Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ



                                                                   Μνήμη Νικηφόρου Ανδριόπουλου

Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί δημιούργημα μιας αλητεμένης παρέας -επωνύμων σήμερα αλλά και πολλών ανωνύμων- που έδρασε και μεγαλούργησε στον Πειραιά του μεσοπολέμου, μέσα σε παράγκες και παλιατζίδικα, σε καφενέδες, ουζάδικα και αυτοσχέδιους τεκέδες, εκφράζοντας με την δύναμη και την αυθεντικότητά του τον περιθωριακό, λούμπεν και βαθιά αναρχικό τρόπο ζωής κάποιων πληγωμένων δαιμόνων (σε φαντασιακό επίπεδο και πολλών ακόμα ανήμπορων φτωχοδιαβόλων) που από άλλη μια κακοβουλία της Ιστορίας, στριμώχτηκαν μετά το Μεγάλο Γιαγκίνι, πέριξ του  λιμανιού. Έτσι, οι μάγκες και οι μόρτηδες του Περαία, κουβαλώντας των Προσωκρατικών, των Κυνικών και των Επικούριων την αρχαία σκουριά, μαζί με την δυστυχία των καιρών, έμειναν απροσκήνητοι, γουστάρωντας ελευθερία και έρωτα, μαγεία και όνειρο, μπόλικη αντρειεμένη ηδονή να ισοζυγιάζει την οδύνη. Μια εσωτερική εξέγερση, παραπονιάρικη και νταηλίδικη συνάμα, πλάι στον διαμελισμένο Διόνυσο, τον Προμηθέα Δεσμώτη και τον εξεγερμένο ξένο του Καμύ.

Επρόκειτο για άλλη μια γνήσια λαϊκή ανταρσία των απόκληρων (ενδεχομένως και η τελευταία της σύγχρονης ιστορίας μας) η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ξαφνικά αλλά είχε την προϊστορία της. Ήδη συναντάμε τα πρώτα σπέρματα αντίστασης στο δημοτικό τραγούδι των αρματολών και των κλεφτών, όπου πάνω στα ψηλά ελληνικά βουνά πνέει αέρας ελευθερίας σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Αλλά και μετά την απελευθέρωση το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας καλά ανθεί. Οι παλιοί ξυπόλυτοι αγωνιστές της επανάστασης είναι και πάλι οι αποσυνάγωγοι της κοινωνίας, χωρίς αγροτικό κλήρο, χωρίς ελπίδες επιβίωσης στην νέα τάξη πραγμάτων. Έτσι, αναγκάζονται να βγουν και πάλι στο κλαρί. Οι ληστές των ορέων παίζουν με τις φλογέρες, τους ταμπουράδες και τις τσαμπούνες τους τα παλιά κλέφτικα τραγούδια ή γράφουν καινούργια για τους δικούς τους ήρωες, τους απροσκύνητους λήσταρχους που έχουν γίνει ο φόβος κι ο τρόμος του επίσημου –ξενόδουλου και καχεκτικού- αστικού κράτους της εποχής. Οι παράνομοι ξεφτιλίζουν διαρκώς τόσο την κεντρική εξουσία όσο και τους ντόπιους οικονομικούς αφέντες, τους κοτζαμπάσηδες και τα μαντρόσκυλά τους. 

Τελικά το κράτος στο γύρισμα του αιώνα καταφέρνει να τους ελέγξει, καθαρίζει τα βουνά (αν και κάποιοι λιγοστοί κλαρίτες θα παραμείνουν ακόμα και μέχρι την γερμανική κατοχή και θα ενσωματωθούν στις τοπικές αντιστασιακές οργανώσεις) και οι πρώην ληστές των ορέων, διαρκώς παράνομοι και καταζητούμενοι, προσπαθούν να χαθούν μέσα στην ανωνυμία του μεγάλου πλήθους. Έτσι, τους ξαναβρίσκουμε στις αρχές του αιώνα στην Αθήνα, κυρίως στην περιοχή του Ψυρρή να τους κυνηγά ο διαβόητος Μπαϊρακτάρης, να διακωμωδούνται ως ταλαίπωροι ψευτόμαγκες-κουτσαβάκηδες από τις αστικές φυλλάδες της εποχής, αλλά και να συγχρωτίζεται μαζί τους στα παρακείμενα ταβερνεία ο ανοξείδωτος και ανέσπερος κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος τους συμπεριλαμβάνει στις ιστορίες του ως γνήσιους λαϊκούς τύπους. Όμως ο αρχιμπάτσος είναι ικανότατος και εκτελεί άριστα τα καθήκοντά του. Έτσι οι μάγκες του Ψυρρή για άλλη μια φορά εξορίζονται για να καταλήξουν –πάντα διωκόμενοι, παράνομοι και κυνηγημένοι- στις παράγκες και τα παλιατζίδικα του Πειραιά. Εκεί που θα συναντηθούν με τους μικρασιάτες πρόσφυγες, θα ενώσουν δυστυχίες και οργή και θα φτάσουν το ρεμπέτικο στην πλήρη ωριμότητά του.

Ένα τραγούδι που κατάφερε να μπολιάσει διάφορα στοιχεία της ανατολίτικης μουσικής (βυζαντινή ψαλμωδία, κλέφτικο τραγούδι, αραβικούς αμανέδες) με τα μπαγλαμομπούζικα που ακούγονταν στις φυλακές και τους τεκέδες. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το πειραιώτικο τραγούδι του μεσοπολέμου, παρ’ όλες τις προσμίξεις και τις ιστορικές του καταβολές, κατά βάση, γεννήθηκε στην φυλακή και στον τεκέ. Τότε που σε χώνανε στη στενή αν έκλεβες ένα καρβέλι ψωμί επειδή πεινούσες ή, ακόμα χειρότερα, κάνοντας λαθρεμπόριο αμφισβητούσες τα κρατικά τους μονοπώλια. Εκεί ο ρεμπέτης, πίνοντας κρασί, ρακί και χασίς (ακόμα και σε εποχές ακραίας φτώχειας και ανελευθερίας αυτά τα υλικά κατασκευής ονείρων δεν τα στερήθηκε), έπαιζε μόνος του το αυτοσχέδιο όργανό του, ένα μπαγλαμά, ένα τζουρομπούζουκο ή κάτι παρεμφερές, και δυο-τρεις χορδές αρκούσαν για να εκφράσει την επιθυμία του να ξεφύγει απ’ την άθλια πραγματικότητα, να δραπετεύσει προς το όνειρο, η φαντασία να κυριαρχήσει πάνω στην αντίληψη και κυρίως στην μνήμη. Γιατί, πρωτίστως, ο ρεμπέτης, εγκλωβισμένο σ’ ένα περίκλειστο κόσμο, άθλιο, άδικο και παράλογο,  ήθελε να ξεχάσει.

Ο ρεμπέτης ήταν συνειδητά παράνομος, ανέστιος και πλάνης. Αυτή ήταν και  η αντίστασή του στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, η δικιά του μορφή εξέγερσης στην δια βίου κατάσταση εξαίρεσης που του είχαν επιβάλλει. Δεν αγωνιζόταν να αλλάξει τον κόσμο –ήξερε ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, έως ακατόρθωτο- αλλά μέσα από έναν ιδιαίτερο ηθικό κώδικα να διαφυλάξει τον αυτοσεβασμό του και την προσωπική του αξιοπρέπεια.  Γι’ αυτό και δεν εκτελούσε δουλειά, δηλαδή πολύωρη και εξοντωτική μισθωτή εργασία. Ήξερε ότι τα ψίχουλα που θα έπαιρνε για μισθό δεν έφταναν για να ζήσει. Αλλά πολλές φορές και αναγκαστικά, αφού ούτε δουλειές υπήρχαν. Γι’ αυτό και πολλοί φεύγανε μετανάστες στην ξενιτιά. Αυτός προτιμούσε να κλέψει, να κάνει λαθρεμπόριο, να μπει φυλακή, να την βγάλει καθαρή με τον δικό του τρόπο, όχι όμως να σκύψει τόσο εύκολα το κεφάλι στο πρώτο τυχόν αφεντικό που θα του πετάξει ένα ξεροκόμματο. Και βέβαια στους πολέμους, όσο μπορούσε,  δεν έπαιρνε μέρος. Δεν ήτανε κορόιδο για να επιστρατευτεί. Διαρκώς λιποτάκτης, ανυπότακτος και αγύμναστος, ουδέποτε έχαψε τα πατριωτικά παραμύθια των εθνοσωτήρων και ουδέποτε παρασημοφορήθηκε, αυτός ο τραγικός αντι-ήρωας. Ένας διαρκώς αντιρρησίας συνείδησης ήταν, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να ψευδορκήσει και να ψευδομαρτυρήσει ενώπιον δικαστών και εισαγγελέων για να διασώσει το δίκαιο απ’ το νόμιμο. Γιατί πολλές φορές το νόμιμο ήταν άδικο,  κι αυτός, αν και δεν γνώριζε καλά τους νόμους του κράτους,  εμπιστευόταν τη συνείδησή του στην οποία, αποκλειστικά και μόνο, λογοδοτούσε. Και φυσικά ούτε οικογένεια επιθυμούσε να κάνει, αφού η κυρίαρχη αστική ιδεολογία δεν είχε πάνω του την παραμικρή επίδραση και δεν κατάφερνε να τον ενσωματώσει. Σ’ αυτό ίσως βοήθησε και ότι δεν πήγε σχολείο, αλλά σπούδασε στο πεζοδρόμιο, μακριά από πατριωτικές, κοινωνικές και χριστιανικές ιδεοληψίες.

Ζούσε, λοιπόν, χωρίς ενοχές και μεμψιμοιρίες, φυγάς θεόθεν και αλήτης. Ήταν βέβαια απαισιόδοξος. Δεν πίστευε ότι τούτος ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει, τουλάχιστον στη διάρκεια της δικής του ατομικής ζωής -το μετά δεν τον αφορούσε- γι’ αυτό και δεν πίστευε σε καμία πολιτική ιδεολογία, ούτε περίμενε να έρθει κάποιος μεσσίας να τον βγάλει από την μίζερη ζωή του, παρά έπαιρνε την υπόθεση στα χέρια του. Έτσι, δεν ήταν χειροκροτητής πολιτικών σωτήρων ούτε αριθμήθηκε ποτέ στα μεγάλα πλήθη. Από την άλλη δεν πίστευε και σε Θεούς, δαίμονες, αθάνατες ψυχές, μεταθανάτιες ζωές, άλλους κόσμους και λοιπές μεταφυσικές παρηγοριές. Παραμύθια για μικρά παιδιά του φαίνονταν όλα αυτά. Γι’ αυτόν ο θάνατος ήταν το πικρό τέλος που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν για όλους. Έτσι, την ζωή έπρεπε να την γλεντήσει, αλλά πρωτίστως να την αντέξει. Επιβίωση και Ηδονή, λοιπόν, αυτές ήταν οι αρχές του, μια στάση ζωής τραγική και όχι θεολογική. Ήξερε ότι η ζωή είναι παράλογη, η λογική δεν επαρκεί για να δώσει λύση στα υπαρξιακά του άγχη και απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Έτυχε και σε δύσκολους καιρούς, όπου ο θάνατος θέριζε και η ανθρώπινη ζωή είχε μηδαμινή αξία. Τότε που ο άνθρωπος πέθαινε στο δρόμο «σαν το σκυλί», όπως έγραφε και ο Κάφκα, από αρρώστια και πείνα ή στα ένδοξα πεδία των μαχών και κανείς δεν νοιαζόταν.

Ο ρεμπέτης ήταν φύσει μοναχικός, πολλές φορές απελπιστικά μόνος, παρ’ όλα αυτά σπάνια έχανε τις ελπίδες του. Γι’ αυτό τραγουδούσε και χόρευε, ερωτευόταν και συνουσιαζόταν ελεύθερα. Γι’ αυτό μαστούρωνε. Είχε το πάθος για την νύχτα, και πάρα πολλά ακόμη πάθη και αδυναμίες, μα σ’ αυτόν τον παράλογο και άδικο κόσμο γαντζωνόταν από την ομορφιά και τη συμπόνια.  Δεν ήταν άδικος, ούτε όμως και κάνας άγιος, γι’ αυτό μην τον πειράξεις. Θιασώτης του χρυσού κανόνα, μην κάνεις στον άλλο αυτό που δεν θα ‘θελες να σου κάνουν. Ήταν η δικιά του απλοϊκή ηθική. Κάνε ότι γουστάρεις, αλλά μην με ενοχλείς.

Είχε, λοιπόν, και το πάθος για ελευθερία. Για τον Νίτσε η γνώση ακυρώνει την δράση και για τον Καμύ ελεύθερος είναι όποιος μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα, εφόσον βέβαια γνωρίζει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Και εξεγείρεται.  Οι παλιοί ρεμπέτες δεν είχαν ψευδαισθήσεις. Γνώριζαν. Εξέγερση γι’ αυτούς ήταν το διαρκές κυνήγι της ομορφιάς, το ζειν ερωτικώς. Και έρωτας η απέλπιδα προσπάθεια του μοναχικού ανθρώπου να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου, όταν απουσιάζει η αγάπη. Για μας τους τωρινούς, τους φορτωμένους ίσως με λιγότερο πόνο, αλλά κληρονόμους μάλλον του ίδιου αυτοκαταστροφικού ντουέντε, αυτοί οι άγιοι μάγκες με τις αμέτρητες αδυναμίες και αποκλίσεις απ’ το κοινωνικώς ορθό, δεν παύουν, κοντά έναν αιώνα τώρα, να αποτελούν φωτεινούς σηματορούς, αλλά και ιεροψάλτες μιας μυστικής θρησκείας των τσαλαπατημένων, όπως λέει κι ο ποιητής.  Για να αντέχουμε.    

Ο πατέρας και ο θείος ήταν καρδιακοί φίλοι και άκουγαν ρεμπέτικα. Υπήρξαν αισθηματίες, καλοί άντρες, με πολλά όμως πάθη και αδυναμίες, που συνήθως γίνονται επικίνδυνα και έχουν άσχημη κατάληξη, και μάλιστα όταν έχεις οικογένεια και μεγαλώνεις παιδιά. Ειδικά ο θείος, που ως γιος κομμουνιστή –του «καπετάν Τίγρη» Νίκου Ανδριόπουλου, αντάρτη του ΕΛΑΣ- τραβήχτηκε άσχημα στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, έφυγε μικρός απ’ το σπίτι, περιπλανήθηκε, έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, πήγε για λίγο και στα καράβια, δούλεψε σε μαγαζιά και τελικά άνοιξε καμπαρέ στον Πειραιά, ένα κακόφημο στέκι με γυναίκες, πιοτά και μουσική για να διασκεδάζουν  οι μοναχικοί.

Ο θείος, λοιπόν. Που μια σκληρή νύχτα Σαββάτου –παράωρα, ξημερώματα Κυριακής- χτυπήθηκε μπαμπέσικα, νέος και ωραίος στα σαράντα του, στην Τρούμπα, έξω από το μαγαζί του, Νοταρά 100 και Δευτέρας Μεραρχίας γωνία. Σεπτέμβρης του ’81, ήταν, ανήμερα του Σταυρού. Τρία χρόνια μετά τον ακολούθησε και ο επιστήθιος φίλος του, στην κρίσιμη ηλικία των πενήντα αυτός. Τον βρήκαν ένα πρωί στην πλατεία, μέσα στο ταξί του, ήρεμο και χαμογελαστό, να κοιμάται, μετά από άλλη μια παράξενη και επικίνδυνη νύχτα. Ανακοπή καρδιάς, είπαν, ξαφνικά, μα οι λόγοι πια δεν έχουν καμιά σημασία.  Έτσι κι αλλιώς, το έργο αυτό δεν έχει χάπυ εντ, δεν σώζει. Και η κατάληξη είναι βέβαιη. Σε εκατό χρόνια ούτε ένας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου