Ο Γιάνναρος
Ήρθε ο Γιάννος απ’ τα πέρα, με κουσαντιανή μαχαίρα
γεια σου Γιάνναρε
Γιάννο μη με κάνεις τόσο, σκότωσέ με να γλυτώσω
Κατινάκι μου
Δεν μπορώ να σε ξεχάσω, σα θυμούμαι τα φιλιά σου
Κατινάκι μου
Θέλεις να με παντρευτείς, μα εγώ ‘μαι ένας μπεκρής
Κατινάκι μου
Ηρωίνη και μαυράκι (Η Προύσα)
Να ξεφύγω δεν μπορούσα, καθώς γύριζα απ’ την Προύσα
με προδώσαν κάτι μπράβοι, και με πιάσαν στο καράβι
Είχα ράψει στο σακάκι δυο σακούλες με μαυράκι
και στα κούφια μου τακούνια, ηρωίνη ως τα μπούνια
Θα γιομίζαν οι λουλάδες, κλάφτε τώρα ντερβισάδες
θα γινότανε γιαγκίνι, με μαυράκι κι η ηρωίνη
Ε ρε το ‘χω κάνει τάμα, να μισέψω κι άλλο πράμα
γεια σου Προύσα πενεμένη, και στον κόσμο ξακουσμένη
Δυο μάγκες μες στη φυλακή
Δυο μάγκες μες στη φυλακή, τα βάλαν με τον διαφθυντή
τον αέρα να του πάρουν, κι ότι θέλουν για να κάνουν
Βάρα μάγκα το μπουζούκι, κι άσε το μαστουρουλούκι
θέλω η πενιά να κλαίει και τα ντέρτια μου να λέει
Κι απ’ τα σίδερα σαν βγω, μάγκα θα σου ξηγηθώ,
θε να ψήσω τη μικρούλα, να στα κουβαλάει ούλα
Θα σου στείλω και μαυράκι, μέσα στου Καραϊσκάκη
πρόσεξε μην την τσιμπήσουν, και στη φυλακή την κλείσουν
Θα σου στείλω στ’ όνομά σου, τέλια για τον μπαγλαμά σου
μην μιλάς και κάνε μόκο, θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο
Ήσουνα ξυπόλυτη
Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα
Ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
ώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους
Ήσουνα στην μάνα σου και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους
Ήσουνα στη μάνα σου και μάζευες κοσάρια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια
Ήσουνα στην αγορά και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια
Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε
Πενήντα χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο
να ‘σαι πάντα λεύτερη μαζί σου να γουστάρω
Υπόγα
Ρε ν’ από πίσω απ’ τη στρατώνα, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα
Μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο, και ρίχνει μούσμουλα
στο ρούφο
Και κατρακύλισε το φέσι, μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση
Και τον ανάβει η Κυριακούλα, ρε που ‘χει τάλαρα και
τσιγαριές στη ζούλα
Γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη, που ‘σαι μαστούρι απ’ το
ντουμάνι
Δε μου λέτε
Δε μου λέτε, δε μου λέτε, το χασίσι που πουλιέται
το πουλούν οι ντερβισάδες, στους απάνω μαχαλάδες
Την νταμίρα, την νταμίρα, μου την έμαθε μια χήρα
άιντε μ’ έκανε και αλανιάρη, χασικλή και μπουρδελιάρη
Από κάτω από τ’ αμπέλι, φίλησα μια παντρεμένη
και φουμάρω το χασίσι κι είμαι τύφλα στο μεθύσι
Πέντε ποντικοί βαρβάτοι, μου χαλάσαν το κρεβάτι
άιντε κι άλλοι τρεις μαστουρωμένοι, μου το στρώσαν οι
καημένοι
Τρίτη - Πέμπτη μακαρόνια
Μες στη φυλακή είναι ωραία, έχουμε καλή παρέα
Τρίτη –Πέμπτη μακαρόνια, φάτε μάγκες βάλτε χρόνια
Και τη Κυριακή έχει κρέας, τσάμπα είναι κι ο κουρέας
Στο Γεντί-Κουλέ είναι ωραία, πιο καλά κι απ’ τον Περαία
Στην Κασσάνδρα είναι πιο φίνα, πιο καλά κι απ’ την Αθήνα
Πέντε ποντικοί βαρβάτοι, μου χαλάσαν το κρεβάτι
Κι άλλοι τρεις μαστουρωμένοι, μου το στρώναν οι καημένοι
Μάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια
Θεέ μου μεγαλοδύναμε
Θεέ μου μεγαλοδύναμε, που ‘σαι ψηλά κει πάνω
ρίξε λιγάκι τουμπεκί, Θεούλη μου, στον αργιλέ μου απάνω
Ανάμεσα στης εκκλησιάς, τις αψηλές καμάρες
ανάβαμε τα τρίφυλλα, Θεούλη μου, σαν να ‘τανε λαμπάδες
Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα, με τα’ άσπρα του τα γένια
τραβάω μία ντουμανιά, Θεούλη μου, ξεραίνεται στα γέλια
Κι όταν ανάψει ο αργιλές, κι έρθουμε σε ντουμάνι
βάλε όλους τους αγγέλους,
Θεούλη μου, να πουν το νάνι νάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου