Περνούσα βιαστικά απ’ το
πάνω μέρος της πλατείας όταν άκουσα τις τσιρίδες της. Ήταν γύρω στα πέντε με
έξι κι έκλαιγε γοερά ολομόναχη πλάι στο επιβλητικό άγαλμα του ελασίτη
καπετάνιου. Ποιος ξέρει. Ίσως να ζητούσε προστασία και παρηγοριά απ’ τον παλιό
ήρωα και πολεμιστή. Μην κλαις κοριτσάκι και σε λίγο θα έρθει η μανούλα σου να
σε πάρει. Δεν θα αργήσει πολύ ακόμη. Κάνε υπομονή σκεφτόμουν και μου ράγιζε την
καρδιά. Οι ταξιτζήδες στην πιάτσα δεν έδιναν σημασία. Ούτε οι θαμώνες του
καφενείου στον πεζόδρομο λίγο παρακάτω.
Ρώτησα τον περιπτερά τι
έγινε αφού πρώτα αγόρασα τσιγάρα κι έναν αναπτήρα. Η μικρή ήταν εδώ και κάμποση
ώρα παρατημένη και δεν είχε σταματήσει το κλάμα. Τους είχε πάρει τα αυτιά.
Πάντως εκείνος είχε κάνει το καθήκον του ως υπεύθυνος και ευσυνείδητος πολίτης.
Είχε ήδη πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και την άμεση δράση. Εκείνοι θα πρέπει να
αναζητήσουν τους ανεύθυνους γονείς και να τους χώσουν μέσα για καραμπινάτη
παραμέληση ανηλίκου. Υπάρχουν τόσοι μάρτυρες. Ολόκληρη η συνοικία. Όμως μέχρι
τότε κανείς δεν είχε πλησιάσει το κοριτσάκι να το ρωτήσει γιατί κλαίει και να
την παρηγορήσει. Μου δικαιολογήθηκε. Οι μέρες είναι πονηρές και ο κοσμάκης
κακοπροαίρετος. Δεν είναι να μπλέκεις σε ξένες υποθέσεις. Ο καθένας έχει τα
δικά του προβλήματα που του φτάνουν και του περισσεύουν. Άσε που στην τελική μπορεί
και να σε κατηγορήσουν για παιδόφιλο κι άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι
ελέφαντας. Ας βγάλει κάποιος άλλος το φίδι απ’ την τρύπα. Εδώ γυναίκες περνάνε
και κάνουν τα στραβά μάτια. Ούτε είδαν ούτε άκουσαν τίποτα και συνεχίζουν τον
δρόμο τους για τα ψώνια τους και τα μαγειρέματα τους. Δεν είναι να μπλέκεις. Ο
καθένας θέλει την ησυχία του.
Ο περιπτεριούχος δεν είχε κι
άδικο. Τα επιχειρήματά του είχαν μια ατράνταχτη λογική στο πλαίσιο πάντα του
ιερού κι αναφαίρετου ατομικού συμφέροντος. Ο καθένας για την πάρτη του λοιπόν.
Μα μένα κάτι με έτρωγε μέσα μου παρ’ όλο που ‘χα να κάνω δουλειές με φούντες κι
έτρεχα να τις προλάβω. Δεν μου φαίνεται μα κι εγώ είμαι ένας πολυάσχολος
άνθρωπος του καιρού μου. Πλησίασα προς το μέρος της στη μέση της πλατείας. Οι
καφενόβιοι και οι ταξιτζήδες κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια και καχυποψία. Της
χάιδεψα το κεφαλάκι και της χαμογέλασα. Την ρώτησα τι έπαθε και γιατί κλαίει.
Θέλω τη μαμά μου απάντησε. Έφυγε και μ’ άφησε μόνη μου. Φοβάμαι. Μην ανησυχείς
και σε λίγο θα γυρίσει. Έλα να σου πάρω ένα παγωτό απ’ το περίπτερο. Ξαφνικά η
μικρή ξέχασε την δυστυχία της. Το μουτράκι της έλαμψε από χαρά και μου ‘δωσε το
χεράκι της.
Όμως δεν προλάβαμε να κάνουμε πέντε βήματα κι απ’
την απέναντι μεριά έσκασε μύτη μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας. Δεν πρέπει
να ‘τανε μεγάλη μα φαινόταν σπασμένη και ταλαιπωρημένη με τα μαλλιά της ανάκατα
και το πρόσωπο γεμάτο σημάδια. Τρέκλιζε και παραπατούσε κοιτώντας στα χαμένα.
Όταν το κοριτσάκι την είδε κοντοστάθηκε γουρλώνοντας τα μάτια. Τότε με μια
απότομη κίνηση ξέφυγε απ’ το χέρι μου και έτρεξε κατά πάνω της φωνάζοντας απ’
τη χαρά του. Ήταν η μαμά της. Έπεσε πάνω της με δύναμη και γαντζώθηκε στα πόδια
της. Έσφιγγε το παντελόνι της και δεν την άφηνε να προχωρήσει άλλο. Εκείνη στεκόταν
ασάλευτη μα δεν την έβλεπε καν. Με βλέμμα θολό κάρφωνε ψηλά το άγαλμα του
κουμουνιστή καπετάνιου που κάποτε πολέμησε και πέθανε για την λευτεριά της
πατρίδας και για έναν καλύτερο κόσμο και τον σκότωσαν στα τριάντα τρία του
χρόνια.
Εκείνη την ώρα έφτασε φουριόζικο
το περιπολικό της άμεσης δράσης με αναμμένο τον φάρο και τέρμα την σειρήνα. Μάλλον
βιαζόταν να προλάβει τα χειρότερα. Φρέναρε απότομα σταματώντας ακριβώς μπροστά
απ’ το περίπτερο και την πιάτσα των ταξί. Δυο ψηλοί γεροδεμένοι αστυνομικοί
βγήκαν έξω. Κάτι είπαν με τον περιπτέραρχο και κατόπιν με βήμα ταχύ πλησίασαν
προς το μέρος μας στη μέση της πλατείας πλάι στο άγαλμα του παλιού ηρωικού
αντάρτη πατριώτη και πολεμιστή. Έπρεπε κι αυτοί με κάποιο τρόπο να κάνουν το
καθήκον τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου