Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ (1915-1984)



Χωρίσαμε ένα δειλινό
Χωρίσαμε ένα δειλινό με δάκρυα στα μάτια
η αγάπη μας ήταν γραφτό να γίνει δυο κομμάτια

Πονώ σαν συλλογίζομαι τα όμορφα τα βράδια
που μου ‘δινες γλυκά-γλυκά όρκους, φιλιά και χάδια

Με μια λαχτάρα καρτερώ και πόνο  στην καρδιά μου
ίσως γυρίσεις γρήγορα ξανά στην αγκαλιά μου
 
Μπαξέ τσιφλίκι
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη
στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλα
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά

Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι
να τα πιούμε μια βραδιά στο Καλαμάκι
κι από κει στο Μπεξινάρι, σε φίνο ακριγιάλι
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά

Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα
κι από κει στα Κούτσουρα στου Δαλαμάγκα
Μαριγώ θα σε τρελάνει ν’ ακούσεις Τσιτσάνη
να σου παίξει φίνο μπαγλαμά
  
Ο απόκληρος
Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά
περιπλανώμενος, δυστυχισμένος
μακριά απ’ της μάνας μου την αγκαλιά

Κλαίνε τα πουλιά για αέρα και τα δέντρα για νερό
κλαίω μανούλα μου κι εγώ για σένα
που έχω χρόνια για να σε δω

Χάρε πάρε την ψυχή μου ησυχία για να βρω
αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα
μες στη ζωή μου να μη χαρώ
     
Πέφτεις σε λάθη
Πέφτεις σε λάθη, τι έχεις πάθει
και κάθε μέρα βρίζεις και γελάς
με πικραίνεις, σαν ξένο με κοιτάς
και στο ρέμα με τραβάς

Δεν είσαι κείνη που ‘χα γνωρίσει
ήτανε σφάλμα να σε παντρευτώ
με προδίνεις και πρέπει να σε βρει
τιμωρία σοβαρή

Έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει
την προσβολή σου δεν θα τη δεχτώ
δε σ’ αντέχω, κυρά μου δε βαστώ
και το δρόμο μου τραβώ
 
Το πικραμένο αγόρι
Με τούτη δω την παγωνιά, μ’ αυτό το ξεροβόρι
τι έχει και στέκει στη γωνιά, στη γωνιά
 το πικραμένο αγόρι

Με σηκωμένο το γιακά, στην τσέπη του το χέρι
τι τον κρατάει στην παγωνιά, παγωνιά
 ένας Θεός το ξέρει

Ειν’ ο μεγάλος του καημός, μαγνήτης που τραβάει
γι’ αυτό στο σπίτι του μπροστά, στο χιονιά
το κρύο θα τον φάει
 
Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις
Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις
και νύφη στο πλευρό μου να σταθείς
να ξέρεις πως πικρά θα μετανιώσεις
και γρήγορα στους δρόμους θα βρεθείς

Δεν κάνω εγώ για γάμο και για σπίτι
κουράζομαι στα ίδια τα φιλιά
γουστάρω να γυρνώ σαν το σπουργίτι
κι όπου σταθώ να στήνω τη φωλιά

Παντρέψου κανάν άλλο νοικοκύρη
και πνίξε της καρδιάς σου τον καημό
με μένα τον ρεμπέτη και μπατίρη
στα σίγουρα θα πέσεις στον γκρεμό
   
Πάλιωσε το σακάκι μου
Πάλιωσε το σακάκι μου, θα σβήσω απ’ το μεράκι μου
και καημό έχω μεγάλο, δεν μπορώ να πάρω άλλο

Τόσα κουστούμια χάρισα, μα τώρα που ρεστάρισα
φίλος δε με πλησιάζει, τα παλιόρουχα κοιτάζει

Ντυμένο σε προσέχουνε κι όλοι κοντά σου έρχονται
σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα δεν σου λένε καλημέρα
   
Κάθε βράδυ λυπημένη
Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη
κάθε βράδυ βαθιά συλλογισμένη
πες μου τι σου είπανε  για μένα
και τα μάτια σου είναι πάντα βουρκωμένα

Κάτι κρύβεις μέσα στην καρδιά σου
το διαβάζω, το βλέπω στη ματιά σου
μήπως με βαρέθηκες να φύγω
μη με κάνεις να πεθαίνω λίγο-λίγο

Μη δακρύζεις, πάψε πλέον φτάνει
ξέρεις πόσα για σένα έχω κάνει
ξέρεις πως υπάρχει αντιζηλία
μην ακούς ποτέ την ψεύτρα κοινωνία
 
Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα
Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα πέρα στα παραπήγματα
κι ένας κατάδικος γεμάτος πόνο
μες στο τραγούδι του ζητάει παρηγοριά

Είναι τα λόγια του πικρά, για την αγάπη του μιλά
πως εγκλημάτησε για μια κακούργα
όταν την βρήκε αγκαλιασμένη μια βραδιά

Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα κι ακούς στα παραπήγματα
ένα γλυκό σκοπό κάποιας αγάπης
που για χατίρι της εγίνηκε φονιάς
  
Όταν τα βράδια μες στα κέντρα σε πηγαίνω
Όταν τα βράδια μες στα κέντρα σε πηγαίνω
κι όλοι τριγύρω σε κοιτάζουνε στα μάτια
να μη τολμήσεις, να προσέξεις μη τυχόν παρεκτραπείς
γιατί να ξέρεις πως θα παραξηγηθείς

  Δεν θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι
γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι
που μας τα κάνετε όλα ρόιδο στη πεζή μας τη ζωή
δεν θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή

Μη σου περάσει από το νου πως σε ζηλεύω
και πως μπορείς και συ να μ’ έχεις για ρεζέρβα
απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς
γιατί να ξέρεις πως θα παραξηγηθείς

Γιατί με ξύπνησες πρωί
Γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο τον βαρύ
γιατί την πόρτα μου χτυπάς, τι θέλεις τώρα τι ζητάς
ωωω, δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς

Να με γελάς κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα
απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
ωωω, με τσάκισες με γέρασες

Στον ύπνο είχα βυθιστεί, και όλα είχαν ξεχαστεί
γιατί την πόρτα μου χτυπάς, πρωί πρωί και με ξυπνάς
ωωω, δε θέλω πια να μ’ αγαπάς

Απόψε μες στο καπηλειό
Απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζούκια κλαίνε
είμαι μονάχος κι έρημος, γιατί δυο μάτια φταίνε

Τριγύρω όλοι σκυθρωποί, οι φίλοι δε μιλιούνται
τέτοιους καημούς γνωρίσανε, γι’ αυτό και δε μιλιούνται

Μ’ ένα καράβι έφυγε αυτή που ‘χα αγαπήσει
πάει στα ξένα μακριά και πια δεν θα γυρίσει
   
Γύρνα μόνος μες στη νύχτα
Γύρνα μόνος μες στη νύχτα, γύρισε να ξεχαστείς
κι αν σε πλήγωσε μια πονηρή, ασ’ την να υποφέρει την τρελή

Το μεράκι σου θα σβήσεις στη ρεμπέτικη βραδιά
τα μπουζούκια παίζουνε γλυκά, δώσε βάση φίλε στην πενιά

Κι όταν την αυγή μαχμούρης απ’ τα πέριξ θα περνάς
γιοματάρι μαύρο και Μαρκό θα σου φέρει ζάλη στο μυαλό
 
Με γυναίκες μην τραβιέσαι
Ποιος δεν έβαλε νταλγκάδες, στο κεφάλι του φωτιά
και δε γέμισε φαρμάκια τη φτωχή του την καρδιά

Ποιος δεν πέρασε σκοτούρες και μαρτύρια στη ζωή
ποιος δεν γνώρισε γυναίκα και δεν μπήκε φυλακή

Με γυναίκες μη τραβιέσαι, πάντα μόνος να γυρνάς
και μποέμικα να πίνεις την ζωή σου να γλεντάς
  
Η δροσούλα
Άνω κάτω χτες τα κάνανε στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ
πρωί πρωί με τη δροσούλα, πάνω στη γλυκιά μαστούρα
στήσανε καυγά δυο μάγκες, για να κάνουν ματσαράγκες

Τεκετζή μου, βάστα να σου πω, σου μιλάει ο μάγκας με καημό
το χασίσι κι αν φουμάρω, εγώ κανέναν δεν πειράζω
είμαι μάγκας και αλάνης, μπήκα στον τεκέ χαρμάνης

Μπήκα μόνος μέσα στον τεκέ, να φουμάρω έναν αργιλέ
να φουμάρω, να μπαφιάσω και τις πίκρες να ξεχάσω
μες στη τόση μου σκοτούρα βρίσκω γλέντι στη μαστούρα
    
Τα πέριξ
Γιατί ρωτάτε να σας πω, αφού σας είναι πια γνωστό
όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε πίνουν οι μάγκες αργιλέ

Με τη σειρά μου θα τον πιω, τώρα τις τσίλιες μου βαστώ
αυτοί τον πίνουνε κι εγώ σφυρίζω της μαστούρας τον σκοπό

Τριγύρω όλοι στις φωτιές και βόλτα φέρνει ο ναργιλές
μ’ ένα κελάιδισμα στο ίδιο πάντα της μαστούρας τον σκοπό

Η λιτανεία του μάγκα
Σαν χριστιανός ορθόδοξος σ’ αυτήν την κοινωνία
Ξεκίνησα μια Κυριακή να κάνω λιτανεία

Εμάζεψα τα σέα μου κι ένα κομμάτι μαύρο
και ξεκινώ ρε μάγκες μου να πάω στον Άγιο Μάμα

Μπαίνω μέσα στην εκκλησιά, στις στρογγυλές καμάρες
και αρχινώ τις τσιμπουκιές σαν να ‘τανε λαμπάδες

Να ‘σου και ο αρχάγγελος με μια μεγάλη φούρια
απ’ τα ντουμάνια τα πολλά τον έπιασε μαστούρα

Μου λέει, άκου χριστιανέ, δεν είναι αμαρτία
που μπήκες μες στην εκκλησιά να κάνεις λιτανεία

Μα ξάφνου ένας καλόγερος, μου λέει τράβα πίσω
γιατί κι εγώ έχω σειρά, καμιά για να ρουφήξω
   
Το βαπόρι απ’ την Περσία
Το βαπόρι απ’ την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία
τόνοι έντεκα γεμάτο με χασίσι μυρωδάτο
Τώρα κλαιν’ όλα τα’ αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια

Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος την πληρώνει
και σ’ αυτή την ιστορία μπήκαν τα λιμεναρχεία

Ήταν προμελετημένοι, καρφωτοί και λαδωμένοι
δυο μεμέτια τα καημένα, μες το κόλπο ήταν μπλεγμένα
 
Κάποια μάνα αναστενάζει
Κάποια μάνα αναστενάζει, μέρα-νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει που έχει χρόνια να το δει

Μέσα στην απελπισιά της κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλικάρι κι οπωσδήποτε θα ‘ρθει

Με υπομονή προσμένει και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει απ’ την μαύρη Ικαριά

Κάνε λιγάκι υπομονή
Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
 κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου
και μες στο κλάμα μη ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα ‘ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
κι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί
καινούργια αγάπη θα ξαναζήσει
κάνε λιγάκι υπομονή

Αρχόντισσα
Κουράστηκα για να σε αποκτήσω
αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα
παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή

Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει
και ξέχασαν για πάντα τη ζωή
μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί

Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα, τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
μα συ μου γέμισες μαρτύρια στη ζωή
 
Να γιατί γυρνώ
Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα, να γιατί πάντα τα κοπανώ
γιατί έχω εγώ μεράκι, έχω μέσα μου σαράκι
για μια όμορφη κοπέλα π’ αγαπώ, γι’ αυτήν εγώ θα τρελαθώ

Να γιατί περνώ απ’ τη γειτονιά σου, να γιατί σε παίρνω απ’ το κοντό
γιατί μ’ έκανες μικράκι, κι έχω το διπλό φαρμάκι
για μια νύχτα που  σε γνώρισα κι εγώ, γι’ αυτήν εγώ θα τρελαθώ
 
Να γιατί γυρίζω με τα’ αμάξι, να γιατί σιγά-σιγά περνώ
για ‘να σου γλυκό φιλάκι, για να φύγει το φαρμάκι
γιατί εσένα κοπελιά μου αγαπώ, στο ξαναλέγω σ’ αγαπώ

Στου Άλευρα την μάντρα
Είπες πως σου έκανα απόψε ματσαράγκα
κατάλαβες τη μηχανή που σου ‘στησα βρε μάγκα
τη μηχανή που σου ‘στησα στου Αλευρά τη μάντρα

Τρελές κοπέλες πεταχτές με χίλια δυο μεράκια
μαζί σου θέλαν να βρεθούν να σπάσουνε κεφάκια

Πολλές φορές σου είπα εγώ δεν πρέπει να καυχιέσαι
αφού κορόιδο πιάνεσαι, τι θέλεις και τραβιέσαι

Έτσι ‘ναι τώρα φίλε μου και μην παραξηγιέσαι
και δε σου πέφτει λόγος πια να μας παραπονιέσαι
 
Ο γάμος του Τσιτσάνη
Βρήκα τη γυναίκα που γουστάρω
είναι όμορφη και τη θαυμάζω
άλλη πια δε θέλω ν’ αγαπήσω
ήσυχος μ’ αυτήν εγώ θα ζήσω

Βρήκα πιο όμορφη και μαυρομάτα
κι όχι πονηρή γαλανομάτα
μου τα κάνει όλα στο εντάξει
τσάρκες πάμε τα βράδια με τα’ αμάξι

Βρήκα κάποια φίνα και ωραία
που ‘χει πέντε σπίτια στον Περαία
άλλα πέντε στο Μεταξουργείο
κι άλλα τόσα απάνω στο Θησείο

Ξενιτιά
Ξενιτεμένος κι έρημος στην ξενιτιά γυρίζω
τις πίκρες και τα βάσανα μπροστά μου αντικρίζω

Πόσες φορές βρε μάνα μου θυμήθηκα εσένα
απ’ τα πολλά τα βάσανα που τράβηξα στα ξένα

Για να ξεχάσω μάνα μου πίνω το κατοστάρι
το δευτερώνω ύστερα και το τριτώνω πάλι

Είναι καημός μανούλα μου, είναι μεγάλος πόνος
εγώ μέσα στην ξενιτιά να την περνάω μόνος

Τα παντρεμενάδικα
Τα λεν’ παντρεμενάδικα γιατί έχει κοριτσάκια
που σαν περάσεις και τα δεις σε βάζουν σε μεράκια

Στο Βύρωνα, στη γέφυρα κι εκεί στον Άγιο Γιώργη
είναι το νυφοπάζαρο που το ζηλεύουν όλοι

Το πώς κι εγώ μπερδεύτηκα στο νου μου δεν το βάζω
και παντρεμένος βρέθηκα χωρίς να καταλάβω  
 
Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι
Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι, μια νόστιμη Σμυρνιά
μικρούλα που σε ντέρτι μ’ έχει βάλει και πόνο στην καρδιά

Μου λέει τρέξε στη βαρκούλα κι έλα, σε θέλω συντροφιά
να πάμε μια τσαρκούλα στην Καστέλα στην όμορφη βραδιά

Η βάρκα θα πηγαίνει αγάλι-αγάλι στα κύματα γλυκά
σε πλάνο θα μας φέρει ακρογιάλι, σε μέρη μαγικά
   
Παλάτια χρυσοστόλιστα
Παλάτια χρυσοστόλιστα, χαρέμια με διαμάντια
θα χτίσω και θα κάθεσαι να σε κοιτώ στα μάτια

Σαν άγγελος μου φαίνεσαι στο θρόνο καθισμένη
ζαλίζομαι σαν σε κοιτώ μικρή μου χαϊδεμένη

Ότι ζητήσεις θα το βρεις μικρή μου παντρεμένη
δε θα σου λείψει τίποτα, θα ζεις ευτυχισμένη
   
Καλαμπακιώτισσα
Στην Καλαμπάκα μια βραδιά θα πάω να μεθύσω
γιατί με κάποια τρελή ξανθιά έχω σεβντά, θέλω να της μιλήσω

Στους βράχους, στα Μετέωρα, τα δροσερά βραδάκια
το ραντεβού θα δίνουμε, τρελή ξανθιά, θ’ αλλάζουμε φιλάκια

Πολλά τραγούδια θα σου ειπώ γιατί πολύ μ’ αρέσεις
Καλαμπακιώτισσα τρελή, μικρή ξανθιά, πρέπει να με προσέξεις

Θα προτιμήσω θάνατο
Μ’ αυτές σου τις τρελές ματιές, Κωστάκη μου γκρινιάρη
 τσαχπίνη αλανιάρη, όταν γυρνάς και με κοιτάς πολύ με τυραννάς

Μα δεν το νιώθεις πως σ’ αγαπώ, Κωστάκη μου για σένα
πως τα ‘χω πια χαμένα, γιατί να λειώνω να πονώ, να πάω να τρελαθώ

Θα προτιμήσω θάνατο, Κωστάκη δε σ’ αφήνω
το σώμα μου το χύνω, μαζί σου εγώ θα παντρευτώ, θα νοικοκυρευτώ  

Οι μερακλήδες
Όποιος γεννιέται μερακλής δεν ξέρει τι να κάνει
πίνει και γίνεται μπεκρής, τον πόνο του να γιάνει

Οι μερακλήδες αγαπούν κι έχουν λεφτά στο χέρι
και δεν τους νοιάζει να γλεντούν, χειμώνα καλοκαίρι

Χωρίς μεράκι ο ντουνιάς δεν γίνεται να ζήσει
πρέπει τη νιότη να χαρείς, τα μάτια σου πριν κλείσεις

Για μια ξανθούλα
Τραγούδια όμορφα θα πω με φίνο μπουζουκάκι
να νοσταλγήσω τα παλιά και να ‘ρθω σε μεράκι

Για μια ξανθούλα π’ αγαπώ, μα πια ‘ναι δεν το λέω
λιγάκι σαν τη θυμηθώ σαν το παιδάκι κλέγω

Γι’ αυτήν εγώ αρνήθηκα της μάνας μου το σπίτι
και με παράπονο πικρό γυρνώ σαν τον αλήτη
  
Πάνε τα παλιά
Προχθές το βράδυ στο στενό σου είπα
να μην πιστεύεις πως ακόμα σ’ αγαπώ
αγάπησα μια μοδιστρούλα ωραία και μ’ αυτήν
τα βράδια θα τα πίνω και μεθώ

Να φύγεις δε σε θέλω πια κοντά σου
ν’ ακούσω πια δε θέλω την ψεύτρα σου μιλιά
μεράκια και σκοτούρες πια δεν βάζω στην καρδιά
να τα ξεχάσεις, πάνε τα παλιά

Και πάλι στο τονίζω δεν σε θέλω
να φύγεις και να βρεις αλλού παρηγοριά
κουράστηκα μαζί σου να τραβιέμαι, να υποφέρω
να φύγεις, μάθε, δε σε θέλω πια
  
  Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ
Ότι κι αν πω δε σε ξεχνώ και μπρος στην πόρτα σου περνώ
σου λέω λόγια μαγικά με το μπουζούκι μου γλυκά

Κλαίω με δάκρυα και καημό κι ένα πικρό αναστεναγμό
πως πάντα λιώνω και πονώ για σε μικρό μελαχρινό

Έχουν σωπάσει τα πουλιά και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σου φέρνει ο άνεμος γλυκά τα λόγια μου τα μαγικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου