Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ (ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΕΣ ΜΕΡΕΣ)

Ξημέρωνε. Ο ουρανός ήταν στο μπλε βαθύ ακόμα και το βουνό χιονισμένο μέχρι τα χαμηλά. Ψηλά το φεγγάρι χλωμό και υγρό σαν κατουρημένο ίσα που φαινόταν. Είχα ξυπνήσει από ώρα μέσα στο μαύρο σκοτάδι και περίμενα να δω και πάλι το φως του ζωογόνου και φωτοδότη θεού ήλιου. Δεν ήξερα ακριβώς την ώρα μα δεν είχε και πολλή σημασία. Για να σπρώξω κάπως το χρόνο  προσπάθησα και πάλι να μετρήσω τα αστέρια που ήταν καρφιτσωμένα πάνω στο στερέωμα. Όπως κάθε βράδυ που ξυπνάω μέσα στα άγρια χαράματα. Από πάντα είχα δυνατή γερακίσια όραση που θα την ζήλευαν και οι εμπειρότεροι κυνηγοί πετούμενων πουλιών. Μπορούσα να διακρίνω ακόμα και τα πιο αμυδρά σημάδια του ουρανού. Κάποιο πλανήτη ίσως ή έναν μακρινό γαλαξία που περιστρέφεται αδιάφορος κάπου στην άκρη του σύμπαντος. Πραγματικό τηλεσκόπιο. Ειδικά αυτές τις νύχτες που δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό.

Είχα συγκεκριμένη μέθοδο. Άρχιζα από πάνω κι αριστερά μα όταν έφτανα στη μέση κουραζόμουν μπερδευόμουν κι έχανα το μέτρημα. Πάντα κάπου στο εξακόσια εβδομήντα. Ήταν πολλά το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποια τα κάλυπτε η σελήνη και δεν φαίνονταν καλά. Με μπέρδευε. Αυτή έφταιγε που έχανα τη σειρά. Τώρα έβλεπα μόνο διάφορα γεωμετρικά σχήματα τρίγωνα και τετράπλευρα και ανάμεσά τους μάταια προσπαθούσα να ξεχωρίσω κάποιο ερπετό ή πουλί του ζωδιακού κύκλου. Ούτε το κριάρι και το λιοντάρι ούτε και τον καρκίνο το ζώδιο της μαμάς μπορούσα να δω. Όλα φαίνονταν θολά και μπερδεμένα. Αόρατα. Το ακούνητο και τσιμπλιασμένο μου βλέμμα γλάρωσε απ’ την πολλή προσπάθεια και γρήγορα κατέβαζε τα ρολά. Εκεί πάντα στο εξακόσια εβδομήντα σαν να μην ήξερα να μετρήσω παραπάνω. Αν και κάποτε ήμουνα πολύ καλός στα μαθηματικά και αγαπούσα τους αριθμούς. Σίγουρα περισσότερο απ’ τη φύση. Ίσως πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους.

Όμως ευτυχώς το κρεβάτι μου ήταν ακριανό πλάι στο παράθυρο και οι κουρτίνες συνέχεια ανοιχτές και τραβηγμένες στην άκρη. Αν και δεν μπορούσα να κάνω ρούπι τουλάχιστον έβλεπα τις μέρες και τις νύχτες να έρχονται και να φεύγουν.  Αντίθετα απ’ τους γιατρούς που με είχαν ήδη ξεγραμμένο διατηρούσα κρυφές ελπίδες να δω για πολλές ακόμα φορές την εναλλαγή των εποχών. Της ζέστης και του κρύου. Της βροχής και της λιακάδας. Τον κύκλο της φύσης και της ζωής. Τα χρόνια και τους ανθρώπους να περνούν. Παρ’ όλο που κάποτε δεν έδινα μεγάλη σημασία σε όλα αυτά δεν παρακολουθούσα τις προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας για τον καιρό. Τα θεωρούσα τετριμμένα και ανούσια. Μακριά από μένα. Βαρετά και ασήμαντα. Δίχως νόημα. Δεν με αφορούσαν και δεν με συγκινούσαν καθόλου. Τότε που ήμουνα άνθρωπος της γκρίζας τσιμεντούπολης και είχα αλλού το μυαλό μου. Πριν από μια ολόκληρη βδομάδα.

Απόψε είδα πάλι το ίδιο όνειρο. Ένα ψόφιο γατάκι στη μέση του δρόμου χτυπημένο μάλλον από αυτοκίνητο. Δύο μηνών περίπου. Θήλαζε ακόμα. Τόσο ήταν η ζωή του. Δεν έχει αίματα αλλά δεν αναπνέει. Δεν κινείται και το στόμα του είναι ανοιχτό. Πριν από λίγο πρέπει να έγινε το ατύχημα. Είναι ακόμα καθαρό. Με ένα χαρτομάντιλο το πιάνω και το αφήνω πλάι στον κάδο απορριμμάτων του δήμου. Παραδίπλα τρεις γάτες με κοιτάζουν ανέκφραστα. Όταν απομακρύνομαι μία από αυτές το πλησιάζει σκύβει πάνω του και το μυρίζει. Κατόπιν το πιάνει με το στόμα της απ’ τον σβέρκο και χάνεται μέσα σε ένα στενό. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια είχε βγάλει ο ήλιος κέρατα και πλημύριζε το δωμάτιο από φως.  

Και φέτος είχα κάποιες προσκλήσεις από συγγενείς και φίλους για το βράδυ της ανάστασης και το μεσημεριανό τραπέζι της λαμπρής μα δεν θα πήγαινα πουθενά. Έτσι κι αλλιώς πίσω από την πλάτη μου με κουτσομπόλευαν με κακία. Με έλεγαν τρελό και παλαβό. Δυο μέρες ήταν. Θα περνούσαν έστω και με σφιγμένα δόντια. Ήθελα να τους αποφύγω δίχως τις χιλιοειπωμένες δικαιολογίες των προηγούμενων χρόνων. Χωρίς ενδοιασμούς δειλίες και ντροπές. Έτσι κι αλλιώς από καιρό δεν συμμετείχα σε γιορτινά τραπέζια και άλλες μαζώξεις. Δεν καταλάβαινα την επιμονή τους. Σίγουρα έκρυβε κάποιου είδους κακεντρέχεια για το άτομό μου. Και λύπηση. Μα φέτος θα έβρισκα το θάρρος να τους ξεστομίσω κατάμουτρα τη σκληρή αλήθεια. Αν και τελικά δεν χρειάστηκε. Για την απουσία μου απ’ τα χαρούμενα γιορτάσια τους απέκτησα ισχυρό και ατράνταχτο άλλοθι. Εισαγωγή στο νοσοκομείο ως καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο.

Απ’ το τηλέφωνο είναι πιο δύσκολο και λίγο άνανδρο να τους τα πω. Ότι είμαι μόνος και δεν έχω όρεξη και δεν γουστάρω να βλέπω αρνιά στη σούβλα και  ούτε τα μούτρα σας. Δεν έχω τίποτα να πω μαζί σας. Τίποτα να μοιραστώ. Ούτε καν τις κοινότοπες ευχές σας. Μου είστε ξένοι και αδιάφοροι. Δεν φταίτε εσείς. Εγώ άλλαξα μα προσπαθήστε να με καταλάβετε. Θέλω να είμαι χαρούμενος ευτυχισμένος ευδιάθετος όπως όλοι εσείς μα δεν μπορώ. Πλέον δεν ελπίζω σε τίποτα. Βαριέμαι αφόρητα. Πλήττω θανάσιμα και το παρελθόν με στοιχειώνει. Δεν την παλεύω. Βασανίζομαι. Παρείσακτες μνήμες με κατακλύζουν και με δολοφονούν. Εκείνος μπορεί να αναστηθεί εγώ όμως όχι. Αποκλείεται. Από παντού περισσεύω. Όμως ευτυχώς που αρρώστησα. Που χειροτέρεψα και πέρασα τις γιορτές στο νοσοκομείο. Είμαι στα τελευταία μου και δεν θα την βγάλω καθαρή. Μάλλον από δω μέσα θα με πάρουν τέσσερις.

Άλλες χρονιές έκλεινα το τηλέφωνο και έμενα στο σπίτι. Δεν πήγαινα πουθενά. Δεν υπήρχε ούτε ένα καφενείο ανοιχτό. Ούτε μια ταβέρνα. Καμιά μέριμνα για τους παρείσακτους της ζωής. Τάιζα τα γατάκια μου και ξάπλωνα νωρίς στο κρεβάτι πριν τις δώδεκα. Για παρέα άφηνα την τηλεόραση να παίζει χωρίς ήχο. Απ’ την οθόνη της πέρναγαν πολλά χαρούμενα φωτεινά και χαμογελαστά πρόσωπα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος. Σαν σε όνειρο άκουγα να σκάνε οι κροτίδες και τα βαρελότα και έβλεπα τις φωτοβολίδες να κατακλύζουν τον ουρανό. Αν τουλάχιστον εκείνος ήταν δίπλα μου σίγουρα θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά.

Μα και αυτή τη φορά δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Δεν μ’ αρέσει να κλαίγομαι. Έξυπνοι άνθρωποι είναι και θα κατάλαβαν. Ας μην ήρθαν να με δουν. Δεν πειράζει. Είναι όλοι τους καλεσμένοι στην κηδεία μου και τα έξοδα δικά μου. Εκεί να δεις γλέντι τρικούβερτο που έχει να γίνει. Θα χαλάσει ο κόσμος. Μέχρι και μπαγλαμομπούζουκα θα φέρω να μου παίξουν. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε η νοσοκόμα χαμογελαστή κρατώντας στα χέρια ένα πανέρι με κόκκινα αβγά. Οι υπόλοιποι στο θάλαμο κοιμόντουσαν τον ύπνο του σαλού και του δικαίου. Χρόνια πολλά φώναξε χαρούμενα. Με πλησίασε και διάλεξε ένα να τσουγκρίσουμε για το καλό. Και του χρόνου σπίτι σου μου ευχήθηκε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου