Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι βαριά άρρωστος, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος έχει γίνει μια σταλιά, γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα. Είμαι ξαπλωμένος δίπλα του και τον παρατηρώ, καμιά φορά του χαϊδεύω απαλά το κεφαλάκι και τη ράχη, προσπαθώντας κάπως να τον ανακουφίσω. Το μόνο σίγουρο, είμαστε δυο λυπημένα αδέσποτα του δρόμου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Κάθε μέρα που περνά λιώνει όλο και περισσότερο, στο τέλος θα εξαϋλωθεί, θα γίνει χρυσόσκονη και θα ταξιδέψει για τα μακρινά αστέρια. Και τότε θα μείνω ολομόναχος. Τουλάχιστον, δεν πονάει, έτσι φαίνεται, είναι ήρεμος, την περισσότερη ώρα σε λήθαργο. Πριν από λίγες μέρες, ήταν κάπως καλύτερα, έδειξε να συνέρχεται, μα για λίγες ώρες μόνο, την επόμενη ξανάπεσε χάμω του θανατά. Κι όμως, είναι γερός οργανισμός, μαχητής, δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα, γαντζωμένος από τη ζωή. Σηκώνεται, πέφτει και πάλι όρθιος. Είμαι αισιόδοξος, στο τέλος θα τα καταφέρει. Ας λέει τα δικά της η κτηνίατρος, δεν ξέρει τι της γίνεται και δεν με πείθει με καμία δύναμη.

Καθόμουνα περίλυπος στη γωνιά μου και τη μόνη που δεν περίμενα να δω μπροστά μου ήταν η πρώην αρραβωνιαστικιά και παραλίγο σύζυγός μου, με δόξα και τιμή. Πλησίαζε προς το μέρος  μου όλη η αήττητη αρμάδα, παρελάσιμη και αγέρωχη, γεμάτη καμάρι και περηφάνια. Μπροστά εκείνη, λίγο πιο πίσω ο άντρας της, στο τέλος τα κουτσούβελα, δυο μπόμπιρες που μάλωναν μεταξύ τους και γκρίνιαζαν ακατάπαυστα. Μου έριξε μια λοξή ματιά. Ευτυχώς, δεν με αναγνώρισε ή έτσι προσποιήθηκε, δεν βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο. Πριν κάμποσα χρόνια, είχε ξαναπεράσει από την πλατεία, μόνη της τότε, και πάλι δεν μου είχε δώσει σημασία, με είχε αγνοήσει παντελώς. Δεν με είχε πειράξει το γεγονός, καλύτερα έτσι, είχα σκεφτεί, μακριά κι αγαπημένοι. Σήμερα ίσως ήθελε να επιδείξει την ευτυχισμένη της ζωή, να με κάνει να ζηλέψω, να δω τι κελεπούρι έχασα μέσα από τα χέρια μου, δηλαδή μια άξια σύντροφο, γυναικάρα με τα όλα της, και καρπερή, από δικό μου βέβαια φταίξιμο. Μα η μαντάμ δεν έχασε την ευκαιρία. Μετά τον επεισοδιακό μας χωρισμό  και λύσιμο του ατυχή αρραβώνα, βιάστηκε να κουκουλώσει τον λουκουμά δίπλα της, να δέσει ξανά το γάιδαρό της, κι αυτή τη φορά να μην κόψει το σκοινί και το σκάσει, μην ξεμείνει στο ράφι τέτοια κουκλάρα, με τόσα προσόντα και κρυφά χαρίσματα, με τέτοια νιάτα και  κάλλη, αμαρτία θα ήταν, μεγάλο κρίμα, ούτε ο θεός ούτε ο διάβολος θα το ‘θελαν. Με το που τους είδα, έφτιαξε αμέσως η διάθεσή μου. Είχα όρεξη να την πειράξω, να σπάσω λίγη πλάκα, να κάνω το κέφι μου κι εγώ σαν παιδάκι, έστω κι ένα ευχάριστο διάλλειμα στη μοναξιά και την απελπισία μου.

Μια μικρή βοήθεια, καλή μου κυρία, σας παρακαλώ, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σας. Είχα τεντώσει το χέρι μπροστά της απότομα, ζητώντας ελεημοσύνη με όσο πιο κλαψιάρικη φωνή που διέθετα. Της είχα φράξει το δρόμο, δεν μπορούσε να προχωρήσει, το εμπόδιο ήταν ανυπέρβλητο, σταμάτησαν ξαφνιασμένοι και οι άλλοι από πίσω της, παραλίγο να πέσει ο ένας πάνω στον άλλο. Τα ‘χασε, ταράχτηκε, μάλλον δεν το περίμενε. Γύρισε και με κοίταξε κατάματα. Είδα το δεξί της φρύδι να τρεμοπαίζει επικίνδυνα, ίσως κάποιο παλιό νευρικό τικ να ξαναβγήκε στην επιφάνεια, πάντως τότε που ήμασταν μαζί δεν το είχε. Σας παρακαλώ, πεινάω, έχω μέρες να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, συνέχισα τη ζητιανιά και κρατιόμουνα να μη γελάσω. Έπαιζα ωραία το ρόλο μου, με συναίσθημα. Ο λουκουμάς δίπλα της ανυπομονούσε να συνεχίσουν τη βόλτα τους, να με προσπεράσουν και να φτάσουν στον προορισμό τους. Δώσ’ του κάτι να τελειώνουμε, λοιπόν, της είπε νευριασμένος και κείνη υπάκουσε αμέσως, άνοιξε την τσάντα ψάχνοντας για κέρματα. Αν τους χαλάσεις τη βόλεψη και τους βγάλεις απ’ το πρόγραμμά τους, οι μικροαστοί αποσυντονίζονται, το είχα τσεκάρει αρκετές φορές. Οι μπόμπιρες είχαν ξαφνιαστεί κι αυτοί με την απρόσμενη συνάντηση, είχαν σταματήσει να τσακώνονται και να γκρινιάζουν και με κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια. Τους χαμογέλασα πονηρά και τους κορόιδεψα στα μούτρα, βγάζοντας τη γλώσσα. Τρόμαξαν κι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ’ το φουστάνι της μαμάς τους, συνεχίζοντας όμως να με παρατηρούν με μάτια γουρλωμένα και ορθάνοιχτα, όλο απορία.

***

Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα κι ακόμα καλά κρατιέται. Δεν ξέρω τι μου βρήκε και θέλησε να φτιάξει τη ζωή της μαζί μου, μάλλον μια τρέλα και απερισκεψία της στιγμής, σίγουρα παρασύρθηκε από κακούς συμβούλους, δεν τα μέτρησε καλά τα πράγματα, βιαζόταν να παντρευτεί το βασιλόπουλο του παραμυθιού, δηλαδή εμένα. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, μα ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μικρότερη. Δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, άλλες παρέες και ενδιαφέροντα, έφταιγε και η διαφορά της ηλικίας, παρ’ όλο που οι γονείς μας είχαν καλές σχέσεις. Βλέπεις, ήμασταν και οι δύο από καλές και άξιες μεσοαστικές οικογένειες της πόλης, σ’ αυτό τουλάχιστον ταιριάζαμε. Όταν πέρασα τα σαράντα οι δικοί μου θορυβήθηκαν και δεν μ’ άφησαν στην ησυχία μου, ήθελαν να με ξεφορτωθούν, να μην μ’ έχουν πλέον μέσα στα πόδια τους. Επιτέλους, έπρεπε κι εγώ να παντρευτώ, όπως είχαν κάνει και τα αδέρφια μου, να νοικοκυρευτώ, να φτιάξω τη ζωή μου, να ανοίξω το δικό μου σπιτικό, να κάνω και κάνα κουτσούβελο, να φύγω από την κυλότα της μαμάς μου, δεν πήγαινε άλλο. Είχα τη δουλίτσα μου στο σχολείο σαν φιλόλογος, έκανα και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα τα απογεύματα, δεν υπήρχε οικονομικό ζήτημα, ήμουν άνετος.

Αλλού ήταν το πρόβλημα. Δυστυχώς, δεν τα πήγαινα καλά με το ασθενές φύλο, δεν με τραβούσε ιδιαίτερα, μου ήταν κάπως αδιάφορο και ξένο, άλλος κόσμος, δεν τον καταλάβαινα και είχαν αρχίσει να ακούγονται διάφορα πίσω από την πλάτη μου από τους καλοθελητές. Εμένα λίγο με ένοιαζε, τους έγραφα στα αρχίδια μου, μα οι γονείς δάγκωναν τα χείλη τους, τους έζωναν τα μαύρα φίδια, πικραίνονταν, δεν μπορούσαν να τους αγνοήσουν. Ήθελαν το καλό μου, μα και να ‘χουν το κούτελο και το όνομα καθαρό στην κοινωνία, έτσι είχανε μάθει στη ζωή τους, τους ένοιαζε πολύ η γνώμη των άλλων, για μια υπόληψη ζούσαν, δεν μπορούσα να τους την χαλάσω εγώ, τώρα και στα τελευταία. Μια μέρα ο πατέρας με στρίμωξε άγρια και μου τα ‘ψαλε. Δεν ξέρω τι κάνεις τα βράδια, που πας και με ποιους γυρίζεις, μα πρέπει να βρεις μια γυναίκα, να κλείσουμε τα στόματα του κόσμου, μας σχολιάζουν, γελάνε πίσω από την πλάτη μας, δεν μπορείς να μας ξεφτιλίζεις. Δυστυχώς, δεν έκανα τίποτα, η πόλη ήταν μικρή κι εγώ πολύ δειλός για να τολμήσω, απλά, όποτε μου ερχόταν,  την έπαιζα μονάχος και τελείωνε η υπόθεση. Ήμουν τραγικά ανέραστος και αυτό το ζήτημα, σεξ, έρωτες, σχέσεις, αγάπες και λουλουδάκια δεν υπήρχε στη ζωή μου, το είχα ξεγράψει δια παντός. Θέλοντας και μη, δεν με ενδιέφερε. Μα έπρεπε να παντρευτώ, να τους κάνω το χατίρι, να φύγω από κοντά τους και να μην ακούω την γκρίνια τους.

Εκείνη αισίως είχε φτάσει τα τριάντα πέντε, στένευαν και γι’ αυτή τα περιθώρια, έπρεπε να γίνει σύζυγος και μητέρα. Κατά το παρελθόν είχε διάφορες σχέσεις με άντρες, μα καμία δεν στέριωσε, τώρα ήτανε μόνη. Ήταν η ευκαιρία της ζωής μου, ή τώρα ή ποτέ, είπε η μαμά, όμορφη κοπέλα, με τρόπους και αγωγή και από καλή οικογένεια, πολλοί την ζητάνε, την θέλουν και την ποθούν. Και φυσικά οι δικοί της είχαν τον τρόπο να μας βοηθήσουν στο ξεκίνημα της νέας μας ζωής, δεν ήταν και καμιά ξεβράκωτη, του δρόμου και του πεταματού, για τους γονείς μου όλα έπαιζαν τον ρόλο τους, όλα τα μετρούσαν. Βλέπεις, ένας γάμος δεν είναι απλή υπόθεση, όλα πρέπει να τα σκέφτεσαι και να τα υπολογίζεις. Κι ας καταλήξει σε διαζύγιο, λαχνό τραβάς, όλα είναι πιθανά, τίποτα το σίγουρο. Η μαμά είχε μεγάλο δίκιο και δεν δυσκολεύτηκε να με πείσει. Η κοπέλα ήταν μεγάλο κελεπούρι, δεν έπρεπε να την χάσω.

Η γνωριμία έγινε σε κάποια οικογενειακή γιορτή, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Οι γονείς τα είχαν κουβεντιάσει όλα, με κάθε λεπτομέρεια, μάλιστα στην υπόθεση υπήρχε και η παραδοσιακή προξενήτρα, ποιος να το περιμένει και να το πιστέψει στη σημερινή μοντέρνα και απελευθερωμένη εποχή μας, τρελά πράγματα, ανήκουστα. Αρχίσαμε να βγαίνουμε οι δυο μας. Απορώ τι μου έβρισκε αυτή η κουκλάρα. Κοντός, γυαλάκιας, αυτιάγκουρας και μπόμπος, αυτό ήμουν και αυτό παραμένω. Βέβαια, δεν ξέρω τι χαρακτήρα και προσωπικότητα διέθετα εκείνο τον καιρό, ίσως να θαμπώθηκε από το πνεύμα και το ήθος μου, πάντως έβγαζα καλά λεφτά, σίγουρα κι αυτό έπαιξε το ρόλο του. Στα ερωτικά  έκανε την δύσκολη, παρθενόπη και χαμηλοβλεπούσα περιωπής. Μα ήμουν χαρμάνης και στερημένος από σάρκα, πέρα από κάποιες περιστασιακές επισκέψεις στα μπουρδέλα της πόλης, μα κι εκεί δίχως σοβαρές επιτυχίες. Τελικά, με τα χίλια ζόρια, την στρίμωξα και την κουτούπωσα δυο τρεις φορές, αποδεικνύοντας επιτέλους τον ανδρισμό μου και κάνοντας περήφανους τους γονείς μου, γιατί με κάποιον τρόπο τα ανδραγαθήματά μου μαθεύτηκαν, βγήκαν βούκινο σε ολόκληρη την πόλη.. Πλέον, οι γνωστοί και οι γείτονες δεν είχαν τίποτε μεμπτό να μου προσάψουν, τους βούλωσα τα στόματα. Δεν ήταν δα τίποτα το φοβερό, με κάβλωνε η μουνάρα, έστω και από πίσω. Είχε ωραίο κώλο, της τον έδωσα και στο στόμα. Δεν ξέρω αν της άρεσε, ούτε μπήκα στον κόπο να την ρωτήσω, δεν με ενδιέφερε να μάθω. Πάντως, η κυρία έκανε το καθήκον της και δεν έβγαλε άχνα, δεν δυσανασχέτησε. Είχε τους δικούς της σκοπούς και ήταν αποφασισμένη να τους πετύχει, έστω και με κάποιες μικρές παραχωρήσεις.  Από μέρους της, ήταν καθαρά ζήτημα στρατηγικής, έπαιζε καλά το παιχνίδι της.

Τα είχαμε κάνα χρόνο, όταν ορίστηκε η ημερομηνία του αρραβώνα. Σπουδαία μέρα και μεγάλη η χαρά όλων. Στο σπίτι των πεθερικών θα γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Θα ερχόταν και ο μεγάλος μου αδερφός, έστω και αυθημερόν, δεν μπορούσε να λείψει από την χαρά της οικογένειας, είπε, αλλά ούτε και να αφήσει για πολύ τα επαγγελματικά του καθήκοντα και την οικογένειά του. Εκείνη την εποχή υπηρετούσε σε στρατιωτική μονάδα της πρωτεύουσας. Μπράβο, μπόμπο, τελικά μας έβγαλες ασπροπρόσωπους, και τόσα χρόνια σε περνούσαμε για αδερφή του ελέους, μου έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου, μου ‘ριχνε και καμιά χαϊδευτική φάπα στο σβέρκο. Δεν απαντούσα. Στην κοπέλα μου έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια. Ήξερα ότι κάτι παιζόταν ανάμεσά τους, με αυτόν και την μελλοντική μου γυναικούλα, δεν ήμουν κάνας μαλάκας, έβλεπα τα σημάδια, μα δεν μίλαγα, ίσως και κατά βάθος να μην με ένοιαζε, να μου ήταν αδιάφορο. Πάντως,  είχε πάρει το μάτι μου, σε άσχετες στιγμές, κάτι μεταξύ τους γελάκια, στριμώγματα και θωπείες, για πλάκα δήθεν, καμιά φορά της τσίμπαγε λίγο και το κωλαράκι, πάντα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, βέβαια, μα ως εκεί. Συνήθως, ήταν ξινός και μουρτζούφλης. Μόνο όταν βρισκόταν κοντά της έφτιαχνε το κέφι του. Για το αν είχανε γαμηθεί δεν ήμουνα σίγουρος. Και με έτρωγε η περιέργεια να μάθω. Δηλαδή, πήγαινα γυρεύοντας. Τα ήθελε κι εμένα ο κώλος μου.

Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για τον αρραβώνα, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, γινόταν το αδιαχώρητο. Οι καλεσμένοι έτρωγαν, έπιναν και μας εύχονταν να ζήσουμε ευτυχισμένα, με το καλό να γίνει και ο γάμος, να έρθουν και οι απόγονοι. Μα οι πιο ευχαριστημένοι από όλους ήταν οι γονείς και τα αδέρφια μου. Μπράβο μπόμπο, μας έβγαλες ασπροπρόσωπους, έλεγε συνέχεια ο μεγάλος και με χτύπαγε στην πλάτη, μα δεν έδινα σημασία, ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένος. Γύρω στα μεσάνυχτα είχαν έρθει όλοι στο τσακίρ κέφι. Η μουσική έπαιζε στη διαπασών μοντέρνα λαϊκά, κάποιοι χόρευαν, οι πιο ζωηρές είχαν ανέβει πάνω στα τραπέζια, λικνίζοντας τα κορμιά τους. Ο μπαμπάς και η μαμά κουβέντιαζαν με τα πεθερικά τις λεπτομέρειες του γάμου, όσο πιο γρήγορα γινόταν τόσο το καλύτερο, έλεγαν και συμφωνούσαν γελαστοί και χαρούμενοι. Κυκλοφορούσε μπόλικη ευτυχία στην ατμόσφαιρα που με έπνιγε, δεν την είχα συνηθίσει. Καθόμουν στην καρέκλα μου και βαριόμουν αφόρητα, περιμένοντας να περάσει η ώρα. Κάποια στιγμή αναζήτησα την αρραβωνιαστικιά μου, πουθενά, ούτε ο μεγάλος μου αδερφός, άφαντοι και οι δυο. Μπήκαν περίεργες σκέψεις στο μυαλό μου, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, μα γρήγορα σκέφτηκα λογικά και ψύχραιμα. Θα είχε μεγάλη πλάκα να τους πιάσω στα πράσα, τότε να δεις γλέντια που θα κάναμε.

Σηκώθηκα όρθιος και τράβηξα για τα πάνω δωμάτια. Δεν ακουγόταν τίποτα, απόλυτη σιωπή. Η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειστή. Την άνοιξα αργά και προσεχτικά και τότε τους είδα. Εκείνος όρθιος με τα πόδια ανοιχτά και κατεβασμένο το παντελόνι μέχρι τα γόνατα. Εκείνη γονατισμένη μπροστά του να του παίρνει πίπα. Δεν ξέρω γιατί, μα δεν τσαντίστηκα. Αντίθετα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια. Ίσως γιατί το πουλί του αδερφού μου παρέμενε μικρό και μαραμένο, αρνιόταν να σηκωθεί και να πετάξει στον ουρανό, να μπει για λίγο στον παράδεισο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αρραβωνιαστικιάς μου. Είχε πολλή πλάκα. Βέβαια, το παιδί είχε μια δικαιολογία, ήταν αρκετά πιωμένος, μην τον αδικήσουμε τον κανακάρη μας, δεν ήταν θέμα ανδρισμού, τέτοιος λεβέντης, τόσα παράσημα, παντού μάχιμος, στις επάλξεις του αγώνα, δεν μπορεί να ‘ταν τζούφιος. Τους κοίταγα κάμποση ώρα κι είχα αρχίσει να ερεθίζομαι, μέχρι που με πήραν είδηση και τρόμαξαν. Μην ενοχλείστε, συνεχίστε τη δουλειά σας, είπα γελώντας, βγήκα στο διάδρομο κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Κατέβαινα την σκάλα, όταν τους άκουσα να τρέχουν πίσω μου αλαφιασμένοι και να μου φωνάζουν. Δεν ξέρω, ίσως να ήθελαν να μου δώσουν κάποιες εξηγήσεις, να με παρακαλέσουν να μη δημιουργήσω σκάνδαλο, να μην χαλάσω τη γιορτή, μα δεν πρόλαβαν. Εκείνη την ώρα χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα δυο αστυνομικά όργανα της τάξης. Κοκάλωσα, πάντα φοβόμουν τους ανθρώπους που φοράνε στολές και πηλήκια. Είχα άσχημα προαισθήματα, που δυστυχώς βγήκαν αληθινά. Εμένα έψαχναν βραδιάτικα, τη χαρούμενη μέρα του αρραβώνα μου έρχονταν να με συλλάβουν. Μετά από καταγγελία του διευθυντή του σχολείου, ο εισαγγελέας διέταξε αυτεπάγγελτη δίωξη εναντίον μου και με κατηγορούσε για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκου. Η είδηση έπεσε σαν μπόμπα πολλών μεγατόνων και τα έκανε όλα θρύψαλα, γης μαδιάμ. Έμειναν όλοι άναυδοι, με το στόμα ανοιχτό, η μαμά λιποθύμησε κι έτρεξαν να την συνεφέρουν. Οι οικοδεσπότες έκλεισαν τη μουσική, οι καλεσμένοι σταμάτησαν να χορεύουν και να τραγουδούν, όλοι πάγωσαν και στράφηκαν προς το μέρος μου, περιμένοντας κάποια αντίδραση. Τουλάχιστον, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να διαμαρτυρηθώ για τις συκοφαντίες εναντίον μου, να φωνάξω οργισμένος ότι όλα αυτά είναι άθλια ψέματα, να καθησυχάσω τους ανθρώπους γύρω μου ότι πρόκειται για κάποια παρεξήγηση που σύντομα θα λυνόταν και όλα θα ήταν όπως πριν. Δεν είπα τίποτα. Ήξερα πως υπήρχε κι αυτό το ενδεχόμενο, να με καταγγείλει ο διευθυντής του σχολείου ως ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Τίποτα δεν είχε γίνει, μα δεν είχα όρεξη για δικαιολογίες. Τους κοίταξα ανέκφραστα και κατόπιν ακολούθησα τους αστυνομικούς στο τμήμα, κλείνοντας πίσω μου ήσυχα την πόρτα. Ο αρραβώνας είχε σχολάσει νωρίς και κάθε κατεργάρης θα πήγαινε στον πάγκο του.  Τουλάχιστον για μένα θα ξεκινούσε σίγουρα μια καινούργια ζωή, καλύτερη ή χειρότερη δεν το εξετάζω.

***

 Έψαξε για κάμποση ώρα στο πορτοφόλι της με χέρια που έτρεμαν, ρίχνοντάς κάποιες κλεφτές ματιές προς το μέρος μου. Τελικά βρήκε κάτι κέρματα μέσα στο πορτοφόλι της και μου τα έριξε στο χέρι. Με μια γρήγορη κίνηση, της το άρπαξα και το χάιδεψα απαλά. Ταράχτηκε ακόμα περισσότερο, γούρλωσε τα μάτια της, μα δεν έφερε αντίσταση, δεν το τράβηξε μακριά, ούτε ο άντρας της ο λουκουμάς από δίπλα της είπε κάτι. Την κοίταξα στα μάτια και της χαμογέλασα ξανά. Ο μπόμπος σας ευχαριστεί πολύ, καλή μου κυρία, να έχετε την ευχή του και την ευλογία του θεού για την καλή σας πράξη και να χαίρεστε την οικογένειά σας, με υγεία και αγάπη. 

Δεν πρόλαβα να τελειώσω το λόγο μου και ξαφνικά με έπιασε άλλη μια κρίση στο αναπνευστικό. Μου κόπηκε η ανάσα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, τέλειωσε όλο το οξυγόνο μέσα απ’ τα πνευμόνια μου και θυμήθηκα ότι τόση ώρα είχα ξεχάσει να κάνω μάσκα, να πεταχτώ μέχρι το απέναντι φαρμακείο και να πάρω τις βαθιές σωτήριες εισπνοές μου. Χειροτέρευα, χρειαζόμουν μεγαλύτερες και πιο πολλές δόσεις, ήταν λίγα τα ψωμιά μου, σύντομα θα πήγαινα στο διάολο. Μα τώρα πνιγόμουν, το πρόσωπό μου είχε γίνει κατακόκκινο, μου έπεσαν τα κέρματα απ’ το χέρι και κύλισαν στο πεζοδρόμιο. Η φάτσα μου πρέπει να είχε γίνει πολύ φρικιαστική, νόμιζα ότι θα πεθάνω. Εκείνης της κόπηκαν τα ήπατα. Πάμε να φύγουμε, είπε τρομαγμένη και απομακρύνθηκε βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, τραβώντας απ’ τα χέρια τα παιδιά της και τον άντρα της τον λουκουμά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου