Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

ΜΠΑΜΠΗΣ ΓΚΟΛΕΣ (1947-2015)



Σε ξέχασα δεν σε πονώ
Τι θέλεις τώρα και ρωτάς τα βράδια που γυρνάω
σε ξέχασα δε σε πονώ και άλλη αγαπάω

Πολλές φορές σου έλεγα τι κάνεις να προσέχεις
γιατί τα δυο ματάκια σου με δάκρυα θα βρέχεις

Μα συ ‘θελες να αγαπάς πολλούς και να κοιτάζεις
και τώρα δε με μέλλει πια αν κλαις κι αναστενάζεις

Δε θέλω ούτε να σε ιδώ πολλά μου έχεις κάνει
και η καρδιά μου αν πονά η άλλη θα τη γιάνει

Κάποτε ζήλεψα
Κάποτε ζήλεψα κι εγώ δυο πλάνα μαύρα μάτια
αρχοντοπούλα κι έμορφη που μοιάζαν σα διαμάντια

Μια μέρα που μεθούσαμε σε μια ρομάντζα φίνα
μες στην καρδιά μου φαίνονταν σαν Μπέκερ Ζοζεφίνα
καθόμουν και τη θαύμαζα σαν να ‘ταν Ζοζεφίνα

Δεν άργησε και φάνηκε η άπιστη καρδιά της
σαν σκλάβο μ’ είχε ισόβιο μέσα στην αγκαλιά της

Αισθάνομαι το λάθος μου που πήγα ν’ αγαπήσω
γυναίκα άπιστη τρελή γιατί να σε γνωρίσω
    
Τα νησιά του παραδείσου
Μ’ αυτή του μπάτη τη δροσιά και της νυχτιάς τα’ αγέρι
να ‘ρθεις να βγάλουμε πανιά να πάμε σ’ άλλα μέρη
κει που πόθησε η ψυχή σου στα νησιά του παραδείσου

Και τη ζωή σου θα περνάς κι ο πόνος σου θα γιάνει
γιατί θα βρίσκεις λησμονιά στο μαγικό βοτάνι
στης τρελής χαράς τα μέρη πα να στήσουμε λημέρι

Ποτέ σου δε θα θυμηθείς το ντέρτι που σε δέρνει
γιατί η πλανεύτρα μου πενιά τις πίκρες σου θα παίρνει
θα ‘μαι πάντα στο πλευρό σου να γλυκαίνω τον καημό σου
   
Σ’ ένα απόκρημνο ακρογιάλι
Σ’ ένα απόκρημνο ακρογιάλι σταματώ για να σκεφτώ
δίλημμα είναι να ζήσω ή στα βράχια να ριχτώ

Κάτω η θάλασσα μουγκρίζει και τα κύματα βογκούν
μόνο οι σκέψεις μου για σένα στη ζωή με συγκρατούν

Σ’ ένα απόκρημνο ακρογιάλι που το δέρνει ο βοριάς
μ’ έφερε η απελπισιά μου και ο πόνος της καρδιάς
  
Εγώ θέλω πριγκιπέσσα
Στην Ελλάδα δεν μπορώ μια γυναίκα για να βρω
είναι όλες τους καλές, μα είναι μάνα μου φτωχές
εγώ θέλω πριγκιπέσσα, από το Μαρόκο μέσα
να ‘χει χρήμα με ουρά, μια γυναίκα, μια φορά

Πέρσι πέρασ’ από δω κι έψαχνε να βρει γαμπρό
δίχως να το ξεύρω εγώ, μάνα μου να σε χαρώ
είχε έρθει στον Πειραία, στου Τζελέπη με παρέα
κι από τότε μ’ αγαπά και μου στέλνει και λεφτά

Θα με κάνει βασιλιά, πέρα κει στην Αραπιά
κι ότι άλλο θέλω εγώ, μάνα μου να σε χαρώ
πεντακόσιοι ντερβισάδες θα μ’ ανάβουν τους λουλάδες
να φουμέρνουμε γλυκά, στον χρυσό μας τον οντά

Θα μου πάρει μπαγλαμά, φίλντισι και μάλαμα
κι ότι άλλο θέλω εγώ, μάνα μου να σε χαρώ
εκατό βαγόνια λίρες, κοκαΐνες και νταμίρες
κάθε είδους αργιλέ, με διαμάντινο κομπλέ
  
Αντριάνα
Πάρε με Αντριάνα μου να σε βοηθώ στην πλύση, ωωω
και να σου κουβαλάω νερό απ’ το Βατραχονήσι, ωωω
Αντριάνα μου γλυκιά

Γιατί να βασανίζεσαι ασπριδερή μου χήνα, ωωω
με λίγδες και με κάρβουνα μέσα εις την κουζίνα, ωωω
Αντριάνα μου γλυκιά

Ακούω τα πιάτα που βροντούν όταν τα θερμοπλένεις, ωωω
και γω νομίζω πως σιγά την σκάλα κατεβαίνεις, ωωω
Αντριάνα μου γλυκιά

  Δεν είναι κρίμα κι άδικο σε ναι χαριτωμένη, ωωω
στο μαγεριό ξυπόλυτη τον τετζερέ να πλένεις, ωωω
Αντριάνα μου γλυκιά

Μονά ζυγά
Εγώ σου έδωσα την κάθε μια πνοή μου
κι εσύ φαρμάκι με κερνάς σιγά σιγά
εγώ πεθαίνω κι εσύ παίζεις τη ζωή μου
μονά ζυγά, μονά ζυγά, μονά ζυγά

Με κοροϊδεύεις και με όλα σου τα δίκια
που η θέλησή μου είναι καλάμι και λυγά
τα αισθήματά μου τα ‘χεις παίξει σαν φιστίκια
μονά ζυγά, μονά ζυγά, μονά ζυγά

Δεν φταις εσύ μα εγώ που έχω κάνει λάθη
και υποχώρησα στον πρώτο σου καυγά
κι όταν θα χάσεις της καρδιάς μου το καλάθι
δεν θα μπορείς να παίζεις πια μονά ζυγά
   
Το τσαρδί
Θα ‘ρθω απόψε στο τσαρδί σου
βόλτα για να βγω μαζί σου

Ως τις Τζιτζιφιές θα πάμε
κι όσα έχω θα τα φάμε

Στα μπουζούκια και στις μπύρες
θα χαλάσω πέντε λίρες

Ζειμπεκιά τρελή και ρούμπα
κι ύστερα δουλειά στην Τρούμπα
  
Όλα ποντάρω τα ψηλά
Δυο φίλοι μ’ ανταμώσανε και μου ‘πανε ένα βράδυ
πως έχει κοριτσόπουλα στο Φάληρο κοπάδι

Την Κυριακή ξεκίνησα κι άφησα την Αθήνα
και στο Παλιό κατέβηκα για να περάσω φίνα

Αλλά το ιπποδρόμιο με τράβηξε και πάλι
να ‘σασταν δίπλα βρε παιδιά να βλέπατε τι χάλι

Ούλα ποντάρω τα ψιλά κι ότι είχα και δεν είχα
και κει που πήγα για μαλλί γύρισα δίχως τρίχα
    
Πάψε το κλάμα
Μες στην ταβέρνα και στο ποτήρι ζητάς να βρεις τη λησμονιά
κάθε καημό σου κοιτάς να σβήσεις σε μια ρεμπέτικη βραδιά

Κι αν μια γυναίκα σ’ έχει πληγώσει κι εσύ με άλλη μια βραδιά
περνάς μπροστά της, στη γειτονιά της για να της κάψεις την καρδιά

Γλέντα τα νιάτα όσο μπορέσεις σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά
κάθε σου πίκρα θα την διώξεις σε μια ολόγλυκη πενιά
   
Ο λαθρέμπορος
Με μπαμπεσιά με πιάσανε κι άδικα με δικάσανε
γιατί έκανα παρέα λαθρεμπόρους στον Περαία

Ο εισαγγελέας μ’ έκαψε και στα τεφτέρια μ’ έγραψε
Και ήρθε ο λογαριασμός εκτόπιση κι εξορισμός

Βάλτε του λέει και ντουγρού πέντε χρονάκια στου Συγγρού
κι άλλα δύο στην Ανάφη του λαθρέμπορου να μάθει

Ένορκοι μου τη σκάσατε μ’ άδικο κόπο χάσατε
γιατί είμαστε μαγκιόροι ούλοι εμείς οι λαθρεμπόροι

Κυρ Λοχαγέ
Με τυλίξανε δυο φίνες, δυο μελαχρινές τσαχπίνες
και την μία την γουστάρω, και την άλλη την γουστάρω

Το πρώτο σφάλμα μου εγώ το έκανα εις στο στρατό
μπροστά εις στον επιλοχία άιντε και βαρώ τον Λοχαγό

Κυρ Λοχαγέ, κυρ Λοχαγέ μας έσπασες τον αργιλέ
τον έσπασε η μανία σου, γαμώ την Παναγία σου

Έσπασες και τα καλάμια μείναν τα παιδιά χαρμάνια
Και τα βάλαν στη βαγόνα, και τα πήγαν, μάγκα, στη Στρατώνα

Πέντε ποντικοί βαρβάτοι μας χαλάσαν το κρεβάτι
κι άλλοι τρεις μαστουρωμένοι μας το στρώναν οι καημένοι
       
Η παραστρατημένη
Αργά σε βρίσκω μόνη κάθε βράδυ
να κρυφοκλαις στου δρόμου τη γωνιά
κορίτσι δεκαοχτώ χρονών ρημάδι
δυστυχισμένο θύμα του ντουνιά

Γιατί να είσαι παραστρατημένη
και να σε δέρνει η μοίρα σου σκληρά
σαν το καράβι δίχως τιμονιέρη
σαν το πουλάκι δίχως τα φτερά

Σαν θα σκεφτείς καλά το πως τραβιέσαι
θα βγεις μετανιωμένη στη ζωή
θα κλαις και κάθε μέρα θα χτυπιέσαι
της νιότης σαν περάσει η ορμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου