Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΟΥΤΑΒΑΚΙ

Συχνά στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και παρατηρούσε τον εαυτό του. Ήταν ολοφάνερο, είχε αρχίσει να της μοιάζει. Έτσι γίνονταν πάλι δύο μέσα στο άδειο σπίτι. Μάλιστα καμιά φορά κουβέντιαζαν. Όπως κι όταν ερχόταν στα όνειρά του και γλύκαινε τον ύπνο του. Όμως, η πραγματική παρηγοριά ήταν οι αναμνήσεις του. Τώρα γερνούσε μόνος, μα δεν είχε παράπονο. Πέρασαν οι δυο τους μια όμορφη ζωή, πάνω από πενήντα χρόνια μαζί, αχώριστοι, δίχως ζηλοτυπίες και περισπασμούς από τρίτους. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά, μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, πήγαν στο ίδιο σχολείο, μετά στο ίδιο πανεπιστήμιο, παντού οι δυο τους κι απέναντί τους είχαν τον κόσμο ολόκληρο. Φιλία, πόθος, έρωτας, αγάπη. Ανέβηκαν επιτυχώς όλα τα σκαλοπάτια της ευτυχίας, σκαρφάλωσαν στην κορυφή του βουνού, χωρίς πολλές αναποδιές και δυσκολίες. Άργησαν να παντρευτούν, δεν τους ένοιαζε (για τους γονείς τους πιο πολύ το έκαναν) ούτε απόκτησαν παιδιά. Δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν, δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, δύσκολοι καιροί για να φέρνεις ανθρώπους στον κόσμο, σαν να τους ρίχνεις σε κάδο σκουπιδιών. Μα είχε ο ένας τον άλλο, αυτό μονάχα αρκούσε για να γεμίσει τη ζωή τους, να δώσει νόημα στον κοινό τους βίο. Ερωτευμένοι για μια ολόκληρη ζωή. Κουταβάκι μου, του φώναζε εκείνη πάνω στις αγκαλιές και τα χάδια, μπουμπουκάκι μου, αυτός. Παίζανε και χαιρόντουσαν σαν τα τρελά παιδιά. Όμως, το λουλούδι μαράθηκε και σάπισε κι εκείνη έφυγε πρώτη. Τώρα έπρεπε να ζήσει μια δεύτερη ζωή, δύσκολη, μοναξιασμένη, θλιβερή. Και όσο αντέξει. Περνάει κατάθλιψη ο έρμος, κι όπως πάει, στο τέλος θα τρελαθεί, ψιθύριζαν οι φίλοι κι οι γνωστοί, όποτε τον έβλεπαν να μιλάει μόνος του στο δρόμο. Τον λυπόντουσαν, μα δεν μπορούσαν και να τον βοηθήσουν. Πιο πολύ, βέβαια, δεν ήθελαν να μπλέξουν μαζί του. Είχε πλέον απομακρυνθεί απ’ όλους κι απ’ όλα. Είχε γίνει παράξενος, μισάνθρωπος, δύσκολος. Είχε παραιτηθεί απ’ τη ζωή.

Ξαφνικά, ένα πρωινό, καθώς περπατούσε στο δρόμο, άκουσε κλαψουρίσματα. Πήγε να δει. Ήταν ένα μικρό μαύρο σκυλάκι, σχεδόν νεογέννητο, πεταμένο στον κάδο των απορριμμάτων, ανάμεσα σε χαρτόκουτα και πλαστικές σακούλες. Το λυπήθηκε. Το έπιασε προσεκτικά, το σκούπισε, το καθάρισε από τις βρωμιές και το έβγαλε έξω. Του σπάραζε την καρδιά το μικρό αυτό πλασματάκι που τον κοιτούσε ικετευτικά με τα μικρά λυπημένα του ματάκια. Όταν το χάιδεψε απαλά, αυτό σταμάτησε να κλαίει κι άρχισε να κουνάει χαρούμενα την ουρά του πέρα δώθε. Ήταν πονηρούλης και ήθελε να ζήσει. Χαμογέλασε. Χωρίς πολύ σκέψη, αποφάσισε να το κρατήσει και να το υιοθετήσει. Δεν τον ένοιαζε αν ήτανε μπάσταρδο ή ράτσας. Πάντως, ήταν ομορφούλικο. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήξερε πολλά πράγματα από σκυλιά, ούτε είχε ποτέ του επαφές με ζώα (ανέκαθεν ήταν άνθρωπος της πόλης) μα ποτέ δεν είναι αργά, θα μάθαινε. Πήρε το κουταβάκι αγκαλιά και τράβηξε για το κτηνιατρείο της γειτονιάς. Εκείνη την ώρα περνούσε το σκουπιδιάρικο του δήμου και άδειαζε με κρότο τους πλαστικούς κάδους με τα αποφάγια, τα χαρτόκουτα και τις σακούλες των σκουπιδιών.

Από τότε έγιναν αχώριστοι, ζήσανε και γεράσανε μαζί, δίχως πολλές κουβέντες με τα υπόλοιπα πλάσματα του κόσμου. Πλέον, ο ηλικιωμένος κύριος δεν μιλούσε μόνος του στον δρόμο, είχε μια συντροφιά, κάποιον να φροντίζει, σε κάποιον να απευθύνεται, ένα σκοπό για να σηκώνεται το πρωί απ’ το κρεβάτι του και να βγαίνει έξω. Και πάλι η ζωή του είχε αποκτήσει ένα νόημα. Μα μία μέρα βρήκε το σκύλο του πεθαμένο. Έφυγε στον ύπνο του, με τα μάτια κλειστά. Από φυσικά αίτια, είπε η κτηνίατρος, από γεράματα, στα δεκαεπτά του χρόνια. Φυσιολογικά, θα γινόταν κάποτε. Εκείνος ήταν ογδόντα ετών, έπρεπε να κάνει κουράγιο και να ξεπεράσει και τούτη την απώλεια. Δεν μπόρεσε, δεν τα κατάφερε. Πλέον, τίποτα δεν είχε σημασία γι’ αυτόν και ήταν πολύ αργά για να ξεκινήσει την ζωή του πάλι απ’ την αρχή, να μηδενίσει για δεύτερη φορά το κοντέρ, δεν είχε το κουράγιο και το σθένος που χρειαζόταν, ένιωθε κουρασμένος, εξαντλημένος, σωστό κουρέλι. Μπήκε στο ασανσέρ, ανέβηκε στην ταράτσα της εξαώροφης πολυκατοικίας, με δυσκολία σκαρφάλωσε πάνω στο πεζούλι, ήταν η τελευταία του δοκιμασία, σύρθηκε μέχρι την άκρη κι έπεσε στο κενό.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου