Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ (1914-1972)



Φαληριώτισσα
Σουρωμένος θα ‘ρθω πάλι στην παλιά μας γειτονιά
να σου παίξω μπουζουκάκι μ’ όμορφη διπλοπενιά

Θα ‘ρθω για να σε ξυπνήσω Φαληριώτισσα γλυκιά
με μπουζούκι, με κιθάρα και με φίνο μπαγλαμά

Αν τυχόν και δεν ξυπνήσεις και μ’ αρχίσεις τα παλιά
Θα μου την ραΐσεις πάλι την καμένη μου καρδιά

Όταν παίζει το μπουζούκι δώσε βάση στην πενιά
για να θυμηθείς τα πρώτα Φαληριώτισσα γλυκιά
    
Απ’ της Ζέας το λιμάνι
Χτες το βράδυ σε μια βάρκα μπήκαμε να πάμε τσάρκα
απ’ της Ζέας το λιμάνι μέχρι το Πασαλιμάνι

Στο πανί στεκόσουν μόνη εγώ κρατούσα το τιμόνι
πρίμα φύσαγε τα’ αγέρι στ’ ανοιχτά για να μας φέρει

Ελαφρό ήτανε το κύμα κι ο καιρός φυσούσε πρίμα
ώσπου ξαναήρθα πάλι στου Περαία το λιμάνι
  
Πριν το χάραμα
Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα
και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα

Αν και άλλη μ’ είχε μπλέξει με καμώματα
σ’ αγαπώ κι ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα

Πριν ακόμα σβήσουν τα’ άστρα εξεπόρτισα
να ξανάβρω τα δυο σου χείλη που ποτέ δεν χόρτασα
  
Μην μου λες γιατί ξεχνάω
Μην μου λες γιατί ξεχνάω κι απ’  το σπίτι δεν περνάω
δεν σε θέλω πια, να ξέρεις, άλλη αγαπώ
άλλη θέλει η καρδιά μου, γι’ άλληνε πονώ

Όταν σου ‘λεγα με πόνο χάνομαι για σένα λιώνω
έριχνες τα μάτια σου, μικρή μου, χαμηλά
κοίταζες να πάρεις κάποιου άλλου τα φιλιά

Ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη
τώρα κλαις, δε σε λυπάμαι ούτε σε πονώ
την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα σαν βουνό

Δε με μέλει κι αν θα πάθεις θα πονέσεις για να μάθεις  
κι όταν άλλον αγαπήσεις, να μην τον γελάς
θα σ’ αφήσει και εκείνος πάλι να πονάς

Πειραιώτισσα
Απ’ την ώρα στο λιμάνι που σε μπάνισα
την καρδούλα μου κυρά μου την αφάνισα

Σαν και σένα άλλη γυναίκα δεν εγνώρισα
στην αγάπη πιο πλανεύτρα και πιο γόησσα

Πειραιώτισσα το έχεις μες στο αίμα σου
να τρελαίνονται οι άντρες μ’ ένα βλέμμα σου
  
Κάνε κουράγιο καρδιά μου
Κάνε κουράγιο καρδιά μου μη τυχόν και μ’ αρρωστήσεις
έχεις πολλά υποφέρει, φοβάμαι να μην τσακίσεις

Έπεσες θύμα το ξέρω, σου είχα πει να προσέχεις
με καρδιοκλέφτρες γυναίκες άλλη φορά να μη μπλέξεις

Κρύψε τον πόνο σου τώρα και να μην παραπονιέσαι
τα ίδια θα υποφέρεις αν δεν μ’ ακούς και τραβιέσαι
   
Άνοιξε-άνοιξε
Το παράθυρο κλεισμένο, σφαλισμένο, σκοτεινό
για ποιο λόγο δεν τα’ ανοίγεις, πεισματάρα, να σε δω;

Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω
φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς

Ξεροστάλιασα στ’ αγιάζι ώρες να σου τραγουδώ
η καρδιά μου φλόγες βγάζει, μα δεν βγαίνεις να σε δω

Ραντεβού σαν περιμένω
Ραντεβού σαν περιμένω και μ’ αργήσεις βαριεστώ
κι όταν δω τα δυο σου μάτια όλα φως μου τα ξεχνώ

Πείσματα να μη μου κάνεις άπονη κακιά μικρή
γιατί μ’ αυτά σου τα ναζάκια με κατάντησες μπεκρή

Μέρα-νύχτα στις ταβέρνες ξενυχτάω και μεθώ
για τα δυο σου τα ματάκια μόρτισσα θα τρελαθώ

Ο γυρισμός
Τον ερχομό σου πάντα περιμένω
και μέσα στην πικρή μου μοναξιά
τραγούδι που σου λέγω πονεμένο
στον πόνο μου να βρω παρηγοριά

Τους δρόμους που ερχόσουνα κοιτάζω
τις ώρες που διαβαίνουνε μετρώ
του γυρισμού τις μέρες λογαριάζω
αγάπη μου γλυκιά σε καρτερώ

Τον γυρισμό σου πάντα περιμένω
κι ας πέρασε τόσος πολύς καιρός
δεν ξέχασα γι’ αυτό σου παραγγέλνω
θα ζω με την ελπίδα εδώ και μπρος
   
Παραπονιέμαι στον ντουνιά
Παραπονιέμαι στον ντουνιά και το παράπονό μου
κανείς δεν το αισθάνεται και σβήνω απ’ τον καημό μου

Κανείς δεν βρίσκεται γιατρός φάρμακα και βοτάνι
μ’ αρνήθηκες κι ο πόνος μου δεν πρόκειται να γιάνει

Είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα
με τράβηξε ο ποταμός με πήρε η κατηφόρα

Κανείς δεν με παρηγορεί ελπίδα να μου δώσει
παρά κοιτάει πιο πολύ βαθιά να με πληγώσει
     
Όταν νυχτώνει σκέφτομαι
Σάπισε το κορμάκι μου χρόνια μες στο κρεβάτι
μέρα και νύχτα να πονώ χωρίς να κλείσω μάτι
Αρρωστιάρικό μου σώμα σιγολειώνεις μες στο στρώμα

Έρχονται φίλοι να με δουν και με παρηγορούνε
μα οι γιατροί το φάρμακο δεν ημπορούν να βρούνε
Αρρωστιάρικό μου σώμα σε παιδεύει η μοίρα ακόμα

Όταν νυχτώνει σκέφτομαι ίσως δεν ξημερώσω
κι ώρα την ώρα καρτερώ ψυχή να παραδώσω
Αρρωστιάρικό μου σώμα θα σε φάει το μαύρο χώμα
  
Πέθανε ο Περικλής
Χτες το βράδυ στην ταβέρνα πέθανε ο Περικλής
ο πιο ντερμπεντέρης άντρας κι ο πιο μερακλής μπεκρής

Και τα μάτια του πριν κλείσει ζήτησ’ άλλη μια φορά
δυο ποτήρια να τραβήξει για στερνή του πια χαρά

Είπε φέρτε τα μπουζούκια, φέρτε τα για να χαρώ
να μερακλωθεί κι ο χάρος και ν’ αρχίσει το χορό
  
Έφυγες και χάθηκα
Δεν τραβιέται πια ο χωρισμός
ειν’ ο πιο αγιάτρευτος καημός
έφυγες και χάθηκα σαν ανθός μαράθηκα
κι έμεινα στον κόσμο μοναχός

Σε ζητά η κάθε μας γωνιά
τα μπουζούκια κι η διπλοπενιά
σε ζητάν τα γλέντια μας τα παλιά τα στέκια μας
κάθε μας συνήθεια παλιά

Βρε, δεν πάει κάτω το κρασί
αν δεν είσαι πλάι μου εσύ
γύρνα να τα φτιάξουμε κι όλοι τους να σκάσουνε
όταν θα μας ξαναιδούν μαζί

Το μεγάλο ψάρι
Δεν μπορείς να ζήσεις στη ζωή ετούτη
αν δεν έχεις πλάτες, αν δεν έχεις πλούτη

Το λέω με παράπονο πικρό
το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό

Όσοι έχουν μέσα πιάνουνε χρυσάφι
μα δεν έχω τύχη κι έμεινα στο ράφι

Ως και την κοπέλα που τα είχα φτιάξει
ένας που ‘χει φράγκα μου την έχει αρπάξει
   
Κάτω απ’ τα γεφύρια
Κάτω απ’ τα γεφύρια σαν βραδιάζει
πέφτει ένας αλήτης και πλαγιάζει
από τη ζωή κυνηγημένος
μέσα στα κουρέλια του χωμένος

Ζούσε μες σε πλούτη και παλάτια
μα τον εγελάσανε δυο μάτια
πήρε τον κατήφορο μοιραία
κι έχει την κατάντια του παρέα

Κάτω απ’ τα γεφύρια σαν κοιμάται
μιαν αγάπη πάντοτε θυμάται
το γλυκό και ψεύτικο φιλί της
κι όλο σιγοκλαίει ο αλήτης
  
Ο χάρος
Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει με τ’ αγκίστρι του ψυχές
και γυρεύει πληγωμένους, δυστυχείς και προδομένους
μες στις φτωχογειτονιές, ω, βγήκε ο Χάρος για ψυχές

Με την μαύρη τη σφεντόνα βγήκε ο Χάρος στη γωνιά
για πιαστείτε χέρι-χέρι να του στήσουμε καρτέρι
κι όποιον πάρει η σφεντονιά, ω, βγήκε ο Χάρος στη γωνιά

Ρε κορμιά βασανισμένα πιάστε απόψε τα στενά
να μας δει και μας ο Χάρος, που της Γης δίνουμε βάρος
να σωθούμε απ’ το βραχνά, πιάστε απόψε τα στενά

Όταν ήρθα χτες το βράδυ
Όταν ήρθα χθες στη γειτονιά σου έφερα κιθάρες και βιολιά
είχες κλείσει τα παράθυρά σου κι έγερνες σε ξένη αγκαλιά

Όποιον αγαπάς να τον αφήσεις, να ‘ρθεις στα δικά μου τα φιλιά
έμορφη χρυσή ζωή θα ζήσεις, στη δική μου μέσα τη φωλιά

Θα ‘σαι με τα όλα σου κυρία, σου τα λέω αλήθεια ορθά κοφτά
θα ‘χεις όσα θέλεις μεγαλεία κι όσα θες αγάπη μου λεφτά  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου