Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΤΣΟΥ


Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι βαριά άρρωστος. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος, μια σταλιά, γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα. Κοντά του ασθένησα κι εγώ, με κόλλησε, μα δεν με νοιάζει. Πλέον, αναγκαστικά, κάνω εισπνοές και δεν απομακρύνομαι πολύ και χωρίς σοβαρό λόγο από τη γωνιά μου, άντε, να πάω μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Μα δεν έχω παράπονο, τίποτα δεν μου λείπει, ο γατούλης μου μόνο να γίνει καλά, αυτό θέλω, για μένα δεν με νοιάζει, πλέον έχω συμβιβαστεί με την ιδέα.

Μα πρέπει να είμαι αισιόδοξος, να μην το βάζω κάτω. Φαγητό μου φέρνει καθημερινά μία οργάνωση κοινωνικής αλληλεγγύης, που βοηθάει και συμπαραστέκεται σε ανήμπορους και άστεγους, παίρνω και ένα μικρό  προνοιακό  επίδομα, με καλό κουμάντο και οικονομία βγαίνουν τα έξοδα του μήνα και δεν χρωστάω σε κανέναν, ούτε είμαι αναγκασμένος να ζητιανεύω και να παρακαλώ τους φιλήσυχους και φιλύποπτους νοικοκυραίους. Είμαι άρχοντας, τίποτα δεν μου λείπει κι έχω όλο το χρόνο δικό μου, και κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Είμαι ελεύθερος. Η μέρα μου ξεκινάει όμορφα. Κάθε πρωί έρχεται ο καφετζής από δίπλα, μου φέρνει τον καφέ και με καλημερίζει. Δεν ρωτάει πια για τον ετοιμοθάνατο καρκινοπαθή, πώς πηγαίνει, μόνο με κοιτάζει λυπημένα και με συμπονά, μου συμπαραστέκεται σιωπηλά. Τουλάχιστον, αυτό κάπως με παρηγορεί. Υπάρχει ένας άνθρωπος πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη που αισθάνεται τον πόνο μου. Καταλαβαίνει πως βρίσκεται στο τελικό στάδιο. Πλέον, είναι ζήτημα χρόνου, λίγων μόνο ημερών για να τελειώσει το μαρτύριο και των δύο μας. 

Όταν βγήκα στον δρόμο και ήρθα σε αυτή την περιοχή για να μείνω, τον βρήκα εδώ. Εξηντάρης, τότε, ψηλός, ξερακιανός, με άσπρα μακριά μαλλιά και γένια, άγριο βλέμμα, σαν προφήτης της παλαιάς διαθήκης μου φάνηκε, τρόμαξα κάπως. Η αντιπάθεια υπήρξε μάλλον αμοιβαίως κεραυνοβόλα, με την πρώτη ματιά. Ήταν κι εκείνος δύσκολος άνθρωπος, μονόχνοτος και μοναξιασμένος, σημαδιακός και αταίριαστος, σε όλα του, είχε περάσει πολλά, είχε γνωρίσει τη ζωή απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, ενώ εγώ βρισκόμουν ακόμη στη μέση της διαδρομής, είχα ακόμα πολύ δρόμο να διανύσω, έτσι μου φαινόταν τότε. Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να με βλέπει μπροστά του, μου είπε, σχεδόν με διέταξε, να του αδειάσω τη γωνιά, ότι δήθεν βρωμάω και του διώχνω την πελατεία. Μαλακίες, παιδιάστικες προφάσεις, ήμουν ακόμη φρέσκος και ολοκαίνουργιος, του κουτιού, μόλις είχα φύγει από το σπίτι. Κοντοσταθήκαμε για λίγο, μετρηθήκαμε και πιαστήκαμε στα χέρια. Αν και κοντύτερος, σαν τάπα με μεγάλα πεταχτά αυτιά, του τσαμπουκαλεύτηκα άγρια, ήμουν και νεότερος τότε, ήταν πρόσφατα και όλα εκείνα τα δυσάρεστα γεγονότα που με οδήγησαν στον εθελούσιο εξοστρακισμό μου από τις τάξεις της ευυπόληπτης κοινωνίας μας, ήθελα κάπου να ξεσπάσω, να βγάλω το άχτι μου, αυτός θα πλήρωνε τα σπασμένα, ας φώναζε και την αστυνομία να μάθαινε το ποιόν μου, στα αρχίδια μου τους έγραφα όλους, καθόλου δεν με ένοιαζε.

Βέβαια, θα μπορούσα να μαζέψω τα συμπράγκαλά μου και να πάω παραπέρα, να τον στείλω στο διάολο και να λήξει το ζήτημα εκεί, μα δεν το ‘κανα. Πες από φιλότιμο και αξιοπρέπεια, πες από εγωισμό, δεν ήθελα να φανεί ότι δείλιασα κι έβαλα την ουρά κάτω από τα σκέλια, πως είμαι κότα. Στον δρόμο αυτό παίζει μεγάλο ρόλο για να σε σέβονται, όπως και στη φυλακή, το γνώριζα ασυνείδητα. Όχι βέβαια πως φαινόταν του χεριού μου, ας πούμε, ήταν σαν μια μορφή αυτοχειρίας. Σίγουρα, διάλεξα να τα βάλω με τον λάθος άνθρωπο, αμέσως μου κόπηκε η μαγκιά. Με μια επιδέξια λαβή καρατέκα με καθήλωσε στο τσιμέντο, ξεφτίλα έγινα σε γειτόνους και περαστικούς, μέρα μεσημέρι. Κάτσε φρόνιμα, ρε κοντοπίθαρε αυτιάγκουρα, που θέλεις και να με βαρέσεις, είπε γελώντας.  Δεν είχε κι άδικο. Ανέκαθεν, από γεννησιμιού μου, ήμουν σουφρόκωλο και μπασμένο, για γέλια και για κλάματα, εκείνος ένας σοβαρός και μετρημένος άντρακλας μέχρι κει πάνω, και, όπως αποδείχθηκε, το ‘λεγε ακόμη η περδικούλα του, σωστό θηρίο. Μετά από λίγο, με άφησε. Μάλιστα, με βοήθησε να σηκωθώ όρθιος, με ξεσκόνισε κάπως, μου έστρωσε και το κατσιασμένο μου τσουλούφι. Άντε, με τις υγείες σου, μου είπε, κι άλλη φορά να προσέχεις με ποιους τα βάζεις. Γέλασα κι εγώ, πιο πολύ με τα χάλια μου. Μάλλον, δεν ήταν κακός άνθρωπος, αυτό συμπέρανα εκ των υστέρων. Πάντως, από τότε, γίναμε καλοί φίλοι, φυσικά με όλες τις απαραίτητες επιφυλάξεις που απαιτούσαν οι περιστάσεις και οι κίνδυνοι των καιρών, δεν ήταν εύκολο να εμπιστευτείς κανέναν πια. Τουλάχιστον, είχα έναν άνθρωπο να λέω τον πόνο μου και να ξαλαφρώνω.

Έτσι, παρόλη την αλλοπρόσαλλη γνωριμία μας, στάθηκα πολύ τυχερός. Ο καφετζής αποδείχτηκε ο από μηχανής θεός της προσωπικής μου ιλαροτραγωδίας και το μαγαζάκι του χρησιμότατο. Μου φέρθηκε σαν αδερφός. Εκεί έτρωγα κι έπινα, εκεί έκανα και τις ανάγκες μου, ειδικά τον πρώτο καιρό, μέχρι να προσαρμοστώ στη ζωή του άστεγου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με συμπάθησε. Ήταν έμπειρος, ήξερε να κόβει φάτσες, μάλλον κάτι θετικό είδε στο προσωπάκι μου και στο γελοίο μου σουλούπι, κάτι που του έκανε εντύπωση, του τράβηξε την προσοχή. Ήταν φιλικός και συμπονετικός απέναντί μου. Μετά από λίγο καιρό, αφού γνωριστήκαμε καλύτερα, μου έκανε την πρόταση. Όχι γάμου, μα αν ήθελα, μπορούσα να τον βοηθάω στο μαγαζί και να κοιμάμαι τα βράδια μέσα, να έχει κι εκείνος μια παρέα. Έμενε στο πατάρι, εκεί είχε το κρεβάτι του, αυτό ήταν το σπίτι του. Ήταν μπεκιάρης, δίχως γυναίκα και παιδιά, οι φίλοι και οι γνωστοί ήταν η οικογένειά του. Οι πελάτες του, συγκεκριμένοι και σταθεροί, τους γνώριζε χρόνια, το καφενείο ήταν το στέκι τους, κάποιοι ρέμπελοι ξημεροβραδιάζονταν όλη τη μέρα και του σκότιζαν τα αρχίδια, παραπονέθηκε, χαμένα κορμιά, δεν τους έβλεπε καθόλου το σπίτι τους. Αρνήθηκα ευγενικά. Σε κείνη τη φάση ήθελα την ελευθερία και την μοναξιά μου, να ζήσω με τον εαυτό μου αποτραβηγμένος απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους, μήπως τον γνωρίσω καλύτερα, τον αποδεχτώ και κάπως βελτιωθώ, γίνω καλύτερος. Το είχα παρατηρήσει. Όποτε ερχόμουν σε επαφή με άλλους, γινόμουν χειρότερος, για να τους αντιμετωπίσω, να τα βγάλω πέρα μαζί τους, κατρακυλούσα στον κατήφορο. Έτσι κι αλλιώς, μετά από λίγες μέρες, μπήκε στη ζωή μου και ο μπόμπος, το ξανθό μου γατάκι. Μα, από δω και στο εξής, το καφενείο θα ήταν καταφύγιο και απάγκιο σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής μου. Πλέον, είχα κι εγώ έναν δικό μου άνθρωπο.

Ήταν πρώην μπάτσος, μα δεν με ένοιαζε, ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τα όργανα της τάξης και της ασφάλειας, μια τίμια δουλειά είναι κι αυτή, όπως τόσες άλλες, χρησιμότατη, αναγκαία και πολύ απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας μας, όλα αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα, κι άσε τους επαναστάτες της φακής να λένε τα δικά τους. Όμως, πρόσφατα, πριν από δυο τρία χρόνια, τον έδιωξαν από την υπηρεσία με πρόωρη σύνταξη. Στις κουβέντες που κάναμε ποτέ δεν έμπαινε σε λεπτομέρειες για το πώς και το γιατί, μέσες άκρες μόνο, συνήθως κάνα βράδυ που καθόμασταν μονάχοι και τα κοπανούσαμε, μα κι αυτά που ξεφούρνιζε μπορεί να μην ήταν όλη η αλήθεια. Κάθε φορά σκαρφιζόταν και μια καινούργια ιστορία. Μιλούσε το πιοτό, μα σίγουρα ήθελε να ξεχάσει, γι’ αυτό έπινε, για να τα ξεριζώσει απ’ το κεφάλι του και κατόπιν να πάει στο κρεβάτι του, πάνω στο πατάρι, και να ταβλιαστεί δίχως εφιάλτες και νυχτερινούς τρόμους, μέχρι το άλλο πρωί, σαν πεθαμένος. Τη μέρα μπορούσε να την παλέψει, τη νύχτα όχι, τον έπαιρναν και τον σήκωναν οι σκιές και τα φαντάσματα, τον περίμεναν στη γωνιά. Γι’ αυτό μεθούσε, τραύλιζε και παραπατούσε, για να τους ξεφύγει, να γλυτώσει, συνήθως τα κατάφερνε. Όμως, ούτε κι  εγώ ρωτούσα, δεν ήθελα να ξύνω παλιές πληγές. Είχα κι ο ίδιος μπόλικες και μπορούσα να καταλάβω το σκοτεινιασμένο του βλέμμα, μακρινό και χαμένο. Έτσι κι αλλιώς, ούτε κι εγώ του είπα ποτέ όλη την αλήθεια για το ένοχο παρελθόν μου, για τους λόγους που οικειοθελώς βρέθηκα ανέστιος και πλάνης, φυγάς θεόθεν και αλήτης, αυτοθέλητα πεταμένος στους πέντε δρόμους. Είχε ο καθένας μας τα επτασφράγιστα και απαραβίαστα μυστικά του, κουβαλούσαμε τον δικό μας σταυρό αγόγγυστα μέχρι τον τάφο. Και δεν ήταν κάνα χάπατο. Από όσα μισόλογα του έλεγα, σκόρπια και μπερδεμένα, κάτι ψυχανεμιζόταν, κάτι καταλάβαινε, μπορούσε να βγάλει μια άκρη. Μα έστω κι έτσι, συνεννοούμασταν, επικοινωνούσαμε βαθιά. Κατά βάθος, ήμασταν φτιαγμένοι από την ίδια πάστα, εκείνη της μοναξιάς, της ματαιότητας και της απαισιοδοξίας. Γι’ αυτό και ταιριάζαμε, παρά τις επί μέρους διαφωνίες μας.

Πάντως, του είπα σίγουρα πως στην προηγούμενη ζωή μου ήμουνα καθηγητής σε σχολείο της μέσης εκπαίδευσης και μάθαινα τα παιδιά μας γράμματα. Είχα τους πονηρούς και υποχθόνιους σκοπούς μου, όταν του το ξεφούρνισα. Ήθελα να αισθανθεί δέος απέναντι στις γνώσεις μου, είχα διαβάσει μπόλικα βιβλία και ήμουνα παραμορφωμένος, επί παντός επιστητού, όποτε θα είχε την παραμικρή απορία μπορούσε να προστρέξει σε μένα, μια κινητή βιβλιοθήκη ήμουνα, για να του λυθεί αμέσως, αυθωρί και παραχρήμα, που λέγανε και οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Πράγματι, όταν του το είπα, έμεινε άναυδος και με ανοιχτό το στόμα. Παραδόξως, το πίστεψε. Μα δεν το περίμενε, δεν του γέμιζα το μάτι για διανοούμενος. Με περιεργάστηκε με το έξυπνο βλέμμα του από την κορυφή ως τα νύχια και μετά από μπόλικη σκέψη αποφάνθηκε. Μπράβο σου, και δεν σου φαινόταν, σχολίασε κάπως ειρωνικά. Και από τότε δεν με ξαναφώναξε με το όνομά μου, παρά μόνο κύριε καθηγητά, πάντα μεταξύ σοβαρού και αστείου. Μα κι εγώ ανταπόδωσα στα ίσα την πρόκληση. Πότε τον φώναζα καφετζή και πότε χωροφύλακα, μα ποτέ βρωμόμπατσο και παλιομπασκίνα, δεν του ταίριαζε, θα τον αδικούσα. Έτσι κι αλλιώς, μεταξύ μας πλέον δεν χωρούσαν παρεξηγήσεις, ειδικά σε σχέση με τα παρατσούκλια του καθενός. Αστεία πράγματα.

***

Η ζωή στον δρόμο είναι δύσκολη, ειδικά τις υγρές και παγερές νύχτες του χειμώνα. Πάνω στις διπλές στρώσεις των χαρτονιών ανοίγω τον υπνόσακο, στρώνω τις χοντρές μάλλινες κουβέρτες, φοράω τον κόκκινο σκούφο και χώνομαι ολόκληρος κάτω από τα σκεπάσματα μέχρι να ξημερώσει και να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Επιπλέον, η πλατεία ερημώνει και γίνεται επικίνδυνη. Ο πιστός μου γάτος, και μόνο με την οσμή του, με προφυλάσσει από τα φίδια, τα ποντίκια και τα διαφόρων λογής ζωύφια που κυκλοφορούν, δεν τολμάνε να πλησιάσουν, μα το ζυγισμένο στιλέτο και ο ακονισμένος σουγιάς είναι αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Όταν κοιμάμαι, το ένα το έχω μόνιμα στη χούφτα μου, το άλλο μέσα στην κάλτσα, δεν θέλω να με αιφνιδιάσουν, κι ένα τροχισμένο μυτερό στραβοκατσάβιδο, καβαντζωμένο κάτω απ’ το καλάθι του μπόμπου, ως έσχατη εφεδρεία, που σίγουρα θα έκανε καλά τη δουλειά του σε μια κρίσιμη μάχη εκ του συστάδην, θα του πέταγε άνετα τα άντερα έξω, του οποιουδήποτε αλητάμπουρα και επίδοξου δολοφόνου μου, έστω και για λίγα ψιλά. Εξαρχής, ήμουν αποφασισμένος να πουλήσω πολύ ακριβά το τομάρι μου. Παρόλο που δεν έπιανε μία.

Την προηγούμενη φορά στο τσακ την γλύτωσα από ένα πρεζόνι, μα πήρα μεγάλη τρομάρα και πλέον έχω περισσότερο τον νου μου. Η παλιογαμιόλα πλησίασε στα μουλωχτά και προσπάθησε να με κλέψει, σαν να ήξερε πως έχω πάνω μου χρήματα. Ξύπνησα την ώρα που με ψαχούλευε και μέσα στα σκοτάδια, με μια γρήγορη σουγαδιά, του χαράκωσα το πρόσωπο, ξαφνιάστηκε, ούρλιαξε απ’ τον πόνο και το ‘βαλε στα πόδια, ακόμα τρέχει. Περίμενα αντίποινα από τη συντεχνία, μα ευτυχώς δεν ξαναφάνηκε κανένας από δαύτους. Καμιά φορά, πάνω στην χαρμάνα τους, γίνονται πολύ μοβόροι, δεν καταλαβαίνουν μάνα μου και πατέρας σου, μπορεί να σε αφαλοκόψουν για λίγα κέρματα. Όμως, πρέπει να καθάρισε για πάρτη μου ο καφετζής. Αμέσως, το ίδιο πρωί, του είπα τι είχε συμβεί. Μην ανησυχείς, μου είπε, θα τους βρω και θα τους μιλήσω, δεν θα ‘χεις ξανά πρόβλημα μαζί τους. Ξέρεις, δεν είναι κακά παιδιά, απλά έχουν κάψει φλάντζα, τα μυαλά τους είναι για πέταμα και καμιά φορά δεν ξέρουν τι κάνουν, προσπαθούσε να τους δικαιολογήσει. Πράγματι, έτσι έγινε. Δεν με ξαναενόχλησε κανείς. Μα για καλό και για κακό, είχα πάντα επάνω μου τα μαχαιράκια. Έστω, για να καθαρίζω κάθε τόσο τα νύχια και τα δόντια μου.   

Όμως, το ίδιο απόγευμα με πλησίασαν δύο αστυνομικοί. Τους είχα ξαναδεί, γνώριμες φάτσες και όμορφα παιδιά, έκαναν  συχνά πεζές περιπολίες στη γειτονιά μας, μα δεν με είχαν ενοχλήσει ποτέ. Ούτε κι εγώ έδινα δικαιώματα, καθόμουν ήσυχα στη γωνιά μου και δεν πείραζα άνθρωπο. Περνούσαν από μπροστά μου τυπικοί και υπηρεσιακοί, του καθήκοντος, δίχως να μου δώσουν σημασία, άλλο που δεν ήθελα, σαν να ήμουν αόρατος, σαν να μην υπήρχα. Σπάνια, καμιά φορά, γινόντουσαν πιο φιλικοί, μάλλον ανάλογα με τη διάθεση, μου χαμογελούσαν κι έλεγαν και καμιά καλησπέρα. Τους είχα συμπαθήσει, μου φαίνονταν καλά και εντάξει παιδιά, τζιμάνια. Μα σ’ αυτή την περίπτωση δεν επρόκειτο για βόλτα ρουτίνας, έρχονταν με άγριες διαθέσεις, τους φοβήθηκε το μάτι μου. Ζήτησαν τα στοιχεία μου, τους έδειξα ταυτότητα και τα σημείωσαν. Από τον ασύρματο κάλεσαν το κέντρο, κάτι είπαν, μα δεν κατάλαβα ακριβώς. Ζήτησαν να μου κάνουν σωματικό έλεγχο και φόρεσαν λευκά χειρουργικά γάντια, φοβόντουσαν μη κολλήσουν καμιά παλιαρρώστια. Δεν έπρεπε να αρνηθώ, είπαν, γιατί τότε θα είχα χειρότερες συνέπειες και ντράβαλα. Με απείλησαν ότι θα αναγκαζόντουσαν να με πάρουν σηκωτό για το τμήμα. Επομένως, τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Το πρεζόνι με το χαρακωμένο πρόσωπο πρέπει να είχε βγάλει βρώμα στους μπασκίνες για την νυκτερινή ιστορία, το πουλάκι είχε κελαηδήσει, δεν εξηγείται αλλιώς. Αυτά ψάχνεται; Τους ρώτησα και τους έδειξα τον σουγιά και το στιλέτο. Ξαφνιάστηκαν με την αναίδεια και το θράσος μου, μα δεν ήθελα να με αγγίξουν, εκτός κι αν νόμιζαν ότι έκρυβα πάνω μου και ναρκωτικά. Κατάσχονται, είπαν και μου τα άρπαξαν απ’ το χέρι. Δεν έχω πειράξει κανέναν, τους εξήγησα, τα έχω για προσωπική ασφάλεια, καμιά φορά ο δρόμος γίνεται πολύ επικίνδυνος, ξέρετε, ειδικά τα βράδια. Δεν τους έπεισα, παρόλο που χρησιμοποίησα πληθυντικό άκρας ευγενείας. Με κατηγορούσαν για οπλοφορία κι έπρεπε να με συλλάβουν. Έχασα το χρώμα μου. Άλλα μπλεξίματα τώρα, σκέφτηκα.

Τότε εμφανίστηκε μπροστά μας σαν φάντης μπαστούνι ο καφετζής. Η επέμβασή του υπήρξε σωτήρια και καθοριστική, με έβγαλε από πολλές ταλαιπωρίες και άσκοπα τρεχάματα. Μόλις τον είδαν, έχασαν την μιλιά τους. Φαίνεται, δεν τους ήταν άγνωστος και κάπως τον φοβόντουσαν, τουλάχιστον υπολόγιζαν τον λόγο του. Μάλλον, η φήμη του έτρεχε γρηγορότερα απ’ τον ίδιο. Ίσως πάλι να διατηρούσε ακόμη κάποιες περίεργες σχέσεις και δοσοληψίες με την παλιά του υπηρεσία, ποιος ξέρει. Πάντως, με έσωσε, καθάρισε για πάρτη μου και του το χρωστάω, όπως και για πολλά άλλα. Είναι καλό παιδί ο κύριος καθηγητής, νομοταγής και υπεράνω πάσης υποψίας, γκαραντί, με υποστήριξε πλέκοντας το εγκώμιό μου. Μπορούσε να εγγυηθεί ο ίδιος για μένα. Έτσι κι αλλιώς, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω, τσιριμπίμ τσιριμπόμ, γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν, τσιγκολελέτα και κόκκινα κουφέτα, σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι και τα ρέστα δικά σου, άλλαξε τροπάριο και τους έλεγε διάφορα τέτοια παλαβά και ακαταλαβίστικα. Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ μπλιμ μπλομ. Ο μπαγάσας ήταν σε φόρμα, τους μούρλανε εντελώς. Μεγάλος ηθοποιός, πουλούσε τρέλα κι έσπαγε άγρια πλάκα με τους ένστολους πρώην συναδέλφους του. Τα παιδιά κοιταχτήκαν με απορία και χαμογέλασαν αμήχανα, τι άλλο να έκαναν, και ο πάγος έσπασε. Πάρ’ τα, κρύψ’ τα και να προσέχεις, είπαν και μου ‘δωσαν πίσω τα σιδερικά μου. Για το πρεζόνι της προηγούμενης βραδιάς δεν έβγαλαν άχνα, ούτε κουβέντα. Τους ευχαρίστησα και τους ευχήθηκα από μέσα μου να πάνε να γαμηθούν, οι καργιόληδες. Κατόπιν, οι μπάτσοι απομακρύνθηκαν συνεχίζοντας την υγιεινή τους βολτούλα στα πέριξ. Με έπιασε απ’ το μπράτσο. Έλα, πάει, τέλειωσε, και σταμάτα να τρέμεις σαν το ψάρι, μου είπε για να με πειράξει και να μου δώσει λίγο κουράγιο. Ήμουν ακόμη σαν βρεγμένη γάτα. Και πάμε να πιούμε κάνα ποτό για να συνέλθουμε, ολοκλήρωσε την κουβέντα του.    

Μπήκαμε στο καφενείο, ήταν άδειο, κόσμος κανείς. Έσβησε τα πολλά φώτα και κλείδωσε την πόρτα. Απόψε το κατάστημα είναι ρεζερβέ, σχολίασε γελώντας και μου ‘κλεισε το μάτι, γλεντάμε για πάρτη μας. Πράγματι, τα ήπιαμε μέχρι αργά και γίναμε πίτα, ειδικά εκείνος, ήταν άγριο σουρωτήρι. Έστριψε κι ένα τρίφυλλο και το κάναμε μαζί, τραβώντας τζούρες εναλλάξ. Παρ’ ότι δεν καπνίζω ούτε απλό τσιγάρο, μα δεν ήθελα να τον προσβάλω. Το κασετόφωνο έπαιζε στη διαπασών ρεμπέτικα του έρωτα και του θανάτου. Μετά από λίγο ανέβηκε τρεκλίζοντας στο πατάρι κι έφερε έναν τζουρά κι έναν μπαγλαμά. Τελικά, ο τέως μπάτσος και νυν καφετζής είχε πολλά κρυφά ταλέντα και χαρίσματα, με πήγαινε από την μια έκπληξη στην άλλη.  Είχε χρόνια να τα πιάσει στα χέρια του, είπε, ξεχασμένα μέσα στο μπαούλο, είχαν σκεβρώσει από την υγρασία και την πολυκαιρία, μα σήμερα το απαιτούσε η περίσταση. Σαν να ήξερε, ο μάγκας, αν και δεν του είχα μιλήσει σχετικά, μάλλον το ψυχανεμιζόταν, ποιος ξέρει. Πάντως, με γύρισε πολλές εποχές πίσω, στα ξέγνοιαστα φοιτητικά μου χρόνια, όταν γρατζούναγα κι εγώ τα τρίχορδα και προσπαθούσα δειλά να μάθω κάνα τραγουδάκι, κυρίως τα πιο παλιά, τα πιο μάγκικα. Μου άρεσαν πολύ, μα γρήγορα τα παράτησα, ξεχάστηκαν κι αυτά αργότερα, μέσα στις σκοτούρες και τις υποχρεώσεις της ζωής.

Τα κουρδίσαμε στο περίπου, με το αυτί, τσάτρα πάτρα, και πήρα τον μπαγλαμά. Αν και τα δάχτυλά μου είχαν σκεβρώσει, θυμόμουν ακόμα να κρατάω κάποια ακόρντα. Μπράβο, κύριε καθηγητά, καλά τα πας, κάτι μπανίζεις από υψηλή τέχνη, μου ‘λεγε κάθε τόσο ο φίλος μου για να με ενθαρρύνει. Παίξαμε μόνο χασικλίδικα, τραγούδια παλιακά και προπολεμικά, άδοντας και γκαρίζοντας με τις βραχνές φωνές μας. Πέντε μάγκες στον Περαία, να ξεφύγω δεν μπορούσα καθώς γύριζα απ’ την Προύσα, θεέ μου μεγαλοδύναμε, η λιτανεία του μάγκα, ο μαστούρας, ο χαρμάνης, ο πόνος του πρεζάκια, είμαι αλανιάρης, το σακάκι, κυρ λοχαγέ και άλλα παρόμοια, ότι θυμόμασταν από στίχους, μπερδεύοντας τα λόγια και αυτοσχεδιάζοντας. Έτσι κι αλλιώς, παίζαμε για την πάρτη μας, την βρίσκαμε μονάχοι μόρτικα κι ωραία και δεν είχαμε κανέναν ενοχλητικό τενεκέ ξεγάνωτο δίπλα μας να μας κρίνει και να μας σχολιάσει, να λέει το κοντό του και το μακρύ του, την αρλούμπα και την εξυπνάδα του, πάνω στη σούρα του να πετάει κάθε τόσο και την κοτσάνα του. Ή να σηκωθεί να χορέψει για να κάνει φιγούρα, να πουλήσει μόστρα και τσάμπα μαγκιές. Βρισκόμασταν σε έκσταση. Η ατμόσφαιρα ήταν αρκούντως μεθυστική και κατανυκτική, σαν να ψέλναμε μέσα σε εκκλησία, βοηθούσε σε αυτό το ψηλοτάβανο και άδειο μαγαζί, είχε την τέλεια ακουστική. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, μόνο τα τρίχορδα όργανα και οι βραχνές μπάσες φωνές μας, ταλαιπωρημένες από τα χρόνια, τα πιοτά και τα τσιγάρα. Και κάθε τόσο μια κραυγή απόγνωσης, ένα ουρλιαχτό αγωνίας, έσπαγε σε χίλια κομμάτια την ησυχία της νύχτας.

Κάποια στιγμή μια γυναικεία φιγούρα φάνηκε στην εξώπορτα χτυπώντας το τζαμάκι. Ο καφετζής μού έκανε νόημα, σηκώθηκα και της άνοιξα. Ήταν η καθαρίστρια της πολυκατοικίας, στην ηλικία μου μα καλοστεκούμενη. Στα νιάτα της πρέπει να υπήρξε πολύ όμορφη, βαλκανικής καταγωγής και προελεύσεως, από το πάλαι ποτέ ένδοξο ανατολικό μπλοκ, το κραταιό σιδηρούν παραπέτασμα, στη χώρα της ήταν καθηγήτρια κλασικής μουσικής. Είχε πολλά χρόνια εδώ, είχε μάθει και τη γλώσσα καλά, είχε και κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον καφετζή, ας πούμε περιστασιακά ερωτική, επιπλέον τον φρόντιζε και τον νοιαζόταν, ήταν ο άνθρωπός του. Αυτή  έπλενε και τα δικά μου λιγοστά ρούχα, στο σπίτι της ανέβαινα μια φορά το μήνα, έπαιρνα το λουτρό μου και φρεσκαριζόμουν, έτσι διατηρούσα στην εμφάνισή μου μια σχετική καθαριότητα, δεν έμοιαζα πολύ με άστεγο του δρόμου. Είχε πάει αργά, μας είπε σε τόνο αυστηρό που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, έπρεπε να το διαλύσουμε. Συμφώνησα μαζί της, αν τόλμαγα ας έκανα κι αλλιώς. Φαινόταν δυναμική γυναίκα με ισχυρή θέληση. Ο φίλος μας δεν καταλάβαινε πια τίποτα, είχε γίνει λιώμα από το πιόμα και κάρφωνε με το θολό του βλέμμα το ταβάνι, δεν την έβλεπε ούτε την άκουγε. Ήταν αλλού. Έτσι κι αλλιώς, είχε περάσει η ώρα, σε λίγο θα ξημέρωνε. Απέξω ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζει, η ολονυχτία έπρεπε να πάρει τέλος. Τον ανεβάσαμε στο πατάρι και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, μα δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά κι άρχισε να ροχαλίζει βαριά.

Σε λίγο η καθαρίστρια θα έπιανε δουλειά, έπρεπε να βρίσκεται στο πόστο της. Την καλημέρισα και, ψόφιος από την αϋπνία και την κούραση, τράβηξα για το γιατάκι μου. Ένιωθα τα πνευμόνια μου σακατεμένα απ’ τις φωνές και το τραγούδι, άδεια από αέρα, έτοιμος να σκάσω, χρειαζόμουν επειγόντως εισπνοές. Ο γάτος μέσα στο καλάθι του δεν νοιαζόταν για την ταλαιπωρία μου, είχε τα δικά του, βρισκόταν σε λήθαργο, μα τουλάχιστον ανέπνεε ακόμη. Πάντα ήλπιζα σε ένα θαύμα, έστω και την ύστατη ώρα. Συνάμα, ευχόμουν ο φίλος μου, που κοιμόταν κι αυτός ολομόναχος στο πατάρι του μαγαζιού του, να βλέπει όμορφα όνειρα. Το καφενείο θα παρέμενε κλειστό μέχρι το μεσημέρι για λόγους ανωτέρας βίας, δεν θα ‘ταν δα κι η πρώτη φορά, οι πελάτες ήταν φίλοι του και θα έδειχναν κατανόηση. Από κείνο το βράδυ τον εκτίμησα ακόμα πιο πολύ, σχεδόν τον αγάπησα, περισσότερο κι από αδερφό μου. Πράγματι, αυτόν τον καφετζή δεν μπορούσα να τον αποκαλέσω βρωμόμπατσο. Θα ήταν πολύ άδικο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου