Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ

Του άρεσε να σκοτώνει αδέσποτες γατούλες, και μάλιστα με ειδεχθή, βάναυσο τρόπο. Τις έπιανε απ’ τον σβέρκο, τις ακινητοποιούσε και τους έκοβε σύριζα το λαιμό, από την μια άκρη στην άλλη. Το πώς κατάφερνε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους και να τις πλησιάσει, αποτελούσε μυστήριο. Η μέθοδός του ήταν σταθερή, το σήμα κατατεθέν του, και πάντα στον τόπο του εγκλήματος άφηνε ένα χαρτάκι με τον αύξοντα αριθμό του θύματος. Για να μην χάνει τον λογαριασμό. Τουλάχιστον, ήταν καλός στην αριθμητική. Και είχε καλή μνήμη.

Ήταν μόλις είκοσι χρονών, όμορφο αγόρι, και δεν του φαινόταν ότι αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Μόλις το είχε σκάσει απ’ το ψυχιατρείο και κρυβόταν εδώ κι εκεί, έτρωγε ότι έβρισκε, ζούσε όπως τα αδέσποτα. Μα είχε ειδική αποστολή να εκτελέσει, άκουγε τη φωνή του ίδιου του θεού, δίχως παρεμβολές και παρερμηνείες από μεσάζοντες. Έπρεπε να απαλλάξει την πόλη από τις γάτες, πηγή αμαρτίας και αιτία της ηθικής της παρακμής, όπως στα χρόνια του μεσαίωνα που τις κυνηγούσε η ιερά εξέταση και οι πιστοί χριστιανοί. Ξαναμπαίναμε στην εποχή των δολοφόνων. Ο θεός διψούσε πολύ, ήθελε να γίνουν θυσίες στο όνομα της χάρης του, να επιβεβαιωθεί ξανά η δόξα του. Ζητούσε πάλι να πιει αίμα.

Προερχόταν από θεοσεβούμενη οικογένεια, είχε ανατραφεί με αυστηρές αρχές, διαβάζοντας μπόλικα εκκλησιαστικά και ιστορικά βιβλία για την θρησκεία του. Μάλιστα,  ο παντοδύναμος του είχε υποδείξει και τον τρόπο της σφαγής. Έπρεπε να γίνει μπροστάρης μιας νέας εκστρατείας κατά της διαφθοράς των ηθών, το παράδειγμά του να ακολουθήσουν και άλλοι, χιλιάδες και εκατομμύρια στρατιώτες του μεγαλοδύναμου, με τα μαχαίρια στο χέρι. Σίγουρα, θα γινόταν παράδειγμα προς μίμηση, αλλά και μετά θάνατον θα ανταμειβόταν με μια θέση στον παράδεισο, δίπλα στον πατέρα του και μεγάλο δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Γι’ αυτό και ήταν πολύ περήφανος για τις πράξεις του. Καμάρωνε.

Τον είχαν κλείσει στο ίδρυμα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν έσφαξε τους γονείς και τα αδέρφια του την ώρα που κοιμόντουσαν. Με τον ίδιο τρόπο, όπως τώρα εξολόθρευε τις γάτες. Στους ψυχολόγους και τους δικαστές δεν έκρυψε τίποτα, είπε όλη την αλήθεια. Εκτελούσε εντολές  μιας ανώτερης δύναμης, δεν εμφανιζόταν μπροστά του, μα κατά καιρούς άκουγε τη φωνή της κι έπαιρνε τα μηνύματά της. Η οικογένειά του ήταν ένοχη για πάμπολλα αμαρτήματα κι έπρεπε να τιμωρηθεί, του είχε πει και αυτός υπάκουσε δίχως αντιρρήσεις. Παρ’ όλο που εκείνον δεν τον είχανε βλάψει προσωπικά, απεναντίας, ήταν πολύ καλοί μαζί του, τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν πολύ. Μα έπρεπε να γίνει.

Δεν τον πήγαν στη φυλακή, μα δεν υπήρχε διαφορά, παντού υπήρχαν κάγκελα, ο εγκλεισμός ήταν ο ίδιος. Κρίθηκε πολύ επικίνδυνος και απομονώθηκε από τους υπόλοιπους ασθενείς. Με τη βία του χορηγούσαν τα φάρμακα για να βρίσκεται σε καταστολή. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας κοιμόταν. Παρ’ όλα αυτά, με τη βοήθεια του παντοδύναμου, κατάφερε να δραπετεύσει, έκανε χίλιες φορές τον σταυρό του και ήταν και πάλι έτοιμος να αναλάβει καινούργια αποστολή, ακόμα πιο σημαντική, με το ίδιο σθένος και αυταπάρνηση, ως πιστός στρατιώτης του θεού. Κάποια στιγμή ξανάκουσε την δυνατή αυστηρή φωνή μέσα στο κεφάλι του κι ένιωσε μεγάλη αγαλλίαση. Η ζωή του αποκτούσε και πάλι ένα νόημα, κάποιον σκοπό. Να υπηρετεί εκείνον. Όπως και τόσοι άλλοι δολοφόνοι. Εφόσον υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται, σκέφτηκε. Και ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα.

Όμως, δεν πέρασε πολύς καιρός και ένα πρωινό βρέθηκε δολοφονημένος με τον ίδιο τρόπο. Του είχαν κόψει σύριζα το λεμό, και δίπλα του ένα χαρτάκι που έγραφε το νούμερο εκατό. Ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν ένας άστεγος που παραδόθηκε οικειοθελώς στην αστυνομία. Αγαπούσα πολύ τις γάτες, τούτα τα αθώα πλάσματα, γι’ αυτό τον σκότωσα, είπε στις αρχές. Και ως παράδειγμα προς αποφυγή για τους επίδοξους μιμητές του. Απένειμα δικαιοσύνη. Όμως κρίμα, γιατί ήταν όμορφο αγόρι, αν και τα μυαλά του ήταν χαλασμένα, γι’ αυτό και προξενούσε το κακό. Από κείνη την μέρα δεν ξαναβρέθηκε σφαγμένη γάτα στην πόλη.  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου