Μνήμη
Γιώργου Ανδριόπουλου (1951-2023)
Ήταν μοναχικός από
ευαισθησία. Βαθιές και ανεπούλωτες πληγές από παιδί ακόμα δεν του επέτρεπαν
εύκολες επαφές με τους ανθρώπους. Δύσκολος και απόμακρος. Δεν μπορούσε να κάνει
ούτε με τα άντερά του ειδικά όσο μεγάλωνε κλεισμένος στον δικό του κόσμο. Αν
και πάντα είχε ανάγκη την καλοσύνη των ξένων. Και παρ’ όλο που στην αγορά το
καφενείο και την ταβέρνα ήταν απ’ όλους πολύ αγαπητός. Χαρτζιλίκια κεράσματα
και πάσες από αγάπη και συμπόνια. Όμως πιο πολύ αγαπούσε τα ζώα. Κυρίως τα
πιστά σκυλιά και τα μελωδικά πουλιά. Τα σπουργίτια και τα κοτσύφια. Τα ελεύθερα
πετούμενα του ουρανού.
Δεν προχώρησε στο σχολείο
και δεν έμαθε πολλά γράμματα λόγω των συνθηκών παρόλο που το μυαλό του έκοβε
σαν ξουράφι. Από μικρός βούτηξε στη βιοπάλη και τραβήχτηκε με διάφορες δουλειές.
Σοβατζής στις οικοδομές παραγωγός οπωροκηπευτικών σερβιτόρος στα νυχτερινά μπαρ
δίπλα στα μεγαλύτερα αδέρφια του στο λιμάνι της πρωτεύουσας. Δούλευε για να
ζήσει κι όχι το αντίθετο. Όμως το μέγα πάθος του έκαψε τα σωθικά. Οικειοθελώς είπαμε.
Δεν ήταν κάνα κουτορνίθι. Μονίμως ερωτευμένος, καψούρης και γκομενιάρης με πουτάνες
λελούδες τραγουδιάρες και μπαρόβιες τον έσερναν σε δύσκολους δρόμους. Εκεί
έφαγε όλα τα λεφτά του. Σ’ αυτές έδωσε τα ρέστα του. Στις γυναίκες. Ευάλωτος με
αδυναμίες και λάθη. Δεν σκεφτόταν το αύριο. Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Έζησε
φανατικά και ανυστερόβουλα και τη μέρα και τη νύχτα και τις χόρτασε. Έτσι κι
αλλιώς μια ζωή την έχουμε. Ας πάει και το παλιάμπελο. Μα όπως και να το κάνεις
είναι γλυκιά. Έτσι έλεγε. Και που θα καταλήξουμε; Μέσα στο βαθύ λάκκο κρέας για
τα σκουλήκια. Παρόλο που κάπου πίστευε κι αυτός και στις δύσκολες περιστάσεις
έκανε τον σταυρό του ζητώντας βοήθεια και σωτηρία.
Δεν υπήρξε συκοφάντης και ψεύτης.
Δεν ήθελε να βλάψει κανέναν. Μόνο ένας φαντασιόπληκτος συγγραφέας και
σκηνοθέτης ταινιών για τον κινηματογράφο. Ένας ευφάνταστος παραμυθάς. Ξεκινώντας
από την άχαρη και μίζερη πραγματικότητα έπλαθε όμορφες ιστορίες και πάνω στην
κουβέντα σού τις σερβίριζε για άκρως αληθινές. Είχαν ενδιαφέρον γεμάτες από αίμα
και σπέρμα με ποικιλία δράση περιπέτεια σασπένς και χιούμορ. Και φυσικά με ήρωα και
πρωταγωνιστή πάντα τον ίδιο. Σε κρατούσε σε αγωνία και στο τέλος γελούσες με
την ψυχή σου γιατί ήξερες πως όλα αυτά ήταν μυθοπλασία. Παραμύθια για μεγάλα
παιδιά. Ειδικά ιστορίες από τα ηρωικά χρόνια της νιότης του στον στρατό και
αργότερα στα ύποπτα καμπαρέ και στα μπαρ της πρωτεύουσας και του μεγάλου λιμανιού.
Αν και καμιά φορά στη θύμηση τους στεναχωριόταν γιατί πλέον ήταν όλοι τους
νεκροί και περασμένοι. Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος και δεν σε κορόιδευε. Σχεδόν
τις πίστευε και ο ίδιος. Πως έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Παρόλο που κάθε
φορά διέφεραν λιγάκι. Βέβαια μόνο σε κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες παραλλαγές πάνω
στο ίδιο θέμα. Σίγουρα δεν έφταιγε εκείνος. Τον ξεγελούσε η μνήμη του και τον
παράσερνε η καλπάζουσα και αχαλίνωτη φαντασία του. Δηλαδή κάπου μπερδευόταν. Έπινε
ήσυχα το κρασάκι του κάπνιζε το τσιγάρο του και ονειροπολούσε. Καμιά φορά τον
έπνιγε ο πόνος από τη συγκίνηση των αναμνήσεων
και τα κενά που αφήνουν πίσω οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων που με τα χρόνια
όλο και πληθαίνουν. Στρατιές ολόκληρες τα σβησμένα κεριά. Μέχρι να έρθει και η σειρά
του να πάει να τους συναντήσει.
Είχε χρόνια προβλήματα με τα
πνευμόνια του από τις κακουχίες του βίου και τις ασωτίες της νιότης του. Η
υγρασία και το κρύο του έσκαψαν τα σωθικά και του περόνιασαν τα κόκαλα. Σάπισε μα
δεν σταμάτησε να καπνίζει. Ήταν αγχώδης και στενάχωρο. Δεν μπορούσε να το κόψει
ούτε καν να το ελαττώσει. Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο. Από αυτό έφυγε. Μαζική
πνευμονική εμβολή έγραψε ο ιατροδικαστής. Από ασφυξία. Λιποθύμησε και
σωριάστηκε κατάχαμα στο δάπεδο. Η πληγή στο μέτωπο το μαρτυρούσε. Το ίδιο βράδυ
τον βρήκαν ανάσκελα με το στόμα ορθάνοιχτο και πρησμένο το λαιμό κατακόκκινο απ’
την μεγάλη προσπάθεια να πάρει τις τελευταίες ανάσες και να κρατηθεί στη ζωή. Ήταν
άλλη μια κρίση αναπνευστικού. Δεν τα κατάφερε. Κι όμως δεν ζήτησε βοήθεια από
κανέναν. Πάλεψε μόνος του με τις σκιές και τα φαντάσματα. Ίσως και να είχε πια συμβιβαστεί
με την ιδέα του τέλους που πλησίαζε γι’ αυτό και αφέθηκε. Πλέον δεν υπήρχε
νόημα. Τουλάχιστον πέθανε στα πόδια του. Δεν κατάπεσε στο κρεβάτι. Δεν
ταλαιπωρήθηκε στα νοσοκομεία. Δεν έγινε βάρος κανενός. Ευτυχώς δεν βασανίστηκε
πολύ. Δεν παρατάθηκε η αγωνία. Την τελευταία μέρα μόνο. Τις τελευταίες
απογευματινές ώρες ίσως. Τις τελευταίες στιγμές. Ποιος ξέρει. Για όση ώρα το
οξυγόνο λιγόστευε τελείωνε ξεψυχούσε. Τότε που τους έβλεπε όλους μαζί να τον
καλούν κοντά τους.
Παρά τις αδυναμίες τα πάθη τις
παραλείψεις και τα λάθη του όλα συνηθισμένα και ανθρώπινα δεν έβλαψε και δεν
ενόχλησε κανέναν παρά μονάχα τον εαυτό του. Δεν τον έκρινα ποτέ. Ήταν ένας
καλός ευαίσθητος και συνηθισμένος άνθρωπος που απλά προσπάθησε να τα βγάλει
πέρα στη ζωή με αξιοπρέπεια όπως μπορούσε και να παρατείνει την ύπαρξη. Ένας
περήφανος και πονεμένος άνθρωπος που δεν κλαιγότανε ποτέ για τις δυσκολίες της
ζωής. Έζησε και πέθανε μόνος σαν τίγρης. Η μοναξιά ήταν η πιο βέβαιη και ακριβή
του δόξα. Ήταν θείος μου. Ο μικρότερος αδερφός της μάνας μου τελευταίος επιζών και
ο πιο αδύναμος κρίκος μιας ταλαιπωρημένης οικογένειας. Κατά βάθος μοιάζαμε. Είχαμε
πολλά κοινά σημεία. Τον καταλάβαινα τον ένιωθα και τον αγαπούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου