Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ (1904-1959)



Καιξής
Γκελ, γκελ καιξή, γιαβάζ, γιαβάζ
μες στης πόλης τα’ ακρογιάλι, μες στη σιγαλιά
μες στου χαρεμιού τη λίμνη, γκελ, γκελ, καιξή

Να κλέψω τη γκιουζέλ χανούμ
σκλάβα μέσα στο κελί της κλαίει και θρηνεί
και ζητά τη λευτεριά της, γκελ, γκελ, καιξή 

Η πεντάμορφη
Σιγά, σιγά φίλε μου τα’ αμάξι
έφτασ’ η πεντάμορφη τις καρδιές να κάψει

Σε εξοχικό ήρθε να γλεντήσει
και σαν ρεμπέτισσα μια βραδιά να ζήσει

Ρομαντικό στέκι αν ξέρεις πάμε
τέτοιες νύχτες όμορφες πρέπει να γλεντάμε
 
Γκρινιάρικο
Δεν θέλω να γκρινιάζεις πια, δε θέλω να ζηλεύεις
παραπονιάρικο κουκλί κι όλο να με παιδεύεις

Όταν γκρινιάζεις με πονάς, μαραίνεις τη ζωή μου
και κάνεις για να χαίρονται και να γελούν οι εχθροί μου

Θέλω πολύ να μ’ αγαπάς, θέλω να μ’ αγκαλιάζεις
να παίρνω τα φιλάκια σου κι όχι να μου γκρινιάζεις

Χατζηχρήστος
Ήρθαμε να γλεντήσουμε, Χατζηχρήστο, να φύγει το μαράζι
κι αν φύγουνε πολλά λεφτά χαλάλι δεν πειράζει

Το παλικάρι στη γωνιά, Χατζηχρήστο, μια ζειμπεκιά γουστάρει
απ’ το γλυκό μπουζούκι σου, φίλε παραπονιάρη

Ρίξε γιαβάσικες πενιές, Χατζηχρήστο, ένα γλυκό ντουζένι
για να τα’ ακούσει μια ψυχή που σε καταλαβαίνει

Το μαγκαλάκι
Όξω βοριάς σφυρίζει κι είμαι μοναχός
δίχως μαγκαλάκι θα πλαγιάσω ο φτωχός

Γύρισε κι άναψε το μαγκαλάκι
όπως μου τα’ άναβες κάθε βραδάκι

Στης αγάπης μας τις στάχτες ψάχνω, προσπαθώ
μήπως έβρω καμιά σπίθα για να ζεσταθώ

Είναι κρύα η νύχτα απόψε πέφτει κι η βροχή
και με δίχως μαγκαλάκι θα μείνω ως την αυγή

Ψεύτη ντουνιά
Μαράθηκε η καρδούλα μου μ’ αυτή την αδικία
παλιοζωή, ψεύτη ντουνιά και παλιοκοινωνία

Πάψε καρδιά μου να πονάς, να λιώνεις μ’ αγωνία
για τον παλιόκοσμο να κλαις, την παλιοκοινωνία

Αγάπησα και πόνεσα, η φτώχεια ειν’ αιτία

παλιοζωή, ψεύτη ντουνιά και παλιοκοινωνία 


Καταραμένη φτώχεια
Δεν με φοβίσαν κύματα, χιόνια κι ανεμοβρόχια
όσο με φόβισες εσύ κατηραμένη φτώχεια

Απ’ τα φτωχά μου όνειρα ένα σωστό δεν βγαίνει
όλα τα σκόρπισες εσύ φτώχεια κατηραμένη

Στον έρωτα και στην ζωή όπου και να με νιώσεις

φτώχεια δεν πέρασε στιγμή χωρίς να με πληγώσεις  
 
Νύχτα αξημέρωτη
Στο καμαράκι το φτωχό πάλι κι απόψε ξαγρυπνώ
Μέσα στη νύχτα τη βαθιά μ’ ένα καντήλι συντροφιά

Έξω βροχή κατακλυσμός κάθε ψιχάλα στεναγμός
Πάψε καημέ πάψε βροχή μάνα δεν έχω αντοχή

Ας πάρει τέλος η βραδιά που μου ραγίζει την καρδιά
Για να κρατήσεις δεν μπορείς μια τέτοια νύχτα φοβερή

Μάνα μου τα λουλούδια μου
Μανούλα αρρώστησα βαριά, ο χάροντας μ’ αγγίζει
θυμάμαι το σπιτάκι μας και η καρδιά ραγίζει

Τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω
μια χάρη μόνο τη στερνή μανούλα σου γυρεύω

Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά τα ποτίζεις
όπως τα δρόσιζα κι εγώ και εσύ να τα δροσίζεις
  
Μανούλα
Καημό μεγάλο απόκτησα βαθιά μες στην καρδιά μου
έχασα την μανούλα μου που ‘χα παρηγοριά μου

Αρρώστησα και δεν μπορώ στα πεύκα πήγα απάνω
δυο πόνους τώρα απόκτησα και δεν μπορώ να γιάνω

Επήρα κάμπους και βουνά στις ρεματιές απάνω
ωσότου έρθει η ώρα μου και πέσω ν’ αποθάνω

Την τελευταία μου στιγμή τα μάτια μου πριν κλείσω
τότε γλυκιά μανούλα μου εσένα θα ζητήσω

Ρημαγμένη ζωή
Καημούς πολλούς πίκρες και πόνους έχω βρει
μέσα στη δόλια μου ζωή
Μοίρα δε με πονάς γιατί παιδεύομαι
τι σου ‘φταιξα και καίγομαι, ωχ και καίγομαι

Με χτύπησαν βροχές, ανέμοι, μπόρες
για μιας γυναίκας απονιά
φτώχεια κι ορφάνια μ’ έκαναν να σέρνομαι
στην ξενιτιά να δέρνομαι, ωχ να δέρνομαι

Ρημάδι πια κατάντησε η ζωή μου
λειώνει το έρημο κορμί 
Χάρε λυπήσου με εσύ και πάρε με
από τους πόνους βγάλε με, ωχ ορέ βγάλε με

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου