Να ζει κανείς ή να μη ζει.
Ιδού η απορία. Βέβαια ο άνθρωπος είναι καλύτερα να μη γεννιέται μα αν του
συμβεί αυτή η ατυχία τότε πρέπει να φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Η ζωή δεν
είναι παίξε γέλασε. Πρέπει να την πάρεις πολύ σοβαρά. Μία χαρά και δέκα λύπες
είναι ο αρνητικός ισολογισμός. Και ποτέ δεν έχει χάπυ εντ. Πολλές φορές τελειώσει
με ένα μπαμ και μία κραυγή. Μα δεν είναι μόνο άσχημη. Έχει και την πλάκα της.
Γελάσαμε και κλάψαμε πολύ. Τώρα σιωπή.
Σήμερα έχω γενέθλια και πήγα
να τα γιορτάσω στον τάφο των προγόνων μου. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε τούτη η
μακάβρια επιθυμία. Είναι η τελευταία μου μέρα. Είχα πολλά χρόνια να τον
επισκεφτώ. Τον βρήκα χορταριασμένο. Το καντήλι ήταν σβηστό και μέσα όλα τα
κρέατα φαγωμένα απ’ τα σκουλήκια. Ούτε τα κόκαλα δεν έμειναν. Το ξέρω. Είμαι
σίγουρος κι ας μην τον άνοιξα να δω. Πάντως η ταφόπλακα έχει μία κενή θέση.
Υπάρχει περιθώριο για να γραφτεί άλλο ένα όνομα. Τότε θα κλείσει ο κύκλος και το
μνήμα θα σφραγιστεί. Το ανθρωποφάγο πάρτι θα πάρει τέλος. Η νύχτα με γέννησε κι
εκείνη θα με αφανίσει. Είμαι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα μα πριν το
τέλος πρέπει με κάποιο τρόπο να συμφιλιωθώ. Να μην φύγω πικραμένος οργισμένος
και ανειρήνευτος. Δεν είναι εύκολο. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Πάντως θα κάνω
μια προσπάθεια.
Έχω τακτοποιήσει όλες τις
εκκρεμότητες. Έχω κλείσει όλους τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Φεύγω
ολομόναχος και πλήρης στα πενήντα έξι. Περίπου στην ηλικία των γονιών μου. Μέχρι
κι απ’ το γραφείο τελετών πήγα κι κανόνισα για την κηδεία και την ταφή. Δεν
υπάρχουν γνωστοί συγγενείς και φίλοι τους είπα. Δεν υπάρχει κανείς. Εσείς
πρέπει να συμπληρώσετε το όνομα και τις ημερομηνίες στην ταφόπλακα. Τους
πλήρωσα καλά και μέχρι τότε μου υποσχέθηκαν εχεμύθεια. Η απόφασή μου είναι απόλυτα
σεβαστή. Τους πίστεψα. Μου φάνηκαν καλοί επαγγελματίες. Έδωσαν και όρκο τιμής.
Ήθελαν να μου υπογράψουν και συμφωνητικό μα τους είπα όχι. Δεν χρειαζόταν.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
περπατώ μόνος στην έρημη πόλη. Είναι ήσυχα και όμορφα. Την ώρα αυτή οι
φιλήσυχοι νοικοκυραίοι και οι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες κοιμούνται τον ύπνο
του δικαίου ψόφιοι από άλλη μια εξοντωτική μέρα. Εγώ δεν έχω ύπνο. Δεν τον
χρειάζομαι πια. Τον έχω χάσει εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα ταξί ξεφυτρώνει
μπροστά μου από το πουθενά. Ο οδηγός του είναι ένας όμορφος τριαντάρης. Κάθομαι
δίπλα του στη θέση του συνοδηγού. Μου χαμογελά και μου φτιάχνει τη διάθεση.
Βάζει διπλή ταρίφα και με ρωτάει που πάμε. Στη γέφυρα του απαντώ δίπλα στη
θάλασσα και δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Είναι η τελευταία μου βόλτα και την
απολαμβάνω καπνίζοντας. Μου το επιτρέπει. Το ραδιόφωνο παίζει ρεμπέτικα και
παλιά λαϊκά. Και είμαι με όμορφη παρέα. Με ρωτάει πού πηγαίνω νυχτιάτικα. Να
πάρω το καράβι για τον βόρειο πόλο του απαντώ. Στην αρχή δεν καταλαβαίνει και με
κοιτάζει περίεργα. Μα γρήγορα σκάει στα γέλια σαν παιδί.
Φτάνουμε στην άκρη της
γέφυρας. Κάτω απ’ το πρώτο ποδάρι. Το σκοτάδι είναι απόλυτο. Τον πληρώνω και
κατεβαίνω. Μου εύχεται καλό ταξίδι και φεύγει. Μένω μόνος πλάι στη θάλασσα.
Φυσάει και κάνει κρύο. Βγάζω το πιστόλι απ’ το μπουφάν και το χαϊδεύω. Το
ακουμπώ πάνω στο μάγουλό μου. Το μέταλλό του είναι παγωμένο. Σε λίγο θα με
σκοτώσω. Μου περνάει μια τελευταία περίεργη σκέψη απ’ το μυαλό μα την διώχνω.
Θέλω να είμαι απόλυτα άδειος. Να μην αισθάνομαι τίποτα. Να μην θυμάμαι τίποτα.
Ούτε τα ευχάριστα και τα χιουμοριστικά. Πεθαίνω με ένα μπαμ και μία κραυγή. Ας
γελάσω. Τώρα σιωπή.




.jpg)









