Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ (1904-1971)



Μες στης Πεντέλης τα βουνά
Μες στης Πεντέλης τα βουνά στα πεύκα τριγυρίζω
τον χάρο ψάχνω για να βρω, μα δεν τόνε γνωρίζω

Ένα γλυκό ξημέρωμα τον χάρο ανταμώνω
μες στης Πεντέλης τα βουνά και του μιλώ με πόνο

Χάρε του λέω άσε με ακόμα για να ζήσω
έχω γυναίκα και παιδιά πες μου που θα τ’ αφήσω

Με βλέπει και χαμογελά κι αρχίζω πια να σβήνω
μου λέει με δυνατή φωνή σε παίρνω δε σ’ αφήνω
    
Μπήκε ο Χειμώνας
Μπήκε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα ‘χει χάσει
και παλτουδιά καινούργια πρέπει ν’ αγοράσει
μα το δικό μου κι αν επάλιωσε παλτό
φράγκο δε δίνω κι ούτε νοιάζομαι γι’ αυτό

Κι αν ο καθένας τουρτουρίζει από το κρύο
θα την περνώ στην αγκαλιά σου μεγαλείο
κι όταν το τζάκι μένει σπίτι μας σβηστό
θα με θερμαίνει το φιλί σου το ζεστό

Κι αν δεν ανάβουμε κουκλίτσα μου μαγκάλι
θα ‘μια ζεστός μες στη δική σου την αγκάλη
το πιο θερμό καλοριφέρ ειν’ τα φιλιά
σαν θα κοιμόμαστε κουκλίτσα μου αγκαλιά

Κι έτσι δεν θα ‘χουμε ανάγκη κι από φώτα
θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα
βρε, θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά
να μην μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά

Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο
Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο έψαχνα για να ‘βρω φίλο
Μπαίνω σ’ ένα μπαχτσεδάκι π’ άκουσα μπαγλαμαδάκι
Βλέπω πέντε παλικάρια ξαπλωμένα στα χορτάρια
Στέκουμε να τους μπανίσω ίσως και τους εγνωρίσω
Κι ένας γεροντόμαγκας μ’ αρωτάει τι ζητάς
Συντροφιά ρε γω ζητώ μα που να πάω να την εβρώ
Αν θες φίνα να περνάς έλα βλάμη με τα μας
  
Σε ποιο το ντέρτι μου να πω
Σε ποιον το ντέρτι μου να πω και της καρδιάς τον πόνο
τον κρύβω μες στα στήθια μου και μόνος μου πια λειώνω

Αν μου ραΐζει την καρδιά τους άλλους τι τους μέλλει
απ’ άλλους η καρδούλα μου γλυκόλογα δε θέλει

Ποτέ στους άλλους μη το λες το ντέρτι το κρυφό σου
γιατί σαν λες τον πόνο σου δεν είναι πια δικό σου

Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά μην ‘μπιστευτείς κανέναν
θα μάθουν το μεράκι σου και θα γελούν με σένα
    
Θέλω σπίτι και λεφτά
Θα τα πιω θα γίνω φέσι και θε να ‘ρθω να σε βρω
να σου πω δυο κουβεντούλες όπου θέλω από καιρό
Να μου πεις αν ειν’ αλήθεια γιατί έμαθα μικρή
πως η μάνα σου με λέει αλανιάρη και μπεκρή

Δε μου λες απ’ τη μαμά σου σαν τι έχει φανταστεί
πως θα πάρεις τραπεζίτη ή κανένα εφοπλιστή
τώρα βρε ο κάθε άντρας θα στο πει ορθά κοφτά
πες μου προίκα πόσα δίνεις θέλω σπίτι και λεφτά

Μόνο εγώ δε σου ζητάω σ’ αγαπώ ο φουκαράς
πες μου έχεις τίποτ’ άλλο απ’ τα ρούχα που φοράς
κλείσ’ το στόμα της μαμάς σου μη με κάνεις να πνιγώ
βρε θα μείνεις εις το ράφι άκου που σου λέω εγώ

                                                      Τέτοια νιάτα τέτοια κάλλη
Τέτοια νιάτα τέτοια κάλλη θα τα φάει η μαύρη γη
να γιατί θα την γλεντήσω τη ζωή μου κι όπου βγει

Μια και η ζωή θα σβήσει και θα λειώσει το κορμί
στις ταβέρνες το ‘χω ρίξει κι έτσι σβήνουν οι καημοί

Απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί
πριν τον νιώσουμε τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί

Όλα αψήφιστα τα παίρνω και μποέμικα γλεντώ
όταν έχω τα ξοδεύω και ρεζέρβα δεν κρατώ
      
Οι μηχανές
Όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές
κι αν κάνεις το κορόιδο σου κάνει πιο πολλές

Σου κάνουνε τον φίλο μπροστά μηχανικά
και πίσω σου σε βρίζουν κρυφά και μυστικά

Ψεύτικα σου μιλούνε μηχανικά γελούν
κακό για να σου κάνουν μονάχα προσπαθούν

Μην έχεις ‘μπιστοσύνη ούτε και σ’ αδερφό
γιατί κι αυτός κρυφά σου σού θέλει το κακό

Σαν της ορφάνειας ο καημός
Σαν της ορφάνειας τον καημό δεν έχει ξαναγίνει
στον κόσμο τ’ ορφανό παιδί πολλά φαρμάκια πίνει

Από μικρό ορφάνεψα προτού στον κόσμο να ‘μπω
γι’ αυτό με δέρνουν οι καιροί σαν καλαμιά στον κάμπο

Σαν της ορφάνειας τον καημόστον κόσμο δεν ειν’ άλλος
πικρός σαν δηλητήριο κι ακόμη πιο μεγάλος
  
Ο παραπονιάρης
Γιατί να γεννηθώ φτωχός η πίκρα με γερνάει
και η γυναίκα π’ αγαπώ να με περιφρονάει

Γιατί οι άλλοι να γελούν και γω να υποφέρω
και μια στιγμή χαρούμενη ακόμα να μην ξέρω

Γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει
δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ μάνα δεν μ’ έχει κάνει

Κλάψε με μάνα μου γλυκιά
Κλάψε με μάνα μου γλυκιά, η πονεμένη μου καρδιά
 δεν βρίσκει πια βοτάνι
το κουρασμένο μου κορμί, το φάγανε οι στεναγμοί
και δεν μπορεί να γιάνει

Μεγάλη μπόρα ξέσπασε, και την καρδιά μου σκέπασε
ο πόνος και η θλίψη
Κι αφού μανούλα δεν μπορώ, τα νιάτα μου να τα χαρώ
τέτοια ζωή ας λείψει

Κλάψε με μάνα μου γλυκιά, κλάψε αγάπη μου παλιά
κι εσείς καλοί μου φίλοι
Κι όταν πεθάνω τότε πια, ανάψτε μου καμιά φορά
κι εμένα το καντήλι

Το πιο καλό παιδί
Το πιο καλό παιδί, το πιο καλό παιδί
μέρα καλή κοντά σου ποτέ δεν έχεις δει
Ενώ μαζί σου έκανε ωραίες εξηγήσεις
εσένανε ο νους ήτανε το πώς θα ξεπορτίσεις
το πιο καλό παιδί το ρίχνεις δηλαδή

Δεν ήτανε σωστό, δεν ήτανε σωστό
ποτέ δεν το περίμενα πως θα ‘κανες αυτό
Χωρίς αιτία έφυγες και μ’ άφησες στον άσσο
και μ’ όλα ταύτα δεν μπορώ εγώ να σε δικάσω
το ‘καψες δηλαδή κακούργα το παιδί

Τον δρόμο τον παλιό, τον δρόμο τον παλιό
Σε συγχωρώ και γύρισε, να πάρουμε κι οι δυο
Αν και πολλά μου έκανες, μίσος δεν θα κρατήσω
αφού σ’ αγάπησα πολύ γιατί να σε μισήσω
το πιο καλό παιδί αγάπα το κι εσύ        

Οι μπαγλαμάδες
Παίζει το μπαγλαμαδάκι και χορεύω ζειμπεκάκι
Φέρτε μου το λουλαδάκι για να πιω αργελεδάκι
Μια και βρέθηκα μαζί σας θα φουμάρω στο τσαρδί σας
Κι όταν γίνουμε μαστούρια θα σας πω και δυο τραγούδια

Στο λιμανάκι σου
Την άγκυρα μου έριξα στην πόρτα τη δικιά σου
γι’ αυτό και πηγαινέρχομαι συχνά στη γειτονιά σου

Σαν το καράβι ήμουνα που φεύγει μάνι-μάνι
γιατί ποτέ του γούστου μου δεν έβρισκα λιμάνι

Μα τώρα που σε γνώρισα τη γνώμη έχω αλλάξει
Και μες στο λιμανάκι σου για πάντα έχω αράξει
  
Το ζάρι
Για πες μου τι ‘θελα μ’ εσένα να μπλεχτώ
και να ‘μαι θύμα της τρελής της τσαχπινιάς σου
πριν καταλάβω πως στον έρωτά σου αυτό
μ’ ήθελες ζάρι για τα γούστα της καρδιάς σου

Εσύ δεν παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά
για σένα όλα στην αγάπη ‘ναι παιχνίδια
κι ότι είχες κάνει με τους άλλους μια φορά
παλιό βιολί σου μου ξανάρχισες τα ίδια

Όσο πολύ όμως τρελά κι αν σ’ αγαπώ
άκου δυο λόγια κι αν θες βαλ’ τα στο μυαλό σου
αν την τραβήξεις την κορδέλα θα σου πω
δεν είμαι ζάρι κι άιντε τράβα στο καλό σου  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου