σήκω πάνω. Η διαταγή του δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, έπρεπε αμέσως να εκτελεστεί,
χωρίς αναβολή. Έτσι είχε μάθει μια ζωή, ο γαμιόλης.
Ήταν ο μεγάλος μου αδερφός.
Τέως, πρώην και ξεγραμμένος δια παντός απ’ τα τεφτέρια μου. Εδώ και τόσα χρόνια
δεν είχαμε καμία σχέση και επαφή, όπως και με τα υπόλοιπα μέλη της ευυπόληπτης
και άγιας οικογένειας, της συμμορίας των αγριόσκυλων, που τους άξιζε γερή φόλα.
Μέχρι και το επώνυμό μου άλλαξα για να μην τους προσβάλλω, αλλά και να τους
ξεφορτωθώ από πάνω μου δια παντός, οριστικά και αμετάκλητα. Δεν ήθελα να ‘χω
τίποτα δικό τους, μόνο την ησυχία μου. Και κείνοι με αποκλήρωσαν, με ξέχασαν
και μ’ άφησαν να τραβήξω τον δρόμο μου. Η
ιδιοκτησία είναι κλοπή, η δουλειά άγρια εκμετάλλευση και ανηθικότητα, μα
εκείνοι ήταν χειρότεροι, ληστές και βιαστές, μου άρπαξαν με το ζόρι την
αθωότητα, με ευνούχισαν. Τις τελευταίες μέρες δεν ξέρω τι τους έπιασε και με
ξαναθυμήθηκαν. Πρώτα η αδερφή μου με τον άντρα της, τώρα εκείνος. Ώρα είναι να
μου κουβαληθούν ανίψια, ξαδέρφια, θειάδες και τα ρέστα, φίλοι και γνωστοί μιας
άλλης μακρινής εποχής, καμιά όρεξη δεν είχα να απολογούμαι στον κάθε κερατά.
Ποιος ξέρει. Ίσως, μετά τον
θάνατο των γέρων να τους έπιασε η ευσπλαχνία και το νοιάξιμο για τον
παραπεταμένο τους αδερφό, το μαύρο πρόβατο της φαμίλιας, να δουν αν ζει ή αν
πέθανε, σε τι κατάσταση βρίσκεται, πώς βγάζει πέρα τη ζωούλα μου, έστω και από
απλή περιέργεια, να ‘χουν θέμα για κουτσομπολιό στις μαζώξεις και τις
συνεστιάσεις τους. Ίσως πάλι να έγιναν λίγο πιο άνθρωποι. Αν και δεν το νομίζω,
μα μη βιάζομαι να τους κρίνω και τους αδικήσω. Κι όμως, το ύφος του μεγάλου
αδερφού μαρτυρούσε ότι είχε παραμείνει το ίδιο σκατάς όπως παλιά, καθόλου δεν είχε
αλλάξει, καθόλου δεν είχε βελτιωθεί. Μπορεί πάλι να μου έκανε πλάκα για να δει
πώς θα αντιδράσω, να γελάσω ή να βάλω τα κλάματα. Κι όμως, δεν ήταν ποτέ
καλαμπουρτζής, δεν έσκαγε χαμόγελο το χειλάκι του, μια ζωή ρούτζας, σαν να του
είχαν σκοτώσει την μάνα. Και πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα. Δεν θα ‘πρεπε, από
όσο ήξερα, όλα του πήγαιναν δεξιά, δεν είχε σοβαρά προβλήματα, τουλάχιστον έτσι
φαινόταν. Ίσως, μόνο με τον εαυτό του.
Εγώ λοιπόν ήμουν ο μπόμπος,
ο μικρότερος αδερφός ενός ανώτατου αξιωματικού καριέρας, που υπηρετούσε στον
ένδοξο και πάντα ετοιμοπόλεμο στρατό ξηράς. Με φώναζε και αυτιάγκουρα και
κοντοπίθαρο και σαμιαμίδι και γυμνοσάλιαγκα και άλλα κοσμητικά παρατσούκλια,
ανάλογα με τη διάθεση και την έμπνευση της στιγμής, μα αυτό ήταν το πιο
συνηθισμένο, αυτό που έβγαινε πιο εύκολα απ’ το μελιστάλακτο στοματάκι του.
Πλέον, πρέπει να είχε γίνει στρατηγός, τέτοιους συνήθως κάνουν, του χεριού
τους, πειθήνιους και υποτακτικούς, που χτυπάνε δυνατά την προσοχή και κάθονται
κλαρίνο στους ανωτέρους τους, και γαμάνε χωρίς σάλιο τους υφισταμένους τους, κι
όποιος αντέξει. Πώς και καταδέχτηκε να έρθει να με δει, αν και με άγριες
διαθέσεις, όπως έδειχναν τα πράγματα, όχι ως πράξη συμφιλίωσης, δεν υπήρχε
καμία περίπτωση να τα βρούμε οι δυο μας, να ξεχαστούν τα περασμένα, να γίνουν
νερό κι αλάτι. Μια ζωή έτσι με φώναζε, μπόμπο, υποτιμητικά και μειωτικά, και συνεχίζει
το ίδιο τροπάρι, ακόμη και τώρα, που έγινα κοτζάμ άντρας, που λέει ο λόγος, που
άσπρισαν οι τρίχες της κεφαλής και της ψωλής μου.
Από τότε που θυμάμαι τον
εαυτό μου, νιάνιαρο ακόμη, με είχε του κλότσου και του μπάτσου, δεινοπάθησα στα
χέρια του, κοιμόμασταν και στο ίδιο δωμάτιο. Τρία χρόνια μεγαλύτερος, μάλλον με
ζήλευε, μα ήταν και ο κωλοχαρακτήρας τους. Ανέκαθεν θρασύδειλος, έκανε τον
καμπόσο μόνο όπου τον έπαιρνε, στους άλλους λούφαζε σαν ψόφιος κοριός. Έτσι
έγινε αξιωματικός στο στρατό, μόνιμος, καριέρας, με γαλόνια, αστέρια και
παράσημα. Αυτή η δουλειά του πήγαινε γάντι. Για όσους δεν τον ήξεραν ήταν
άψογος και αυστηρών αρχών, και πάνω από όλα καλός οικογενειάρχης, βέβαια.
Παντρεύτηκε κι αυτός, έκανε και δυο κουτσούβελα, να τα χαίρεται. Τον μισούσα βαθιά
και ήθελα να τον εκδικηθώ, μα δεν μπορούσα, τον φοβόμουν, πιο πολύ κι απ’ τον
πατέρα μας. Τουλάχιστον προσπάθησα να ξεχάσω όσα πέρασα δίπλα του, μα κι αυτό
στάθηκε αδύνατον. Οι γονείς δεν με προστάτεψαν, όποτε με πιλάτευε, πάντα
έπαιρναν το μέρος του. Σήκω πάνω μπόμπο, εγώ σου μιλάω. Άκουγα ξανά την σκληρή
και ανελέητη φωνή του. Εμένα φώναζε, όχι τον γάτο μου. Ακόμα και σήμερα δεν
καταλαβαίνω γιατί έδωσα στο αθώο και άκακο πλάσμα αυτό το όνομα, αφού ήθελα να ξεχάσω. Ίσως πάλι
όχι. Σε κάποια προηγούμενη ζωή να ήμουνα αιλουροειδές, έστω και ημίαιμο, πάντως
όχι ανθρωπίδης του γένους χόμο. Με καμία δύναμη, αυτό το άρρωστο ζώο.
Ήταν δύσκολη μάχη, μου
φαινόταν βουνό, μα έπρεπε να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου και να διασώσω την
αξιοπρέπειά μου, δεν θα του έκανα τη χάρη να ξεφτιλιστώ μπροστά του. Το πήρα
απόφαση. Σηκώθηκα όρθιος και τον κοίταξα στα μάτια ήρεμα και σταθερά. Θέλει
κάτι ο κύριος; του αντιγύρισα με θάρρος και ψυχραιμία. Τα ‘χασε, ξαφνιάστηκε,
βουβάθηκε. Νόμιζε ότι θα αντίκριζε μπροστά του ένα κουρέλι όνομα και πράμα, ένα
ψοφίμι του δρόμου. Είδα τη φάτσα του να αλλάζει δέκα χρώματα και καταχάρηκα,
στο τέλος πάνιασε τελείως, έγινε κατακίτρινος, φοβήθηκα μη σωριαστεί κατάχαμα,
πάθει ξαφνικά καμιά συμφόρηση και τον χάσουμε, ήταν και σε κρίσιμη ηλικία.
Τουλάχιστον, φορούσε καθημερινά ρούχα κι όχι
την επίσημη λαμπρή στολή του για να γίνει δημόσιο θέαμα και περίγελως του κόσμου. Λέγε γρήγορα τι με θέλεις,
αλλιώς ξεκουμπίσου και φύγε από μπροστά μου. Είχα αγριέψει, του μιλούσα στη
γλώσσα που καταλάβαινε, δίχως ψευτοευγένειες και καθωσπρεπισμούς. Αντικρίζοντας
την αποκρουστική του φάτσα, μου ήρθαν στο νου όλα τα βασανιστήρια και οι
εξευτελισμοί του παρελθόντος και το χέρι μου μέσα στην τσέπη άρχιζε να χαϊδεύει
επικίνδυνα τον ακονισμένο σουγιά. Μα έπρεπε να συγκρατηθώ, με έτρωγε μέσα μου
το σαράκι της εκδίκησης, μα δεν ήθελα άλλους μπελάδες με αστυνομίες και
δικαστήρια. Ούτε το σάλιο μου δεν θα του χάριζα, ούτε μια πηχτή ροχάλα στα
μούτρα. Όμως, πλέον, δεν τον φοβόμουνα, αυτό διαπίστωσα με ικανοποίηση κι ήταν
το μόνο σίγουρο. Ο δρόμος με είχε σκληρύνει, δεν μάσαγα πια ούτε από θεούς ούτε
από δαίμονες ούτε από άλλους δυνάστες. Δεν μιλούσε κι η φάτσα του είχε γίνει
σαν κλαμένο μουνί, μου φαινόταν πολύ γελοία. Ξαφνικά έβαλα τα γέλια, τρανταχτά,
δυνατά και τρόμαξε ακόμα πιο πολύ, σίγουρα θα νόμιζε ότι τρελάθηκα.
Σοβάρεψα και πάλι απότομα.
Πες μου λοιπόν γιατί ήρθες να με βρεις, του ζητούσα ξανά το λόγο. Τελείωνε
γιατί έχω και δουλειές, άρχισα να τον δουλεύω ψιλό γαζί. Ίσως, να ήθελε να με
μαλώσει που δεν πήγα στην κηδεία των γονιών μας, ούτε και στο μνημόσυνο, έστω
και για τα μάτια του κόσμου, μα δεν θα μου έλεγε και δεν θα μάθαινα. Τίποτα,
για να δω τι κάνεις, πώς περνάς, είπε στο τέλος και με δυσκολία έβγαιναν οι
λέξεις απ’ το στόμα του. Μου ‘λεγε μαλακίες, είχε χάσει μονομιάς το θάρρος και
την όρεξή του και από ώρα σκεφτόταν πώς να την κοπανήσει από μπροστά μου. Δεν
ξέρω, μα ξαφνικά τον λυπήθηκα, ένιωσα βαθιά συμπόνια για τον μεγάλο μου αδερφό,
που θα ήθελα πολύ να τον θαυμάζω και να τον έχω για πρότυπο και στήριγμα, όχι
να τον μισώ και να θέλω το κακό του. Ίσως πλέον να αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα,
με τη δουλειά του, την οικογένειά του ή την υγεία του, ποιος ξέρει. Μεγάλωνε κι
αυτός, σκέβρωνε το κορμί, γινόταν πιο σκυφτός, λιγότερο αγέρωχος και
παρελάσιμος, είχε πάρει και κάμποσα κιλά και την κάτω βόλτα, έδειχνε
καταπτοημένος, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να κρύψει την παρακμή του. Μα το αίμα
νερό δεν γίνεται, σκέφτηκα και ράγισε η καρδιά μου. Μου ήρθε να πέσω στην
αγκαλιά του και να τον παρηγορήσω, να κλάψουμε μαζί για τις χαμένες μας ζωές
και τα χρόνια που πετάξαμε στα σκουπίδια, μα συγκρατήθηκα. Εδώ και χρόνια, είχα
πάρει τις οριστικές μου αποφάσεις, μακριά από όλους. Ας τραβούσε και πάλι ο
καθένας τη ζωή του. Δεν τους εμπιστευόμουν και δεν είχα καμιά όρεξη για
πισωγυρίσματα τώρα και στα τελευταία. Εντάξει, με είδες, σε είδα, καλά είμαστε,
τώρα σήκω φύγε, του είπα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου, με αναγουλιάζεις. Δεν
μου απάντησε, ούτε θύμωσε. Μόνο σκυφτός και ταπεινωμένος, σωστό ερείπιο, έκανε
μεταβολή και με μικρά ασταθή βήματα άρχισε να απομακρύνεται.
Δυστυχώς, ήταν άτυχος.
Μπορεί εγώ να του έδωσα άφεση αμαρτιών, όχι όμως και κάποιοι άλλοι πιο αυστηροί
και ακριβοδίκαιοι γείτονες. Φεύγοντας, συνάντησε μπροστά του τρεις κατάμαυρους
μεγαλόσωμους σκύλους, τρομακτικούς στην όψη,
που κανένας μπόγιας του δήμου δεν μπορούσε να τους κάνει ζάφτι και να
τους μαντρώσει στην κλούβα. Κι όμως, δεν ήταν μοβόροι, αλλά συνήθως φιλικοί και
πρόσχαροι, δεν ενοχλούσαν ούτε τους ανθρώπους ούτε τις γάτες της γειτονιάς,
ακόμα και με τον μπόμπο που είναι λίγο νευρικός είχαν πιάσει φιλίες, και τα βράδια τους τάιζαν με κόκαλα και αποφάγια
οι ταβέρνες και οι ψησταριές της πλατείας, την περνούσαν μπέικα. Τώρα, μεσημεριάτικα,
απλά έκαναν τη βόλτα τους και κατέβαιναν να αράξουν λίγο παρακάτω, στο
παραθαλάσσιο πάρκο. Όμως, ο μεγάλος μου αδερφός δεν τους ήξερε. Όταν τους
αντίκρισε κοκάλωσε, ήταν έτοιμος να τα κάνει πάνω του. Εκείνοι οσμίστηκαν τον
τρόμο του, τους φάνηκε ύποπτος, τον περικύκλωσαν και άρχισαν να γρυλίζουν
χορωδιακά. Μάλλον, είχαν άσχημες διαθέσεις. Μην τα φοβάσαι, είναι άκακα ζωάκια,
τον συμβούλεψε μια γριούλα, που εκείνη την ώρα περνούσε από δίπλα και χάιδεψε
στο κεφάλι το πιο μεγαλόσωμο, τον αρχηγό της συμμορίας. Μάταια όμως. Ο αδερφός
μου μάζεψε όσο θάρρος του είχε απομείνει και το ‘βαλε στα πόδια. Τον πήραν στο
κατόπι γαυγίζοντας και ξεσηκώνοντας όλη την περιοχή στο πόδι. Μπροστά έτρεχε
εκείνος και πίσω του οι τρεις σωματοφύλακες. Μάλιστα, ένας τον πρόλαβε και του
‘κοψε μια δαγκωματιά στον μηρό, ευτυχώς, σκίζοντας μόνο το παντελόνι, δεν του
πήρε ψαχνό να ‘χει μεγαλύτερα μπλεξίματα. Μα ούρλιαξε απ’ την τρομάρα του. Άρχισα
πάλι να γελάω με την ψυχή μου. Είχε σταθεί και ο καφετζής και χάζευε την όλη
φάση, είχαν σταματήσει και κάποιοι περαστικοί, είχαν βγει και κάποιοι στα
μπαλκόνια. Η γριούλα σταυροκοπιόταν. Κρίμα το παλληκάρι, μονολογούσε κάθε τόσο.
Έγινε ωραίο σκηνικό, είχε πλάκα, αναστατώθηκε όλη η πλατεία.
Τελικά, ο αδερφός μου φτηνά
τη γλύτωσε, μα δεν νομίζω να τον ξαναδούμε σύντομα από τα μέρη μας. Χάλασε και
το παντελόνι του, ξεφτίλα θα γυρίσει στο σπίτι του. Την πήρε την κρυάδα του και
ακόμα τρέχει. Από την άλλη, η συμμορία των σκύλων ανασυντάχθηκε, μπήκε στη
γραμμή και τράβηξε ξανά, γεμάτη καμάρι και περηφάνια, για τον τελικό προορισμό της, το παραλιακό
πάρκο και την μεγάλη μεσημεριανή ξάπλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου