Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΟΥΑΝΑΚΟΣ (1925-1974)



Ένας διαβάτης
Αυτό το βράδυ το σκοτεινό, είμαι μονάχος και ξενυχτώ
που να γυρίζει, που να γλεντά
με ποιον τα πίνει και με ξεχνά

Με πνίγει απόψε η ερημιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά
τρέχω στους δρόμους, εδώ και κει
κανείς δεν ξέρει που να ‘σαι συ 

Ένας διαβάτης είμαι και γω χωρίς να ξέρω για που τραβώ
χωρίς ελπίδα μες στην καρδιά
ψάχνω για να ‘βρω παρηγοριά

Ο μπεκιάρης
Ρέμπελος πάντα γυρνάω και μονάχος την περνάω
τι τραβώ κανείς δεν ξέρει σαν πουλί με δίχως ταίρι

Μόνος στρώνω και κοιμάμαι, μόνος κλαίω και λυπάμαι
και αν τύχει ν’ αρρωστήσω, ποια πορτούλα θα χτυπήσω

Σαν μπεκιάρης όποιος ζήσει, τον καημό που θα γνωρίσει
που δεν έχω άλλο φίλο, μια γατούλα κι έναν σκύλο
 
Η νοσταλγία
Όταν πέφτει το σκοτάδι, όταν είναι συννεφιά
έρχεται η νοσταλγία να μου κάψει την καρδιά

Βλέπω ότι είμαι κοντά σου και μεθούμε στα φιλιά
μα όταν βλέπω πως είμαι μόνος ένα δάκρυ μου κυλά

Κι έτσι είμαι ονειροπαρμένος και με θλιμμένη την καρδιά
νοσταλγώ τα δυο σου μάτια που δεν θα ξανάβρω πια

Μεσάνυχτα βαθειά
Μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα
στα έρημα σοκάκια τριγυρνώ
εκεί που πρωτοφίλησα εσένα
με στήθια πληγωμένα ξαγρυπνώ

Στου δρόμου τα σκουπίδια σαν κουρέλι
με πέταξες χωρίς να το σκεφτείς
με πρόδωσες και τώρα δε σε μέλλει
καινούργιο θύμα ψάχνεις για να βρεις

Δεν ξέρουμε η τύχη πως τα φέρνει
μπορεί και συ μια μέρα να βρεθείς
κουρέλι μες στο ίδιο το σοκάκι
συγνώμη στο κουρέλι για να πεις

Παλιό μεράκι
Παλιό μεράκι μην ξυπνάς μέσα στα σωθικά μου
άσε με μη με τυραννάς κουράστηκε η καρδιά μου

Πόσους καημούς επότισες την άμοιρη καρδιά μου
τι θέλεις τώρα, τι ζητάς και γίνεσαι σκιά μου

Παλιό μεράκι άσε με τα στήθια μου μη σκάβεις
και τη φωτιά που σβήνεται πάλι μην την ανάβεις   

Γεννήθηκα στα βάσανα
Γεννήθηκα στα βάσανα, μεγάλωσα στην μπόρα
μια μέρα δεν εχάρηκα, δεν ξένοιασα μια ώρα
Γιατί βρε άστατε ντουνιά μου δείχνεις τόση απονιά

Γυναίκα δε μ’ αγάπησε, πιστό δε βρήκα φίλο
κι όπου συμπόνια ζήτησα με διώξαν σαν το σκύλο

Και στο ποτήρι το ‘ριξα, τον πόνο να γλυκάνω

αφού κανείς δε νοιάζεται κι αν ζήσω κι αν πεθάνω 
    
Κρίμα τέτοιο παλικάρι
Κρίμα τέτοιο παλικάρι που ο χάρος γυρεύει να το πάρει
τέτοια λεβεντιά
και την πόρτα του χτυπάει μέσα στη νυχτιά

Έχει νιάτα που τρελαίνουν και οι γυναίκες για χάρη του πεθαίνουν
κι όμως ξεψυχά
και η μάνα του πιο πέρα κλαίει στη γωνιά

Και μιας μάγισσας η κόρη, χαμογελάει στο χάρο με το ζόρι
λέει σαν τρελή
χάρε πάρε με και μένα, να ‘μαστε μαζί
 
Η κατάρα της μάγισσας
Ένα παιδί μονάχο παιδιαγόρι
ξεμυάλισε της μάγισσας την κόρη
κι αφού τη γλέντησε αγκάλιασε μιαν άλλη
κι η μάνα του κατάρα του ‘δωσε μεγάλη

Ποτέ αγάπη εσύ να μη χαρείς
καταραμένος να ‘σαι όσο ζεις

Παντού η κατάρα αυτή τον κυνηγάει
και στη ζωή του όποια αγαπάει
την βρίσκει μάλλον και τον καίει η λαχτάρα
της μάγισσας έχει αληθεύσει η κατάρα

Η ζήλια πια τα μάτια του θολώνει
την άπιστη αγάπη του σκοτώνει
και μες στη φυλακή κλεισμένος συλλογιέται
της μάγισσας πως η κατάρα εκδικιέται
 
Μαλώνω με τον χάρο
Χάρε αν είσαι παλικάρι στείλε σύσταση να ‘ρθω
κι αν εσύ είσαι μπαμπέσης αντρικά θα στο φερθώ
θέλω να σε ανταμώσω και μαζί σου να μαλώσω

Είμαι αποφασισμένος ολομόναχος να ‘ρθω
δεν φοβάμαι το σπαθί σου, με σουγιά θα ξηγηθώ
θέλω να σε ανταμώσω, σταθερά να σου τη δώσω

Θα σου βγάλω την καρδιά σου και το σάπιο σου μυαλό
νέους να μην ξαναπάρεις, να μην κάνεις πια κακό
όταν θα σε αντικρίσω απ’ την πλάση θα σε σβήσω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου