Ο μπόμπος πεθαίνει, είναι
βαριά άρρωστος, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Τι κι αν είναι γάτος, δεν έχει
καμία σημασία. Μέσα στο καλάθι του, κουλουριασμένος έχει γίνει μια σταλιά,
γυρισμένος προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, αναπνέει αργά και δύσθυμα.
Είμαι ξαπλωμένος δίπλα του και τον παρατηρώ, καμιά φορά του χαϊδεύω απαλά το
κεφαλάκι και τη ράχη, προσπαθώντας κάπως να τον ανακουφίσω. Τότε ακούω ένα
ανεπαίσθητο γουργουρητό που δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Είμαστε δυο λυπημένα
αδέσποτα του δρόμου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Κάθε μέρα που περνά λιώνει
όλο και περισσότερο, στο τέλος θα εξαϋλωθεί και θα γίνει χρυσόσκονη.
Τουλάχιστον, δεν πονάει, έτσι φαίνεται, είναι ήρεμος, την περισσότερη ώρα σε
λήθαργο. Πριν από λίγες μέρες, ήταν κάπως καλύτερα, έδειξε να συνέρχεται, μα
για λίγες ώρες μόνο, την επόμενη ξανάπεσε του θανατά. Κι όμως, είναι γερός
οργανισμός, μαχητής, δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα, γαντζωμένος από τη ζωή.
Σηκώνεται, πέφτει και ξανά όρθιος. Είμαι αισιόδοξος, στο τέλος θα τα καταφέρει.
Κι ας λέει η κτηνίατρος τα δικά της.
Μπορεί να έχω τις
στεναχώριες με τον γάτο μου, μα όταν διάβασα το κηδειόχαρτο στην κολώνα, μού
ήρθε ταμπλάς και κόλπος μαζί, μου ‘φυγε το κεφάλι. Δεν το περίμενα, νέος
άνθρωπος, στα πενήντα, λίγο μικρότερός μου, και γυμναστής, αθλητικός τύπος. Η
τελετή θα γινόταν στις τέσσερις το μεσημέρι στην ενορία μας. Αγγάρεψα τον
καφετζή να μάθει λεπτομέρειες. Ως πρώην μπάτσος είναι το γραφείο πληροφοριών
μου, ο προσωπικός μου ρουφιάνος και χαφιές, δεν έχει πρόβλημα, του αρέσει ο ρόλος
που του φορτώνω γιατί με αγαπά. Από ανακοπή καρδιάς, ήρεμα στον ύπνο του,
είπανε, είχε καλό θάνατο, με διαβεβαίωσε. Όμως, κρίμα για την οικογένειά του,
τη χήρα και τα δύο ορφανά. Και για τους γονείς του, γέροι άνθρωποι,
φαρμακώθηκαν. Είχα χρόνια να τον δω και να τον θυμηθώ, από τότε που παραιτήθηκα
από τη δουλειά και πέταξα το σαρκίο μου στους πέντε δρόμους. Μα κι αυτός δεν με
αναζήτησε, δεν με έψαξε, δεν πέρασε ούτε μια φορά από μπροστά μου να δει τι
κάνω, πώς την βγάζω, πώς περνάω. Με ξέχασε τελείως. Ποιος ξέρει, παραπονιέμαι
μα δεν τον κατηγορώ. Θα είχε τους λόγους του. Πάντως, ήταν καλό παιδί. Και με
τον τρόπο του, με είχε βοηθήσει τότε.
Ήμασταν συνάδελφοι στο
λύκειο, ο μόνος που ξεχώριζα από όλο τον συρφετό εκεί μέσα κι έκανα λίγη παρέα,
κυρίως στα διαλλείματα, μπαίναμε πάντα μαζί στην επίβλεψη του προαυλίου απ’
τους ζωηρούς και ατίθασους μαθητές μας. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, νομίζω, κι
αυτός με συμπαθούσε, καμιά φορά πηγαίναμε και για καφέ, όποτε ευκαιρούσε, γιατί
είχε και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, προπονούσε και μια εφηβική ομάδα
μπάσκετ, απ’ την άλλη κι εγώ είχα τα απογευματινά ιδιαίτερα, τρέχαμε και δεν φτάναμε,
να τα προλάβουμε όλα, δεν είχαμε ελεύθερο χρόνο, κυνηγούσαμε ασμένως την επιτυχία,
τη φήμη και τα λεφτά, τότε που ήμασταν νεότεροι και πιο δραστήριοι, γιατί έτσι
έπρεπε, να πιάσουμε τη ζωή από τα κέρατα, να τα καταφέρουμε. Άντε, να παντρευτείς
κι εσύ να τακτοποιηθείς, να δέσεις τον γάιδαρό σου, κι εγώ κουμπάρος, μην το
καθυστερείς, μου ‘λεγε καμιά φορά γελώντας για να με πειράξει. Δεν τον
παρεξηγούσα, δεν ήταν αδιάκριτος, ενδιαφερόταν πραγματικά, νοιαζόταν για μένα,
να μην μείνω στο ράφι. Περνάνε τα χρόνια, τρέχουν σαν το νερό, συμπλήρωνε
θυμόσοφα την κουβέντα μας, μέχρι που χτυπούσε το κουδούνι κι έπρεπε να
επιστρέψουμε στα μαθήματά μας, στο καθήκον μας, ο καθένας στο πόστο του.
Πήγα στην κηδεία μόνος, ο
καφετζής, γνήσιο τέκνο του σατανά, αρνήθηκε να με συνοδεύσει, είχε και τη
δουλειά του, βέβαια, δεν είχε κάποιον για να αφήσει στο πόδι του, ούτε μπορούσε
να το κλείσει το ρημάδι, οι πελάτες, αν και οι περισσότεροι φιλαράκια του, θα
δυσανασχετούσαν και θα τον σκυλόβριζαν, και με το δίκιο τους. Έφτασα στην
εκκλησία κάπως αργοπορημένος. Ήταν φίσκα, γεμάτη κόσμο, από το προαύλιο. Τα
πρόσωπα σοβαρά και σκυθρωπά, αγέλαστα, κάποιοι καπνίζαν. Ο εκλιπών ήταν σε
όλους πολύ αγαπητός, έξω καρδιά, πάντα με την καλή κουβέντα στο στόμα και το
χαμόγελο στα χείλη. Διέκρινα και κάποιες θλιμμένες φάτσες παλαιών συναδέλφων,
μα δεν τους έδωσα σημασία, έκανα ότι δεν τους πρόσεξα. Ούτε κι εκείνοι έδειξαν
να συγκινούνται από την παρουσία μου, ίσως και να μην με αναγνώρισαν ή νομίζοντας
ότι τα έχω τινάξει, ένα φάντασμα περιφερόταν ανάμεσά τους. Κάποια χαμένα
βλέμματα ήρθαν κατά πάνω μου, μα φευγαλέα, δεν στάθηκαν, την επόμενη στιγμή με
προσπέρασαν. Τον διευθυντή μας δεν τον πήρε πουθενά το μάτι μου. Θα έχει
γεράσει πια, θα είναι τώρα κι αυτός ένας συνταξιούχος και απόμαχος της ζωής.
Μπαίνοντας μέσα, τα λιβάνια
μου πήραν τη μύτη, κλονίστηκα, κόντεψα να σωριαστώ χάμω. Ο παπάς έλεγε τα δικά του,
ο ψάλτης κρατούσε το ίσο με τα κυρ ελέησον και τα ρέστα. Με μικρά αβέβαια
βήματα, σπρώχνοντας τους μπροστινούς μου, πλησίασα το φέρετρο. Δίπλα του
στεκόταν μαυροντυμένη η γυναίκα του, νέα και όμορφη, μέσα στην αξιοπρεπή της
θλίψη, και τα δύο του παιδιά, το αγόρι και το κορίτσι, γύρω στα είκοσι, είχαν κι
αυτά μεγαλώσει. Οι γονείς του τα
γερόντια, τα αδέρφια του, τα ανίψια του, οι υπόλοιποι στενοί συγγενείς του, οι
δικοί του άνθρωποι θα βρίσκονταν χαμένοι, καταρρακωμένοι και σκορπισμένοι μέσα
στο πλήθος. Δεν τους ήξερα, δεν τους αναγνώριζα, δεν με ενδιέφεραν. Μονάχα εκείνος,
ξαπλωμένος ανάμεσα στα άνθη, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά,
χαμογελούσε. Ακόμα και πεθαμένος ήταν όμορφος και πρέπει πράγματι να είχε έναν
ευτυχισμένο θάνατο, βλέποντας στον ύπνο του κάποιο ευχάριστο όνειρο, ίσως
ερωτικού περιεχομένου, ποιος ξέρει, προχωρώντας ασυναίσθητα σε μια τελευταία
ονείρωξη. Μέχρι που έπεσαν ξαφνικά οι τίτλοι τέλους και η οθόνη μαύρισε
εντελώς. Ασπάστηκα ευλαβικά το παγωμένο του κούτελο και τράβηξα για την έξοδο. Δεν είχα διάθεση
να χαιρετήσω κανέναν. Είχα έρθει μόνο για κείνον, σπάζοντας την μοναξιά μου και
τις συνήθειές μου. Μπαίνοντας ξανά, έστω και λίγο, μέσα στους ανθρώπους. Μέσα
στη θλιβερή βουή του κόσμου.
Την μέρα που έγινε το
περιστατικό με τον μαθητή μου, ο γυμναστής κάτι πρέπει να κατάλαβε και
προσπάθησε να με προφυλάξει. Ήταν στο προαύλιο, με είδε από μακριά και μου
φώναξε να πάω κοντά του, μα εγώ τον αγνόησα, ακολουθώντας το παιδί στις
τουαλέτες. Δεν μπορούσα να αντισταθώ, είχε θολώσει το μυαλό μου. Ίσως είχε δει
τον διευθυντή, υποψιασμένο και κάπως προκατειλημμένο με την πάρτη μου να με
παρακολουθεί απ’ το παράθυρο του γραφείο του με το άγρυπνο βλέμμα του και αμέσως
μετά να με παίρνει στο κατόπι. Ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του
περιστατικού, εκείνος που έκανε την καταγγελία, μα λόγω θέσης και ευθύνης η
γνώμη του ήταν βαρύνουσα για τις αρχές και καταπέλτης για μένα τον
κατηγορούμενο. Δεν ήταν μόνο ο άμεσα προϊστάμενος μου, αλλά και θεολόγος και
καλός χριστιανός και οικογενειάρχης, παλαιάς κοπής λυκειάρχης, αυστηρών αρχών
και άμεμπτος ηθικά, διάγοντας βίο σύμφωνα με τα χρηστά ήθη της εποχής. Πάντως, ο
γυμναστής ήταν ο μόνος απ’ τους συναδέλφους που όταν ξέσπασε το σκάνδαλο είπε
έναν καλό λόγο για μένα, με δικαιολόγησε, μου ‘δωσε κάποια ελαφρυντικά, χωρίς
να φοβηθεί το άγριο βλέμμα του λυκειάρχη και των υπόλοιπων καθηγητών. Έστω και
άτυπα, στις μεταξύ τους συζητήσεις. Μα ακόμα και να περνούσα από πειθαρχικό
συμβούλιο ή από δίκη, για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου, θα ερχόταν να με υπερασπιστεί,
μου είχε υποσχεθεί, ρισκάροντας πολλά. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, του το
οφείλω. Αν και τελικά δεν χρειάστηκε.
Ξαφνικά με έπιασε πανικός,
με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ζαλίστηκα. Δεν μπορούσα να ανοίξω διάδρομο, ούτε να
βρω την έξοδο. Λίγο πριν βγω από την εκκλησία δεν άντεξα άλλο, τα γόνατά μου
λύγισαν, έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμησα. Έφταιγε ο μεγάλος συνωστισμός,
η αποπνικτική ατμόσφαιρα, η συγκίνηση των στιγμών. Επιπλέον, εκείνη τη μέρα από
τη στεναχώρια μου είχα ξεχάσει να βάλω τη μάσκα και να κάνω εισπνοές, τα
σακατεμένα πνευμόνια μου ήταν εντελώς άδεια. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν στο
καφενείο του φίλου μου και τον έβλεπα απέναντί μου να μου χαμογελά. Δεν
κατάλαβα πώς με κουβάλησαν μέχρι εκεί. Δίπλα μου ο φαρμακοποιός μού είχε
φορέσει τη μάσκα και έπαιρνα βαθιές σωτήριες ανάσες φρέσκου οξυγόνου. Ευτυχώς
που δεν με φόρτωσαν σε κάνα ασθενοφόρο να τρέχω και να ταλαιπωρούμαι τσάμπα και
βερεσέ στα επείγοντα του νοσοκομείου, να μπλέξω με μικρόβια, γιατρούς και νοσοκόμους.
Φτηνά την είχα γλυτώσει.
Δεν έκανα τίποτα στο παιδί,
δεν το πείραξα. Έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν είναι κακός με τη θέλησή του. Ήταν
όμορφο, ένας δεκαεφτάχρονος ξανθός λυγερόκορμος ευαίσθητος και καλοσυνάτος
άγγελος, που είχε όλο το μέλλον μπροστά του. Καλός και αγαθός. Όταν τέλειωσε το
μάθημα εκείνης της ώρας και σχολάσαμε, με πλησίασε στην έδρα και μου
χαμογέλασε. Πρώτη φορά έβρισκε το θάρρος να μου μιλήσει κατ’ ιδίαν, τον είχα
όμως προσέξει, ξεχώριζε μέσα στην τάξη, ήταν καλός και επιμελής μαθητής κι έδειχνε
ενδιαφέρον για τα φιλολογικά μαθήματα, του έβαζα υψηλούς βαθμούς. Η αίθουσα
είχε αδειάσει, μα εκείνος δεν βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του, να φάει και
να ξεκουραστεί. Είχε κάποιες απορίες απ’ το μάθημα, μου είπε. Εξαρχής απαίτησα
ενικό, όπως κουβέντιαζαν και οι παλιοί μας πρόγονοι, ανεξαρτήτως θέσης, κύρους
και ηλικίας. Ο σεβασμός και η ευγένεια έχει χίλιους άλλους τρόπους για να
εκφραστεί με ειλικρίνεια, πέρα απ’ τον πληθυντικό της κολακείας, της υποκρισίας
και της δουλοπρέπειας. Εντάξει, μου είπε, κύριε, χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Προηγουμένως
τους μιλούσα για την δίκη και την απολογία του αρχαίου φιλοσόφου απέναντι στους
συμπολίτες του, που έμοιαζε σαν αυτοκτονία, σαν να επιζητούσε την θανατική του καταδίκη.
Ο νεαρός είχε μαζέψει και μόνος του, εξωσχολικά, κάποιες πληροφορίες για το
ζήτημα. Κάποιοι γράφουν ότι ήταν και λίγο ψώνιο, μου είπε δειλά. Χαμογέλασα.
Ίσως να ένιωθε ανώτερος από τους άλλους, με ειδική θεϊκή αποστολή, παρ’ όλο που
τους δούλευε, τους προκαλούσε και τους ειρωνευόταν αγρίως, μα δεν πρέπει να
πίστευε σε θεούς και δαίμονες, την πλάκα του έκανε, σίγουρα παίζει ρόλο και η
υστεροφημία, θα την επεδίωκε, μα πιο πολύ ήταν ένας κουρασμένος γέροντας που
ήθελε να φύγει από τη ζωή, πιστεύω. Έτσι απάντησα στον φιλομαθή νέο και
αισθάνθηκα πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό μου.
Ο μικρός μου μαθητής με
κοίταξε σκεπτικός και διστακτικός, δεν ξέρω αν τον έπεισαν τα λεγόμενά μου,
ήταν και κάπως μπερδεμένα, όπως και το σωκρατικό πρόβλημα για τους μελετητές,
κανένας δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Μπορεί κι εγώ να ήμουν ένας αρκετά
διαβασμένος και καταρτισμένος φιλόλογος, μα δεν είχα όλες τις απαντήσεις στο
τσεπάκι μου, έτσι κι αλλιώς δεν γνωρίζαμε πολλά για τον αρχαίο κόσμο, αμφίβολες
υποθέσεις και εικασίες κάναμε, μα τα παιδιά ζητούσαν βεβαιότητες και αλήθειες, τουλάχιστον
εκείνα που ενδιαφέρονταν να μάθουν, και άντε να τις βρεις και να τους τις
δώσεις. Πρέπει να ήμαστε πάντα με τον μοναχικό και τον αδύναμο, όχι με τα
κοπάδια των πολλών, οι κοινωνίες με τις εξαιρέσεις προχωράνε μπροστά και προοδεύουν,
συμπλήρωσα και συμφώνησε, λάμποντας το πρόσωπό του σαν ήλιος φωτεινός και τα
γαλάζια του καθαρά μάτια αστραποβολώντας ειλικρίνεια και αθωότητα. Με θαύμαζε,
ήταν φανερό, αυτό το εξαίσιο πλάσμα, το τέλειο δημιούργημα της φύσης. Εμένα,
μια ασχημόφατσα, έναν κοντοπίθαρο αυτιάγκουρα, έναν μπόμπο.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί
και αμήχανοι. Κύριε, κάποιοι λένε ότι του άρεσαν τα αγόρια, είχε νεαρούς φίλους
και ερωτικές σχέσεις με τους μαθητές του, ψέλλισε μετά από λίγο, με φανερή
ντροπή γιατί αμέσως έγινε κατακόκκινος σαν παντζάρι. Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα
να πάει προς τα κει η κουβέντα μας. Είχαμε πλησιάσει επικίνδυνα κοντά, ένιωθα
την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου και μύριζα το όμορφο άρωμά του. Προσπάθησα
να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και την αυτοκυριαρχία μου, μα δεν τα κατάφερα.
Έτσι λένε, αγόρι μου, είχε κι αυτός τις αδυναμίες του, απάντησα τρέμοντας και
ασυναίσθητα του χάιδεψα το χέρι. Ηλεκτρίστηκα. Μια ταραχή φούντωσε μέσα στο
στήθος μου, μια τρικυμία, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και ακανόνιστα,
ήταν έτοιμη να σπάσει. Μα και το παιδί πρέπει να αναστατώθηκε, μπορεί και να
τρόμαξε, το άγγιγμά μου δεν ήτανε καθόλου αθώο, ανατρίχιασε, ντράπηκε, μάζεψε
τα πράγματά του, είπε ένα βιαστικό ευχαριστώ, κύριε, μου ψιθύρισε ένα γεια σας
και βγήκε βιαστικά από την αίθουσα. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτηκε για μένα.
Κεριά και λιβάνια, γαμώ τη
μούρλια και την ψυχοπάθεια που με διακρίνει. Δεν έχασα καθόλου χρόνο, τον πήρα
από πίσω. Μέχρι τότε ήμουν εγκρατής, ο βίος μου υπήρξε σοβαρός και μετρημένος,
καθόλα άμεμπτος, δηλαδή καταπιεσμένος. Δεν είχα δώσει ποτέ δικαίωμα, δεν
ενόχλησα ποτέ κανέναν, μα και πάλι οι κακές γλώσσες σχολίαζαν. Όμως, αυτή τη
φορά είχα χάσει τελείως τον έλεγχο. Το παιδί δεν πήγε προς την έξοδο του
σχολείου, αλλά στο προαύλιο κατεβαίνοντας τις σκάλες. Γύρισε το κεφάλι του και
είδε πως τον ακολουθούσα. Μπήκε στις τουαλέτες, από πίσω του κι εγώ, στην ίδια,
κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Δεν είπαμε κουβέντα, δεν βγάλαμε άχνα. Αρχίσαμε
να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε, ακούγονταν μόνο οι βαριές μας ανάσες. Έλιωνα,
δεν είχα ξανανιώσει τέτοια απόλαυση, τόση ηδονή, αγκαλιάζοντας πρώτη φορά ένα
αγόρι. Ευτυχώς, δεν τόλμησα να ξεκουμπωθώ και να κατεβάσω το παντελόνι, ούτε κι
εκείνο. Ή δεν πρόλαβα, αφού ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μας έπιασε στα πράσα.
Ήταν ο διευθυντής του σχολείου, άγρυπνος φρουρός του πνεύματος και της ηθικής.
Τώρα την γαμήσαμε, σκέφτηκα.
Ο λυκειάρχης δεν θέλησε να
με καλύψει, να με επιπλήξει έστω για πρώτη φορά που έδινα δικαίωμα. Ήταν
αυστηρός, μα επιπλέον για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν με χώνευε, μάλλον δεν του
άρεσε η φάτσα μου. Στο σχολείο ξέσπασε μέγα σκάνδαλο, έσκασε μπόμπα μεγατόνων.
Αμέσως, τέθηκα σε διαθεσιμότητα και διατάχθηκε σε βάρος μου ένορκη διοικητική
εξέταση. Ενημέρωσε αμέσως και τον πατέρα
του παιδιού κι εκείνος, ως δικαστικός καριέρας, έγινε πυρ και μανία, έξω
φρενών, κι ήθελε να με κρεμάσει ανάποδα, να μου υποβάλει μήνυση, μα ο γιος του
με κάλυπτε. Δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας, του είπε, συμπτωματικά βρεθήκαμε
στις τουαλέτες, κατά λάθος, ο διευθυντής δεν πρόσεξε καλά και άλλα παρόμοια.
‘Όσο και να τον πίεζε, ήταν ανένδοτος, μέχρι και στον εισαγγελέα ανηλίκων τον
έσυρε με τη βία για να καταθέσει εναντίον, μα δεν κατάφερε τίποτα. Με
προσήγαγαν και μένα, νυχτιάτικα, με συνοπτικές διαδικασίες, μα δεν έβγαλα άχνα.
Μας έφεραν και σε αντιπαράθεση, παρουσία των δικαστικών και αστυνομικών αρχών.
Ο μαθητής δεν άντεξε, έπεσε στην αγκαλιά μου και ξέσπασε σε κλάματα. Προσπάθησα
να τον παρηγορήσω, να μην ανησυχεί, ότι όλα θα πάνε καλά. Ο πατέρας του τον
σκυλόβρισε, τον τράβηξε από πάνω μου κι έφυγαν για το σπίτι τους.
Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να
ειπώθηκε μεταξύ τους, πόσο πολύ να τον ζόρισε, μα την άλλη μέρα το πρωί το
παιδί βρέθηκε κρεμασμένο στο μπάνιο από τον θερμοσίφωνα με μια σφιγμένη ζωστήρα
γύρω απ’ το λεμό του και γουρλωμένα τα όμορφα γαλανά του μάτια. Είχε αφήσει και
σημείωμα που με απάλλασσε από κάθε κατηγορία. Ο κύριος καθηγητής είναι αθώος, δεν με πείραξε, δεν μου έκανε τίποτα,
ήταν καλός απέναντί μου και δεν μπορώ να πω ψέματα. Πλέον, δεν μπορούσε να
με δικάσει κανείς και για τίποτα, μόνο ο εαυτός μου. Αμέσως όταν έμαθα για την
αυτοκτονία του αγοριού δήλωσα παραίτηση και έφυγα απ’ το σπίτι, θέλησα να
κρυφτώ από όλους. Έτσι κι αλλιώς, και οι δικοί μου άνθρωποι, γονείς, αδέρφια,
συγγενείς, από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν απέναντί μου, ήταν εναντίον μου, με
καταδίκασαν χωρίς δίκη γιατί κηλίδωσα δήθεν το όνομα της οικογένειας και τους
ντρόπιασα. Γιατί ήμουν ένας παιδεραστής και πούστης, ένας κίναιδος, που τόσα
χρόνια κρυβόμουν, μα πλέον είχα εκδηλώσει τις ανώμαλες σεξουαλικές μου ροπές
και τάσεις. Δεν μπορούσαν να το αντέξουν, τους ξεφτίλισα, είπαν. Γι’ αυτό κι
εγώ τους έστειλα όλους στο διάολο και ησύχασα. Όμως, δείλιασα, φοβήθηκα, δεν
μπόρεσα να δώσω τέλος στην άδεια και ασήμαντη ζωούλα μου. Πλέον, δεν είχα να χάσω τίποτα το σπουδαίο. Με καταδίωκαν
οι τύψεις και οι ερινύες, περνούσα μεγάλο μαρτύριο.
Πλέον, ένιωθα καλύτερα. Σε
λίγο θα σουρούπωνε. Ο καφετζής έβαλε δυο τσίπουρα να πιούμε και να
παρηγορηθούμε, έφερε και μεζέ να στυλωθώ γιατί όλη μέρα το στομάχι μου ήταν
άδειο. Για το καλό κατευόδιο του φίλου σου, κύριε καθηγητά, είπε και
τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Καλή αντάμωση, όμορφε, ευχήθηκα χωρίς να το
πιστεύω ειλικρινά, κατεβάζοντας το φάρμακο μονοκοπανιά. Τότε ξαφνικά έφαγα
φλασιά. Κοίταξα προς τη γωνιά μου, το καλάθι του γάτου μου ήταν άδειο, ο
μπόμπος έλειπε. Ρώτησα με αγωνία τον καφετζή που είναι κι εκείνος μου
χαμογέλασε πονηρά. Σήμερα το μεσημέρι ήταν καλύτερα, είχε όρεξη, του έβαλα και
έφαγε, σαν να αναστήθηκε, και πήγε να πάρει τη βόλτα του. Μην ανησυχείς, κάπου
τριγύρω θα είναι, θα επιστρέψει, κατέληξε. Ηρέμησα και χάρηκα, μπήκε η καρδιά
μου στη θέση της. Να και κάτι καλό από τη σημερινή μέρα, ο γάτος μου είναι
εφτάψυχος, σκέφτηκα. Όχι όπως ο γυμναστής, που πήγε μια κι έξω.