Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ



Πίνω και μεθώ
Πίνω και μεθώ, μέρα νύχτα τραγουδώ
και το ντέρτι μου στο μπουζούκι μου ξεσπώ

Γένηκα μπεκρής, χασικλής και μερακλής
γιατί όλο λες κούκλα μου πως δε με θες

Τα ματάκια σου και τα κορδελάκια σου
με τουμπάρανε και με κογιονάρανε

Πως μου τα ‘φερες και μου την κατάφερες
και μου το ‘σκασες, μ’ ένα μάγκα το ‘στριψες
   
Πέντε χρόνια δικασμένος
Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το ‘ριξα στον αργιλέ

Φύσα ρούφα, τραβατόνε, πατατόνε κι αναφτόνε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους  

Κι άλλα πέντε ξεχασμένος από σένανε καλέ
για παρηγοριά οι μάγκες μου πατούσαν αργιλέ

Τώρα που ‘χω ξεμπουκάρει μέσα απ’ το Γεντί Κουλέ
γέμωσε τον αργιλέ μας να φουμάρουμε καλέ

Φύσα, ρούφα,τραβατόνε, πατατόνε κι αναφτόνε
φύλα τσίλιες για τα’ αλάνι κι έρχονται δυο πολιτσμάνοι    

Τα πείσματά σου τα κουτά
Μέρα τη μέρα πείσματα χειρότερα μου κάνεις
πες μου τι θες και τι ζητάς και σε μπελά με βάνεις

Τα πείσματά σου τα κουτά κακιά και πεισματάρα
με κάναν και συνήθισα και μήτε δίνω διάρα

Βαρέθηκα να σ’ αρωτώ και πάλι να υποφέρω
κι άμα χρωστάς της Μιχαλούς πες μου το να το ξέρω

Άσε το πείσμα το πολύ και δεν σου πάει στο λέω
μη θες όταν εσύ γελάς για χάρη σου να κλαίω
   
Είμαι του δρόμου το παιδί
Είμαι του δρόμου το παιδί το παραπονεμένο
και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο

Το κρύο έχω πίκρα μου, η ζέστη ειν’ η χαρά μου
του καθενός το θέλημα ειν’ η παρηγοριά μου

Η πείνα δε με φόβισε, ορφάνια δε θυμούμαι
βρέθηκα έτσι στον ντουνιά και δεν παραπονούμαι

Κι αν αποθάνω και βρεθεί κανένας να με θάψει
είμαι του δρόμου το παιδί κι εκείνος ας με κλάψει

Το μονοπάτι
Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει
μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη

Το μονοπάτι σαν θα πάρεις μια βραδιά
τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις
κι ολημερίς θα κουρελιάζεις μια καρδιά
κι ένα κορμί μες στα κουρέλια της θα ντύσεις

Εκεί ξεχνάει κι ο Θεός για να σε δει
περνάς και φεύγεις και δεν κλαίει ανθρώπου μάτι
ένα σκουπίδι παραπάνω δηλαδή
μες στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι

Πληροφορίες
Άσχημες πληροφορίες μου ‘δωσαν για σένανε
με τα λόγια που μου είπαν με πληγώσανε
την καρδιά μου σαν χαρτί την τσαλακώσανε

Μου ‘πανε το παρελθόν σου ότι είναι σκοτεινό
ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα
από δω και πέρα όμως κάτσε φρόνιμα

Ξέχασα τα περασμένα και δεν τα θυμάμαι πια
ασ’ το φέρσιμο που είχες το διπρόσωπο
κοίτα τώρα να με βγάλεις ασπροπρόσωπο
   
Μες στην παλιά την Κοκκινιά
Μες στην παλιά την Κοκκινιά και στην Άγια Σωτήρα
μου ‘χει σκλαβώσει την καρδιά μια νοστιμούλα χήρα

Την είδα την Πρωτομαγιά μες τα’ άνθη στολισμένη
κι όλη η δροσιά της Άνοιξης σ’ αυτήν ήταν δοσμένη

Ετούτη την καλοκαιριά, αν δεν την αποκτήσω
Μες στην Παλιά την Κοκκινιά δεν θα ξαναπατήσω
    
Το πιτσιρικάκι
Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο
μες στα χορταράκια παραπονεμένο
θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι
μα δεν έχει φράγκο είναι μπατιράκι

Του ‘ρθε μια ιδέα κάπου να τη στήσει
όποιος κι αν περάσει τσιγάρο να ζητήσει
μα κακή του τύχη λίγο παραπάνω
στη γωνιά του δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο

Κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει
και με κόλπο έξυπνο τόνε χαιρετάει
δίχως να τα χάσει το πιτσιρικάκι
απ’ τον πολιτσμάνο ζητάει τσιγαράκι
   
Ο φτωχομπεκρής
Απόψε ο φτωχομπεκρής στην δίψα δεν αντέχει
θέλει να πιει να ξεχαστεί, ο δυστυχής, μα τάλιρο δεν έχει

Στέκει μπροστά στο καπειλιό, κοιτάζει απ’ το τζάμι
η δυστυχία άμοιρε, φτωχομπεκρή, σε έχει αποκάμει

Κι ο κάπελας που είναι γνωστός και ώρες τον κοιτάζει
φωνάζει τον φτωχομπεκρή στο μαγαζί κι ο ίδιος τον κερνάει  

Έφυγες χωρίς να με ρωτήσεις
Έφυγες χωρίς να με ρωτήσεις, έφυγες χωρίς να μου το πεις
μα όπου και να πας θα με ζητήσεις, σαν και την καρδιά μου δεν θα βρεις

Που θα πας και δε θα συλλογιέσαι τη ζωή που ζήσαμε μαζί
θα πονάς, θα κλαις, θα τυραννιέσαι, βράδυ, μεσημέρι και πρωί

Έφυγες χωρίς να με ρωτήσεις, μα θα μετανιώσεις μια βραδιά
κι αν θελήσεις πίσω να γυρίσεις θα ‘χω κάποια άλλη στην καρδιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου