Ούτε μια βδομάδα δεν είχαμε
στην καινούργια πόλη. Τόσο φρέσκοι ήμασταν. Αρχές φθινοπώρου φτάσαμε λίγο πριν
ανοίξουν τα σχολεία. Ο πατέρας μετά την πρόσφατη προαγωγή του σε συνταγματάρχη
είχε πάρει πάλι μετάθεση. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού μας υπενθύμιζε
συχνά. Η καριέρα οι τιμές και τα γαλόνια επιβάλουν κόπους και θυσίες προσωπικές
και οικογενειακές. Φυσικά αυτός μόνος του αποφάσιζε για όλους μας χωρίς καν να
μας ρωτήσει. Ήταν ο αρχηγός της φαμίλιας και σε κανέναν άλλο δεν έπεφτε λόγος.
Η δύστυχη μητέρα απλά συμφωνούσε και εκτελούσε πειθήνια τις προσταγές του
αφέντη. Σιωπηλή πάντα και μελαγχολική κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι. Αν
τόλμαγε ας έκανε κι αλλιώς. Εμένα ούτε καν με ρωτούσαν. Τα μάθαινα όλα την
τελευταία στιγμή. Έτσι συνήθισα να μην ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Κι
έπρεπε πάντα να είμαι προετοιμασμένος για τα χειρότερα διατηρώντας ακέραιη την
ψυχραιμία και την αδιαφορία μου. Σίγουρα δεν μου ‘πεφτε λόγος μα αυτή τη φορά
τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα και έγκαιρα. Αρχές καλοκαιριού έγιναν οι κρίσεις
των ανωτέρων αξιωματικών και πήρε την προαγωγή κατ’ επιλογή. Ο ίδιος μας το
ανακοίνωσε με κάθε επισημότητα στο μεσημεριανό τραπέζι την ώρα που τρώγαμε.
Ήταν πολύ χαρούμενος περιμένοντας και μια ευμενή μετάθεση.
Το ίδιο βράδυ βγήκαμε έξω
οικογενειακώς να το γιορτάσουμε. Μαζί μας ήρθε να ευχηθεί και ο αδερφός του
τρία χρόνια μικρότερος που κατά τα λεγόμενά του στεναχωριόταν πολύ αφού για
άλλη μια φορά υπηρεσιακοί λόγοι θα τους χώριζαν και θα τους κρατούσαν μακριά
έστω και προσωρινά. Τα δύο αδέρφια ήταν πολύ αγαπημένα. Όμως κατά καιρούς οι
επαγγελματικές τους υποχρεώσεις στέκονταν εμπόδιο ανάμεσά τους και κάθε τόσο
τους χώριζαν. Πάντα για λίγο βέβαια. Εκείνη την περίοδο ο θείος ήταν ανώτερος
δικαστικός λειτουργός στην εισαγγελία πρωτοδικών της πρωτεύουσας και με
υπερβολικό φόρτο εργασίας. Ανύπαντρος και αφοσιωμένος στα υπηρεσιακά του
καθήκοντα μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός του όπως τόνιζε εμφατικά. Το
δίκαιο είναι το θεμέλιο της κοινωνίας και η δικαιοσύνη αποτελεί το τελευταίο
καταφύγιο των αδυνάμων και των κατατρεγμένων. Από αυτήν περιμένουν μια σανίδα
σωτηρίας μικρέ μου ‘λέγε με στόμφο και ύφος διδακτικό όπως και διάφορα άλλα
τσιτάτα που η μνήμη του ανέσυρε απ’ τα χρόνια της εκπαίδευσής του στη μεγάλη
σχολή των δικαστών. Κάθε φορά τα άκουγα αδιαμαρτύρητα προσπαθώντας να κρύψω
καλά την αηδία μου και να μην αντιμιλήσω και τον προσβάλω και φάω και κάνα
φούσκο απ’ τον πατέρα που καθόταν πάντοτε δίπλα μου για να με επιτηρεί και να
με επιβλέπει. Ακόμα και σε γιορτάσι δεν το ‘χε σε τίποτα να μου την αστράψει
μέσα στον κόσμο και να με κάνει ρεζίλι. Ίσως γι’ αυτό όποτε θυμόντουσαν την
παρουσία μου και μου απευθύνανε το λόγο η μητέρα με κοιτούσε με σφιγμένα χείλη
και την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Πλέον όμως είχα πάρει τα μαθήματά μου
και διατηρούσα ευπρεπώς την ολύμπια αταραξία μου. Δίκιο έχετε απαντούσα
στερεότυπα και μονολεκτικά με τον δέοντα σεβασμό και στο πρόσωπό μου
σχηματιζόταν ένα ηλίθιο χαμόγελο συγκατάνευσης μα και καλά κρυμμένης ειρωνείας.
Αν και μόλις είχα πατήσει τα δώδεκα πλέον είχα μάθει να επιβιώνω μέσα σ’ αυτό
το άκρως συντηρητικό τοξικό και μουχλιασμένο περιβάλλον. Έτσι η μπόρα περνούσε
κι επέστρεφα στην αγαπημένη μου μοναξιά. Ηρεμούσε και η καημένη η μητέρα.
Τα δυο αδέρφια μοιάζανε πολύ
μεταξύ τους όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και στον χαρακτήρα. Είχαν λάβει την ίδια
αυστηρή ανατροφή από την υπερσυντηρητική και ακροδεξιών πεποιθήσεων ξακουστή
οικογένειά τους. Ο πατέρας τους μάλιστα ήταν μεγαλοδικηγόρος περιωπής που δεν
πρόλαβα να τον γνωρίσω αλλά με καμάρι φέρω το όνομά του. Για ένα φεγγάρι είχε
διατελέσει και υπουργός της τελευταίας χουντικής διακυβέρνησης της χώρας. Από τότε
βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Η χώρα μπήκε στη δημοκρατική ομαλότητα μα ο παππούς
μου διατήρησε κάποιες χρήσιμες γνωριμίες απ’ το ένδοξο παρελθόν του. Και φυσικά
τα παιδιά του ακολούθησαν τον δικό του πλατύ και σίγουρο ασφαλτοστρωμένο δρόμο
της τάξης και της ασφάλειας. Ο ένας σε στρατιωτική σχολή και ο άλλος στο σώμα
των δικαστών. Και μετά την επιτυχή αφυπηρέτησή τους με δόξες παράσημα και τιμές
φτάνοντας στα ανώτατα αξιώματα των κλάδων τους θα τους περίμενε σίγουρα μια
δεύτερη λαμπρή καριέρα σε κάποιο εθνικόφρων και πατριωτικό κόμμα εξουσίας
καταλαμβάνοντας βουλευτικούς και υπουργικούς θώκους. Είχε μεγάλα σχέδια ο
παππούς για τους γιους του. Έκανε όνειρα μα δεν πρόλαβε να τα δει να
πραγματοποιούνται γιατί πέθανε ξαφνικά με δόξα και τιμή από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο
την μέρα ακριβώς που έμπαινε ο καινούργιος αιώνας και η τρίτη χιλιετία ανήμερα
πρωτοχρονιάς που θα γιόρταζε την ονομαστική του εορτή στα ογδόντα του. Τα
κακάρωσε προτού προλάβει να δεχτεί από συγγενείς και φίλους ευχές για υγεία
ευτυχία μακροημέρευση και να τα εκατοστίσει ή να τα χιλιάσει καλύτερα και όσα
άλλα συνήθως λέγονται σε ανάλογες περιστάσεις. Έτσι ο παππούς πήγε στον ουρανό
να συναντήσει την αγαπημένη του σύζυγο που είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα
δίχως να με γνωρίσει να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει ως διάδοχο και
συνεχιστή του ένδοξου γένους. Ήρθα στη ζωή την ώρα ακριβώς που ο γέρος έφευγε. Ήμουν
και σαββατογεννημένος.
Από όλους το γεγονός
θεωρήθηκε σημαδιακό. Τόσες μαζεμένες συμπτώσεις δεν μπορεί να ‘ναι τυχαίες και
σίγουρα κάτι σημαίνουν. Εξαρχής ήμουν προορισμένος για μεγάλα πράγματα. Από
πολύ νωρίς έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά για το μέλλον μου. Στους αδύναμους ώμους μου
κουβαλούσα μεγάλη ευθύνη απέναντι στην οικογένειά μου την πατρίδα μου αλλά και
σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όμως το βάρος ήταν δυσβάσταχτο. Δεν το άντεχα.
Έτσι αποφάσισα κάπως διαφορετικά. Ένα βράδυ που όλοι είχαν πέσει για ύπνο πήρα
το υπηρεσιακό πιστόλι του πατέρα και το άδειασα πάνω τους. Ήταν το τέλος του
παιχνιδιού. Τα τρία κορμιά γέμισαν κουμπότρυπες μα δεν κατάλαβαν τίποτα. Όλα έγιναν
γρήγορα και εξ επαφής. Μετά φόρεσα την στολή του κύριου συνταγματάρχη με τα χρυσά
γαλόνια και τα παράσημα στο στήθος και βγήκα έξω στην όμορφη νύχτα. Μου πήγαινε
κάπως μεγάλη και το πηλίκιο μου ‘πεφτε μπροστά στα μάτια. Η εμφάνισή μου ίσως
να ήταν λίγο κωμική μα κάποιοι περαστικοί στο δρόμο με χαιρετούσαν με μεγάλο
και ειλικρινή σεβασμό. Ίσως και με κάποιο φόβο αφού κρατούσα ακόμα στο χέρι το
ένδοξο και μπαρουτοκαπνισμένο όπλο του πατέρα που δεν φαινόταν και τόσο
ψεύτικο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου