Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ)

Να ζει κανείς ή να μη ζει. Ιδού η απορία. Βέβαια ο άνθρωπος είναι καλύτερα να μη γεννιέται μα αν του συμβεί αυτή η ατυχία τότε πρέπει να φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε. Πρέπει να την πάρεις πολύ σοβαρά. Μία χαρά και δέκα λύπες είναι ο αρνητικός ισολογισμός. Και ποτέ δεν έχει χάπυ εντ. Πολλές φορές τελειώσει με ένα μπαμ και μία κραυγή. Μα δεν είναι μόνο άσχημη. Έχει και την πλάκα της. Γελάσαμε και κλάψαμε πολύ. Τώρα σιωπή.  

Σήμερα έχω γενέθλια και πήγα να τα γιορτάσω στον τάφο των προγόνων μου. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε τούτη η μακάβρια επιθυμία. Είναι η τελευταία μου μέρα. Είχα πολλά χρόνια να τον επισκεφτώ. Τον βρήκα χορταριασμένο. Το καντήλι ήταν σβηστό και μέσα όλα τα κρέατα φαγωμένα απ’ τα σκουλήκια. Ούτε τα κόκαλα δεν έμειναν. Το ξέρω. Είμαι σίγουρος κι ας μην τον άνοιξα να δω. Πάντως η ταφόπλακα έχει μία κενή θέση. Υπάρχει περιθώριο για να γραφτεί άλλο ένα όνομα. Τότε θα κλείσει ο κύκλος και το μνήμα θα σφραγιστεί. Το ανθρωποφάγο πάρτι θα πάρει τέλος. Η νύχτα με γέννησε κι εκείνη θα με αφανίσει. Είμαι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα μα πριν το τέλος πρέπει με κάποιο τρόπο να συμφιλιωθώ. Να μην φύγω πικραμένος οργισμένος και ανειρήνευτος. Δεν είναι εύκολο. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Πάντως θα κάνω μια προσπάθεια.

Έχω τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες. Έχω κλείσει όλους τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Φεύγω ολομόναχος και πλήρης στα πενήντα έξι. Περίπου στην ηλικία των γονιών μου. Μέχρι κι απ’ το γραφείο τελετών πήγα κι κανόνισα για την κηδεία και την ταφή. Δεν υπάρχουν γνωστοί συγγενείς και φίλοι τους είπα. Δεν υπάρχει κανείς. Εσείς πρέπει να συμπληρώσετε το όνομα και τις ημερομηνίες στην ταφόπλακα. Τους πλήρωσα καλά και μέχρι τότε μου υποσχέθηκαν εχεμύθεια. Η απόφασή μου είναι απόλυτα σεβαστή. Τους πίστεψα. Μου φάνηκαν καλοί επαγγελματίες. Έδωσαν και όρκο τιμής. Ήθελαν να μου υπογράψουν και συμφωνητικό μα τους είπα όχι. Δεν χρειαζόταν.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα περπατώ μόνος στην έρημη πόλη. Είναι ήσυχα και όμορφα. Την ώρα αυτή οι φιλήσυχοι νοικοκυραίοι και οι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου ψόφιοι από άλλη μια εξοντωτική μέρα. Εγώ δεν έχω ύπνο. Δεν τον χρειάζομαι πια. Τον έχω χάσει εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα ταξί ξεφυτρώνει μπροστά μου από το πουθενά. Ο οδηγός του είναι ένας όμορφος τριαντάρης. Κάθομαι δίπλα του στη θέση του συνοδηγού. Μου χαμογελά και μου φτιάχνει τη διάθεση. Βάζει διπλή ταρίφα και με ρωτάει που πάμε. Στη γέφυρα του απαντώ δίπλα στη θάλασσα και δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Είναι η τελευταία μου βόλτα και την απολαμβάνω καπνίζοντας. Μου το επιτρέπει. Το ραδιόφωνο παίζει ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά. Και είμαι με όμορφη παρέα. Με ρωτάει πού πηγαίνω νυχτιάτικα. Να πάρω το καράβι για τον βόρειο πόλο του απαντώ. Στην αρχή δεν καταλαβαίνει και με κοιτάζει περίεργα. Μα γρήγορα σκάει στα γέλια σαν παιδί.

Φτάνουμε στην άκρη της γέφυρας. Κάτω απ’ το πρώτο ποδάρι. Το σκοτάδι είναι απόλυτο. Τον πληρώνω και κατεβαίνω. Μου εύχεται καλό ταξίδι και φεύγει. Μένω μόνος πλάι στη θάλασσα. Φυσάει και κάνει κρύο. Βγάζω το πιστόλι απ’ το μπουφάν και το χαϊδεύω. Το ακουμπώ πάνω στο μάγουλό μου. Το μέταλλό του είναι παγωμένο. Σε λίγο θα με σκοτώσω. Μου περνάει μια τελευταία περίεργη σκέψη απ’ το μυαλό μα την διώχνω. Θέλω να είμαι απόλυτα άδειος. Να μην αισθάνομαι τίποτα. Να μην θυμάμαι τίποτα. Ούτε τα ευχάριστα και τα χιουμοριστικά. Πεθαίνω με ένα μπαμ και μία κραυγή. Ας γελάσω. Τώρα σιωπή.

 

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ


Πάντα προσπαθείς πάντα αποτυγχάνεις δεν έχει σημασία.

Προσπάθησε ξανά απότυχε ξανά απότυχε καλύτερα.

                                              Σάμιουελ Μπέκετ

Σε όλη μου τη ζωή πήγα σε πολλές κηδείες συγγενών συνάδελφων συνοδοιπόρων συμμαθητών γειτόνων. Ερωμένων και αγαπητικών. Εχθρών και φίλων. Γνωστών και αγνώστων. Και πάντα από μικρό παιδί τις παρακολουθούσα με ανάμεικτα συναισθήματα. Στο τέλος κέρδιζε πάντα η χαρά. Ο πόνος  είναι προνόμιο της ύπαρξης. Οι νεκροί δεν υποφέρουν. Αυτό μου αρκούσε για να νιώθω ευτυχισμένος έστω και προσωρινά. Μετά το τέλος της τελετής την απομάκρυνση από την εκκλησία και τον μακάβριο λάκκο εγώ θα συνέχιζα να ζω ενώ εκείνοι θα σάπιζαν και θα έλιωναν μέσα στο υγρό και ανήλιαγο χώμα. Το γεγονός αυτό ήταν μια παρηγοριά που περιόριζε κάπως την λύπη μου για τον πεθαμένο που μόλις είχα ασπαστεί. Έτσι βιαζόμουν να φύγω απ’ το νεκροταφείο μακριά απ’ τους νεκρούς  και ποτέ δεν τους έβλεπα στον ύπνο μου να μου ταράξουν την γαλήνη. Ήθελα να αντικρίσω ξανά τον λαμπερό ήλιο και τον αγριεμένο φέγγαρο. Και τους δύο σε πλήρη έξαψη και στύση φωτός. Μετά από κάθε πένθος ήθελα να ζήσω ακόμη πιο πολύ. 

Τώρα ήρθε και η δική μου σειρά και κάποιοι άλλοι θα είναι χαρούμενοι που με ξεφορτώθηκαν. Έστω και κάπως αργοπορημένα σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία. Έχω καταντήσει ένα αιωνόβιο χούφταλο και σέρνομαι σαν τα ερπετά. Βασανίζομαι και ο θάνατος θα είναι μια λύτρωση. Έτσι το σκέφτομαι για να παρηγορηθώ. Αυτή τη φορά θα είναι μια ξεχωριστή κηδεία διαφορετική από τις προηγούμενες. Η δικιά μου που δεν θα μπορέσω να την παρακολουθήσω με τα μάτια ανοιχτά και κατόπιν να φύγω για να συνεχίσω την ζωή μου. Αυτή τη φορά θα καταλήξω εγώ μέσα στον μεγάλο λάκκο. Τώρα που ο χρόνος μου τέλειωσε και δεν δικαιούμαι άλλη πίστωση κι ακόμα μία παράταση διαπιστώνω ότι λίγες στιγμές θα άξιζε να συμπεριλάβω στο μεγάλο φλας μπακ της ζωής μου. Ίσως μόνο τις πιο χυδαίες και αισθησιακές. Δηλαδή τις πιο αυθεντικές. Εκείνες που εκπροσωπούσαν τον βαθύτερο σάπιο δαίμονα εαυτό μου. Το πραγματικό μου εγώ και όχι τις προσταγές και τις επιθυμίες των άλλων. Δεν έβαλα ποτέ αστυφύλακα στις ορέξεις και τις απολαύσεις μου. Διεκδίκησα μέχρι τέλους το δικαίωμα στην τεμπελιά και στην ηδονή μέσα σε ένα κόσμο σκληρό εκμεταλλευτικό ανθρωποφάγο και άδικο. Κράτησα απ’ όλους ασφαλείς αποστάσεις. Στο μέτρο του δυνατού υπήρξα ηθικός έντιμος και ακέραιος. Κατά τα άλλα δεν έκανα τίποτα το σημαντικό και αξιομνημόνευτο στη ζωή μου για να με θυμούνται και να με μνημονεύουν οι κατοπινές γενιές. Σύντομα θα ξεχαστώ και θα με σκεπάσει η σκόνη του χρόνου. Όμως καθόλου δεν με νοιάζει. Ούτε λυπάμαι που πεθαίνω.

Γενικά με τους ανθρώπους δεν τα πήγα και πολύ καλά. Παρ’ όλο που κάποτε όταν ήμουν νεότερος με κάποιους από αυτούς θέλησα να επικοινωνήσω και να συνδεθώ ουσιαστικά. Να τους γνωρίσω βαθιά και αληθινά κι όχι φευγαλέα και συμφεροντολογικά. Δεν τα κατάφερα. Δεν ήταν ανοιχτοί και διαθέσιμοι. Είχαν βέβαια τους δικούς τους λόγους. Κατά τα άλλα οι υπόλοιποι οι πιο πολλοί ήταν βαρετοί, προβλέψιμοι και αδιάφοροι. Μα και εχθρικοί κακοπροαίρετοι και ύπουλοι. Προσεκτικοί και μετρημένοι. Αγελαίοι και ομογενοποιημένοι. Κουρδισμένοι και πειθαρχημένοι. Έτοιμοι πάντα με την πρώτη ευκαιρία να σε μειώσουν να σε προσβάλλουν και να σε παρεξηγήσουν. Να σου κουνήσουν αυστηρά το δάκτυλο βγαίνοντας κι από πάνω ως αλάνθαστοι και αναμάρτητοι αντί να κοιτάζουν την καμπούρα τους. Δεν μου άρεσαν. Δεν μου ταίριαζαν. Όμως αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Ας το πάρουμε απόφαση και να μην ωραιοποιούμε τα πράγματα. Κρυψίνοες και μυστικοπαθείς. Επιφυλακτικοί και καχύποπτοι. Φοβισμένοι υποκριτές. Μέτριες και χλιαρές υπάρξεις. Διπλές και μισές ζωές γεμάτες μυστικά και ψέματα. Και ευθυνόφοβοι. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ και για τίποτα. Και θρασύδειλοι. Μπορεί να γίνουν ακόμα και φονιάδες. Δεν τους εμπιστευόμουν. Τους περιφρονούσα και τους κοίταζα με μισό μάτι. Ελάχιστους από δαύτους σεβόμουν κι εκτιμούσα μα και μ’ αυτούς μακριά κι αγαπημένοι. Τουλάχιστον έτσι κατάφερα να μην τους βλάψω και να μην τους κάνω κακό. Ούτε κι αυτοί εμένα.

Πρέπει να το παραδεχτώ. Γεννήθηκα παράξενος μοναχικός και ξένος. Μονόχνοτος και δύσκολος. Μα δεν φταίω εγώ. Δεν το επέλεξα. Αυτή ήταν η μοίρα μου. Ένας γνήσιος απόγονος της μοναξιασμένης νύχτας. Ο τελευταίος. Τον περισσότερο καιρό έζησα μέσα στη φαντασία μου και στη φυλακή του μυαλού μου παρά έξω στην πραγματικότητα. Μα υπήρξα γενναιόδωρος και φιλότιμος. Όταν έπαιρνα ένα έδινα δέκα. Όσο μπόρεσα βοήθησα. Εκεί που άξιζε. Εκεί που έπρεπε. Τα αδύναμα πλάσματα και τους συφοριασμένους. Όσους μου έμοιαζαν από οίκτο και λύπηση. Ήμουν πάντα με τους αδύναμους και ταλαίπωρους μοναχικούς έστω και νοερά. Μόνο με το μυαλό και την καρδιά. Κι έδιωχνα αμέσως από κοντά μου τους αγνώμονες και αχάριστους παρτάκηδες. Τους μυριζόμουν από μακριά. Ειδικά τους κουτοπόνηρους. Δεν τους χαρίστηκα. Καθένας για την πάρτη του και όλοι για κανέναν. Ξαφνιάζονταν και μετά απορούσαν για το πώς και το γιατί. Τόσο τους έκοβε. Ήταν να τους λυπάσαι και να γελάς με το χάλι τους. Σε έπιανε κλαυσίγελος. Έτσι κι αλλιώς όπως στρώσεις θα κοιμηθείς. Αυτός είναι απαράβατος νόμος της ζωής.

Κι όμως με τούτα και με κείνα άντεξα και την έβγαλα καθαρή. Δεν κατάφεραν να με ξεφορτωθούν έτσι εύκολα τα καθάρματα. Δεν τους έκανα το χατίρι ούτε μουρλάθηκα. Κοίτα τον κακομοίρη να πούνε. Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα ένας αποστάτης. Ενώ ανήκα στους χόμο σάπιενς που βαυκαλίζονται τους σοφούς ανθρώπους εγώ ήμουν ένας άτριχος πίθηκος που έζησε σαν γάτος έξω από κοπάδια και αγέλες και ψόφησε σαν σκύλος πεταμένος σε ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Έτσι έζησα έξω απ’ το κοπάδι μα δεν με έφαγαν οι λύκοι. Μόνος με τον εαυτό μου και σε πλήρη συμφιλίωση. Τον γνώρισα τον κατάλαβα τον βελτίωσα τον ολοκλήρωσα τον συμπόνεσα και τον αγάπησα πολύ. Απέναντί του υπήρξα αυθεντικός ειλικρινής και τίμιος. Τον χόρτασα ηδονή απόλαυση και ικανοποίηση. Ποτέ δεν τον πρόδωσα. Και διατήρησα την παιδικότητά μου.  Και καθυπόταξα το κτήνος μέσα μου με χίλιους τρόπους. Εξολόθρευσα τον ρατσιστή και τον φασίστα. Δεν πίστεψα σε θεούς και δαίμονες και άλλες μεταφυσικές παρηγοριές και παυσίλυπα θανάτου.

Μα πιο πολύ αγάπησα και θαύμασα τα αθώα και αξιοπρεπή ζώα. Τις γάτες κυρίως που μου δίδαξαν σοφά και διακριτικά πώς πρέπει να ζω και πώς να πεθαίνω αθόρυβα και γι’ αυτό τους είμαι ευγνώμων. Δεν υπήρξα ποτέ ταπεινός και δούλος. Έζησα ελεύθερος και μόνος. Φεύγω ευχαριστημένος για το μεγάλο τίποτα. Έκανα ότι μπορούσα. Παράπονο ουδέν. Αν και πλέον τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν σημασία και κανέναν δεν νοιάζουν. Ίσως και να είμαι ήδη νεκρός. Πάντως στην επόμενη ζωή θα προσπαθήσω περισσότερο και ίσως να τα καταφέρω καλύτερα. 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ

Ούτε μια βδομάδα δεν είχαμε στην καινούργια πόλη. Τόσο φρέσκοι ήμασταν. Αρχές φθινοπώρου φτάσαμε λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Ο πατέρας μετά την πρόσφατη προαγωγή του σε συνταγματάρχη είχε πάρει πάλι μετάθεση. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού μας υπενθύμιζε συχνά. Η καριέρα οι τιμές και τα γαλόνια επιβάλουν κόπους και θυσίες προσωπικές και οικογενειακές. Φυσικά αυτός μόνος του αποφάσιζε για όλους μας χωρίς καν να μας ρωτήσει. Ήταν ο αρχηγός της φαμίλιας και σε κανέναν άλλο δεν έπεφτε λόγος. Η δύστυχη μητέρα απλά συμφωνούσε και εκτελούσε πειθήνια τις προσταγές του αφέντη. Σιωπηλή πάντα και μελαγχολική κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι. Αν τόλμαγε ας έκανε κι αλλιώς. Εμένα ούτε καν με ρωτούσαν. Τα μάθαινα όλα την τελευταία στιγμή. Έτσι συνήθισα να μην ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Κι έπρεπε πάντα να είμαι προετοιμασμένος για τα χειρότερα διατηρώντας ακέραιη την ψυχραιμία και την αδιαφορία μου. Σίγουρα δεν μου ‘πεφτε λόγος μα αυτή τη φορά τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα και έγκαιρα. Αρχές καλοκαιριού έγιναν οι κρίσεις των ανωτέρων αξιωματικών και πήρε την προαγωγή κατ’ επιλογή. Ο ίδιος μας το ανακοίνωσε με κάθε επισημότητα στο μεσημεριανό τραπέζι την ώρα που τρώγαμε. Ήταν πολύ χαρούμενος περιμένοντας και μια ευμενή μετάθεση.

Το ίδιο βράδυ βγήκαμε έξω οικογενειακώς να το γιορτάσουμε. Μαζί μας ήρθε να ευχηθεί και ο αδερφός του τρία χρόνια μικρότερος που κατά τα λεγόμενά του στεναχωριόταν πολύ αφού για άλλη μια φορά υπηρεσιακοί λόγοι θα τους χώριζαν και θα τους κρατούσαν μακριά έστω και προσωρινά. Τα δύο αδέρφια ήταν πολύ αγαπημένα. Όμως κατά καιρούς οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις στέκονταν εμπόδιο ανάμεσά τους και κάθε τόσο τους χώριζαν. Πάντα για λίγο βέβαια. Εκείνη την περίοδο ο θείος ήταν ανώτερος δικαστικός λειτουργός στην εισαγγελία πρωτοδικών της πρωτεύουσας και με υπερβολικό φόρτο εργασίας. Ανύπαντρος και αφοσιωμένος στα υπηρεσιακά του καθήκοντα μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός του όπως τόνιζε εμφατικά. Το δίκαιο είναι το θεμέλιο της κοινωνίας και η δικαιοσύνη αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των αδυνάμων και των κατατρεγμένων. Από αυτήν περιμένουν μια σανίδα σωτηρίας μικρέ μου ‘λέγε με στόμφο και ύφος διδακτικό όπως και διάφορα άλλα τσιτάτα που η μνήμη του ανέσυρε απ’ τα χρόνια της εκπαίδευσής του στη μεγάλη σχολή των δικαστών. Κάθε φορά τα άκουγα αδιαμαρτύρητα προσπαθώντας να κρύψω καλά την αηδία μου και να μην αντιμιλήσω και τον προσβάλω και φάω και κάνα φούσκο απ’ τον πατέρα που καθόταν πάντοτε δίπλα μου για να με επιτηρεί και να με επιβλέπει. Ακόμα και σε γιορτάσι δεν το ‘χε σε τίποτα να μου την αστράψει μέσα στον κόσμο και να με κάνει ρεζίλι. Ίσως γι’ αυτό όποτε θυμόντουσαν την παρουσία μου και μου απευθύνανε το λόγο η μητέρα με κοιτούσε με σφιγμένα χείλη και την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Πλέον όμως είχα πάρει τα μαθήματά μου και διατηρούσα ευπρεπώς την ολύμπια αταραξία μου. Δίκιο έχετε απαντούσα στερεότυπα και μονολεκτικά με τον δέοντα σεβασμό και στο πρόσωπό μου σχηματιζόταν ένα ηλίθιο χαμόγελο συγκατάνευσης μα και καλά κρυμμένης ειρωνείας. Αν και μόλις είχα πατήσει τα δώδεκα πλέον είχα μάθει να επιβιώνω μέσα σ’ αυτό το άκρως συντηρητικό τοξικό και μουχλιασμένο περιβάλλον. Έτσι η μπόρα περνούσε κι επέστρεφα στην αγαπημένη μου μοναξιά. Ηρεμούσε και η καημένη η μητέρα.

Τα δυο αδέρφια μοιάζανε πολύ μεταξύ τους όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και στον χαρακτήρα. Είχαν λάβει την ίδια αυστηρή ανατροφή από την υπερσυντηρητική και ακροδεξιών πεποιθήσεων ξακουστή οικογένειά τους. Ο πατέρας τους μάλιστα ήταν μεγαλοδικηγόρος περιωπής που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω αλλά με καμάρι φέρω το όνομά του. Για ένα φεγγάρι είχε διατελέσει και υπουργός της τελευταίας χουντικής διακυβέρνησης της χώρας. Από τότε βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Η χώρα μπήκε στη δημοκρατική ομαλότητα μα ο παππούς μου διατήρησε κάποιες χρήσιμες γνωριμίες απ’ το ένδοξο παρελθόν του. Και φυσικά τα παιδιά του ακολούθησαν τον δικό του πλατύ και σίγουρο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της τάξης και της ασφάλειας. Ο ένας σε στρατιωτική σχολή και ο άλλος στο σώμα των δικαστών. Και μετά την επιτυχή αφυπηρέτησή τους με δόξες παράσημα και τιμές φτάνοντας στα ανώτατα αξιώματα των κλάδων τους θα τους περίμενε σίγουρα μια δεύτερη λαμπρή καριέρα σε κάποιο εθνικόφρων και πατριωτικό κόμμα εξουσίας καταλαμβάνοντας βουλευτικούς και υπουργικούς θώκους. Είχε μεγάλα σχέδια ο παππούς για τους γιους του. Έκανε όνειρα μα δεν πρόλαβε να τα δει να πραγματοποιούνται γιατί πέθανε ξαφνικά με δόξα και τιμή από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο την μέρα ακριβώς που έμπαινε ο καινούργιος αιώνας και η τρίτη χιλιετία ανήμερα πρωτοχρονιάς που θα γιόρταζε την ονομαστική του εορτή στα ογδόντα του. Τα κακάρωσε προτού προλάβει να δεχτεί από συγγενείς και φίλους ευχές για υγεία ευτυχία μακροημέρευση και να τα εκατοστίσει ή να τα χιλιάσει καλύτερα και όσα άλλα συνήθως λέγονται σε ανάλογες περιστάσεις. Έτσι ο παππούς πήγε στον ουρανό να συναντήσει την αγαπημένη του σύζυγο που είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα δίχως να με γνωρίσει να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει ως διάδοχο και συνεχιστή του ένδοξου γένους. Ήρθα στη ζωή την ώρα ακριβώς που ο γέρος έφευγε. Ήμουν και σαββατογεννημένος.      

Από όλους το γεγονός θεωρήθηκε σημαδιακό. Τόσες μαζεμένες συμπτώσεις δεν μπορεί να ‘ναι τυχαίες και σίγουρα κάτι σημαίνουν. Εξαρχής ήμουν προορισμένος για μεγάλα πράγματα. Από πολύ νωρίς έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά για το μέλλον μου. Στους αδύναμους ώμους μου κουβαλούσα μεγάλη ευθύνη απέναντι στην οικογένειά μου την πατρίδα μου αλλά και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όμως το βάρος ήταν δυσβάσταχτο. Δεν το άντεχα. Έτσι αποφάσισα κάπως διαφορετικά. Ένα βράδυ που όλοι είχαν πέσει για ύπνο πήρα το υπηρεσιακό πιστόλι του πατέρα και το άδειασα πάνω τους. Ήταν το τέλος του παιχνιδιού. Τα τρία κορμιά γέμισαν κουμπότρυπες μα δεν κατάλαβαν τίποτα. Όλα έγιναν γρήγορα και εξ επαφής. Μετά φόρεσα την στολή του κύριου συνταγματάρχη με τα χρυσά γαλόνια και τα παράσημα στο στήθος και βγήκα έξω στην όμορφη νύχτα. Μου πήγαινε κάπως μεγάλη και το πηλίκιο μου ‘πεφτε μπροστά στα μάτια. Η εμφάνισή μου ίσως να ήταν λίγο κωμική μα κάποιοι περαστικοί στο δρόμο με χαιρετούσαν με μεγάλο και ειλικρινή σεβασμό. Ίσως και με κάποιο φόβο αφού κρατούσα ακόμα στο χέρι το ένδοξο και μπαρουτοκαπνισμένο όπλο του πατέρα που δεν φαινόταν και τόσο ψεύτικο.      

 

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.

                                       Γιάννης Ρίτσος

Ο χαμός ενός νέου ανθρώπου είναι άδικος τραγικός και παράλογος. Αποτελεί ύβρη υπεροψία και μέθη. Όχι πλέον ενός αλαζονικού και χυδαίου θεού αλλά του πωρωμένου εξουσιαστή. Του πειθήνιου οργάνου της τάξης και της ασφάλειας. Του άβουλου και φοβισμένου μέσου ανθρωπάκου. Μέχρι να έρθει και η δικιά τους σειρά. Βλέπεις οι νέοι πολλές φορές είναι απρόσεκτοι και ζουν επικίνδυνα διψώντας για περιπέτειες αντιστάσεις και ανατροπές. Μα έχουν και ευαισθησίες ανώτερες αξίες και ιδανικά. Και οραματίζονται καλύτερους κόσμους. Πιο δίκαιους και  πιο ανθρώπινους. Δεν τους αρέσει η κοινωνία που μεγαλώνουν. Δεν τους χωράει. Τους πνίγει και θέλουν να την αλλάξουν. Μονομιάς κι αμέσως. Εδώ και τώρα. Είναι βιαστικοί παράφοροι  και ορμητικοί. Γι’ αυτό και κάποιες φορές μέσα στην παραζάλη τον οίστρο και την έξαψη της στιγμής σωριάζονται ευτυχισμένοι καταγής. Και πίσω μένει πάντα μια χαροκαμένη μάνα  να θρηνεί και να μονολογεί πάνω απ’ το άψυχο κορμί. Τη ζεστή ακόμα και όμορφη νεανική σάρκα. Το υγρό και παγερό μνήμα. Για μια ολόκληρη ζωή.

Πρόκειται για την αιώνια επιστροφή της αρχαίας τραγωδίας. Το ηδονικό ξύσιμο της παλιάς ανεπούλωτης πληγής της μαυροφορεμένης γυναίκας που μοιρολογεί τον αφανισμό του αγαπημένου της άντρα. Πατέρα αδερφού εραστή συζύγου και γιου. Ειδικά του τελευταίου. Του πιο αθώου και πιο όμορφου. Εκείνου που έβγαλε μέσα από τη μήτρα και τα σπλάχνα της. Μέσα απ’ την καρδιά της. Κομμάτι από τη σάρκα και την ψυχή της ήταν. Κι αυτός ο ακρωτηριασμός πονάει πιο πολύ. Ο κόσμος δεν πρόκειται να αλλάξει. Οι νέοι και οι όμορφοι θα συνεχίσουν να σκοτώνονται άσκοπα και άδικα. Ο χορός των γυναικών θα φοράει πάντα μαύρα. Και ο θρήνος της μάνας δεν πρόκειται να πάψει ποτέ. Τραβώντας τα μαλλιά της μέχρι να τα ξεριζώσει.

 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Η βάρδια μου ως νοσηλευτής υπηρεσίας κυλούσε ομαλά και χωρίς απρόοπτα. Απόψε το νοσοκομείο δεν διανυκτέρευε και υπήρχε σχετική ηρεμία. Τουλάχιστον δεν υπήρχαν έκτακτα περιστατικά και κατ’ επείγουσες εισαγωγές ασθενών. Η ώρα ήταν δώδεκα ακριβώς και είχα ήδη περάσει μια φορά απ’ τους θαλάμους των ασθενών για τον τυπικό έλεγχο ρουτίνας. Όλα δούλευαν ρολόι.

Περπατούσα στον διάδρομο της κλινικής όταν ξαφνικά από κάποιον θάλαμο στο βάθος ακούστηκαν  φωνές και κακό. Χαλασμός κυρίου. Ταρακουνήθηκε το σύμπαν ολόκληρο. Έτρεξα αναστατωμένος να δω τι συμβαίνει. Στο δεκαεπτά δυο γυναίκες σε έξαλλη κατάσταση χειρονομούσαν και έβριζαν έναν ηλικιωμένο ασθενή που βρισκότανε εδώ και τρεις μέρες σε κώμα. Ευτυχώς τα άλλα τρία κρεβάτια ήταν άδεια. Σκατόψυχε. Εδώ θα πληρώσεις όλες τις αμαρτίες και τα κρίματά σου. Ήρθε η ώρα σου. Τώρα δεν πρόκειται να την γλυτώσεις. Τέτοια του λέγανε του ετοιμοθάνατου κι έβγαζαν αφρούς απ’ το στόμα. Δίπλα τους μια άλλη γυναίκα που φρόντιζε τον γέρο έκλαιγε τρομαγμένη. Προσπάθησα να της ηρεμήσω μα εκείνες ήταν έξαλλες δεν σταματούσαν με τίποτα. Είχαν πάθει αμόκ. Ένας άνθρωπος πεθαίνει. Είναι οι τελευταίες του στιγμές. Όποιος και να ‘ταν. Ότι και να ‘κανε. Ντροπή. Μέχρι που τις απείλησα ότι θα φωνάξω την ασφάλεια του νοσοκομείου. Μα αυτές συνέχιζαν το βιολί τους. Μόνο όταν κουράστηκαν του ‘ριξαν μια τελευταία μούτζα και αποχώρησαν ξαλαφρωμένες. Τουλάχιστον δεν προσπάθησαν να τον χτυπήσουν.

Όταν συνήλθε η γυναίκα που φρόντιζε τον ηλικιωμένο μου εξήγησε τα καθέκαστα. Εκείνες οι δύο ήταν η κόρη και η εγγονή του. Εδώ και χρόνια ήταν τσακωμένοι και δεν μιλούσαν. Εκείνος δεν είχε επαφές με κανέναν συγγενή του. Όλοι τον είχαν κάνει πέρα. Τα τελευταία δέκα χρόνια αρρώστησε σοβαρά. Πάλευε με τον καρκίνο. Τώρα είχε κάνει μετάσταση στα κόκαλα και βρισκόταν στο τελικό στάδιο. Προχτές έπεσε σε κώμα και τώρα κρατιέται στη ζωή με μάσκες και σωληνάκια. Παρόλα αυτά έφτασε τα ενενήντα. Η γυναίκα δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνηση και τη θλίψη της. Μάλλον θα είναι και η μοναδική που θα τον κλάψει στην εκκλησία πάνω από το φέρετρο. Όταν του φορέσουν το ξύλινο παλτό και τον στολίσουν με λουλούδια και άνθη. Κανένας άλλος δεν πρόκειται να στεναχωρηθεί απ’ τον χαμό του. Έτσι κι αλλιώς την έζησε τη ζωή του.

Πριν βγω απ’ τον θάλαμο του έριξα μια τελευταία επαγγελματική ματιά. Ο ορός έπεφτε κανονικά και κείνος ανάσαινε βαριά και ακανόνιστα. Δεν γνώριζα με βεβαιότητα αν ο ασθενής άκουσε προηγουμένως τον εξάψαλμο. Όμως μου φάνηκε ότι χαμογελούσε. Τουλάχιστον είχε κρατήσει την ψυχραιμία του. Δεν άνοιξε τα μάτια ούτε σηκώθηκε όρθιος για να ανταποδώσει στα ίσα τα βρισίδια και τα φάσκελα. Να ρίξει και κάνα χαστούκι.    

 

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ (ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΕΣ ΜΕΡΕΣ)

Ξημέρωνε. Ο ουρανός ήταν στο μπλε βαθύ ακόμα και το βουνό χιονισμένο μέχρι τα χαμηλά. Ψηλά το φεγγάρι χλωμό και υγρό σαν κατουρημένο ίσα που φαινόταν. Είχα ξυπνήσει από ώρα μέσα στο μαύρο σκοτάδι και περίμενα να δω και πάλι το φως του ζωογόνου και φωτοδότη θεού ήλιου. Δεν ήξερα ακριβώς την ώρα μα δεν είχε και πολλή σημασία. Για να σπρώξω κάπως το χρόνο  προσπάθησα και πάλι να μετρήσω τα αστέρια που ήταν καρφιτσωμένα πάνω στο στερέωμα. Όπως κάθε βράδυ που ξυπνάω μέσα στα άγρια χαράματα. Από πάντα είχα δυνατή γερακίσια όραση που θα την ζήλευαν και οι εμπειρότεροι κυνηγοί πετούμενων πουλιών. Μπορούσα να διακρίνω ακόμα και τα πιο αμυδρά σημάδια του ουρανού. Κάποιο πλανήτη ίσως ή έναν μακρινό γαλαξία που περιστρέφεται αδιάφορος κάπου στην άκρη του σύμπαντος. Πραγματικό τηλεσκόπιο. Ειδικά αυτές τις νύχτες που δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό.

Είχα συγκεκριμένη μέθοδο. Άρχιζα από πάνω κι αριστερά μα όταν έφτανα στη μέση κουραζόμουν μπερδευόμουν κι έχανα το μέτρημα. Πάντα κάπου στο εξακόσια εβδομήντα. Ήταν πολλά το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποια τα κάλυπτε η σελήνη και δεν φαίνονταν καλά. Με μπέρδευε. Αυτή έφταιγε που έχανα τη σειρά. Τώρα έβλεπα μόνο διάφορα γεωμετρικά σχήματα τρίγωνα και τετράπλευρα και ανάμεσά τους μάταια προσπαθούσα να ξεχωρίσω κάποιο ερπετό ή πουλί του ζωδιακού κύκλου. Ούτε το κριάρι και το λιοντάρι ούτε και τον καρκίνο το ζώδιο της μαμάς μπορούσα να δω. Όλα φαίνονταν θολά και μπερδεμένα. Αόρατα. Το ακούνητο και τσιμπλιασμένο μου βλέμμα γλάρωσε απ’ την πολλή προσπάθεια και γρήγορα κατέβαζε τα ρολά. Εκεί πάντα στο εξακόσια εβδομήντα σαν να μην ήξερα να μετρήσω παραπάνω. Αν και κάποτε ήμουνα πολύ καλός στα μαθηματικά και αγαπούσα τους αριθμούς. Σίγουρα περισσότερο απ’ τη φύση. Ίσως πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους.

Όμως ευτυχώς το κρεβάτι μου ήταν ακριανό πλάι στο παράθυρο και οι κουρτίνες συνέχεια ανοιχτές και τραβηγμένες στην άκρη. Αν και δεν μπορούσα να κάνω ρούπι τουλάχιστον έβλεπα τις μέρες και τις νύχτες να έρχονται και να φεύγουν.  Αντίθετα απ’ τους γιατρούς που με είχαν ήδη ξεγραμμένο διατηρούσα κρυφές ελπίδες να δω για πολλές ακόμα φορές την εναλλαγή των εποχών. Της ζέστης και του κρύου. Της βροχής και της λιακάδας. Τον κύκλο της φύσης και της ζωής. Τα χρόνια και τους ανθρώπους να περνούν. Παρ’ όλο που κάποτε δεν έδινα μεγάλη σημασία σε όλα αυτά δεν παρακολουθούσα τις προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας για τον καιρό. Τα θεωρούσα τετριμμένα και ανούσια. Μακριά από μένα. Βαρετά και ασήμαντα. Δίχως νόημα. Δεν με αφορούσαν και δεν με συγκινούσαν καθόλου. Τότε που ήμουνα άνθρωπος της γκρίζας τσιμεντούπολης και είχα αλλού το μυαλό μου. Πριν από μια ολόκληρη βδομάδα.

Απόψε είδα πάλι το ίδιο όνειρο. Ένα ψόφιο γατάκι στη μέση του δρόμου χτυπημένο μάλλον από αυτοκίνητο. Δύο μηνών περίπου. Θήλαζε ακόμα. Τόσο ήταν η ζωή του. Δεν έχει αίματα αλλά δεν αναπνέει. Δεν κινείται και το στόμα του είναι ανοιχτό. Πριν από λίγο πρέπει να έγινε το ατύχημα. Είναι ακόμα καθαρό. Με ένα χαρτομάντιλο το πιάνω και το αφήνω πλάι στον κάδο απορριμμάτων του δήμου. Παραδίπλα τρεις γάτες με κοιτάζουν ανέκφραστα. Όταν απομακρύνομαι μία από αυτές το πλησιάζει σκύβει πάνω του και το μυρίζει. Κατόπιν το πιάνει με το στόμα της απ’ τον σβέρκο και χάνεται μέσα σε ένα στενό. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια είχε βγάλει ο ήλιος κέρατα και πλημύριζε το δωμάτιο από φως.  

Και φέτος είχα κάποιες προσκλήσεις από συγγενείς και φίλους για το βράδυ της ανάστασης και το μεσημεριανό τραπέζι της λαμπρής μα δεν θα πήγαινα πουθενά. Έτσι κι αλλιώς πίσω από την πλάτη μου με κουτσομπόλευαν με κακία. Με έλεγαν τρελό και παλαβό. Δυο μέρες ήταν. Θα περνούσαν έστω και με σφιγμένα δόντια. Ήθελα να τους αποφύγω δίχως τις χιλιοειπωμένες δικαιολογίες των προηγούμενων χρόνων. Χωρίς ενδοιασμούς δειλίες και ντροπές. Έτσι κι αλλιώς από καιρό δεν συμμετείχα σε γιορτινά τραπέζια και άλλες μαζώξεις. Δεν καταλάβαινα την επιμονή τους. Σίγουρα έκρυβε κάποιου είδους κακεντρέχεια για το άτομό μου. Και λύπηση. Μα φέτος θα έβρισκα το θάρρος να τους ξεστομίσω κατάμουτρα τη σκληρή αλήθεια. Αν και τελικά δεν χρειάστηκε. Για την απουσία μου απ’ τα χαρούμενα γιορτάσια τους απέκτησα ισχυρό και ατράνταχτο άλλοθι. Εισαγωγή στο νοσοκομείο ως καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο.

Απ’ το τηλέφωνο είναι πιο δύσκολο και λίγο άνανδρο να τους τα πω. Ότι είμαι μόνος και δεν έχω όρεξη και δεν γουστάρω να βλέπω αρνιά στη σούβλα και  ούτε τα μούτρα σας. Δεν έχω τίποτα να πω μαζί σας. Τίποτα να μοιραστώ. Ούτε καν τις κοινότοπες ευχές σας. Μου είστε ξένοι και αδιάφοροι. Δεν φταίτε εσείς. Εγώ άλλαξα μα προσπαθήστε να με καταλάβετε. Θέλω να είμαι χαρούμενος ευτυχισμένος ευδιάθετος όπως όλοι εσείς μα δεν μπορώ. Πλέον δεν ελπίζω σε τίποτα. Βαριέμαι αφόρητα. Πλήττω θανάσιμα και το παρελθόν με στοιχειώνει. Δεν την παλεύω. Βασανίζομαι. Παρείσακτες μνήμες με κατακλύζουν και με δολοφονούν. Εκείνος μπορεί να αναστηθεί εγώ όμως όχι. Αποκλείεται. Από παντού περισσεύω. Όμως ευτυχώς που αρρώστησα. Που χειροτέρεψα και πέρασα τις γιορτές στο νοσοκομείο. Είμαι στα τελευταία μου και δεν θα την βγάλω καθαρή. Μάλλον από δω μέσα θα με πάρουν τέσσερις.

Άλλες χρονιές έκλεινα το τηλέφωνο και έμενα στο σπίτι. Δεν πήγαινα πουθενά. Δεν υπήρχε ούτε ένα καφενείο ανοιχτό. Ούτε μια ταβέρνα. Καμιά μέριμνα για τους παρείσακτους της ζωής. Τάιζα τα γατάκια μου και ξάπλωνα νωρίς στο κρεβάτι πριν τις δώδεκα. Για παρέα άφηνα την τηλεόραση να παίζει χωρίς ήχο. Απ’ την οθόνη της πέρναγαν πολλά χαρούμενα φωτεινά και χαμογελαστά πρόσωπα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος. Σαν σε όνειρο άκουγα να σκάνε οι κροτίδες και τα βαρελότα και έβλεπα τις φωτοβολίδες να κατακλύζουν τον ουρανό. Αν τουλάχιστον εκείνος ήταν δίπλα μου σίγουρα θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά.

Μα και αυτή τη φορά δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Δεν μ’ αρέσει να κλαίγομαι. Έξυπνοι άνθρωποι είναι και θα κατάλαβαν. Ας μην ήρθαν να με δουν. Δεν πειράζει. Είναι όλοι τους καλεσμένοι στην κηδεία μου και τα έξοδα δικά μου. Εκεί να δεις γλέντι τρικούβερτο που έχει να γίνει. Θα χαλάσει ο κόσμος. Μέχρι και μπαγλαμομπούζουκα θα φέρω να μου παίξουν. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε η νοσοκόμα χαμογελαστή κρατώντας στα χέρια ένα πανέρι με κόκκινα αβγά. Οι υπόλοιποι στο θάλαμο κοιμόντουσαν τον ύπνο του σαλού και του δικαίου. Χρόνια πολλά φώναξε χαρούμενα. Με πλησίασε και διάλεξε ένα να τσουγκρίσουμε για το καλό. Και του χρόνου σπίτι σου μου ευχήθηκε.

 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ (ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ)

Υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Ενσάρκωσε πάντα με μεγάλη επιτυχία πολλούς και απαιτητικούς ρόλους που συνήθως σκηνοθετούσε ο ίδιος ξεχνώντας όμως ή δεν πρόλαβε να παίξει τον εαυτό του. Σπατάλησε τη ζωή του αφιερωμένος στην εφήμερη τέχνη του. Αυτή ήταν η κλήση του και μόνο εκεί πάνω στο σανίδι ένιωθε ευτυχισμένος και πλήρης. Στην αρχή όταν ήταν νέος από καθαρό και τίμιο ιδεαλισμό γιατί μόνο μέσα απ’ τις ατέλειωτες πρόβες και παραστάσεις ανακάλυπτε και πίστευε ότι βελτίωνε τον εαυτό του. Βέβαια μεγαλώνοντας άλλαξαν τα κίνητρα οι προτεραιότητες και οι στόχοι. Πλέον έπαιζε για το χρήμα και τη δόξα. Τη φήμη και τη δημόσια αναγνώριση. Και στο τέλος καθώς πλησίαζαν τα γεράματα και η ώρα της οριστικής αποχώρησης δούλευε για την υστεροφημία του. Για να μην τον ξεχάσουν.

Το βράδυ στο τέλος της ημέρας πήγαινε για ύπνο κατάκοπος από τις συγκινήσεις μα πάντα μόνος. Δεν έκανε οικογένεια ούτε στενούς φίλους απόκτησε. Ούτε και συναισθηματικές σχέσεις ανέπτυξε. Οι έρωτές του ήταν σύντομοι και ευκαιριακοί. Χλιαροί και εφήμεροι. Σαρκικοί της μιας βραδιάς αφού στην πραγματικότητα ήταν ένας ματαιόδοξος νάρκισσος και τίποτα παραπάνω. Αγαπούσε μονάχα τον άγνωστο εαυτό του και την μεταμορφωμένη κάθε φορά μορφή του στον καθρέφτη. Δεν μπορούσε να δοθεί σε κανέναν άλλο. Ήταν περίκλειστος και θωρακισμένος στο υπερμεγέθες εγώ του. Ταγμένος στην τέχνη του έλεγε και γινόταν πιστευτός μόνο από τους αδαής που τον είχαν για θεό τους και τον προσκυνούσαν σαν ίνδαλμα. Ήξερε μόνο να υπογράφει αυτόγραφα. Ζούσε και ανέπνεε αληθινά μόνο μετά το τρίτο κουδούνι και μέχρι να κλείσει η αυλαία και τα φώτα της σκηνής. Και ήταν ευτυχισμένος.

Με τους συναδέλφους του είχε τυπικές σχέσεις αν και για κάποιους ένιωθε κάποια ζήλια πράγμα ανήκουστο για έναν ισόβιο πρωταγωνιστή. Πάντως δεν παρακολουθούσε παραστάσεις τους. Από την άλλη τους κριτικούς και τους δημοσιογράφους τους σνόμπαρε και τους υποτιμούσε. Τους θεωρούσε άσχετους και ακατάλληλους να κρίνουν την υποκριτική του δεινότητα και αξία. Να αναγνωρίσουν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του στο χώρο. Γι’ αυτό δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις αλλά ούτε και διάβαζε κριτικές. Δεν έκανε δημόσιες σχέσεις και έμενε έξω απ’ τα ψυχοφθόρα κυκλώματα της συντεχνίας. Πίστευε μόνο στο ταλέντο και την εργατικότητά του όπου μοναδικό και αδιάψευστο κριτήριο αποτελούσε το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού. Τίποτε άλλο.

Τώρα σε προχωρημένη ηλικία στέκεται στην είσοδο του θεάτρου που δοξάστηκε και χειροκροτήθηκε μανιωδώς ζητιανεύοντας το βλέμμα του φιλότεχνου και φιλοθεάμονος κοινού. Ίσως  και μια κουβέντα θαυμασμού για τις παλιές του επιτυχίες. Όμως κανείς δεν τον προσέχει. Κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Τον έχουν όλοι ξεχάσει. Από καιρό μπορεί να τον θεωρούν ήδη νεκρό. Τον προσπερνάνε όλοι αδιάφορα και βιαστικά ανυπομονώντας να απολαύσουν την καινούργια παράσταση. Να αποθεώσουν και να καταχειροκροτήσουν τους νέους ταλαντούχους και πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς. Περιμένοντας να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι.

 

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

ΔΥΣΠΕΨΙΑ ΑΝΟΗΜΑΤΟΣ

Τι θέλεις να πεις σε τούτο το σημείο ποιητή. Δεν το καταλαβαίνω. Έμπα στον κόπο να μου εξηγήσεις. Μη βαριέσαι και μη μου κάνεις τον δύσκολο. Είναι και για το δικό σου καλό. Εδώ ακριβώς που σου δείχνω με το δάχτυλο. Στη μέση της σελίδας είναι το πρόβλημα. Στο σημείο μηδέν. Δεν βγάζω άκρη. Μου φαίνεται ακατάληπτο. Οι λέξεις άγνωστες. Το νόημα χάνεται. Πνίγεται στα αβαθή. Οι φθόγγοι ακούγονται ακατέργαστοι και ασυνεπείς προς τα γεγονότα. Δεν ανεβαίνουν απ’ το λάρυγγα. Μου ανακατώνουν το στομάχι. Έχω καούρες. Κάψιμο στα σωθικά. Δυσκολεύομαι να τους χωνέψω. Ίσως ένας εμετός να έφερνε τη σωτηρία. Να ήταν η λύση που τόση ώρα ψάχνουμε να βρούμε. Μα θα ήταν κρίμα. Πολύ εξευτελιστικό. Θα λέρωνε το σπουδαίο και βαρυσήμαντο βιβλίο. Το σπάνιο πνευματικό αγαθό του τόπου. Το ακριβό εμπόρευμα. Κι έχει τόσο όμορφο εξώφυλλο. Και μόνο γι’ αυτό του αξίζει το μέγιστο λογοτεχνικό βραβείο. Κάθε επιτροπή θα εκτιμούσε την καλαισθησία του. Θα έμενε έκθαμβη μπροστά στην τελειότητά του. Κι όμως εγώ ο αδαής δεν βγάζω νόημα. Μπερδεύομαι. Βασανίζομαι.

Ούτε νιώθω κάτι να με αρπάζει απ’ τα μαλλιά και να με εκσφενδονίζει με δύναμη μέχρι τον απέναντι τοίχο. Να με συγκλονίζει ολόκληρο. Να ταράζει τα ήρεμα νερά της παγωμένης θάλασσας μέσα μου που έχουν καταντήσει βούρκος. Να με φουρτουνιάζει. Ποιητή της κακιάς ώρας πρέπει ευθαρσώς να στο εξομολογηθώ. Όλα αυτά που γράφεις είναι μπούρδες και ασυναρτησίες. Δεν με ενδιαφέρει καν ότι κάποτε σου δώσανε και το νόμπελ. Τα βραβεία σου δεν αποτελούν εχέγγυα γνησιότητας και αξίας. Υπήρξες πονηρούλης και ψεύτικος. Αυτή είναι τελικά η γνώμη μου και πλέον δεν αλλάζει με τίποτα. Μαζί σου έχασα το χρόνο μου και σε τίποτα δεν ωφελήθηκα. Τουλάχιστον αν μου μιλούσες. Αν μου εξηγούσες. Αν μου έδινες ένα σημάδι. Ίσως τότε να σε θαύμαζα ξανά και να σε χειροκροτούσα. Να σου έλεγα πόσο σπουδαίος είσαι κι ότι έκανα λάθος και φάνηκα επιπόλαιος. Πάντως σε κάθε περίπτωση θα σου έβγαζα το καπέλο. Μόνο να μου μιλούσες έστω και για λίγο. Αυτό θα ήθελα. Εσύ σπουδαίε άνθρωπε των γραμμάτων. Μόνο να άκουγα για λίγο τη φωνή σου.

Δυστυχώς φίλε μου και μοναδικέ μου αναγνώστη δεν μπορώ να σου μιλήσω. Δεν δύναμαι να σου εξηγήσω. Να σε βοηθήσω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Ούτε και θέλω. Εδώ και χρόνια είμαι νεκρός και άταφος. Από αιώνες πεταμένος μέσα στην κόκκινη λάσπη του δικού σου βούρκου. Ίσως πάλι και να μην γεννήθηκα ακόμη. Ποιος ξέρει. Δεν είμαι σίγουρος. Και μένα κανείς δεν μου ‘χε δείξει κάποιο σημάδι. Όμως να μην ανησυχείς που δεν κατάλαβες τα μεγάλα νοήματα. Ούτε που δεν ένιωσες τα αβέβαια συναισθήματα της ποιήσεώς μου. Μόνο κάνε λιγάκι υπομονή. Όταν πεθάνεις. Όταν θα έρθει η ώρα σου. Τότε θα καταλάβεις και θα με συγχωρέσεις. Και μόνο τότε θα σου περάσει η δυσπεψία που έπαθες εξαιτίας μου. Ο θάνατος είναι ο μεγάλος δαμαστής θεραπευτής και απελευθερωτής. 

 

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΤΙΑ

Περάσαμε ξυστά ο ένας δίπλα απ’ τον άλλο και αλλάξαμε ματιές και υποσχέσεις. Ήμασταν σύρριζα με την άσφαλτο και τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα που περίμεναν να γίνει το φανάρι πράσινο. Το πεζοδρόμιο ήταν στενό και σμπαραλιασμένο. Δηλαδή ότι πρέπει για να σπάσεις κάνα ποδάρι και να τρέχεις βραδιάτικα στα επείγοντα των νοσοκομείων. Πολύ επικίνδυνο για τέτοιες συναντήσεις. Όμως ήμουν προσεκτικός. Ένιωσα την καυτή του ανάσα να με λιγώνει. Τον αέρα και την αύρα του να με παρασέρνει σε περασμένες μνήμες άλλων εποχών και στιγμών εξόχως ελκυστικών. Τότε που ήμουν νεότερος και πιο θρασύς και πιο τολμηρός. Τώρα μύρισα απλά το άρωμα του κορμιού του. Ψηλάφησα την αθωότητά του. Τα ροδαλά του χείλη και το καθαρό του βλέμμα. Πλέον δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις. Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο. Δεν υπήρχαν καταπιεσμένα απωθημένα να εκπληρωθούν. Ούτε ορμές να καταλαγιάσουν.

Καστανομελάχροινος έφηβος δεκάξι χρόνων. Μπορεί και δεκαεφτά. Η σωματική του διάπλαση σε πλήρη ανάπτυξη. Το μυαλό του ακόμη ρομαντικό και αθώο. Οι πορείες μας ήταν αντίθετες μα αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ευτυχώς δηλαδή γιατί αλλιώς δεν θα συναντιόμασταν. Τουλάχιστον όχι εκείνη την στιγμή. Ίσως κάποια άλλη φορά. Μια άλλη μέρα. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Κοιταχτήκαμε επίμονα και έντονα. Σχεδόν παράφορα. Τρεις φορές γύρισε το κεφάλι του πίσω για να αποτυπώσει την εικόνα μου. Και ποιος ξέρει για τι άλλο. Δεν το περίμενα. Με ξάφνιασε ευχάριστα. Θαύμασα την τόλμη και τη λεβεντιά του. Αγέρωχος και διεκδικητικός μέχρι την τελευταία στιγμή. Με ερέθισε ακόμη πιο πολύ. Πυρπόλησε την φαντασία μου. Τάραξε το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Πονηρά βλέμματα από υποψιασμένα κορμιά με θολά και αβέβαια συναισθήματα. Αυτό ήταν το ρεζουμέ της υπόθεσης. Μέχρι που έστριψε τη γωνία και χάθηκε από τα μάτια μου μαζί με τη μητέρα του.

Κι αυτή όμορφη και καλοφτιαγμένη γυναίκα. Σοβαρή και με τύπο. Ίσως όμως και μια δεσποτική και καταπιεστική αράχνη. Έτσι μου φάνηκε. Τον τραβούσε απ’ το χεράκι κοτζάμ λεβεντόπουλο. Κάτι του έλεγε σε έντονο ύφος μα αυτός είχε αλλού το μυαλό του και την έγραφε κανονικά. Που ευτυχώς δεν κατάλαβε τίποτα από την συνομιλία των βλεμμάτων μας. Του γιου της με έναν άγνωστο που είχε την τριπλάσια ηλικία από εκείνον. Χαμπάρι δεν πήρε η μάνα για τα πρώτα του σκιρτήματα. Για το ξύπνημα της άνοιξης. Όσο έξυπνη και ανοιχτομάτα και να ‘ναι δεν μπορεί να ελέγχει τα πάντα. Δεν μπορεί να προλαβαίνει όλες τις δυσάρεστες καταστάσεις. Ο αγώνας της απελευθέρωσης είναι βέβαια άνισος μα και αδυσώπητος. Όλοι έχουμε μέσα μας ισχυρό το ένστικτο της ελευθερίας. Γι’ αυτό και προσωρινά ο ευνουχισμός του μονογενή της κανακάρη αναβάλλεται. Φαίνεται έξυπνο παιδί. Θα βρει τρόπο να γλυτώσει. Να μην πάει χαμένο κι αυτό όπως τόσα άλλα.

Έτσι συμβαίνει πάντα μα δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο. Το κοίταγμα δεν είναι ποινικό αδίκημα και δεν τιμωρείται από το νόμο. Έστω και αν είναι ενοχλητικό. Έστω και αν σε γδύνει ολόκληρο με τρόπο ανάρμοστο και χυδαίο. Έστω και αν ερωτοτροπεί πάνω στην άγουρη σάρκα σου στη μέση του δρόμου και σε ξεπαρθενεύει επειδή το θέλησες κι εσύ. Σ’ αυτή την περίπτωση η φύση διατάζει και νομοθετεί κι άσε τους ηθικολόγους και τους διανοούμενους να λένε τα δικά τους. Πλέον είναι ξεπερασμένοι και γραφικοί και κανείς δεν τους ακούει. Βρίσκονται κλεισμένοι στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ενώ η κοινωνία έστω και φοβισμένα με βήματα μικρά προχωράει μπροστά και απελευθερώνεται από τις προκαταλήψεις και τους βρικόλακες του παρελθόντος. Τα φαντάσματα και τους ζωντανούς νεκρούς. Κανείς δεν τους λογαριάζει και δεν τους δίνει σημασία. Πλέον δεν ασχολούμαστε με ευνούχους και συμπλεγματικούς. Η φαντασία και η επιθυμία στην εξουσία.

Παρ’ όλα αυτά δεν ξέρω τι τον τράβηξε επάνω μου. Τι τον μαγνήτισε με την πρώτη ματιά. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ίσως ένας πατέρας που είναι τραγικά απών. Όπως και να το κάνεις είναι μέγα σκάνδαλο. Ακόμη και ένας στιγμιαίος έρωτας κρύβει μέσα του κάτι απ’ το βαθύ και  ανεξιχνίαστο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Για μια στιγμή μου πέρασε απ’ τον νου να τον ακολουθήσω και να τον πάρω από πίσω. Πριν από δέκα χρόνια μπορεί και να το έκανα. Μα τώρα ξέρω πολύ καλά πως αυτό δεν θα ‘βγαζε σε τίποτα. Και από πάνω θα δημιουργούσε άσχημες περιπλοκές και για τους τρεις μας. Θα έμπλεκα πάλι σε άσχημους μπελάδες. Αυτό το όνειρο το έχω ξαναδεί. Μια γνώση που αποκτήθηκε με καιρό και με κόπο και μεγάλο κόστος. Έτσι κι αλλιώς η πόλη είναι μικρή. Δεν θα περάσει πολύς καιρός που θα ξανασυναντηθούμε. Σύντομα. 

 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

ΑΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Στο έχω ξαναπεί. Ούτε μία στο εκατομμύριο. Πρέπει να το καταλάβεις. Να δείξεις λίγη κατανόηση. Αυτό που οι ψυχολόγοι λένε εκλογίκευση κι εσύ το βάφτισες ατιμία και προδοσία. Διαφορετικά δεν θα σε άφηνα ξεκρέμαστο. Να ‘σουνα σίγουρος γι’ αυτό. Θα ήμασταν ακόμα μαζί. Θα γινόμασταν και πάλι ένα. Θα τους γράφαμε όλους στις ξεχειλωμένες σαγιονάρες μας και θα κάναμε τη ζωή μας. Δίχως ντροπές και αναστολές. Χωρίς περιττές σεμνοτυφίες. Μια ζωή την έχουμε και πρέπει να τη ζήσουμε. Εσύ μου το ‘χες πει μια νύχτα μεθυσμένος που δεν είχε βγει το φεγγάρι στον ουρανό και τα αστέρια τρεμόπαιζαν αβέβαια στον μακρινό γαλαξία. Τότε που σου ‘δωσα το πρώτο φιλί. Το θυμάσαι. Κι ας μην το κατάλαβες γιατί ήσουν τύφλα και παραπατούσες. Κι εγώ είχα πιει κάμποσο μα όπως πάντα ήξερα πολύ καλά τι έκανα και ακόμα περισσότερο τι έλεγα. Όμως εκείνο το βράδυ έμεινα σιωπηλός κι εσύ απόμακρος. Θα το πέρασες για κατά λάθος.

Την άλλη μέρα ξύπνησες και σου πονούσε το κεφάλι κι εγώ σε ένα μπρίκι με σπασμένο χερούλι σου έψησα καφέ και σου ‘δωσα ένα χάπι αναβράζον για να συνέλθεις και να πας στη δουλειά σου γιατί φοβόσουνα μη σε απολύσουν. Δεν μπορούσες να δηλώσεις πάλι ασθένεια. Τελευταία είχες δώσει πολλά δικαιώματα και στη φυλάγανε. Ειδικά ο προϊστάμενός σου που δεν σε χώνευε και σε πυροβολούσε καθημερινά με διάφορα υπονοούμενα. Από δω και στο εξής έπρεπε να είσαι πιο προσεκτικός. Ήταν σιχαμένος μου έλεγες. Δεν τον άντεχες πια και ήθελες να αλλάξεις δουλειά. Ούτε παράπονα μπορούσες να κάνεις στο αφεντικό της εταιρείας. Μάλλον δεν τολμούσες. Μα πρώτα έπρεπε να βρεις κάτι άλλο. Η τεχνική της μαϊμούς. Ποτέ ξεκρέμαστος και μετέωρος. Και πουθενά. Ούτε στα επαγγελματικά ζητήματα μα ούτε και στα ερωτικά.

Η μοναξιά δεν παλεύεται μου ‘πες κάποτε. Μα αυτή δεν είναι αντρίκια στάση. Γιατί δεν πήγες φαντάρος να φυλάξεις ολομόναχος σκοπιά τέσσερις έξι νούμερο γερμανικό. Να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου στα ίσα και κατάματα. Το ‘παιξες μπροστά στην επιτροπή κοπελίτσα χαμηλοβλεπούσα φορώντας ψηλοτάκουνα. Έτσι σε απαλλάξανε με συνοπτικές διαδικασίες. Πάντα στη λούφα ήσουνα. Ούτε θητεία στο στρατό ούτε τίποτα. Άλλοι πάντα σου λύναν τα προβλήματα και σε βάζαν στο βρακί τους. Σε είχαν του χεριού τους και σε κάναν ότι θέλανε. Καμία αξιοπρέπεια από μέρους σου. Μόνο βόλεμα και καλή ζωή ανέφελη και άβρεχτη. Και πάντα στην απέξω. Εγώ όμως αυτά δεν τα μπορώ. Για αυτό σου λέω ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Να βγάλουμε μια άκρη. Μα πλέον ούτε και να χωρίσουμε. Είναι πολύ αργά. Φαύλος κύκλος. Μαζί θα προχωρήσουμε κι όποιος αντέξει. 

 

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Τον αναγνώρισα αμέσως παρόλο που είχα να τον δω πάνω από τριάντα χρόνια. Πλέον είχε γίνει πραγματικό χούφταλο αν και από τότε τον νόμιζα για γέρο. Περπατούσε με αργό βάδισμα και κάτασπρα μαλλιά σκεβρωμένος και αδυνατισμένος σαν σκουράτζος. Ήταν πάντα καλοντυμένος με το γκρίζο του κουστούμι να βολτάρει αισιόδοξος κεφάτος και χαμογελαστός αγκαζέ με τη συμβία του μια όμορφη γυναίκα νεότερή του και να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Κι όποτε περνούσαν από μπροστά μας εκείνος άφηνε πάντα ένα κέρμα στο απλωμένο χέρι της μητέρας μου. Για το γάλα του παιδιού μου έλεγε κείνη και τον ευχαριστούσε μυξοκλαίγοντας από συγκίνηση ευγνωμοσύνη και λίγη προσποίηση.

Μια μέρα μόνο πέρασε μόνος του. Ήταν Χριστούγεννα. Πλησίασε και μου έδωσε ένα κόκκινο αυτοκίνητο πολύ όμορφο και γυαλιστερό και στη μητέρα μου ένα μεγάλο χαρτονόμισμα. Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι. Δεν είχα άλλα. Ούτε καν ένα τόπι. Η μαμά δεν μπορούσε να μου αγοράσει και όλα τ’ άλλα τα δημιουργούσε η μεγάλη μου φαντασία. Κανείς μέχρι τότε αλλά ούτε κι αργότερα δεν μου χάρισε κάτι έστω ευτελές και μηδαμινό. Μα εκείνο το όμορφο αστραφτερό αυτοκινητάκι δεν το αποχωριζόμουν ποτέ. Το είχα πάντα μαζί μου παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Κι όταν γυρίζαμε στο σπίτι έπαιζα για πολύ ώρα μ’ αυτό και μετά όταν έπεφτα για ύπνο το είχα στο πλάι μου και ονειρευόμουν όταν μεγαλώσω να γίνω οδηγός ταξί ή λεωφορείου και όλη τη μέρα να βρίσκομαι στους δρόμους με το δικό του πραγματικό αμάξι. Ήμουν πολύ μικρούλης τότε και είχα πολλά και μεγάλα σχέδια για το μέλλον.

Μια φορά μόνο το άφησα απ’ τα χέρια μου κι έγινε το μεγάλο κακό. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στη μέση του δωματίου μόνο και απροστάτευτο μα δεν το πρόσεξε ο πατριός μου και το πάτησε. Τότε αμέσως γλίστρησε και σωριάστηκε στο πάτωμα βογκώντας. Έγινε το σώσε. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Σηκώθηκε βρίζοντας το πήρε στα χέρια του το εκσφενδόνισε με μανία στον τοίχο. Το κόκκινο αυτοκίνητο  έγινε χίλια κομμάτια. Έφυγα απ’ το σπίτι κλαίγοντας για να γλυτώσω απ’ την οργή του. Σίγουρα θα ξεσπούσε και πάνω μου. Μετά από λίγο καιρό ο πατριός και η μητέρα μου μπήκανε στη φυλακή κι εγώ σε ίδρυμα της κοινωνικής πρόνοιας. Στο ορφανοτροφείο.

Τώρα λοιπόν μετά από τόσα χρόνια τον έβλεπα ξανά. Σηκώθηκα απ’ την απόμερη γωνιά μου και τον πλησίασα. Ο γέρος τρόμαξε έτσι όπως με είδε κουρελιάρη βρωμερό και συφοριασμένο. Μάλλον νόμισε ότι ήθελα να του ζητήσω ελεημοσύνη και για να με ξεφορτωθεί έβγαλε απ’ τη τσέπη του ένα κέρμα και μου το ‘δωσε. Τον ευχαρίστησα και μετά με κάποια συστολή του είπα ποιος είμαι. Αρχικά ο ηλικιωμένος με τα γκρι ξαφνιάστηκε. Πλησίασε κοντά μου και με περιεργάστηκε καλύτερα. Με θυμήθηκε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Μου είπε ότι ξαφνικά είχαμε εξαφανιστεί απ’ το πόστο μας σαν να είχε ανοίξει η γη και μας κατάπιε εμένα και την μητέρα μου. Μάταια είχε ψάξει να μας βρει βάζοντας λυτούς και δεμένους. Μου χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι.

Με ρώτησε τι κάνω και πώς τα περνάω. Καλά του απάντησα και δόξα το θεό μα για τις φυλακές και τα ναρκωτικά δεν είπα κουβέντα. Με ρώτησε και για την μητέρα μου. Δεν ζει πια. Πέθανε πριν κάμποσα χρόνια. Ο γέρος σκυθρώπιασε. Είχε χάσει κι αυτός πρόσφατα τη γυναίκα του απ’ την παλιαρρώστια. Δεν μιλήσαμε άλλο. Μόνο κοιταχτήκανε για λίγο σιωπηλοί τρέμοντας με τα μάτια υγρά και δώσαμε τα χέρια. Τότε ο γέρος με αγκάλιασε σφιχτά με φίλησε κι έβγαλε απ’ την τσέπη του και μου ‘δωσε κάμποσα μεγάλα χαρτονομίσματα. Μου είπε το όνομά του και τη διεύθυνση που μένει. Σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι να μην διστάσω να του χτυπήσω την πόρτα.

Τον ευχαρίστησα για όλα. Για το ενδιαφέρον που ‘δειξε μα όχι και για το κόκκινο γυαλιστερό αυτοκίνητο. Εκείνο το μακρινό χριστουγεννιάτικο δώρο που μου ‘χε κάνει κάποτε ο κύριος με τα γκρι. Από ντροπή ή από συγκίνηση. Δεν ξέρω μα δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Ούτε όμως κι αυτός μου αποκάλυψε ότι τότε ήθελε να με υιοθετήσει. Δεν μπορούσε να κάνει δικά του παιδιά. Με είχε ζητήσει απ’ τη μητέρα μου μα εκείνη του είχε αρνηθεί. Από εκείνη τα έμαθα πολύ αργότερα.

Δεν ξαναείδα ποτέ τον κύριο με τα γκρι. Δεν ξανασυναντηθήκαμε. Μετά από ένα μήνα περίπου πέρασα απ’ το σπίτι του και χτύπησα το κουδούνι μα δεν μου άνοιξε κανείς. Από μια γειτόνισσα έμαθα ότι είχε πεθάνει την προηγούμενη βδομάδα στον ύπνο του ήρεμα από ανακοπή καρδιάς.   

 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Περνούσα βιαστικά απ’ το πάνω μέρος της πλατείας όταν άκουσα τις τσιρίδες της. Ήταν γύρω στα πέντε με έξι κι έκλαιγε γοερά ολομόναχη πλάι στο επιβλητικό άγαλμα του ελασίτη καπετάνιου. Ποιος ξέρει. Ίσως να ζητούσε προστασία και παρηγοριά απ’ τον παλιό ήρωα και πολεμιστή. Μην κλαις κοριτσάκι και σε λίγο θα έρθει η μανούλα σου να σε πάρει. Δεν θα αργήσει πολύ ακόμη. Κάνε υπομονή σκεφτόμουν και μου ράγιζε την καρδιά. Οι ταξιτζήδες στην πιάτσα δεν έδιναν σημασία. Ούτε οι θαμώνες του καφενείου στον πεζόδρομο λίγο παρακάτω.

Ρώτησα τον περιπτερά τι έγινε αφού πρώτα αγόρασα τσιγάρα κι έναν αναπτήρα. Η μικρή ήταν εδώ και κάμποση ώρα παρατημένη και δεν είχε σταματήσει το κλάμα. Τους είχε πάρει τα αυτιά. Πάντως εκείνος είχε κάνει το καθήκον του ως υπεύθυνος και ευσυνείδητος πολίτης. Είχε ήδη πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και την άμεση δράση. Εκείνοι θα πρέπει να αναζητήσουν τους ανεύθυνους γονείς και να τους χώσουν μέσα για καραμπινάτη παραμέληση ανηλίκου. Υπάρχουν τόσοι μάρτυρες. Ολόκληρη η συνοικία. Όμως μέχρι τότε κανείς δεν είχε πλησιάσει το κοριτσάκι να το ρωτήσει γιατί κλαίει και να την παρηγορήσει. Μου δικαιολογήθηκε. Οι μέρες είναι πονηρές και ο κοσμάκης κακοπροαίρετος. Δεν είναι να μπλέκεις σε ξένες υποθέσεις. Ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα που του φτάνουν και του περισσεύουν. Άσε που στην τελική μπορεί και να σε κατηγορήσουν για παιδόφιλο κι άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Ας βγάλει κάποιος άλλος το φίδι απ’ την τρύπα. Εδώ γυναίκες περνάνε και κάνουν τα στραβά μάτια. Ούτε είδαν ούτε άκουσαν τίποτα και συνεχίζουν τον δρόμο τους για τα ψώνια τους και τα μαγειρέματα τους. Δεν είναι να μπλέκεις. Ο καθένας θέλει την ησυχία του.

Ο περιπτεριούχος δεν είχε κι άδικο. Τα επιχειρήματά του είχαν μια ατράνταχτη λογική στο πλαίσιο πάντα του ιερού κι αναφαίρετου ατομικού συμφέροντος. Ο καθένας για την πάρτη του λοιπόν. Μα μένα κάτι με έτρωγε μέσα μου παρ’ όλο που ‘χα να κάνω δουλειές με φούντες κι έτρεχα να τις προλάβω. Δεν μου φαίνεται μα κι εγώ είμαι ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μου. Πλησίασα προς το μέρος της στη μέση της πλατείας. Οι καφενόβιοι και οι ταξιτζήδες κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια και καχυποψία. Της χάιδεψα το κεφαλάκι και της χαμογέλασα. Την ρώτησα τι έπαθε και γιατί κλαίει. Θέλω τη μαμά μου απάντησε. Έφυγε και μ’ άφησε μόνη μου. Φοβάμαι. Μην ανησυχείς και σε λίγο θα γυρίσει. Έλα να σου πάρω ένα παγωτό απ’ το περίπτερο. Ξαφνικά η μικρή ξέχασε την δυστυχία της. Το μουτράκι της έλαμψε από χαρά και μου ‘δωσε το χεράκι της.

Όμως  δεν προλάβαμε να κάνουμε πέντε βήματα κι απ’ την απέναντι μεριά έσκασε μύτη μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας. Δεν πρέπει να ‘τανε μεγάλη μα φαινόταν σπασμένη και ταλαιπωρημένη με τα μαλλιά της ανάκατα και το πρόσωπο γεμάτο σημάδια. Τρέκλιζε και παραπατούσε κοιτώντας στα χαμένα. Όταν το κοριτσάκι την είδε κοντοστάθηκε γουρλώνοντας τα μάτια. Τότε με μια απότομη κίνηση ξέφυγε απ’ το χέρι μου και έτρεξε κατά πάνω της φωνάζοντας απ’ τη χαρά του. Ήταν η μαμά της. Έπεσε πάνω της με δύναμη και γαντζώθηκε στα πόδια της. Έσφιγγε το παντελόνι της και δεν την άφηνε να προχωρήσει άλλο. Εκείνη στεκόταν ασάλευτη μα δεν την έβλεπε καν. Με βλέμμα θολό κάρφωνε ψηλά το άγαλμα του κουμουνιστή καπετάνιου που κάποτε πολέμησε και πέθανε για την λευτεριά της πατρίδας και για έναν καλύτερο κόσμο και τον σκότωσαν στα τριάντα τρία του χρόνια.

Εκείνη την ώρα έφτασε φουριόζικο το περιπολικό της άμεσης δράσης με αναμμένο τον φάρο και τέρμα την σειρήνα. Μάλλον βιαζόταν να προλάβει τα χειρότερα. Φρέναρε απότομα σταματώντας ακριβώς μπροστά απ’ το περίπτερο και την πιάτσα των ταξί. Δυο ψηλοί γεροδεμένοι αστυνομικοί βγήκαν έξω. Κάτι είπαν με τον περιπτέραρχο και κατόπιν με βήμα ταχύ πλησίασαν προς το μέρος μας στη μέση της πλατείας πλάι στο άγαλμα του παλιού ηρωικού αντάρτη πατριώτη και πολεμιστή. Έπρεπε κι αυτοί με κάποιο τρόπο να κάνουν το καθήκον τους.             

 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Ο ΤΙΓΡΗΣ

Μνήμη Γιώργου Ανδριόπουλου (1951-2023)

Ήταν μοναχικός από ευαισθησία. Βαθιές και ανεπούλωτες πληγές από παιδί ακόμα δεν του επέτρεπαν εύκολες επαφές με τους ανθρώπους. Δύσκολος και απόμακρος. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε με τα άντερά του ειδικά όσο μεγάλωνε κλεισμένος στον δικό του κόσμο. Αν και πάντα είχε ανάγκη την καλοσύνη των ξένων. Και παρ’ όλο που στην αγορά το καφενείο και την ταβέρνα ήταν απ’ όλους πολύ αγαπητός. Χαρτζιλίκια κεράσματα και πάσες από αγάπη και συμπόνια. Όμως πιο πολύ αγαπούσε τα ζώα. Κυρίως τα πιστά σκυλιά και τα μελωδικά πουλιά. Τα σπουργίτια και τα κοτσύφια. Τα ελεύθερα πετούμενα του ουρανού.

Δεν προχώρησε στο σχολείο και δεν έμαθε πολλά γράμματα λόγω των συνθηκών παρόλο που το μυαλό του έκοβε σαν ξουράφι. Από μικρός βούτηξε στη βιοπάλη και τραβήχτηκε με διάφορες δουλειές. Σοβατζής στις οικοδομές παραγωγός οπωροκηπευτικών σερβιτόρος στα νυχτερινά μπαρ δίπλα στα μεγαλύτερα αδέρφια του στο λιμάνι της πρωτεύουσας. Δούλευε για να ζήσει κι όχι το αντίθετο. Όμως το μέγα πάθος του έκαψε τα σωθικά. Οικειοθελώς είπαμε. Δεν ήταν κάνα κουτορνίθι. Μονίμως ερωτευμένος, καψούρης και γκομενιάρης με πουτάνες λελούδες τραγουδιάρες και μπαρόβιες τον έσερναν σε δύσκολους δρόμους. Εκεί έφαγε όλα τα λεφτά του. Σ’ αυτές έδωσε τα ρέστα του. Στις γυναίκες. Ευάλωτος με αδυναμίες και λάθη. Δεν σκεφτόταν το αύριο. Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Έζησε φανατικά και ανυστερόβουλα και τη μέρα και τη νύχτα και τις χόρτασε. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή την έχουμε. Ας πάει και το παλιάμπελο. Μα όπως και να το κάνεις είναι γλυκιά. Έτσι έλεγε. Και που θα καταλήξουμε; Μέσα στο βαθύ λάκκο κρέας για τα σκουλήκια. Παρόλο που κάπου πίστευε κι αυτός και στις δύσκολες περιστάσεις έκανε τον σταυρό του ζητώντας βοήθεια και σωτηρία.

Δεν υπήρξε συκοφάντης και ψεύτης. Δεν ήθελε να βλάψει κανέναν. Μόνο ένας φαντασιόπληκτος συγγραφέας και σκηνοθέτης ταινιών για τον κινηματογράφο. Ένας ευφάνταστος παραμυθάς. Ξεκινώντας από την άχαρη και μίζερη πραγματικότητα έπλαθε όμορφες ιστορίες και πάνω στην κουβέντα σού τις σερβίριζε για άκρως αληθινές. Είχαν ενδιαφέρον γεμάτες από αίμα και σπέρμα με ποικιλία δράση περιπέτεια σασπένς  και χιούμορ. Και φυσικά με ήρωα και πρωταγωνιστή πάντα τον ίδιο. Σε κρατούσε σε αγωνία και στο τέλος γελούσες με την ψυχή σου γιατί ήξερες πως όλα αυτά ήταν μυθοπλασία. Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. Ειδικά ιστορίες από τα ηρωικά χρόνια της νιότης του στον στρατό και αργότερα στα ύποπτα καμπαρέ και στα μπαρ της πρωτεύουσας και του μεγάλου λιμανιού. Αν και καμιά φορά στη θύμηση τους στεναχωριόταν γιατί πλέον ήταν όλοι τους νεκροί και περασμένοι. Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος και δεν σε κορόιδευε. Σχεδόν τις πίστευε και ο ίδιος. Πως έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Παρόλο που κάθε φορά διέφεραν λιγάκι. Βέβαια μόνο σε κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Σίγουρα δεν έφταιγε εκείνος. Τον ξεγελούσε η μνήμη του και τον παράσερνε η καλπάζουσα και αχαλίνωτη φαντασία του. Δηλαδή κάπου μπερδευόταν. Έπινε ήσυχα το κρασάκι του κάπνιζε το τσιγάρο του και ονειροπολούσε. Καμιά φορά τον έπνιγε ο πόνος από  τη συγκίνηση των αναμνήσεων και τα κενά που αφήνουν πίσω οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων που με τα χρόνια όλο και πληθαίνουν. Στρατιές ολόκληρες τα σβησμένα κεριά. Μέχρι να έρθει και η σειρά του να πάει να τους συναντήσει.

Είχε χρόνια προβλήματα με τα πνευμόνια του από τις κακουχίες του βίου και τις ασωτίες της νιότης του. Η υγρασία και το κρύο του έσκαψαν τα σωθικά και του περόνιασαν τα κόκαλα. Σάπισε μα δεν σταμάτησε να καπνίζει. Ήταν αγχώδης και στενάχωρο. Δεν μπορούσε να το κόψει ούτε καν να το ελαττώσει. Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο. Από αυτό έφυγε. Μαζική πνευμονική εμβολή έγραψε ο ιατροδικαστής. Από ασφυξία. Λιποθύμησε και σωριάστηκε κατάχαμα στο δάπεδο. Η πληγή στο μέτωπο το μαρτυρούσε. Το ίδιο βράδυ τον βρήκαν ανάσκελα με το στόμα ορθάνοιχτο και πρησμένο το λαιμό κατακόκκινο απ’ την μεγάλη προσπάθεια να πάρει τις τελευταίες ανάσες και να κρατηθεί στη ζωή. Ήταν άλλη μια κρίση αναπνευστικού. Δεν τα κατάφερε. Κι όμως δεν ζήτησε βοήθεια από κανέναν. Πάλεψε μόνος του με τις σκιές και τα φαντάσματα. Ίσως και να είχε πια συμβιβαστεί με την ιδέα του τέλους που πλησίαζε γι’ αυτό και αφέθηκε. Πλέον δεν υπήρχε νόημα. Τουλάχιστον πέθανε στα πόδια του. Δεν κατάπεσε στο κρεβάτι. Δεν ταλαιπωρήθηκε στα νοσοκομεία. Δεν έγινε βάρος κανενός. Ευτυχώς δεν βασανίστηκε πολύ. Δεν παρατάθηκε η αγωνία. Την τελευταία μέρα μόνο. Τις τελευταίες απογευματινές ώρες ίσως. Τις τελευταίες στιγμές. Ποιος ξέρει. Για όση ώρα το οξυγόνο λιγόστευε τελείωνε ξεψυχούσε. Τότε που τους έβλεπε όλους μαζί να τον καλούν κοντά τους.

Παρά τις αδυναμίες τα πάθη τις παραλείψεις και τα λάθη του όλα συνηθισμένα και ανθρώπινα δεν έβλαψε και δεν ενόχλησε κανέναν παρά μονάχα τον εαυτό του. Δεν τον έκρινα ποτέ. Ήταν ένας καλός ευαίσθητος και συνηθισμένος άνθρωπος που απλά προσπάθησε να τα βγάλει πέρα στη ζωή με αξιοπρέπεια όπως μπορούσε και να παρατείνει την ύπαρξη. Ένας περήφανος και πονεμένος άνθρωπος που δεν κλαιγότανε ποτέ για τις δυσκολίες της ζωής. Έζησε και πέθανε μόνος σαν τίγρης. Η μοναξιά ήταν η πιο βέβαιη και ακριβή του δόξα. Ήταν θείος μου. Ο μικρότερος αδερφός της μάνας μου τελευταίος επιζών και ο πιο αδύναμος κρίκος μιας ταλαιπωρημένης οικογένειας. Κατά βάθος μοιάζαμε. Είχαμε πολλά κοινά σημεία. Τον καταλάβαινα τον ένιωθα και τον αγαπούσα.

 

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙ ΠΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ

      

       Μνήμη Παναγιώτη Σάββα και Τάσου Καπουσίζη

Πλέον ο Παναγιώτης δεν βγαίνει απ’ το σπίτι. Έχει χρόνια να περπατήσει έξω στους δρόμους της πόλης. Ακόμη και να αντικρίσει απ’ το μπαλκόνι του τους βιαστικούς περαστικούς ή το λαμπρό φως του ήλιου. Τα παντζούρια και τα παράθυρα είναι θεόκλειστα. καμιά επαφή με τον κόσμο. Κανένα ενδιαφέρον για τις προόδους τις εξελίξεις τα δράματα και τις τραγωδίες της κοινωνίας. Ούτε και για τους παλιούς του φίλους συντρόφους και συνοδοιπόρους νοιάζεται πια αν ζουν ή αν πεθαίνουν. Απόλυτη αδιαφορία για όλους και για όλα. Κάποτε ναι. Συμμετείχε στην ιλαροτραγωδία της ζωής και της ύπαρξης. Τώρα όμως κουράστηκε και αποτραβήχτηκε στα ενδότερα μακριά απ’ τους ανθρώπους. Πλήρης αυτάρκης και μόνος. Με τα βιβλία του τις μουσικές του τα πιοτά και τα τσιγάρα του. Για να ξεχνάει ή να θυμάται. Άγνωστο. Μόνο αυτός ξέρει.

Με μία εξαίρεση. Μόνο στον Τάσο τον Ντούλη τον επιστήθιο φίλο του επιτρέπει να περάσει το άβατο γιατί μόνο αυτός τον καταλαβαίνει πια. Κι ας τσακώνονται συνήθως. Δεν πειράζει. Καλό είναι να ανάβουν λιγάκι τα παγωμένα αίματα. Κι ας γίνονται καμιά φορά μαλλιά κουβάρια πάνω στην κουβέντα. Μα η σιωπή τους ενώνει. Η αιωνιότητα τους αγαπά. Θυμούνται τα νιάτα τους και τα χρόνια που πέρασαν και μελαγχολούν. Για λίγο μόνο. Στιγμιαία. Όσο πατάει η γάτα. Αμέσως μετά χαμογελούν πονηρά με νόημα ο ένας στον άλλον. Δεν κρατάνε κακία ούτε μισούν. Ψευδίζουν βαβίζουν και γελούν σαν τα μικρά παιδάκια. Κι όταν κουραστούν πέφτουν και κοιμούνται αγκαλιασμένοι σαν αδερφάκια. Καληνυχτίζονται τιτιβίζοντας σαν τα πουλάκια κάποιον παλιό σκοπό. Μόνο στον Ντούλη λοιπόν δίνει χνότα. Παράωρα πάντα. Λίγο πριν να φέξει.

Ο Παναγιώτης λοιπόν δεν βγαίνει απ’ το σπίτι. Τη μέρα κοιμάται, βλέποντας όμορφα πολύχρωμα όνειρα σαν να πηγαίνει στον κινηματογράφο. Ξυπνάει μόλις σουρουπώσει και ζει μόνο τη νύχτα. Φτιάχνει έναν διπλό δυνατό καφέ σκέτο ελληνικό (δεν τον πειράζει στα νεύρα πια) και παίρνει στα χέρια του κάνα βιβλίο για να διαβάσει. Έχει σταθερές προτιμήσεις και αδιαπραγμάτευτες εμμονές. Μαρξ Παπαδιαμάντης Καρούζος. Ίσως καμιά φορά και το Ευαγγέλιο. Λίγα και καλά λοιπόν. Ας έχει πλέον άπειρο χρόνο για διάβασμα. Μα μόλις σημάνει το ρολόι μεσάνυχτα τα κλείνει όλα αμέσως και βάζει το πρώτο ποτό της ατέλειωτης νύχτας. Στο ράδιο ακούγονται νέγρικα αυθεντικά μπλουζ στη διαπασών. Μόνο τις μεγάλες κρύες Παρασκευές του χειμώνα δεν ακούει τις αγαπημένες του μουσικές. Τότε από κάτω στο μαγαζί οι παλιοί του φίλοι οι αγαπημένες του φιλενάδες όλοι οι Σαββικοί ενωμένοι παίζουν ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια χορεύοντας και τραγουδώντας. Πίνει καπνίζει και τους ακούει αμίλητος σιγομουρμουρίζοντας κάποιον σκοπό και αναπολώντας τα παλιά. Κι όταν έρχεται στο τσακίρ κέφι χορεύει μόνος του ένα καμηλιέρικο ή ένα ζεϊμπέκικο απτάλικο για να ξεδώσει και να εκτονώσει την πίκρα του.

Ναι. Πλέον ο Σάββας δεν βγαίνει απ’ το σπίτι. Το πρωί μόνο λίγο πριν να φέξει και πάει για ύπνο ανοίγει την πόρτα και βγάζει δειλά το κεφάλι του έξω. Τον περιμένουν οι γάτες του. Τις καλημερίζει χαμογελαστός τις χαϊδεύει απαλά και τους δίνει να φάνε τα αποφάγια που περίσσεψαν απ’ την προηγούμενη. Κι εκείνες γουργουρίζουν από ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ένα πρωινό παραφύλαξα  στο απέναντι πεζοδρόμιο και τον είδα. Με προσοχή να μη με πάρει είδηση και τρομάξει. Απ’ την άλλη δεν ήθελα να φανώ και αγενής ούτε αδιάκριτος. Δεν έχει αλλάξει πολύ. Είναι λίγο πιο αδύνατος μόνο και τα φουντωτά κατσαρά του μαλλιά και γένια πιο άσπρα πιο λευκά πιο χνουδωτά σαν το χιόνι. Καμιά φορά σκέφτομαι να ανέβω πάνω και να του χτυπήσω ελπίζοντας πως δεν θα ενοχληθεί. Απεναντίας ότι θα χαρεί όταν με δει. Μα όχι ακόμα. Δεν έχει έρθει η ώρα. Αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει.    

 

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Είναι μικροί ανώνυμοι συνηθισμένοι και ασήμαντοι. Άνθρωποι δικοί μας. Της διπλανής πόρτας της πολυκατοικίας της συνοικίας της γειτονιάς της πόλης. Πέρα απ’ το καλό και το κακό. Ούτε άγγελοι ούτε δαίμονες. Που κάνουν ότι μπορούν. Που προσπαθούν μονάχα να επιβιώσουν με σχετική αξιοπρέπεια κάτι που δεν είναι ούτε λίγο ούτε και εύκολο. Στέκομαι και τους παρατηρώ από μακριά κρυμμένος στη σκιά πίσω από τις γρίλιες και μέσα απ’ τις τζαμαρίες των καφενείων. Σίγουρα παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον και κάποια πρωτοτυπία ίσως τουλάχιστον για ένα αργόσχολο και περίεργο παράσιτο σαν και μένα. Αν και περνούν από μπροστά μου δίχως να με προσέξουν και να μου δώσουν λίγη σημασία σαν να είμαι αόρατος και σαν να μην υπάρχω. Και καλά κάνουν. Τίποτα δεν έχουν να ωφεληθούν από μένα. Ξένος μοναχικός διαφορετικός παράταιρος επικίνδυνος δίχως το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Δεν με ενοχλεί και άλλο που δεν θέλω να έχω την ησυχία μου. Τουλάχιστον δεν με κουτσομπολεύουν και δεν με σχολιάζουν αρνητικά. Όμως κι εγώ είμαι πολύ προσεκτικός. Φυλάγομαι και δεν τους δίνω τα χνότα μου ούτε αφορμές και δικαιώματα κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Καταγράφω λεπτομερώς τις ζωές τους τις μέρες και τις νύχτες τους τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους τις πανωλεθρίες και τα μεγαλεία τους. Δεν τους κρίνω πια. Τους αγαπώ τους σέβομαι και τους συμπονώ. Παρόλο που όποτε έχω τσαντίλες και νεύρα μου γυρίζουν τα άντερα έξω. Όμως μου μοιάζουν. Όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι αν και κάποιοι μονάχοι στο ζουμί τους. Όμως δεν έχει καμία σημασία. Είμαστε θνητοί και όλοι θα πεθάνουμε. Και μάλιστα το γνωρίζουμε πολύ καλά. Ας ελπίζουμε ορισμένοι σε κάποια άλλη ζωή και σε μια δεύτερη πιο ευχάριστη ευκαιρία. Όμως όλους θα μας σκεπάσει η σκόνη του χρόνου και σύντομα θα ξεχαστούμε. Κανείς δεν θα μας θυμάται. Κανείς δεν θα μας λυπάται. Κανείς δεν θα μας μνημονεύει. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Όλα μάταια. Όλα άσκοπα. Ο αναμάρτητος λοιπόν ας ρίξει πρώτος την κοτρώνα πάνω μας κι ας αστοχήσει.

 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Στην καλύτερη περίπτωση ξυπνάς κατά τις δέκα. Δεν έχεις κοιμηθεί πολύ μα ήδη έχεις χάσει τη μισή εργάσιμη και δημιουργική μέρα. Αφιερώνεις ένα μισάωρο στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά για να σβήσεις τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας και να σκεφτείς το κοντινό συνηθισμένο σου μέλλον. Δηλαδή χουζουρεύεις και δεν βιάζεσαι για τίποτα. Έχεις μπόλικο χρόνο για πέταμα. Όμως ένα εικοσιτετράωρο είναι μια μικρογραφία της ζωής. Αν και πάλι θα σε ρουφήξει το σκοτάδι.

Έτσι κι αλλιώς και σήμερα δεν έχεις πολλά πράγματα να κάνεις. Ήδη οσμίζεσαι ότι σε περιμένουν οι ίδιες μονότονες και βαρετές καταστάσεις και κάπως μελαγχολείς. Πού όρεξη να σηκωθείς όρθιος. Πρέπει να τρέξεις στην τουαλέτα να πλύνεις το όμορφο προσωπάκι σου και να εκκενώσεις τα απόβλητα της προηγούμενης μέρας. Μετά να ζυγίσεις το λίπος σου για να φτιάξει ή να χαλάσει ακόμη περισσότερο η διάθεσή σου. Να ταΐσεις τα ανυπόμονα γατάκια της αυλής και να βάλεις στο μπρίκι καφές για να ψηθεί. Κάθε φορά τα ίδια πράγματα ιδεοψυχαναγκαστικά. Σαν κουρδισμένο αυτόματο. Οι ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Και σήμερα τίποτα δεν πρόκειται να αλλάζει.

Μα έξω η μέρα είναι όμορφη και ηλιόλουστη και η νύχτα δεν είχε όνειρα. Η διάθεσή σου είναι σχεδόν τέλεια. Θα ανοίξεις συγχρόνως τηλεόραση και λάπτοπ για να ενημερωθείς για τις φρέσκιες ειδήσεις μασουλώντας κριτσίνια και πίνοντας καφέ σκέτο χωρίς ζάχαρη. Μετά θα προσπαθήσεις να γράψεις δυο αράδες απ’ την καινούργια σου ιστορία μα σύντομα θα κολλήσεις και θα διαφύγεις σε ατέρμονες ονειροπολήσεις. Όλο και κάποιες καινούργιες ιδέες και εικόνες θα σφηνώσουν στο μυαλό σου πάντα πηγαία και αυθόρμητα δίχως προηγούμενο προγραμματισμό. Αφού εσύ δεν είσαι σοφολογιότατος και δεν διαλέγεις ο ίδιος τα θέματά σου. Κι ας σε κατηγορούν οι ανίδεοι ότι αυτοβιογραφείσαι εξαντλητικά επαναληπτικά και ανερυθρίαστα. Ότι έχεις γίνει προβλέψιμος. Σιγά τα λάχανα. Ποιος νοιάζεται. Έτσι κι αλλιώς δεν έχεις αναγνώστες. Για την πάρτη σου γράφεις και καρφί δεν σου καίγεται τι θα πει ο κάθε άσχετος. Είναι βέβαια ευκολία και τεμπελιά μα η ουσία είναι άλλη. Να είσαι ειλικρινής και έντιμος. Να μην προδίδεις τον εαυτό σου. Και σε όποιον αρέσεις. Κι ας μην πάρεις το βραβείο.

Το μεσημεράκι έχεις ήδη θολώσει. Κουράστηκες. Δύο ώρες εντατικής εργασίας είναι υπεραρκετές. Δεν είναι εύκολο να μετατρέψεις τις εικόνες τις ιδέες και τα συναισθήματα σε λέξεις. Δεν έχεις τις απαραίτητες αντοχές. Εξαντλήθηκες. Θα βγεις για ψώνια και θα αντικρίσεις όμορφους ανθρώπους. Θα αλλάξεις δυο αδιάφορες κουβέντες μαζί τους και θα γυρίσεις σπίτι να φας με την τηλεόραση απέναντί σου πάντα ανοιχτή για συντροφιά. Μετά θα χαλαρώσεις στο κρεβάτι και θα κάνεις την μεσημεριανή σου σιέστα. Θα κλείσεις τα μάτια και θα τον πάρεις για κάνα μισάωρο. Σου είναι αρκετό. Δεν χρειάζεσαι περισσότερο. Δίχως ξυπνητήρι μα με το τηλέφωνο κλειστό γιατί είναι ιερή η ώρα της κοινής ησυχίας.

Το απόγευμα θα πιεις δεύτερο καφέ και κάτι θα βρεις να διαβάσεις για να περάσει η ώρα μέχρι να πέσει ο ήλιος και έρθει το γλυκό σούρουπο. Αν σε τριβελίζει καμιά σκέψη ή έστω μια λεξούλα μπορεί να ξαναπιάσεις το πρωινό γραπτό. Όταν κουραστείς και βαρεθείς θα βγεις για τη μεγάλη βόλτα στην πόλη και ίσως συναντήσεις κάνα γνωστό να πεις καμιά αρλούμπα της προκοπής. Θα περπατήσεις αρκετά χαζεύοντας εδώ κι εκεί και όταν κουραστείς θα κάτσεις στην καφετέρια της κεντρικής πλατείας για τον τρίτο καφέ. Θα βλέπεις τους ανθρώπους να περνούν αδιάφοροι από μπροστά σου και κανείς δεν θα σου δίνει την παραμικρή σημασία. Και τι έγινε. Ποιος νοιάζεται. Εσύ θα βρίσκεσαι στον κόσμο σου και θα ονειροπολείς. Μέχρι να σκοτεινιάσει για τα καλά και το μαγαζί κλείσει.

Τότε θα πάρεις τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να ελπίζεις σε τίποτα άλλο καινούργιο και εκπληκτικό που θα μπορούσε να σε ξαφνιάσει ευχάριστα. Στο σπίτι δεν σε περιμένει κανείς. Θα πιεις τσίπουρο ή κόκκινο κρασί ανάλογα με τα κέφια παρέα με ρεμπέτικα τραγούδια και κάπως η διάθεσή σου θα ανυψωθεί στους δεκαεφτά ουρανούς. Θα θυμηθείς όμορφα πράγματα από το παρελθόν και μπροστά σου θα ζωντανέψουν οι παλιοί φίλοι. Έστω και για λίγο θα σου κάνουνε παρέα. Έτσι κι αλλιώς δεν είσαι ποτέ μόνος. Μετά θα ξαπλώσεις πάλι στο κρεβάτι και θα διαβάσεις κάνα βιβλίο ή μπορεί να δεις καμιά ταινία κωμική αισιόδοξη και ευχάριστη συνήθως.        

Κατά τις τρεις πέφτουν οι διακόπτες μα δεν κατάλαβες πώς πέρασε η μέρα τόσο βιαστικά. Ο χρόνος κύλησε γρήγορα. Τεμπέλιασες υπερβολικά και σου φάνηκε πάλι πολύ μικρό το εικοσιτετράωρο. Η πολλή σκέψη βλάπτει. Δεν πήρες χαμπάρι πώς λιγόστεψε πάλι η ζωή σου και τίποτα το φοβερό δεν έγινε και σήμερα. Κάτι άξιο να περισώσει η μνήμη για μελλοντική χρήση. Απλά ήταν άλλη μια επανάληψη. Άλλη μια μονοτονία. Όμως είσαι ακόμα αισιόδοξος ελπίζοντας πως η αυριανή δεν θα είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη σημερινή αλλά κάπως καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα. Ή έστω κάποια επόμενη μέρα.

 

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

ΗΣΥΧΕΣ ΜΕΡΕΣ

Μέχρι τώρα έβρισα και χυδαιολόγησα ασύστολα βγάζοντας το άχτι μου. Ξεθύμανα και με το παραπάνω. Όμως βαρέθηκα. Κουράστηκα. Απογοητεύτηκα. Τα παρατώ. Από δω και πέρα θα γίνω κι εγώ ένα καλό παιδάκι μπας και μου δώσουν κάνα βραβείο και μπω καμαρώνοντας με τη σειρά μου και στις σχολικές βιβλιοθήκες. Για να μην έχω άλλα προβλήματα με τον νόμο και την τάξη. Για να μην με σταμπάρουν και με λογοκρίνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την ευαισθησία τους στην πολιτική ορθότητα. Για να μην δημιουργούνται υποψίες και υπόνοιες για παράνομες συμπεριφορές και πράξεις. Για να σωπάσουν επιτέλους οι κήνσορες της ηθικής και οι τιμητές των πάντων. Συμμορφώθηκα πλήρως με τις υποδείξεις τους. Γιατί οι καιροί είναι πονηροί και δύσκολοι.

Πλέον θα γράφω μόνο όταν έχω καλή διάθεση βιβλία για όλη την οικογένεια με ωραίες εκφράσεις και ωφέλιμο περιεχόμενο. Όταν έχω τις μαύρες μου και τα ψυχολογικά μου θα σιωπώ. Θα κάνω μόκο. Τέρμα οι κακιές λέξεις και οι δυσάρεστες καταστάσεις. Φτου κακά και πιπέρι στο στόμα. Χι χι. Θα τα βρίσκω όλα όμορφα και ωραία μέσα σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Όχι βέβαια από υποκρισία και ανειλικρίνεια. Εγώ είμαι ένας έντιμος συγγραφέας. Ξεχωρίζω από τους άλλους τους επαγγελματίες του συρμού. Για κανέναν λόγο δεν θα με λογόκρινα και δεν θα έλεγα ψέματα στον εαυτό μου. Δεν θα τον κορόιδευα. Ούτε και θα τον ξεφτίλιζα. Αφήνω σε άλλους τούτη την θεάρεστη αποστολή. Το λειτούργημα του αυστηρού και αδέκαστου κριτικού είναι ιερό και απαραβίαστο. Εγώ αποτελώ απλά ένα μίασμα. Όσο για τις τιμές και τις διακρίσεις που ανέφερα προηγουμένως φυσικά και δεν σοβαρολογώ. Πλάκα κάνω.  

Τα πέταξα λοιπόν στο χαρτί και ξεθύμανα. Τέλος οι μαυρίλες και τα ντεκαντάνς. Μεγάλωσα και ηρέμησα. Γλύκανα. Καταλάγιασαν τα πάθη τα μίση οι διχόνοιες και οι έριδες. Κυρίως απέναντι στον εαυτό μου. Τα υπόλοιπα τα αφήνω για τους νεότερους. Τώρα έγινα αισιόδοξος  και δοτικός προς τους συνανθρώπους μου. Δεν τους αντιπαθώ ούτε τους φοβάμαι. Αντιθέτως τους εκτιμώ τους αγαπώ και τους σέβομαι. Όπως και τον εαυτό μου. Όλους ανεξαιρέτως αφού κατά βάθος είναι καλοί και άξιοι. Φρονίμεψα απότομα κι έγινα μια καλόβολη και υπάκουη κοπελίτσα. Γριούλα καλύτερα. Τέρμα λοιπόν η άρνηση και η κακομοιριά. Από δω και στο εξής μόνο θετική σκέψη και καλές ελπίδες για το μέλλον. Ξεκινώντας μια δεύτερη λογοτεχνική ζωή. Έρχονται λοιπόν ήσυχες μέρες και ακόμα πιο ειρηνικές και αναμάρτητες νύχτες.

Γι’ αυτό και οι φιλήσυχοι και προπαντός προκομμένοι νοικοκυραίοι που αποτελούν  τη σιωπηλή πλειοψηφία του τόπου μας μπορούν να κοιμούνται ξέγνοιαστοι τον ύπνο του δικαίου. Πλέον δεν κινδυνεύουν. Κανείς δεν πρόκειται να  τους ξαναενοχλήσει. Ούτε και τα βλαστάρια τους.  Κανείς δεν πρόκειται να τους δημιουργήσει άσπλαχνα και ανερυθρίαστα τύψεις συνειδήσεως. Να τους διαπομπεύσει ατιμώρητα. Να τους ταράξει την ησυχία και την γαλήνη τους. Να προκαλέσει και να προσβάλει την μικροαστική τους ηθική. Γιατί εκείνοι έχουν πάντα δίκιο. Λόγω τιμής. Ορκίζομαι και φιλάω σταυρό. Να μην ξημερωθώ που λέγανε και οι παλιοί.  

Δυστυχώς βρισκόμαστε από πάντα στην εποχή της βαρβαρότητας κι αυτό δεν αλλάζει. Κάθε προσπάθεια ριζικής μεταβολής ή έστω μιας μικρής βελτίωσης είναι μάταιη και αυτοκτονική. Δεν αξίζει τον κόπο. Τα τέρατα δεν πρόκειται να εξημερωθούν. Βέβαια η ποινή μας θα πάρει αναστολή. Η ζωή μας θα παραταθεί. Η ελπίδα θα αναπτερωθεί. Ο θάνατος θα αναβληθεί. Έστω και προσωρινά. Όμως ο τρόμος και η αγωνία δεν πρόκειται ποτέ να σβήσουν από μέσα μας. Γι’ αυτό και πριν το τέλος αποφάσισα να ειρηνεύσω και να συμφιλιωθώ με το σύμπαν ολόκληρο. Να υπάρξω κι εγώ σαν ένας κανονικός ευτυχισμένος άνθρωπος. Έστω και για λίγο. Πλάκα κάνω.