Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Τον αναγνώρισα αμέσως παρόλο που είχα να τον δω πάνω από τριάντα χρόνια. Πλέον είχε γίνει πραγματικό χούφταλο αν και από τότε τον νόμιζα για γέρο. Περπατούσε με αργό βάδισμα και κάτασπρα μαλλιά σκεβρωμένος και αδυνατισμένος σαν σκουράτζος. Ήταν πάντα καλοντυμένος με το γκρίζο του κουστούμι να βολτάρει αισιόδοξος κεφάτος και χαμογελαστός αγκαζέ με τη συμβία του μια όμορφη γυναίκα νεότερή του και να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Κι όποτε περνούσαν από μπροστά μας εκείνος άφηνε πάντα ένα κέρμα στο απλωμένο χέρι της μητέρας μου. Για το γάλα του παιδιού μου έλεγε κείνη και τον ευχαριστούσε μυξοκλαίγοντας από συγκίνηση ευγνωμοσύνη και λίγη προσποίηση.

Μια μέρα μόνο πέρασε μόνος του. Ήταν Χριστούγεννα. Πλησίασε και μου έδωσε ένα κόκκινο αυτοκίνητο πολύ όμορφο και γυαλιστερό και στη μητέρα μου ένα μεγάλο χαρτονόμισμα. Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι. Δεν είχα άλλα. Ούτε καν ένα τόπι. Η μαμά δεν μπορούσε να μου αγοράσει και όλα τ’ άλλα τα δημιουργούσε η μεγάλη μου φαντασία. Κανείς μέχρι τότε αλλά ούτε κι αργότερα δεν μου χάρισε κάτι έστω ευτελές και μηδαμινό. Μα εκείνο το όμορφο αστραφτερό αυτοκινητάκι δεν το αποχωριζόμουν ποτέ. Το είχα πάντα μαζί μου παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Κι όταν γυρίζαμε στο σπίτι έπαιζα για πολύ ώρα μ’ αυτό και μετά όταν έπεφτα για ύπνο το είχα στο πλάι μου και ονειρευόμουν όταν μεγαλώσω να γίνω οδηγός ταξί ή λεωφορείου και όλη τη μέρα να βρίσκομαι στους δρόμους με το δικό του πραγματικό αμάξι. Ήμουν πολύ μικρούλης τότε και είχα πολλά και μεγάλα σχέδια για το μέλλον.

Μια φορά μόνο το άφησα απ’ τα χέρια μου κι έγινε το μεγάλο κακό. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στη μέση του δωματίου μόνο και απροστάτευτο μα δεν το πρόσεξε ο πατριός μου και το πάτησε. Τότε αμέσως γλίστρησε και σωριάστηκε στο πάτωμα βογκώντας. Έγινε το σώσε. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Σηκώθηκε βρίζοντας το πήρε στα χέρια του το εκσφενδόνισε με μανία στον τοίχο. Το κόκκινο αυτοκίνητο  έγινε χίλια κομμάτια. Έφυγα απ’ το σπίτι κλαίγοντας για να γλυτώσω απ’ την οργή του. Σίγουρα θα ξεσπούσε και πάνω μου. Μετά από λίγο καιρό ο πατριός και η μητέρα μου μπήκανε στη φυλακή κι εγώ σε ίδρυμα της κοινωνικής πρόνοιας. Στο ορφανοτροφείο.

Τώρα λοιπόν μετά από τόσα χρόνια τον έβλεπα ξανά. Σηκώθηκα απ’ την απόμερη γωνιά μου και τον πλησίασα. Ο γέρος τρόμαξε έτσι όπως με είδε κουρελιάρη βρωμερό και συφοριασμένο. Μάλλον νόμισε ότι ήθελα να του ζητήσω ελεημοσύνη και για να με ξεφορτωθεί έβγαλε απ’ τη τσέπη του ένα κέρμα και μου το ‘δωσε. Τον ευχαρίστησα και μετά με κάποια συστολή του είπα ποιος είμαι. Αρχικά ο ηλικιωμένος με τα γκρι ξαφνιάστηκε. Πλησίασε κοντά μου και με περιεργάστηκε καλύτερα. Με θυμήθηκε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Μου είπε ότι ξαφνικά είχαμε εξαφανιστεί απ’ το πόστο μας σαν να είχε ανοίξει η γη και μας κατάπιε εμένα και την μητέρα μου. Μάταια είχε ψάξει να μας βρει βάζοντας λυτούς και δεμένους. Μου χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι.

Με ρώτησε τι κάνω και πώς τα περνάω. Καλά του απάντησα και δόξα το θεό μα για τις φυλακές και τα ναρκωτικά δεν είπα κουβέντα. Με ρώτησε και για την μητέρα μου. Δεν ζει πια. Πέθανε πριν κάμποσα χρόνια. Ο γέρος σκυθρώπιασε. Είχε χάσει κι αυτός πρόσφατα τη γυναίκα του απ’ την παλιαρρώστια. Δεν μιλήσαμε άλλο. Μόνο κοιταχτήκανε για λίγο σιωπηλοί τρέμοντας με τα μάτια υγρά και δώσαμε τα χέρια. Τότε ο γέρος με αγκάλιασε σφιχτά με φίλησε κι έβγαλε απ’ την τσέπη του και μου ‘δωσε κάμποσα μεγάλα χαρτονομίσματα. Μου είπε το όνομά του και τη διεύθυνση που μένει. Σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι να μην διστάσω να του χτυπήσω την πόρτα.

Τον ευχαρίστησα για όλα. Για το ενδιαφέρον που ‘δειξε μα όχι και για το κόκκινο γυαλιστερό αυτοκίνητο. Εκείνο το μακρινό χριστουγεννιάτικο δώρο που μου ‘χε κάνει κάποτε ο κύριος με τα γκρι. Από ντροπή ή από συγκίνηση. Δεν ξέρω μα δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Ούτε όμως κι αυτός μου αποκάλυψε ότι τότε ήθελε να με υιοθετήσει. Δεν μπορούσε να κάνει δικά του παιδιά. Με είχε ζητήσει απ’ τη μητέρα μου μα εκείνη του είχε αρνηθεί. Από εκείνη τα έμαθα πολύ αργότερα.

Δεν ξαναείδα ποτέ τον κύριο με τα γκρι. Δεν ξανασυναντηθήκαμε. Μετά από ένα μήνα περίπου πέρασα απ’ το σπίτι του και χτύπησα το κουδούνι μα δεν μου άνοιξε κανείς. Από μια γειτόνισσα έμαθα ότι είχε πεθάνει την προηγούμενη βδομάδα στον ύπνο του ήρεμα από ανακοπή καρδιάς.   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου